Γιώργης Παπανικολάου
Σύμφωνα με την μέχρι σήμερα αποδεκτή κοσμολογική θεωρία του Big Bang, η δημιουργία του σύμπαντος βασίζεται στη δράση των τεσσάρων γνωστών θεμελιωδών δυνάμεων ή αλληλεπιδράσεων (Βαρυτική, ηλεκτρομαγνητική, ισχυρή και ασθενής). Οι δυνάμεις αυτές δρουν με απόλυτα εξειδικευμένο τρόπο και εμφανίζονται κατά περίπτωση με απόλυτα ακριβείς και συγκεκριμένες σταθερές, οι οποίες προσδιορίζουν μια αλληλουχία κινήσεων, γεγονότων και φαινομένων, που καταλήγουν στη δημιουργία του συγκεκριμένου «δικού» μας σύμπαντος.
Έτσι, μπορούμε να πούμε πως το Big Bang πυροδότησε την έναρξη μιας σειράς συγκεκριμένων δυναμικών διεργασιών της άβιας ύλης, που καταλήγουν στη δημιουργία της έμβιας ύλης.
Το συμπέρασμα αυτό δεν έχει βάση αμφισβήτησης, γιατί δεν εμπίπτει στη περίπτωση μιας επαγωγής ή απαγωγής στη διαδικασία του λογικού συμπερασμού, αλλά αφορά την πραγματικότητα καθαυτή.
Μάλιστα, αυτή η διαπίστωση γίνεται απ’ το ανώτερο, μέχρι τώρα, τελικό δημιούργημα αυτής της διαδικασίας, τον άνθρωπο, ο οποίος είναι σε θέση να παρατηρεί, να διερωτάται, να διερευνά και να απαντά. Αλλά, αυτές ακριβώς οι ξεχωριστές ιδιότητες – ικανότητες του ανθρώπου αποτελούν για τον ίδιο κι ένα βασικό μέτρο στη προσπάθεια ερμηνείας του ανερμήνευτου, με τη καθιέρωση της «ανθρωπικής αρχής» ή του «ανθρωπικού αξιώματος».
Η αρχή αυτή στηρίζεται στη βασική απαίτηση που λέει ότι: κάθε ερμηνεία για την ύπαρξη του σύμπαντος πρέπει να περιλαμβάνει και την ύπαρξη του ανθρώπου μέσα σ’ αυτό. Δηλαδή, κάθε Κοσμολογική θεωρία πρέπει να αναπτύσσεται στη βάση της ερμηνείας των καταστάσεων και των σχέσεων που μεσολαβούν μεταξύ των δυο αναμφισβήτητων πραγματικών γεγονότων: του Σύμπαντος (δηλ. του Κοσμικού γίγνεσθαι) και του παρατηρητή του (δηλ. του ανθρώπου). Έτσι, στην επιστημονική έρευνα της Κοσμολογίας επικαιροποιείται, μετά από 2400 χρόνια περίπου, η βασική φιλοσοφική θέση του Πρωταγόρα που λέει ότι: «Μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος, αυτών που υπάρχουν, πως υπάρχουν και αυτών που δεν υπάρχουν, πως δεν υπάρχουν».
Η ανθρωπική αρχή λοιπόν, που ονομάστηκε έτσι από τον μαθηματικό Brandon Carter το 1974, βασίζεται στη διαπίστωση της επιστήμης πως αν δεν υπήρχε το συγκεκριμένο Σύμπαν, δηλαδή αν δεν υπήρχαν οι απόλυτα συγκεκριμένες σταθερές στο Συμπαντικό γίγνεσθαι, δεν θα είχαν αναπτυχθεί οι συνθήκες που επέτρεψαν την ύπαρξη του παρατηρητή του, δηλ. του ανθρώπινου όντος. Η διαπίστωση αυτή δεν αναφέρεται στον άνθρωπο για να επισημάνει μόνο κάποια βιολογική τελειότητα στο φαινόμενο της ζωής, αλλά και για να δείξει το πώς μέσα στο Κοσμικό γίγνεσθαι αναδεικνύεται το φαινόμενο της νόησης. Το πώς δηλαδή μια συγκεκριμένη αλληλουχία διεργασιών της άβιας ύλης καταλήγει στην εμφάνιση της νοήμονος έμβιας ύλης.
