Η έννοια της Ύλης στη Θεωρία της Σχετικότητας
Όπως ήδη έχουμε αναφέρει εδώ και πάρα πολλά χρόνια η σύγχρονη επιστημονική σκέψη, αλλά και η πειραματική διαδικασία, έχουν αποδείξει ότι η αισθητή πραγματικότητα, σε οποιοδήποτε επίπεδο, αποτελεί ένα matrix, δηλαδή μια ψεύτικη εικόνα, την οποία δημιουργεί η ανθρώπινη φυσιολογία μέσω των εγκεφαλικών διαδικασιών.
Ποια είναι όμως η θέση της Θεωρίας της Σχετικότητας πάνω στο τόσο ουσιαστικό για την εξέλιξη του πολιτισμού μας θέμα;
Είναι το παρατηρούμενο και μετρούμενο Σύμπαν κάτι το πραγματικό ή απλά μια εικόνα μιας μη αισθητής πραγματικότητας;
Όπως γνωρίζουμε, η Θεωρία της Σχετικότητας στηρίζεται στο γεγονός ότι ο κοσμικός χώρος στο σύνολό του, δεν είναι Ευκλείδειος τριών διαστάσεων, αλλά υπακούει στη μαθηματική λογική μιας άλλης γεωμετρίας, εκείνης της τετραδιάστατης γεωμετρίας του Riemann.
Ο παράδοξος αυτός χώρος ονομάζεται χωροχρονικό συνεχές και μια βασική του ιδιότητα είναι ότι δεν μπορούμε να τον διαιρέσουμε σε κομμάτια. Αν με κάποιο πλαστό και υποκειμενικό τρόπο τον τμήσουμε, τότε τα παραγόμενα μέρη του δεν παρουσιάζουν καμιά ίδια ιδιότητα με τον αρχικό χώρο.
Με βάση όλα τα προηγούμενα δεν μπορούμε να διαιρέσουμε το χωροχρονικό συνεχές του Σύμπαντος σε χώρο και χρόνο. Αλλά ακόμα και αν το κάνουμε –με κάποιες πλαστές φορμαλιστικές διαδικασίες–, σε φυσικό επίπεδο, τα παραγόμενα δύο αυτά κομμάτια του δεν περιγράφουν καμία από τις ιδιότητες του χωροχρονικού συνεχούς.
Ως εκ τούτου, μέσα στο χωροχρονικό συνεχές δεν μπορούμε να ορίσουμε ανεξάρτητα διαστήματα χώρου και χρόνου. Έτσι όμως, μη μπορώντας να ορίσουμε τέτοιου είδους διαστήματα δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια μορφή μέτρησης. Δηλαδή δεν μπορούμε να κάνουμε «επιστήμη» σύμφωνα με τα κλασικά δεδομένα.
Έτσι, η βασική έννοια του αδιαίρετου χωροχρονικού συνεχούς, σύμφωνα με την κλασική οπερασιοναλιστική σκέψη, αποτελεί μια αφηρημένη μαθηματική έννοια, η μελέτη της οποίας δεν μπορεί να καταλήξει σε φυσικές πραγματικότητες, που να καταλήγουν σε μια πραγματική μέτρηση μέσω οργάνων.
Όμως, ένας χώρος που περιγράφεται από τη γεωμετρία Riemann έχει μια παράδοξη ιδιότητα. Αν κόψουμε ένα ελαχιστότατο κομμάτι του, το κομμάτι αυτό με μια πολύ καλή προσέγγιση συμπεριφέρεται σαν ένας Ευκλείδειος χώρος.
Γνωρίζοντας αυτή την ιδιότητα, ο σπουδαίος μαθηματικός Χέρμαν Μινκόφσκι (Hermann Minkowski, 1864-1909), αντιλαμβανόμενος ότι οι μορφές και τα σχήματα στο πλαίσιο ενός τετραδιάστατου χώρου Riemann, βρίσκονται εκτός του πεδίου των ανθρώπινων αισθήσεων και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατόν να τα χειριστούμε πρακτικά, έκανε μια ενδιαφέρουσα μαθηματική πρόταση.
Στο σημείο του τετραδιάστατου συμπαντικού χώρου Riemann στο οποίο βρισκόταν ο παρατηρητής, έφερε ένα ιδεατό εφαπτόμενο μαθηματικό Ευκλείδειο τρισδιάστατο χώρο –ο οποίος αργότερα προς τιμή του ονομάστηκε ψευδοευκλείδειος χώρος Minkowski –, του οποίου η έκταση ήταν πολύ περιορισμένη γύρω από το σημείο επαφής.
Πάνω σε αυτόν τον τρισδιάστατο, άρα και αισθητό, χώρο πρόβαλε όλα τα γεγονότα του μη αισθητού για την ανθρώπινη φυσιολογία τετραδιάστατου χωροχρονικού συνεχούς. Με τον τρόπο αυτόν οι ανθρώπινες αισθήσεις ίσως να μην μπορούσαν να αντιληφθούν τα γεγονότα του χωροχρονικού συνεχούς, αλλά είχαν τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται τις προβολές τους, τις εικόνες τους δηλαδή, μέσα στον τρισδιάστατο Ευκλείδειο χώρο που κατασκεύασε ο σπουδαίος Γερμανός μαθηματικός.
Ο χώρος Minkowski λοιπόν δρα σαν ένας μαγικός καθρέφτης πάνω στον οποίο καθρεφτιζόμενο το πραγματικό αλλά μη αισθητό Σύμπαν, παίρνει κάποια στοιχειώδη αισθητή μορφή προκειμένου να γίνει αντιληπτό από τις ανθρώπινες αισθήσεις.
Τελικά όμως το ερώτημα που διατυπώνεται από τον καθένα μας είναι: «Πρακτικά, χρησιμοποιώντας τις αισθήσεις μας, με ποιόν τρόπο αντιλαμβανόμαστε τον χώρο Minkowski;».
Η απάντηση είναι αρκετά απλή. Θεωρώντας ότι η Γη μας είναι ακίνητη, οι ατελέστατες αισθήσεις μας αποκόπτουν πλαστά γύρω της –λόγω των μειωμένων δυνατοτήτων τους– ένα ελαχιστότατο κομμάτι του συμπαντικού χώρου Riemannν. Το κομματάκι αυτό, σύμφωνα με τις ιδιότητες της αντίστοιχης γεωμετρίας συμπεριφέρεται με μεγάλη ακρίβεια σαν Ευκλείδειος χώρος. Ως εκ τούτου οτιδήποτε υπάρχει ή καθρεφτίζεται πάνω του γίνεται αντιληπτό από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Η μικρή αυτή, σχεδόν Ευκλείδεια, περιοχή γύρω από τον θεωρούμενο ακίνητο παρατηρητή είναι αυτή που ονομάζουμε χώρο Minkowski. Με λίγα λόγια οτιδήποτε αντιλαμβανόμαστε γύρω μας μέσα στον συμπαντικό χώρο, δεν είναι το πραγματικό Σύμπαν αλλά η προβολή του, η απεικόνισή του, πάνω σε έναν παραμορφωτικό ευκλείδιο και τρισδιάστατο καθρέφτη τον οποίο τα μαθηματικά ονομάζουν χώρο Μινκόφσκι.