Όμως, αυτή η διαπίστωση αναδεικνύει ταυτόχρονα και το πρόβλημα της μηχανιστικής θεώρησης του Κόσμου, διότι, «εκ του αποτελέσματος» φανερώνεται η ύπαρξη σκοπού στην όλη γεγονική εξέλιξη της σύμφυτης κίνησης της ύλης. Έτσι, παρ’ όλο που τόσο η «μηχανή παραγωγής», δηλ. το συγκεκριμένο Σύμπαν, όσο και το «τελικό νοήμον προϊόν» , δηλ. το ανθρώπινο ον, είναι συνεχώς παρόντα και διαθέσιμα στην έρευνα, εν τούτοις, ένα μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας παραμένει προσκολλημένο στην μονοδιάστατη υλιστική ερμηνεία του κόσμου, και αρκείται να «βλέπει» μόνο αυτό που «φαίνεται». Σ’ αυτή τη περίπτωση λοιπόν, η ανθρωπική αρχή εφαρμόζεται με μια Δαρβινική αντίληψη, για να αποδείξει πως υπάρχουμε έτσι όπως υπάρχουμε, σαν μια έκφανση των υπαρκτικών δυνατοτήτων της ύλης. Η νόηση δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από μια αναγκαία διεργασία της έμβιας ύλης. Δηλαδή, το ότι υπάρχουμε έτσι όπως υπάρχουμε δεν σημαίνει πως αποτελούμε την υλοποίηση κάποιου σκοπού, παρά το ότι η ύπαρξή μας αποδεικνύει πως η ύλη, μεταξύ των άλλων, μπορεί να παράγει και διάφορες μορφές ζωής.
Στο συγκεκριμένο Σύμπαν, απ’ όσο μπορεί να διαπιστώσει ο άνθρωπος, οι περισσότεροι πλανήτες δεν πρέπει να βρίσκονται σε κατάλληλες τροχιές γύρω απ’ τον ήλιο τους για να μπορούν ν’ αναπτυχθούν συνθήκες εμφάνισης ζωής. Όμως, σύμφωνα με τον νόμο των πιθανοτήτων, και λόγω του απίθανα μεγάλου αριθμού πλανητών, αφού υπάρχει η Γη κι εμείς βρισκόμαστε σ’ αυτή, τότε, έστω και σπάνια θα υπάρχουν κι άλλοι πλανήτες που μπορεί να έχουν συνθήκες εμφάνισης ζωής. Έτσι, ο Richard Dawkins υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την ανθρωπική αρχή μπορούμε να συζητάμε το ζήτημα μόνο σε κείνο το είδος σύμπαντος το οποίο υπήρξε ικανό να μας παράγει. Συνεπώς, η ύπαρξή μας ορίζει ότι οι θεμελιώδεις φυσικές σταθερές έπρεπε να εμπίπτουν στις ζώνες τροχιάς του πλανήτη που είναι ευνοϊκές για τη ζωή.
Αλλά αυτή η εφαρμογή της ανθρωπικής αρχής, που εξηγεί την ύπαρξη της νοήμονος έμβιας ύλης με την ταυτολογία ότι υπάρχουμε έτσι όπως υπάρχουμε επειδή έτσι υπάρχουμε, δεν φαίνεται ικανοποιητική για πολλούς εξελικτικούς υλιστές, κι έτσι, προσφεύγοντας πάλι σε μια επαγωγική πιθανολόγηση, αναφέρονται στη θεωρία του «πολυσύμπαντος» (multiverse) ή «μεγασύμπαντος» (megaverse). Η θεωρία αυτή έχει να κάνει με την ιδέα μιας «φυσικής επιλογής» μεταξύ πολλών διαφορετικών περιπτώσεων της ύπαρξης ενός σύμπαντος, λόγω διαφοροποίησης των φυσικών νόμων και σταθερών, που τελικά καταλήγει στην ύπαρξη του συγκεκριμένου «δικού» μας σύμπαντος. Αλλά, αυτή η πιθανολόγηση δεν σταματάει εδώ, παρά αναφέρεται και στη θεωρία του φυσικού Lee Smolin που λέει ότι «θυγατρικά» σύμπαντα γεννιούνται από «μητρικά» σύμπαντα, όχι σε μια καθολική Μεγάλη Σύνθλιψη αλλά πιο τοπικά, σε μαύρες τρύπες. Ο Smolin εδώ προσθέτει μια μορφή κληρονομικότητας: Η κληρονομικότητα αποτελεί ουσιώδες συστατικό της Δαρβινικής φυσικής επιλογής, κι έτσι ο Smolin θεωρεί ότι υπήρξε μια φυσική επιλογή συμπάντων στο πολυσύμπαν, η οποία ευνόησε άμεσα την εξέλιξη της ικανότητας γέννησης μαύρων τρυπών και έμμεσα την παραγωγή ζωής.