Αυτό λοιπόν που πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι όλα τα παράδοξα φαινόμενα της Ειδικής Θεωρίας της Σχετικότητας συμβαίνουν πάνω στον ψευδο-Ευκλείδειο χώρο Minkowski τον οποίο σχηματίζουν οι ατέλειες των αισθήσεών μας και όχι στο πραγματικό Σύμπαν.
O ίδιος ο σπουδαίος μαθηματικός Η. Minkowski ανέφερε ότι ο χώρος και ο χρόνος ως ανεξάρτητες οντότητες, όπως τις μελετάμε πάνω στον χώρο που ο ίδιος όρισε, είναι απλές σκιές της πραγματικότητας, την οποία εκφράζει μόνο η ενότητά τους δηλαδή το χωροχρονικό συνεχές.
Ας δώσουμε όμως ένα παράδειγμα για να καταλάβουμε όλα τα προηγούμενα (σχήμα 1)
Έστω μια καμπύλη γραμμή και πάνω της ορίζουμε ένα μικρό τόξο της, το ΑΒ μήκους Δx. Στο κέντρο Γ του τόξου ΑΒ, φέρνουμε μια εφαπτομένη, που είναι σαν καθρέφτης και πάνω της καθρεφτίζεται ολόκληρη η καμπύλη πάνω στην οποία υπάρχει το τόξο ΑΒ. Στο σημείο Γ βρίσκεται ένας ακίνητος παρατηρητής που δεν μπορεί να αντιληφθεί την καμπύλη γραμμή, παρά μόνο το καθρέφτισμά της πάνω στην εφαπτομένη.
Ας αφήσουμε τώρα ακίνητο τον παρατηρητή στο σημείο Γ και ας θεωρήσουμε ότι το τόξο ΑΒ αρχίζει να κυλάει πάνω στην καμπύλη γραμμή. Όπως αντιλαμβανόμαστε, το μήκος του τόξου, καθώς κινείται, δεν θα αλλάξει. Δυστυχώς όμως ό παρατηρητής δεν μπορεί να αντιληφθεί το πραγματικό τόξο ΑΒ, παρά μόνο την προβολή του, δηλαδή το καθρέφτισμά του πάνω στον καθρέφτη της εφαπτομένης στο σημείο Γ. Τι ακριβώς βλέπει λοιπόν;
Όσο το τόξο ΑΒ απομακρύνεται από αυτόν, η προβολή του πάνω στην εφαπτομένη μικραίνει συνεχώς μέχρι που γίνεται μηδέν. Τι σημαίνει αυτό; Απλώς ότι στην πραγματικότητα το μήκος του τόξου ΑΒ δεν άλλαξε. Ο παρατηρητής όμως βλέποντας μόνο την εικόνα του, δηλαδή την προβολή του πάνω στον καθρέφτη της εφαπτομένης, έχει την ψευδαίσθηση ότι το μήκος μικραίνει μέχρι του σημείου να γίνεται μηδέν. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση του χώρου Minkowski Ό,τι μετράμε πάνω του δεν είναι η πραγματικότητα, αλλά αυτό που οι αισθήσεις μας νομίζουν ότι είναι η πραγματικότητα.
Μετά όλα τα προηγούμενα μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι και η θεωρία της σχετικότητας συμφωνεί με την άποψη ότι η αισθητή πραγματικότητα είναι ένα matrix, μιας άλλης μη αισθητής πραγματικότητας.
Η συντριβή όμως της ιδεοληψίας ότι η αισθητή δημιουργία ότι η ύλη, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια εικόνα μιας άλλης μη αισθητής πραγματικότητας, ξαναφέρνει στο προσκήνιο το θεμελιώδες ερώτημα: «τι είναι αυτό που ονομάζουμε ύλη» σύμφωνα με την Θεωρία της σχετικότητας;
Ας δούμε όμως πρώτα κάποια θέματα που θα μας βοηθήσουν να δώσουμε μιαν απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα
Στα μαθηματικά η έννοια του χώρου οσονδήποτε διαστάσεων είναι ιδεατή και δεν έχει καμιά σχέση με την υλική συμπαντική πραγματικότητα. Ομοίως και τα γεωμετρικά σχήματα που μορφοποιούνται μέσα τους είναι ιδεατά και άυλα και δεν έχουν καμιά σχέση με την υλική πραγματικότητα.
Ο φυσικός όμως δεν αντιλαμβάνεται αφηρημένα μαθηματικά σχήματα και μορφές αν αυτές δεν παρουσιάζουν την ιδιότητα της Ύλης
Με αυτόν τον τρόπο σκέψης διακρίναμε δύο επιστημονικούς κόσμους, τον αφηρημένο κόσμος των Μαθηματικών και τον υλικό κόσμο της Φυσικής.
Μια βασική έννοια των Μαθηματικών είναι ο Χώρος, με βασική του ιδιότητα την έννοια της καμπυλότητας (ε).
Στον κόσμο της Φυσικής βασική είναι η έννοια της Ύλης με κύριες ιδιότητές της τη μάζα, το βάρος και την πυκνότητα (ρ).
Η σύνδεση αυτών των δύο κόσμων έγινε μέσω της Θεωρίας της Σχετικότητας.
Η μεγαλοφυΐα του θείου Αλβέρτου συνέλαβε την ιδέα ότι το κύριο συστατικό της κλασικής Φυσικής, η ύλη, δεν είναι παρά καμπύλωση του κύριου συστατικού του κόσμου των Μαθηματικών, του χώρου.
Με τον τρόπο αυτό τα ιδεατά μαθηματικά συνδέθηκαν με την Φυσική.
Η μαθηματική σχέση που επιβεβαιώνει τη σύνδεση αυτή, την οποία έχουμε διατυπώσει ήδη, είναι η ακόλουθη:
ε = [πkR2/3 (k ρ /6H2)].[(k ρ /6H2) -1/2]
Η προηγούμενη σχέση μας υποδεικνύει ότι η έννοια της καμπυλότητας μιας περιοχής του συμπαντικού χώρου είναι ταυτόσημη με μια άλλη φυσική έννοια, την έννοια της πυκνότητας της ενέργειας (ρ).
Αυτό είναι εκείνο που αντιλαμβάνεται και μετράει ο φυσικός σαν πυκνότητα υλοενέργειας, ενώ ο μαθηματικός το αντιλαμβάνεται και το εκφράζει σαν καμπυλότητα του χώρου.
Το τελικό συμπέρασμα όλων των προηγουμένων είναι ότι: «Οι έννοιες της καμπυλότητας και της πυκνότητας της υλοενέργειας είναι ταυτόσημες και ισοδύναμες». Αυτό σημαίνει ότι ο τρόπος μέτρησης ενός και του αυτού γεγονότος μπορεί να φαίνεται διαφορετικός, αλλά δεν αποτελεί παρά μια υποκειμενική αντίληψη του ίδιου φαινομένου μεταξύ φυσικών και μαθηματικών.
Πώς δημιουργείται όμως αυτή η διαφορετική αντίληψη του ίδιου φαινομένου;
Όταν ο χώρος των τριών διαστάσεων καμπυλώνεται προς την τέταρτη διάσταση, μεταξύ κάποιων ορίων, τότε οι αισθήσεις μας αντιλαμβάνονται αυτή την καμπύλωση σαν πυκνότητα ύλης
Συνοψίζοντας όλα τα προηγούμενα καταλήγουμε στο τελικό συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με τις απόψεις του Άλμπερτ Αϊνστάιν, αυτό που οι αισθήσεις μας ονομάζουν ύλη δεν αποτελεί παρά μια απλή καμπύλωση του τρισδιάστατου χώρου του αισθητού σε μας Σύμπαντος. Δηλαδή, η ύλη δεν είναι παρά μια περιοχή του χώρου, η καμπύλωση της οποίας προς τη διάσταση χρόνος, βρίσκεται μεταξύ κάποιων ορίων χρόνου. Συνεπώς, η Ύλη είναι ένα πηγάδι του τρισδιάστατου συμπαντικού χώρου, του οποίου το βάθος του, που δεν πρέπει να ξεπερνάει κάποια όρια, είναι η τέταρτη διάσταση.
Όπως είπαμε προηγουμένως η αυξομείωση της καμπυλότητας του τρισδιάστατου χώρου προς την τέταρτη διάσταση εκφράζεται στη Φυσική ως μεταβολή της πυκνότητας της υλοενέργειας σε μια συγκεκριμένη περιοχή
Η μεταβολή αυτή, στην περίπτωση της υλικής υπόστασης του ανθρώπου μεταφράζεται πρακτικά ως Ανάπτυξη και Φθορά δηλαδή ως το φαινόμενο του κύκλου της ζωής του ανθρώπου..
Η ανθρώπινη βιολογία δεν μπορεί να αντιληφθεί αμέσως την τέταρτη διάσταση και τις μεταβολές της, δηλαδή την καμπυλότητα του χώρου. Μπορεί όμως να αντιληφθεί και να μετρήσει ένα ισοδύναμο και παραγόμενο από την καμπυλότητα γεγονός, την ανάπτυξη και τη φθορά της πυκνότητας της υλοενέργειας, δηλαδή τον ονομαζόμενο «κύκλο της ζωής». Για να επιτευχθεί αυτή η μέτρηση χρειαζόμαστε να εφεύρουμε κάποιες όσο το δυνατόν πιο
σταθερές μονάδες μέτρησης. Οι σταθερές αυτές μονάδες βρέθηκαν με τη βοήθεια της Αστρονομίας και είναι οι κινήσεις της Γης γύρω από τον εαυτό της δηλαδή το ημερονύκτιο και γύρω από τον Ήλιο δηλαδή το έτος.
Το αποτέλεσμα αυτής της μέτρησης το ονομάσαμε «Χρόνο».
Ο ανθρωπίνως μετρούμενος λοιπόν Χρόνος δεν μετράει την τέταρτη διάσταση και τις μεταβολές της, αλλά ένα παράγωγο μέγεθος, τη διάρκεια ζωής ενός υλικού γεγονότος. Με άλλα λόγια μετράει τη διάρκεια κατά την οποία η τοπική καμπυλότητα του χώρου έχει τέτοιες τιμές ώστε η ανθρώπινη βιολογία να τις αντιλαμβάνεται ως πυκνότητα ύλης. Ο Χρόνος μετράει τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής και όχι την τέταρτη διάσταση της οποίας είναι ένα δευτερογενές φαινόμενο
Όπως έχουμε αναφέρει ήδη, οι βιολογικές δυνατότητες του ανθρώπου δεν του δίνουν τη δυνατότητα να αντιλαμβάνεται άμεσα παρά μόνο τρεις από τις τέσσερις διαστάσεις: το μήκος το πλάτος και το ύψος, ενώ την τέταρτη απλώς την αισθάνεται, τη βιώνει, είτε ως ανάπτυξη είτε ως φθορά της υλικής του υπόστασης.
Ωστόσο, όπως είδαμε προηγουμένως, το αίτιο εξέλιξης κάθε υλικής πραγματικότητας, άρα και της υλικής υπόστασης του ανθρώπου, είναι η δυνατότητα αυξομείωσης της διάστασης χρόνος, την οποία μόνο βιωματικά μπορεί να αντιληφθεί. Μία μετρούμενη ένδειξη αυτής της βιωματικής αντίληψης της διάστασης χρόνος μπορούμε να έχουμε μέσω της μέτρησης της μεταβολής της ενεργειακής της πυκνότητας.
Δικαίως, λοιπόν, «ζωή» μπορούμε να ονομάσουμε τη δυνατότητα της υλικής μας υπόστασης να μεταβάλλει την ενεργειακή της πυκνότητα. Αυτό σημαίνει αυτόματα μια δυνατότητα αυξομείωσης της διάστασης χρόνος, που εγκλείουμε αοράτως μέσα μας.
Όλα τα προηγούμενα μας οδηγούν τελικά σε κάποια γενικότερα συμπεράσματα. Η έννοια της «γέννησης», της εμφάνισης δηλαδή μιας υλικής πραγματικότητας από το αισθητό τίποτα, δεν είναι παρά μια καμπύλωση του χώρου πέραν κάποιου ορίου. Η καμπύλωση αυτή μπορεί να γίνει αισθητή και λογικά αντιληπτή σαν μια περιοχή κάποιας αυξημένης πυκνότητας ενέργειας, που γύρω της σχηματίζεται κάποιο πεδίο βαρύτητας.
Η έννοια της «ανάπτυξης» μιας υλικής ύπαρξης, είναι ταυτόσημη με την έννοια της αύξησης της καμπυλότητας του χώρου και με την έννοια της αύξησης της ενεργειακής πυκνότητας.
Το τελικό βέβαια ερώτημα είναι: «τι είναι ο θάνατος;». Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε δύο ακραία είδη θανάτων, αν συναρτήσουμε τον υλικό θάνατο με την αισθητή εξαφάνιση της ύλης.
Στην πρώτη περίπτωση αν η ενεργειακή πυκνότητα μιας υλικής υπόστασης μικρύνει υπερβολικά, αν δηλαδή η καμπυλότητα του χώρου που καταλαμβάνει η υλική αυτή ύπαρξη τείνει στο μηδέν, τότε θα ξαναγίνει απλός μη καμπυλωμένος χώρος. Η ύλη θα έχει φθαρεί, θα έχει πεθάνει, θα βρίσκεται δηλαδή εκτός της εποπτείας των ανθρώπινων αισθήσεων. Προκειμένου η ύλη να ξαναπάρει αισθητή υπόσταση θα πρέπει κάποιο αίτιο να την ξανακαμπυλώσει, να της δώσει δηλαδή και πάλι κάποια μετρούμενη ενεργειακή υπόσταση.
Στη δεύτερη περίπτωση, αν η ενεργειακή πυκνότητα μεγαλώνει συνεχώς σημαίνει ότι ο χώρος γύρω της καμπυλώνεται, μέχρι το σημείο που θα ξεπεράσει κάποια όρια και θα γίνει αόρατη από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Αυτό θα συμβεί εφόσον η περιοχή αυτή θα έχει μετουσιωθεί σε μια καθαρή τετραδιάστατη κατάσταση, που θα βρίσκεται εκτός των δυνατοτήτων της ανθρώπινης βιολογίας. Βεβαίως, εκτός των δύο προηγούμενων ακραίων περιπτώσεων υλικού θανάτου υπάρχουν και ενδιάμεσες περιπτώσεις όπου η ενεργειακή πυκνότητα μεταβάλλεται συνεχώς μέχρι ενός ορίου, μέχρι εκεί δηλαδή που διάφορα γεγονότα οδηγούν στη διαδικασία της φθοράς της[1].