Με την εκτενή αναφορά του Dawkins στη θεωρία του πολυσύμπαντος, μέσα από το πρίσμα μιας εφαρμογής της Δαρβινικής εξελικτικής διαδικασίας, ο ίδιος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι: «Ενδεχομένως το πολυσύμπαν φαίνεται εξωφρενικό ως προς το τεράστιο πλήθος συμπάντων. Εάν όμως το καθένα από αυτά τα σύμπαντα είναι απλό όσον αφορά τους θεμελιώδεις νόμους του, τότε δεν υποθέτουμε τίποτε εξαιρετικά απίθανο. Το ακριβώς αντίθετο πρέπει να λεχθεί για κάθε είδος διάνοιας».
Εδώ λοιπόν διαπιστώνουμε ότι, προκειμένου ο υλισμός να αποφύγει την οποιαδήποτε έκφανση νόησης στην όποια εξηγητική εκδοχή των διαδοχικών διαδικασιών της άβιας ύλης – που καταλήγουν στη γένεση των έμβιων όντων – καταφεύγει σε επιστημονικά αναπόδεικτες θεωρητικές ακροβασίες, που δημιουργούν αντιφάσεις όπως: Ο ίδιος έγκριτος επιστήμονας, ενώ απ’ τη μια παραδέχεται ότι, «η δαρβινική εξέλιξη προχωρεί απρόσκοπτα αφότου δημιουργήθηκε η ζωή… διότι η φυσική επιλογή δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς αυτή», απ’ την άλλη υποστηρίζει τη θεωρία που μιλάει για τη διαδικασία της φυσικής επιλογής μεταξύ πολλών συμπάντων, για να υπάρξει το συγκεκριμένο «δικό» μας σύμπαν.
Η αντίφαση είναι φανερή. Η εξέλιξη με την διαδικασία της φυσικής επιλογής δεν μπορεί να υπάρξει στην άβια ύλη. Αν λοιπόν η ζωή είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την φυσική επιλογή, τότε το «δικό» μας σύμπαν αναδείχθηκε μ’ αυτή τη διαδικασία μεταξύ πολλών άλλων ζωντανών συμπάντων. Όμως, αυτή η συλλογιστική παραπέμπει άμεσα σ’ αυτό που ακριβώς θέλει ν’ αποφύγει, δηλαδή στην ύπαρξη ενός είδους διάνοιας. Διότι δεν υπάρχει έκφανση ζωής χωρίς νόηση, έστω κι αν τη δούμε σαν ένα μοναδικό μηχανιστικό παράγωγο της ύλης. Με βάση αυτή την αντίληψη, δηλαδή την ύπαρξη της νόησης ως ένα μηχανιστικό φαινόμενο της ύλης, οι απόλυτα συγκεκριμένες σταθερές του σύμπαντος είναι προϊόν της δαρβίνειας εξελικτικής διαδικασίας, όπως και εμείς οι ίδιοι. Αν μάλιστα πάρουμε υπόψη τη θεώρηση του υλισμού ότι η νόηση δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από κάποιο είδος «ηλεκτρονικών προγραμμάτων», τότε δεν θα είναι καθόλου περίεργο να οδηγηθούμε στην ιδέα κάποιου φυσικού «υπερσυμπαντικού ηλεκτρονικού υπολογιστή»!
Γίνεται πλέον κάτι περισσότερο από φανερή η αντίφαση στην οποία καταλήγει ο τρόπος εφαρμογής της «ανθρωπικής αρχής», στην εξηγητική θεώρηση του Κοσμικού γίγνεσθαι, στα πλαίσια του υλισμού, από ένα σημαντικό «κομμάτι» της επιστημονικής κοινότητας. Κι αυτό, γιατί η οποιαδήποτε προσπάθεια αποσύνδεσης της νόησης από την αλληλουχία των διεργασιών του Σύμπαντος, οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα. Αν θεωρήσουμε σωστή την αντίληψη ενός σύμπαντος απόλυτα μηχανιστικού, που κινείται με τους προκαθορισμούς και την ακρίβεια μιας μηχανής, τότε, οδηγούμαστε στην αναζήτηση του κατασκευαστή της μηχανής, διότι οι εγγενείς κινήσεις μιας μηχανής προϋποθέτουν την εκδήλωση μιας προηγούμενης νοητικής διεργασίας. Αν πάλι θεωρήσουμε σωστό ότι το «δικό» μας σύμπαν είναι αποτέλεσμα της διαδικασίας της φυσικής επιλογής μεταξύ πολλών συμπάντων, τότε, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η λεγόμενη άβια ύλη έχει πολλά απ’ τα χαρακτηριστικά που, σύμφωνα με την βιολογία, προσδιορίζουν την έμβια ύλη, όπως: κίνηση, «ενστικτώδης διεργασία», «αναπαραγωγή», κληρονομικότητα, μεταλλαγμένες παραλλαγές κληρονομούμενων στοιχείων. Αλλά κι αυτή η εκδοχή οδηγεί στην προϋπόθεση της ύπαρξης μιας εγγενούς νοητικής λειτουργίας.
Συμπερασματικά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι όπως εφαρμόζεται από τον υλισμό η «ανθρωπική αρχή», μπορεί να ξεκινάει από μια ταυτολογία και να καταλήγει σ’ ένα Σύμπαν μηχανιστικό, που κινείται στα πλαίσια μιας τουλάχιστον περίεργης φυσικής επιλογής, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι λογικοί συνειρμοί που προαναφέραμε.
Απ’ την άλλη, υπάρχουν κι αυτοί που, στα πλαίσια μιας εξήγησης των Κοσμολογικών δεδομένων, αρνούνται να δεχθούν την ανθρωπική αρχή και θεωρούν το Σύμπαν σαν πεδίο δράσης χαοτικών συστημάτων, που η εξέλιξή τους δεν εξαρτάται από ντετερμινιστικούς μηχανισμούς, αλλά από απροσδιόριστους και διαφορετικούς κάθε φορά συνδυασμούς γεγονότων και καταστάσεων. Οι απόψεις αυτές, που βασίζονται τόσο στις ανακαλύψεις των χαοτικών συστημάτων όσο και στη διάψευση της καθολικότητας της Νευτώνειας φυσικής, με τη διατύπωση των θεωριών της σχετικότητας και της κβαντομηχανικής, δεν θεωρούν την παρουσία του ανθρώπου ως σκοπό του Σύμπαντος, παρά σαν τη συμπτωματική υλοποίηση μιας απιθανότητας. Αλλά η έννοια του τυχαίου αμφισβητείται τόσο από πολλούς εξελικτικούς υλιστές όσο κι απ’ αυτούς που θεωρούν ότι στη βάση της έννοιας του χάους υποκρύπτεται η αδυναμία του ανθρώπου να καταγράψει και να κατανοήσει την εσωτερική αλληλουχία του Σύμπαντος. Μάλιστα, με βάση μια ερμηνεία ενός πιθανοκρατικού ενδεχομένου της κβαντομηχανικής, έχουμε την διατύπωση μιας ακραίας παραλλαγής της ανθρωπικής αρχής από τον J. Wheeller, που θεωρεί ότι το Σύμπαν είχε ανάγκη να δημιουργήσει τον άνθρωπο για να υπάρξει το ίδιο! Η άποψη αυτή στηρίχθηκε σε μια θεώρηση της κβαντομηχανικής που λέει ότι: ένα γεγονός στον μικρόκοσμο υπάρχει μόνο αν παρατηρηθεί.
Αυτό που διαπιστώνουμε τελικά είναι ότι: η οποιαδήποτε κοσμολογική ερμηνεία, που λαμβάνει υπόψη την ανθρωπική αρχή, οδηγεί στο συμπέρασμα της ύπαρξης μιας ακατανόητης δυναμικής ενέργειας, που βρίσκεται πίσω από συγκεκριμένες συμπαντικές διεργασίες και που προσιδιάζει σε ότι ο άνθρωπος αποκαλεί «Νόηση».