Ως αστρικό παράδειγμα όλων των προηγουμένων μπορούμε να αναφέρουμε τον θάνατο ενός αστεριού ή υπό τη μορφή μιας μελανής οπής.
Τελικά, αυτό το οποίο μπορούμε να πούμε είναι ότι «θάνατος» σημαίνει το πέρασμα από το μη υπάρχον αλλά αισθητό στο μη αισθητό αλλά υπάρχον. Είναι μια απλή αλλαγή κατάστασης και όχι η κατάργηση της ίδιας της κατάστασης.
Είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε το τι δίδασκε ο Απολλώνιος ο Τυανεύς για την έννοια της ζωής και του θανάτου: Θάνατος δεν υπάρχει για κανέναν, παρά μόνο φαινομενικά, ούτε γένεση υπάρχει για κανέναν, παρά μόνο φαινομενικά. Η τροπή της ουσίας σε φύση θεωρείται γένεση, ενώ η τροπή της φύσεως σε ουσία κατά τα αυτά θεωρείται θάνατος. Ούτε γεννιέται αληθινά κάτι ούτε φθείρεται ποτέ, μόνο τη μια γίνεται φανερό και ύστερα γίνεται αόρατο· και το μεν πρώτο συμβαίνει λόγω παχύτητος της ύλης, το δε δεύτερο λόγω λεπτότητος της ουσίας, η οποία είναι πάντα ίδια και απλώς διαφέρει κατά την κίνηση και τη στάση. Διότι αυτό είναι αναγκαστικά το ίδιον της μεταβολής, που δεν γίνεται από κάπου έξω, αλλά το μεν όλον μεταβάλλεται στα μέρη, τα δε μέρη στο όλον λόγω της ενότητaς του παντός.
Ένα όμως σημείο το οποίο πρέπει να διευκρινίσουμε είναι ότι κάποια πολυσύνθετα υλικά σώματα δεν παρουσιάζουν μια σταθερή ενεργειακή πυκνότητα, αλλά συνθέτουν μια περιοχή σημείων διαφορετικών ενεργειακών πυκνοτήτων.Αυτό σημαίνει ότι η υλική ύπαρξη μιας περιοχής του χώρου εξαρτάται όχι από τη συνολική ενεργειακή πυκνότητα της περιοχής, αλλά από την ισόρροπη κατανομή της ενεργειακής της πυκνότητας σε όλα τα σημεία της
Μέσα στον κόσμο των ανθρώπινων ψευδαισθήσεών μας, αυτό που θεωρούμε ως γέννηση, εξέλιξη ή θάνατο, δεν είναι παρά μια διαδικασία εμφάνισης, εξέλιξης και φθοράς της ύλης.
Όπως γνωρίζουμε σήμερα το υλικό σύστημα της ανθρώπινης ύπαρξης αποτελείται από μια απειρία περιοχών διαφορετικών πυκνοτήτων υλοενέργειας, π.χ. διαφορετικές πυκνότητες υλοενέργειας παρουσιάζει το υλικό της καρδιάς, των πνευμόνων, του ύπατος κλπ. Σύμφωνα με όλα τα προηγούμενα, η απειρία διαφορετικών περιοχών πυκνότητας υλοενέργειας συνιστά συγχρόνως και μια απειρία περιοχών διαφορετικών καμπυλοτήτων. Δηλαδή η υλική υπόσταση του ανθρώπου αποτελεί ένα πολυκαμπυλωμένο χώρο της ίδιας πολυπλοκότητας με το Σύμπαν.
Όπως όμως είπαμε στα προηγούμενα, η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας δεν είναι παρά μια θεωρία των αλληλεπιδράσεων μεταξύ περιοχών διαφορετικής καμπυλότητας», αυτό σημαίνει ότι η θεωρία αυτή έχει τη θεωρητική δυνατότητα να μελετήσει με τον ίδιο τρόπο την πολύπλοκη και μεταβλητής καμπυλότητας δομή του ανθρώπινου υλικού οικοδομήματος. Ο άνθρωπος δηλαδή δεν αποτελεί παρά μια δομή αντίστοιχη του Σύμπαντος. Επειδή όμως, το αισθητό μας Σύμπαν είναι μια απεικόνιση ενός πολυκαμπυλωμένου μη αισθητού τετραδιάστατου χώρου, δεν είναι υπερβολή να διατυπώσουμε την άποψη ότι η ανθρώπινη υλική ύπαρξη, αποτελεί την εικόνα μιας ζώσας τετραδιάστατης μορφής η οποία δεν γίνεται αντιληπτή από τις ανθρώπινες αισθήσεις..
Κι εδώ γεννιέται ένα βασικό επιστημονοφιλοσοφικό ερώτημα. Είδαμε ότι από το συνολικό Σύμπαν οι ανθρώπινες αισθήσεις έχουν την δυνατότητα να αντιλαμβάνονται μόνο εκείνες τις περιοχές του που η καμπυλότητά βρίσκεται στο πλαίσιο των ορίων των δυνατοτήτων τους.. Οι περιοχές καμπυλοτήτων έξω από αυτά τα όρια συνυπάρχουν με το αισθητό στον άνθρωπο Σύμπαν, όντας μη αισθητές από αυτόν. Αν ο άνθρωπος λοιπόν, δεν αποτελεί παρά ένα σύστημα ανάλογο του Σύμπαντος, η υλική και αισθητή φύση συνυπάρχει με μια άλλη μη αισθητή αλλά υπάρχουσα;
Αυτή ή υπεραισθητή φύση του, ποια σχέση έχει με αυτό το οποίο ονομάζουμε πνεύμα, ψυχή και νόηση;
Αν η μεταβαλλόμενη τιμή της μη αισθητής τέταρτης διάσταση, είναι το αίτιο της μεταβολής της πυκνότητας υλοενέργειας της ανθρώπινης ύπαρξης, δηλαδή του κύκλου της ζωής του, τι σχέση μπορεί να έχει με αυτό που ονομάζουμε «ζωή» και διακρίνει ένα νεκρό σώμα από ένα ζωντανό;
Τα ερωτήματα που δημιουργούνται είναι πολλά, σε ένα όμως γεγονός μπορούμε να συγκλίνουμε γνωσιολογικά και επιστημονικά. Αυτό το οποίο οι ανθρώπινες αισθήσεις αντιλαμβάνονται σαν ύλη δεν είναι παρά το ζευγάρωμα δύο ψευδαισθήσεών μας, του χώρου και του χρόνου. Χώρος, χρόνος και ύλη δεν αποτελούν παρά κομμάτι ενός ονείρου που διαρκεί όσο διαρκεί αυτό που ονομάζουμε διάρκεια της ζωής μας. Οι αισθήσεις μας δεν είναι παρά τα όργανα που συντηρούν τη διάρκεια του ονείρου μας. Η ύλη σιγά σιγά ξεθωριάζει, σαν όλες τις ονειρικές εικόνες και μαζί της ξεθωριάζουν και οι αισθήσεις που τις συντηρούν. Τότε το όνειρο τελειώνει και μια καινούργια ημέρα ξημερώνει. Μια νέα ημέρα άχρονη και άπειρη μέσα στην αγκαλιά του πραγματικού πλέον Σύμπαντος
Δρ. Μάνος Δανέζης
Όπως ήδη έχουμε αναφέρει εδώ και πάρα πολλά χρόνια η σύγχρονη επιστημονική σκέψη, αλλά και η πειραματική διαδικασία, έχουν αποδείξει ότι η αισθητή πραγματικότητα, σε οποιοδήποτε επίπεδο, αποτελεί ένα matrix, δηλαδή μια ψεύτικη εικόνα, την οποία δημιουργεί η ανθρώπινη φυσιολογία μέσω των εγκεφαλικών διαδικασιών.
Ποια είναι όμως η θέση της Θεωρίας της Σχετικότητας πάνω στο τόσο ουσιαστικό για την εξέλιξη του πολιτισμού μας θέμα;
Είναι το παρατηρούμενο και μετρούμενο Σύμπαν κάτι το πραγματικό ή απλά μια εικόνα μιας μη αισθητής πραγματικότητας;
Όπως γνωρίζουμε, η Θεωρία της Σχετικότητας στηρίζεται στο γεγονός ότι ο κοσμικός χώρος στο σύνολό του, δεν είναι Ευκλείδειος τριών διαστάσεων, αλλά υπακούει στη μαθηματική λογική μιας άλλης γεωμετρίας, εκείνης της τετραδιάστατης γεωμετρίας του Riemann.
Ο παράδοξος αυτός χώρος ονομάζεται χωροχρονικό συνεχές και μια βασική του ιδιότητα είναι ότι δεν μπορούμε να τον διαιρέσουμε σε κομμάτια. Αν με κάποιο πλαστό και υποκειμενικό τρόπο τον τμήσουμε, τότε τα παραγόμενα μέρη του δεν παρουσιάζουν καμιά ίδια ιδιότητα με τον αρχικό χώρο.
Με βάση όλα τα προηγούμενα δεν μπορούμε να διαιρέσουμε το χωροχρονικό συνεχές του Σύμπαντος σε χώρο και χρόνο. Αλλά ακόμα και αν το κάνουμε –με κάποιες πλαστές φορμαλιστικές διαδικασίες–, σε φυσικό επίπεδο, τα παραγόμενα δύο αυτά κομμάτια του δεν περιγράφουν καμία από τις ιδιότητες του χωροχρονικού συνεχούς.
Ως εκ τούτου, μέσα στο χωροχρονικό συνεχές δεν μπορούμε να ορίσουμε ανεξάρτητα διαστήματα χώρου και χρόνου. Έτσι όμως, μη μπορώντας να ορίσουμε τέτοιου είδους διαστήματα δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια μορφή μέτρησης. Δηλαδή δεν μπορούμε να κάνουμε «επιστήμη» σύμφωνα με τα κλασικά δεδομένα.
Έτσι, η βασική έννοια του αδιαίρετου χωροχρονικού συνεχούς, σύμφωνα με την κλασική οπερασιοναλιστική σκέψη, αποτελεί μια αφηρημένη μαθηματική έννοια, η μελέτη της οποίας δεν μπορεί να καταλήξει σε φυσικές πραγματικότητες, που να καταλήγουν σε μια πραγματική μέτρηση μέσω οργάνων.
Όμως, ένας χώρος που περιγράφεται από τη γεωμετρία Riemann έχει μια παράδοξη ιδιότητα. Αν κόψουμε ένα ελαχιστότατο κομμάτι του, το κομμάτι αυτό με μια πολύ καλή προσέγγιση συμπεριφέρεται σαν ένας Ευκλείδειος χώρος.
Γνωρίζοντας αυτή την ιδιότητα, ο σπουδαίος μαθηματικός Χέρμαν Μινκόφσκι (Hermann Minkowski, 1864-1909), αντιλαμβανόμενος ότι οι μορφές και τα σχήματα στο πλαίσιο ενός τετραδιάστατου χώρου Riemann, βρίσκονται εκτός του πεδίου των ανθρώπινων αισθήσεων και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατόν να τα χειριστούμε πρακτικά, έκανε μια ενδιαφέρουσα μαθηματική πρόταση.
Στο σημείο του τετραδιάστατου συμπαντικού χώρου Riemann στο οποίο βρισκόταν ο παρατηρητής, έφερε ένα ιδεατό εφαπτόμενο μαθηματικό Ευκλείδειο τρισδιάστατο χώρο –ο οποίος αργότερα προς τιμή του ονομάστηκε ψευδοευκλείδειος χώρος Minkowski –, του οποίου η έκταση ήταν πολύ περιορισμένη γύρω από το σημείο επαφής.
Πάνω σε αυτόν τον τρισδιάστατο, άρα και αισθητό, χώρο πρόβαλε όλα τα γεγονότα του μη αισθητού για την ανθρώπινη φυσιολογία τετραδιάστατου χωροχρονικού συνεχούς. Με τον τρόπο αυτόν οι ανθρώπινες αισθήσεις ίσως να μην μπορούσαν να αντιληφθούν τα γεγονότα του χωροχρονικού συνεχούς, αλλά είχαν τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται τις προβολές τους, τις εικόνες τους δηλαδή, μέσα στον τρισδιάστατο Ευκλείδειο χώρο που κατασκεύασε ο σπουδαίος Γερμανός μαθηματικός.
Ο χώρος Minkowski λοιπόν δρα σαν ένας μαγικός καθρέφτης πάνω στον οποίο καθρεφτιζόμενο το πραγματικό αλλά μη αισθητό Σύμπαν, παίρνει κάποια στοιχειώδη αισθητή μορφή προκειμένου να γίνει αντιληπτό από τις ανθρώπινες αισθήσεις.
Τελικά όμως το ερώτημα που διατυπώνεται από τον καθένα μας είναι: «Πρακτικά, χρησιμοποιώντας τις αισθήσεις μας, με ποιόν τρόπο αντιλαμβανόμαστε τον χώρο Minkowski;».
Η απάντηση είναι αρκετά απλή. Θεωρώντας ότι η Γη μας είναι ακίνητη, οι ατελέστατες αισθήσεις μας αποκόπτουν πλαστά γύρω της –λόγω των μειωμένων δυνατοτήτων τους– ένα ελαχιστότατο κομμάτι του συμπαντικού χώρου Riemannν. Το κομματάκι αυτό, σύμφωνα με τις ιδιότητες της αντίστοιχης γεωμετρίας συμπεριφέρεται με μεγάλη ακρίβεια σαν Ευκλείδειος χώρος. Ως εκ τούτου οτιδήποτε υπάρχει ή καθρεφτίζεται πάνω του γίνεται αντιληπτό από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Η μικρή αυτή, σχεδόν Ευκλείδεια, περιοχή γύρω από τον θεωρούμενο ακίνητο παρατηρητή είναι αυτή που ονομάζουμε χώρο Minkowski. Με λίγα λόγια οτιδήποτε αντιλαμβανόμαστε γύρω μας μέσα στον συμπαντικό χώρο, δεν είναι το πραγματικό Σύμπαν αλλά η προβολή του, η απεικόνισή του, πάνω σε έναν παραμορφωτικό ευκλείδιο και τρισδιάστατο καθρέφτη τον οποίο τα μαθηματικά ονομάζουν χώρο Μινκόφσκι.