πηγή: Aντίφωνο
Σύμφωνα με την μέχρι σήμερα αποδεκτή κοσμολογική θεωρία του Big Bang, η δημιουργία του σύμπαντος βασίζεται στη δράση των τεσσάρων γνωστών θεμελιωδών δυνάμεων ή αλληλεπιδράσεων (Βαρυτική, ηλεκτρομαγνητική, ισχυρή και ασθενής). Οι δυνάμεις αυτές δρουν με απόλυτα εξειδικευμένο τρόπο και εμφανίζονται κατά περίπτωση με απόλυτα ακριβείς και συγκεκριμένες σταθερές, οι οποίες προσδιορίζουν μια αλληλουχία κινήσεων, γεγονότων και φαινομένων, που καταλήγουν στη δημιουργία του συγκεκριμένου «δικού» μας σύμπαντος.
Έτσι, μπορούμε να πούμε πως το Big Bang πυροδότησε την έναρξη μιας σειράς συγκεκριμένων δυναμικών διεργασιών της άβιας ύλης, που καταλήγουν στη δημιουργία της έμβιας ύλης.
Το συμπέρασμα αυτό δεν έχει βάση αμφισβήτησης, γιατί δεν εμπίπτει στη περίπτωση μιας επαγωγής ή απαγωγής στη διαδικασία του λογικού συμπερασμού, αλλά αφορά την πραγματικότητα καθαυτή.
Μάλιστα, αυτή η διαπίστωση γίνεται απ’ το ανώτερο, μέχρι τώρα, τελικό δημιούργημα αυτής της διαδικασίας, τον άνθρωπο, ο οποίος είναι σε θέση να παρατηρεί, να διερωτάται, να διερευνά και να απαντά. Αλλά, αυτές ακριβώς οι ξεχωριστές ιδιότητες – ικανότητες του ανθρώπου αποτελούν για τον ίδιο κι ένα βασικό μέτρο στη προσπάθεια ερμηνείας του ανερμήνευτου, με τη καθιέρωση της «ανθρωπικής αρχής» ή του «ανθρωπικού αξιώματος».
Η αρχή αυτή στηρίζεται στη βασική απαίτηση που λέει ότι: κάθε ερμηνεία για την ύπαρξη του σύμπαντος πρέπει να περιλαμβάνει και την ύπαρξη του ανθρώπου μέσα σ’ αυτό. Δηλαδή, κάθε Κοσμολογική θεωρία πρέπει να αναπτύσσεται στη βάση της ερμηνείας των καταστάσεων και των σχέσεων που μεσολαβούν μεταξύ των δυο αναμφισβήτητων πραγματικών γεγονότων: του Σύμπαντος (δηλ. του Κοσμικού γίγνεσθαι) και του παρατηρητή του (δηλ. του ανθρώπου). Έτσι, στην επιστημονική έρευνα της Κοσμολογίας επικαιροποιείται, μετά από 2400 χρόνια περίπου, η βασική φιλοσοφική θέση του Πρωταγόρα που λέει ότι: «Μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος, αυτών που υπάρχουν, πως υπάρχουν και αυτών που δεν υπάρχουν, πως δεν υπάρχουν».
Η ανθρωπική αρχή λοιπόν, που ονομάστηκε έτσι από τον μαθηματικό Brandon Carter το 1974, βασίζεται στη διαπίστωση της επιστήμης πως αν δεν υπήρχε το συγκεκριμένο Σύμπαν, δηλαδή αν δεν υπήρχαν οι απόλυτα συγκεκριμένες σταθερές στο Συμπαντικό γίγνεσθαι, δεν θα είχαν αναπτυχθεί οι συνθήκες που επέτρεψαν την ύπαρξη του παρατηρητή του, δηλ. του ανθρώπινου όντος. Η διαπίστωση αυτή δεν αναφέρεται στον άνθρωπο για να επισημάνει μόνο κάποια βιολογική τελειότητα στο φαινόμενο της ζωής, αλλά και για να δείξει το πώς μέσα στο Κοσμικό γίγνεσθαι αναδεικνύεται το φαινόμενο της νόησης. Το πώς δηλαδή μια συγκεκριμένη αλληλουχία διεργασιών της άβιας ύλης καταλήγει στην εμφάνιση της νοήμονος έμβιας ύλης.