Αυτό λοιπόν που πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι όλα τα παράδοξα φαινόμενα της Ειδικής Θεωρίας της Σχετικότητας συμβαίνουν πάνω στον ψευδο-Ευκλείδειο χώρο Minkowski τον οποίο σχηματίζουν οι ατέλειες των αισθήσεών μας και όχι στο πραγματικό Σύμπαν.
O ίδιος ο σπουδαίος μαθηματικός Η. Minkowski ανέφερε ότι ο χώρος και ο χρόνος ως ανεξάρτητες οντότητες, όπως τις μελετάμε πάνω στον χώρο που ο ίδιος όρισε, είναι απλές σκιές της πραγματικότητας, την οποία εκφράζει μόνο η ενότητά τους δηλαδή το χωροχρονικό συνεχές.
Ας δώσουμε όμως ένα παράδειγμα για να καταλάβουμε όλα τα προηγούμενα (σχήμα 1)
Έστω μια καμπύλη γραμμή και πάνω της ορίζουμε ένα μικρό τόξο της, το ΑΒ μήκους Δx. Στο κέντρο Γ του τόξου ΑΒ, φέρνουμε μια εφαπτομένη, που είναι σαν καθρέφτης και πάνω της καθρεφτίζεται ολόκληρη η καμπύλη πάνω στην οποία υπάρχει το τόξο ΑΒ. Στο σημείο Γ βρίσκεται ένας ακίνητος παρατηρητής που δεν μπορεί να αντιληφθεί την καμπύλη γραμμή, παρά μόνο το καθρέφτισμά της πάνω στην εφαπτομένη.
Ας αφήσουμε τώρα ακίνητο τον παρατηρητή στο σημείο Γ και ας θεωρήσουμε ότι το τόξο ΑΒ αρχίζει να κυλάει πάνω στην καμπύλη γραμμή. Όπως αντιλαμβανόμαστε, το μήκος του τόξου, καθώς κινείται, δεν θα αλλάξει. Δυστυχώς όμως ό παρατηρητής δεν μπορεί να αντιληφθεί το πραγματικό τόξο ΑΒ, παρά μόνο την προβολή του, δηλαδή το καθρέφτισμά του πάνω στον καθρέφτη της εφαπτομένης στο σημείο Γ. Τι ακριβώς βλέπει λοιπόν;
Όσο το τόξο ΑΒ απομακρύνεται από αυτόν, η προβολή του πάνω στην εφαπτομένη μικραίνει συνεχώς μέχρι που γίνεται μηδέν. Τι σημαίνει αυτό; Απλώς ότι στην πραγματικότητα το μήκος του τόξου ΑΒ δεν άλλαξε. Ο παρατηρητής όμως βλέποντας μόνο την εικόνα του, δηλαδή την προβολή του πάνω στον καθρέφτη της εφαπτομένης, έχει την ψευδαίσθηση ότι το μήκος μικραίνει μέχρι του σημείου να γίνεται μηδέν. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση του χώρου Minkowski Ό,τι μετράμε πάνω του δεν είναι η πραγματικότητα, αλλά αυτό που οι αισθήσεις μας νομίζουν ότι είναι η πραγματικότητα.
Μετά όλα τα προηγούμενα μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι και η θεωρία της σχετικότητας συμφωνεί με την άποψη ότι η αισθητή πραγματικότητα είναι ένα matrix, μιας άλλης μη αισθητής πραγματικότητας.
Η συντριβή όμως της ιδεοληψίας ότι η αισθητή δημιουργία ότι η ύλη, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια εικόνα μιας άλλης μη αισθητής πραγματικότητας, ξαναφέρνει στο προσκήνιο το θεμελιώδες ερώτημα: «τι είναι αυτό που ονομάζουμε ύλη» σύμφωνα με την Θεωρία της σχετικότητας;
Ας δούμε όμως πρώτα κάποια θέματα που θα μας βοηθήσουν να δώσουμε μιαν απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα
Στα μαθηματικά η έννοια του χώρου οσονδήποτε διαστάσεων είναι ιδεατή και δεν έχει καμιά σχέση με την υλική συμπαντική πραγματικότητα. Ομοίως και τα γεωμετρικά σχήματα που μορφοποιούνται μέσα τους είναι ιδεατά και άυλα και δεν έχουν καμιά σχέση με την υλική πραγματικότητα.
Ο φυσικός όμως δεν αντιλαμβάνεται αφηρημένα μαθηματικά σχήματα και μορφές αν αυτές δεν παρουσιάζουν την ιδιότητα της Ύλης
Με αυτόν τον τρόπο σκέψης διακρίναμε δύο επιστημονικούς κόσμους, τον αφηρημένο κόσμος των Μαθηματικών και τον υλικό κόσμο της Φυσικής.
Μια βασική έννοια των Μαθηματικών είναι ο Χώρος, με βασική του ιδιότητα την έννοια της καμπυλότητας (ε).
Στον κόσμο της Φυσικής βασική είναι η έννοια της Ύλης με κύριες ιδιότητές της τη μάζα, το βάρος και την πυκνότητα (ρ).
Η σύνδεση αυτών των δύο κόσμων έγινε μέσω της Θεωρίας της Σχετικότητας.
Η μεγαλοφυΐα του θείου Αλβέρτου συνέλαβε την ιδέα ότι το κύριο συστατικό της κλασικής Φυσικής, η ύλη, δεν είναι παρά καμπύλωση του κύριου συστατικού του κόσμου των Μαθηματικών, του χώρου.
Με τον τρόπο αυτό τα ιδεατά μαθηματικά συνδέθηκαν με την Φυσική.
Η μαθηματική σχέση που επιβεβαιώνει τη σύνδεση αυτή, την οποία έχουμε διατυπώσει ήδη, είναι η ακόλουθη:
ε = [πkR2/3 (k ρ /6H2)].[(k ρ /6H2) -1/2]
Η προηγούμενη σχέση μας υποδεικνύει ότι η έννοια της καμπυλότητας μιας περιοχής του συμπαντικού χώρου είναι ταυτόσημη με μια άλλη φυσική έννοια, την έννοια της πυκνότητας της ενέργειας (ρ).
Αυτό είναι εκείνο που αντιλαμβάνεται και μετράει ο φυσικός σαν πυκνότητα υλοενέργειας, ενώ ο μαθηματικός το αντιλαμβάνεται και το εκφράζει σαν καμπυλότητα του χώρου.
Το τελικό συμπέρασμα όλων των προηγουμένων είναι ότι: «Οι έννοιες της καμπυλότητας και της πυκνότητας της υλοενέργειας είναι ταυτόσημες και ισοδύναμες». Αυτό σημαίνει ότι ο τρόπος μέτρησης ενός και του αυτού γεγονότος μπορεί να φαίνεται διαφορετικός, αλλά δεν αποτελεί παρά μια υποκειμενική αντίληψη του ίδιου φαινομένου μεταξύ φυσικών και μαθηματικών.
Πώς δημιουργείται όμως αυτή η διαφορετική αντίληψη του ίδιου φαινομένου;
Όταν ο χώρος των τριών διαστάσεων καμπυλώνεται προς την τέταρτη διάσταση, μεταξύ κάποιων ορίων, τότε οι αισθήσεις μας αντιλαμβάνονται αυτή την καμπύλωση σαν πυκνότητα ύλης
Συνοψίζοντας όλα τα προηγούμενα καταλήγουμε στο τελικό συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με τις απόψεις του Άλμπερτ Αϊνστάιν, αυτό που οι αισθήσεις μας ονομάζουν ύλη δεν αποτελεί παρά μια απλή καμπύλωση του τρισδιάστατου χώρου του αισθητού σε μας Σύμπαντος. Δηλαδή, η ύλη δεν είναι παρά μια περιοχή του χώρου, η καμπύλωση της οποίας προς τη διάσταση χρόνος, βρίσκεται μεταξύ κάποιων ορίων χρόνου. Συνεπώς, η Ύλη είναι ένα πηγάδι του τρισδιάστατου συμπαντικού χώρου, του οποίου το βάθος του, που δεν πρέπει να ξεπερνάει κάποια όρια, είναι η τέταρτη διάσταση.
Όπως είπαμε προηγουμένως η αυξομείωση της καμπυλότητας του τρισδιάστατου χώρου προς την τέταρτη διάσταση εκφράζεται στη Φυσική ως μεταβολή της πυκνότητας της υλοενέργειας σε μια συγκεκριμένη περιοχή
Η μεταβολή αυτή, στην περίπτωση της υλικής υπόστασης του ανθρώπου μεταφράζεται πρακτικά ως Ανάπτυξη και Φθορά δηλαδή ως το φαινόμενο του κύκλου της ζωής του ανθρώπου..
Η ανθρώπινη βιολογία δεν μπορεί να αντιληφθεί αμέσως την τέταρτη διάσταση και τις μεταβολές της, δηλαδή την καμπυλότητα του χώρου. Μπορεί όμως να αντιληφθεί και να μετρήσει ένα ισοδύναμο και παραγόμενο από την καμπυλότητα γεγονός, την ανάπτυξη και τη φθορά της πυκνότητας της υλοενέργειας, δηλαδή τον ονομαζόμενο «κύκλο της ζωής». Για να επιτευχθεί αυτή η μέτρηση χρειαζόμαστε να εφεύρουμε κάποιες όσο το δυνατόν πιο
σταθερές μονάδες μέτρησης. Οι σταθερές αυτές μονάδες βρέθηκαν με τη βοήθεια της Αστρονομίας και είναι οι κινήσεις της Γης γύρω από τον εαυτό της δηλαδή το ημερονύκτιο και γύρω από τον Ήλιο δηλαδή το έτος.
Το αποτέλεσμα αυτής της μέτρησης το ονομάσαμε «Χρόνο».
Ο ανθρωπίνως μετρούμενος λοιπόν Χρόνος δεν μετράει την τέταρτη διάσταση και τις μεταβολές της, αλλά ένα παράγωγο μέγεθος, τη διάρκεια ζωής ενός υλικού γεγονότος. Με άλλα λόγια μετράει τη διάρκεια κατά την οποία η τοπική καμπυλότητα του χώρου έχει τέτοιες τιμές ώστε η ανθρώπινη βιολογία να τις αντιλαμβάνεται ως πυκνότητα ύλης. Ο Χρόνος μετράει τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής και όχι την τέταρτη διάσταση της οποίας είναι ένα δευτερογενές φαινόμενο
Όπως έχουμε αναφέρει ήδη, οι βιολογικές δυνατότητες του ανθρώπου δεν του δίνουν τη δυνατότητα να αντιλαμβάνεται άμεσα παρά μόνο τρεις από τις τέσσερις διαστάσεις: το μήκος το πλάτος και το ύψος, ενώ την τέταρτη απλώς την αισθάνεται, τη βιώνει, είτε ως ανάπτυξη είτε ως φθορά της υλικής του υπόστασης.
Ωστόσο, όπως είδαμε προηγουμένως, το αίτιο εξέλιξης κάθε υλικής πραγματικότητας, άρα και της υλικής υπόστασης του ανθρώπου, είναι η δυνατότητα αυξομείωσης της διάστασης χρόνος, την οποία μόνο βιωματικά μπορεί να αντιληφθεί. Μία μετρούμενη ένδειξη αυτής της βιωματικής αντίληψης της διάστασης χρόνος μπορούμε να έχουμε μέσω της μέτρησης της μεταβολής της ενεργειακής της πυκνότητας.
Δικαίως, λοιπόν, «ζωή» μπορούμε να ονομάσουμε τη δυνατότητα της υλικής μας υπόστασης να μεταβάλλει την ενεργειακή της πυκνότητα. Αυτό σημαίνει αυτόματα μια δυνατότητα αυξομείωσης της διάστασης χρόνος, που εγκλείουμε αοράτως μέσα μας.
Όλα τα προηγούμενα μας οδηγούν τελικά σε κάποια γενικότερα συμπεράσματα. Η έννοια της «γέννησης», της εμφάνισης δηλαδή μιας υλικής πραγματικότητας από το αισθητό τίποτα, δεν είναι παρά μια καμπύλωση του χώρου πέραν κάποιου ορίου. Η καμπύλωση αυτή μπορεί να γίνει αισθητή και λογικά αντιληπτή σαν μια περιοχή κάποιας αυξημένης πυκνότητας ενέργειας, που γύρω της σχηματίζεται κάποιο πεδίο βαρύτητας.
Η έννοια της «ανάπτυξης» μιας υλικής ύπαρξης, είναι ταυτόσημη με την έννοια της αύξησης της καμπυλότητας του χώρου και με την έννοια της αύξησης της ενεργειακής πυκνότητας.
Το τελικό βέβαια ερώτημα είναι: «τι είναι ο θάνατος;». Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε δύο ακραία είδη θανάτων, αν συναρτήσουμε τον υλικό θάνατο με την αισθητή εξαφάνιση της ύλης.
Στην πρώτη περίπτωση αν η ενεργειακή πυκνότητα μιας υλικής υπόστασης μικρύνει υπερβολικά, αν δηλαδή η καμπυλότητα του χώρου που καταλαμβάνει η υλική αυτή ύπαρξη τείνει στο μηδέν, τότε θα ξαναγίνει απλός μη καμπυλωμένος χώρος. Η ύλη θα έχει φθαρεί, θα έχει πεθάνει, θα βρίσκεται δηλαδή εκτός της εποπτείας των ανθρώπινων αισθήσεων. Προκειμένου η ύλη να ξαναπάρει αισθητή υπόσταση θα πρέπει κάποιο αίτιο να την ξανακαμπυλώσει, να της δώσει δηλαδή και πάλι κάποια μετρούμενη ενεργειακή υπόσταση.
Στη δεύτερη περίπτωση, αν η ενεργειακή πυκνότητα μεγαλώνει συνεχώς σημαίνει ότι ο χώρος γύρω της καμπυλώνεται, μέχρι το σημείο που θα ξεπεράσει κάποια όρια και θα γίνει αόρατη από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Αυτό θα συμβεί εφόσον η περιοχή αυτή θα έχει μετουσιωθεί σε μια καθαρή τετραδιάστατη κατάσταση, που θα βρίσκεται εκτός των δυνατοτήτων της ανθρώπινης βιολογίας. Βεβαίως, εκτός των δύο προηγούμενων ακραίων περιπτώσεων υλικού θανάτου υπάρχουν και ενδιάμεσες περιπτώσεις όπου η ενεργειακή πυκνότητα μεταβάλλεται συνεχώς μέχρι ενός ορίου, μέχρι εκεί δηλαδή που διάφορα γεγονότα οδηγούν στη διαδικασία της φθοράς της[1].