Όμως, αυτή η διαπίστωση αναδεικνύει ταυτόχρονα και το πρόβλημα της μηχανιστικής θεώρησης του Κόσμου, διότι, «εκ του αποτελέσματος» φανερώνεται η ύπαρξη σκοπού στην όλη γεγονική εξέλιξη της σύμφυτης κίνησης της ύλης. Έτσι, παρ’ όλο που τόσο η «μηχανή παραγωγής», δηλ. το συγκεκριμένο Σύμπαν, όσο και το «τελικό νοήμον προϊόν» , δηλ. το ανθρώπινο ον, είναι συνεχώς παρόντα και διαθέσιμα στην έρευνα, εν τούτοις, ένα μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας παραμένει προσκολλημένο στην μονοδιάστατη υλιστική ερμηνεία του κόσμου, και αρκείται να «βλέπει» μόνο αυτό που «φαίνεται». Σ’ αυτή τη περίπτωση λοιπόν, η ανθρωπική αρχή εφαρμόζεται με μια Δαρβινική αντίληψη, για να αποδείξει πως υπάρχουμε έτσι όπως υπάρχουμε, σαν μια έκφανση των υπαρκτικών δυνατοτήτων της ύλης. Η νόηση δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από μια αναγκαία διεργασία της έμβιας ύλης. Δηλαδή, το ότι υπάρχουμε έτσι όπως υπάρχουμε δεν σημαίνει πως αποτελούμε την υλοποίηση κάποιου σκοπού, παρά το ότι η ύπαρξή μας αποδεικνύει πως η ύλη, μεταξύ των άλλων, μπορεί να παράγει και διάφορες μορφές ζωής.
Στο συγκεκριμένο Σύμπαν, απ’ όσο μπορεί να διαπιστώσει ο άνθρωπος, οι περισσότεροι πλανήτες δεν πρέπει να βρίσκονται σε κατάλληλες τροχιές γύρω απ’ τον ήλιο τους για να μπορούν ν’ αναπτυχθούν συνθήκες εμφάνισης ζωής. Όμως, σύμφωνα με τον νόμο των πιθανοτήτων, και λόγω του απίθανα μεγάλου αριθμού πλανητών, αφού υπάρχει η Γη κι εμείς βρισκόμαστε σ’ αυτή, τότε, έστω και σπάνια θα υπάρχουν κι άλλοι πλανήτες που μπορεί να έχουν συνθήκες εμφάνισης ζωής. Έτσι, ο Richard Dawkins υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την ανθρωπική αρχή μπορούμε να συζητάμε το ζήτημα μόνο σε κείνο το είδος σύμπαντος το οποίο υπήρξε ικανό να μας παράγει. Συνεπώς, η ύπαρξή μας ορίζει ότι οι θεμελιώδεις φυσικές σταθερές έπρεπε να εμπίπτουν στις ζώνες τροχιάς του πλανήτη που είναι ευνοϊκές για τη ζωή.
Αλλά αυτή η εφαρμογή της ανθρωπικής αρχής, που εξηγεί την ύπαρξη της νοήμονος έμβιας ύλης με την ταυτολογία ότι υπάρχουμε έτσι όπως υπάρχουμε επειδή έτσι υπάρχουμε, δεν φαίνεται ικανοποιητική για πολλούς εξελικτικούς υλιστές, κι έτσι, προσφεύγοντας πάλι σε μια επαγωγική πιθανολόγηση, αναφέρονται στη θεωρία του «πολυσύμπαντος» (multiverse) ή «μεγασύμπαντος» (megaverse). Η θεωρία αυτή έχει να κάνει με την ιδέα μιας «φυσικής επιλογής» μεταξύ πολλών διαφορετικών περιπτώσεων της ύπαρξης ενός σύμπαντος, λόγω διαφοροποίησης των φυσικών νόμων και σταθερών, που τελικά καταλήγει στην ύπαρξη του συγκεκριμένου «δικού» μας σύμπαντος. Αλλά, αυτή η πιθανολόγηση δεν σταματάει εδώ, παρά αναφέρεται και στη θεωρία του φυσικού Lee Smolin που λέει ότι «θυγατρικά» σύμπαντα γεννιούνται από «μητρικά» σύμπαντα, όχι σε μια καθολική Μεγάλη Σύνθλιψη αλλά πιο τοπικά, σε μαύρες τρύπες. Ο Smolin εδώ προσθέτει μια μορφή κληρονομικότητας: Η κληρονομικότητα αποτελεί ουσιώδες συστατικό της Δαρβινικής φυσικής επιλογής, κι έτσι ο Smolin θεωρεί ότι υπήρξε μια φυσική επιλογή συμπάντων στο πολυσύμπαν, η οποία ευνόησε άμεσα την εξέλιξη της ικανότητας γέννησης μαύρων τρυπών και έμμεσα την παραγωγή ζωής.
Με την εκτενή αναφορά του Dawkins στη θεωρία του πολυσύμπαντος, μέσα από το πρίσμα μιας εφαρμογής της Δαρβινικής εξελικτικής διαδικασίας, ο ίδιος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι: «Ενδεχομένως το πολυσύμπαν φαίνεται εξωφρενικό ως προς το τεράστιο πλήθος συμπάντων. Εάν όμως το καθένα από αυτά τα σύμπαντα είναι απλό όσον αφορά τους θεμελιώδεις νόμους του, τότε δεν υποθέτουμε τίποτε εξαιρετικά απίθανο. Το ακριβώς αντίθετο πρέπει να λεχθεί για κάθε είδος διάνοιας».
Εδώ λοιπόν διαπιστώνουμε ότι, προκειμένου ο υλισμός να αποφύγει την οποιαδήποτε έκφανση νόησης στην όποια εξηγητική εκδοχή των διαδοχικών διαδικασιών της άβιας ύλης – που καταλήγουν στη γένεση των έμβιων όντων – καταφεύγει σε επιστημονικά αναπόδεικτες θεωρητικές ακροβασίες, που δημιουργούν αντιφάσεις όπως: Ο ίδιος έγκριτος επιστήμονας, ενώ απ’ τη μια παραδέχεται ότι, «η δαρβινική εξέλιξη προχωρεί απρόσκοπτα αφότου δημιουργήθηκε η ζωή… διότι η φυσική επιλογή δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς αυτή», απ’ την άλλη υποστηρίζει τη θεωρία που μιλάει για τη διαδικασία της φυσικής επιλογής μεταξύ πολλών συμπάντων, για να υπάρξει το συγκεκριμένο «δικό» μας σύμπαν.
Η αντίφαση είναι φανερή. Η εξέλιξη με την διαδικασία της φυσικής επιλογής δεν μπορεί να υπάρξει στην άβια ύλη. Αν λοιπόν η ζωή είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την φυσική επιλογή, τότε το «δικό» μας σύμπαν αναδείχθηκε μ’ αυτή τη διαδικασία μεταξύ πολλών άλλων ζωντανών συμπάντων. Όμως, αυτή η συλλογιστική παραπέμπει άμεσα σ’ αυτό που ακριβώς θέλει ν’ αποφύγει, δηλαδή στην ύπαρξη ενός είδους διάνοιας. Διότι δεν υπάρχει έκφανση ζωής χωρίς νόηση, έστω κι αν τη δούμε σαν ένα μοναδικό μηχανιστικό παράγωγο της ύλης. Με βάση αυτή την αντίληψη, δηλαδή την ύπαρξη της νόησης ως ένα μηχανιστικό φαινόμενο της ύλης, οι απόλυτα συγκεκριμένες σταθερές του σύμπαντος είναι προϊόν της δαρβίνειας εξελικτικής διαδικασίας, όπως και εμείς οι ίδιοι. Αν μάλιστα πάρουμε υπόψη τη θεώρηση του υλισμού ότι η νόηση δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από κάποιο είδος «ηλεκτρονικών προγραμμάτων», τότε δεν θα είναι καθόλου περίεργο να οδηγηθούμε στην ιδέα κάποιου φυσικού «υπερσυμπαντικού ηλεκτρονικού υπολογιστή»!
Γίνεται πλέον κάτι περισσότερο από φανερή η αντίφαση στην οποία καταλήγει ο τρόπος εφαρμογής της «ανθρωπικής αρχής», στην εξηγητική θεώρηση του Κοσμικού γίγνεσθαι, στα πλαίσια του υλισμού, από ένα σημαντικό «κομμάτι» της επιστημονικής κοινότητας. Κι αυτό, γιατί η οποιαδήποτε προσπάθεια αποσύνδεσης της νόησης από την αλληλουχία των διεργασιών του Σύμπαντος, οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα. Αν θεωρήσουμε σωστή την αντίληψη ενός σύμπαντος απόλυτα μηχανιστικού, που κινείται με τους προκαθορισμούς και την ακρίβεια μιας μηχανής, τότε, οδηγούμαστε στην αναζήτηση του κατασκευαστή της μηχανής, διότι οι εγγενείς κινήσεις μιας μηχανής προϋποθέτουν την εκδήλωση μιας προηγούμενης νοητικής διεργασίας. Αν πάλι θεωρήσουμε σωστό ότι το «δικό» μας σύμπαν είναι αποτέλεσμα της διαδικασίας της φυσικής επιλογής μεταξύ πολλών συμπάντων, τότε, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η λεγόμενη άβια ύλη έχει πολλά απ’ τα χαρακτηριστικά που, σύμφωνα με την βιολογία, προσδιορίζουν την έμβια ύλη, όπως: κίνηση, «ενστικτώδης διεργασία», «αναπαραγωγή», κληρονομικότητα, μεταλλαγμένες παραλλαγές κληρονομούμενων στοιχείων. Αλλά κι αυτή η εκδοχή οδηγεί στην προϋπόθεση της ύπαρξης μιας εγγενούς νοητικής λειτουργίας.
Συμπερασματικά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι όπως εφαρμόζεται από τον υλισμό η «ανθρωπική αρχή», μπορεί να ξεκινάει από μια ταυτολογία και να καταλήγει σ’ ένα Σύμπαν μηχανιστικό, που κινείται στα πλαίσια μιας τουλάχιστον περίεργης φυσικής επιλογής, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι λογικοί συνειρμοί που προαναφέραμε.
Απ’ την άλλη, υπάρχουν κι αυτοί που, στα πλαίσια μιας εξήγησης των Κοσμολογικών δεδομένων, αρνούνται να δεχθούν την ανθρωπική αρχή και θεωρούν το Σύμπαν σαν πεδίο δράσης χαοτικών συστημάτων, που η εξέλιξή τους δεν εξαρτάται από ντετερμινιστικούς μηχανισμούς, αλλά από απροσδιόριστους και διαφορετικούς κάθε φορά συνδυασμούς γεγονότων και καταστάσεων. Οι απόψεις αυτές, που βασίζονται τόσο στις ανακαλύψεις των χαοτικών συστημάτων όσο και στη διάψευση της καθολικότητας της Νευτώνειας φυσικής, με τη διατύπωση των θεωριών της σχετικότητας και της κβαντομηχανικής, δεν θεωρούν την παρουσία του ανθρώπου ως σκοπό του Σύμπαντος, παρά σαν τη συμπτωματική υλοποίηση μιας απιθανότητας. Αλλά η έννοια του τυχαίου αμφισβητείται τόσο από πολλούς εξελικτικούς υλιστές όσο κι απ’ αυτούς που θεωρούν ότι στη βάση της έννοιας του χάους υποκρύπτεται η αδυναμία του ανθρώπου να καταγράψει και να κατανοήσει την εσωτερική αλληλουχία του Σύμπαντος. Μάλιστα, με βάση μια ερμηνεία ενός πιθανοκρατικού ενδεχομένου της κβαντομηχανικής, έχουμε την διατύπωση μιας ακραίας παραλλαγής της ανθρωπικής αρχής από τον J. Wheeller, που θεωρεί ότι το Σύμπαν είχε ανάγκη να δημιουργήσει τον άνθρωπο για να υπάρξει το ίδιο! Η άποψη αυτή στηρίχθηκε σε μια θεώρηση της κβαντομηχανικής που λέει ότι: ένα γεγονός στον μικρόκοσμο υπάρχει μόνο αν παρατηρηθεί.
Αυτό που διαπιστώνουμε τελικά είναι ότι: η οποιαδήποτε κοσμολογική ερμηνεία, που λαμβάνει υπόψη την ανθρωπική αρχή, οδηγεί στο συμπέρασμα της ύπαρξης μιας ακατανόητης δυναμικής ενέργειας, που βρίσκεται πίσω από συγκεκριμένες συμπαντικές διεργασίες και που προσιδιάζει σε ότι ο άνθρωπος αποκαλεί «Νόηση».
πηγή: Aντίφωνο