Ως αστρικό παράδειγμα όλων των προηγουμένων μπορούμε να αναφέρουμε τον θάνατο ενός αστεριού ή υπό τη μορφή μιας μελανής οπής.
Τελικά, αυτό το οποίο μπορούμε να πούμε είναι ότι «θάνατος» σημαίνει το πέρασμα από το μη υπάρχον αλλά αισθητό στο μη αισθητό αλλά υπάρχον. Είναι μια απλή αλλαγή κατάστασης και όχι η κατάργηση της ίδιας της κατάστασης.
Είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε το τι δίδασκε ο Απολλώνιος ο Τυανεύς για την έννοια της ζωής και του θανάτου: Θάνατος δεν υπάρχει για κανέναν, παρά μόνο φαινομενικά, ούτε γένεση υπάρχει για κανέναν, παρά μόνο φαινομενικά. Η τροπή της ουσίας σε φύση θεωρείται γένεση, ενώ η τροπή της φύσεως σε ουσία κατά τα αυτά θεωρείται θάνατος. Ούτε γεννιέται αληθινά κάτι ούτε φθείρεται ποτέ, μόνο τη μια γίνεται φανερό και ύστερα γίνεται αόρατο· και το μεν πρώτο συμβαίνει λόγω παχύτητος της ύλης, το δε δεύτερο λόγω λεπτότητος της ουσίας, η οποία είναι πάντα ίδια και απλώς διαφέρει κατά την κίνηση και τη στάση. Διότι αυτό είναι αναγκαστικά το ίδιον της μεταβολής, που δεν γίνεται από κάπου έξω, αλλά το μεν όλον μεταβάλλεται στα μέρη, τα δε μέρη στο όλον λόγω της ενότητaς του παντός.
Ένα όμως σημείο το οποίο πρέπει να διευκρινίσουμε είναι ότι κάποια πολυσύνθετα υλικά σώματα δεν παρουσιάζουν μια σταθερή ενεργειακή πυκνότητα, αλλά συνθέτουν μια περιοχή σημείων διαφορετικών ενεργειακών πυκνοτήτων.Αυτό σημαίνει ότι η υλική ύπαρξη μιας περιοχής του χώρου εξαρτάται όχι από τη συνολική ενεργειακή πυκνότητα της περιοχής, αλλά από την ισόρροπη κατανομή της ενεργειακής της πυκνότητας σε όλα τα σημεία της
Μέσα στον κόσμο των ανθρώπινων ψευδαισθήσεών μας, αυτό που θεωρούμε ως γέννηση, εξέλιξη ή θάνατο, δεν είναι παρά μια διαδικασία εμφάνισης, εξέλιξης και φθοράς της ύλης.
Όπως γνωρίζουμε σήμερα το υλικό σύστημα της ανθρώπινης ύπαρξης αποτελείται από μια απειρία περιοχών διαφορετικών πυκνοτήτων υλοενέργειας, π.χ. διαφορετικές πυκνότητες υλοενέργειας παρουσιάζει το υλικό της καρδιάς, των πνευμόνων, του ύπατος κλπ. Σύμφωνα με όλα τα προηγούμενα, η απειρία διαφορετικών περιοχών πυκνότητας υλοενέργειας συνιστά συγχρόνως και μια απειρία περιοχών διαφορετικών καμπυλοτήτων. Δηλαδή η υλική υπόσταση του ανθρώπου αποτελεί ένα πολυκαμπυλωμένο χώρο της ίδιας πολυπλοκότητας με το Σύμπαν.
Όπως όμως είπαμε στα προηγούμενα, η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας δεν είναι παρά μια θεωρία των αλληλεπιδράσεων μεταξύ περιοχών διαφορετικής καμπυλότητας», αυτό σημαίνει ότι η θεωρία αυτή έχει τη θεωρητική δυνατότητα να μελετήσει με τον ίδιο τρόπο την πολύπλοκη και μεταβλητής καμπυλότητας δομή του ανθρώπινου υλικού οικοδομήματος. Ο άνθρωπος δηλαδή δεν αποτελεί παρά μια δομή αντίστοιχη του Σύμπαντος. Επειδή όμως, το αισθητό μας Σύμπαν είναι μια απεικόνιση ενός πολυκαμπυλωμένου μη αισθητού τετραδιάστατου χώρου, δεν είναι υπερβολή να διατυπώσουμε την άποψη ότι η ανθρώπινη υλική ύπαρξη, αποτελεί την εικόνα μιας ζώσας τετραδιάστατης μορφής η οποία δεν γίνεται αντιληπτή από τις ανθρώπινες αισθήσεις..
Κι εδώ γεννιέται ένα βασικό επιστημονοφιλοσοφικό ερώτημα. Είδαμε ότι από το συνολικό Σύμπαν οι ανθρώπινες αισθήσεις έχουν την δυνατότητα να αντιλαμβάνονται μόνο εκείνες τις περιοχές του που η καμπυλότητά βρίσκεται στο πλαίσιο των ορίων των δυνατοτήτων τους.. Οι περιοχές καμπυλοτήτων έξω από αυτά τα όρια συνυπάρχουν με το αισθητό στον άνθρωπο Σύμπαν, όντας μη αισθητές από αυτόν. Αν ο άνθρωπος λοιπόν, δεν αποτελεί παρά ένα σύστημα ανάλογο του Σύμπαντος, η υλική και αισθητή φύση συνυπάρχει με μια άλλη μη αισθητή αλλά υπάρχουσα;
Αυτή ή υπεραισθητή φύση του, ποια σχέση έχει με αυτό το οποίο ονομάζουμε πνεύμα, ψυχή και νόηση;
Αν η μεταβαλλόμενη τιμή της μη αισθητής τέταρτης διάσταση, είναι το αίτιο της μεταβολής της πυκνότητας υλοενέργειας της ανθρώπινης ύπαρξης, δηλαδή του κύκλου της ζωής του, τι σχέση μπορεί να έχει με αυτό που ονομάζουμε «ζωή» και διακρίνει ένα νεκρό σώμα από ένα ζωντανό;
Τα ερωτήματα που δημιουργούνται είναι πολλά, σε ένα όμως γεγονός μπορούμε να συγκλίνουμε γνωσιολογικά και επιστημονικά. Αυτό το οποίο οι ανθρώπινες αισθήσεις αντιλαμβάνονται σαν ύλη δεν είναι παρά το ζευγάρωμα δύο ψευδαισθήσεών μας, του χώρου και του χρόνου. Χώρος, χρόνος και ύλη δεν αποτελούν παρά κομμάτι ενός ονείρου που διαρκεί όσο διαρκεί αυτό που ονομάζουμε διάρκεια της ζωής μας. Οι αισθήσεις μας δεν είναι παρά τα όργανα που συντηρούν τη διάρκεια του ονείρου μας. Η ύλη σιγά σιγά ξεθωριάζει, σαν όλες τις ονειρικές εικόνες και μαζί της ξεθωριάζουν και οι αισθήσεις που τις συντηρούν. Τότε το όνειρο τελειώνει και μια καινούργια ημέρα ξημερώνει. Μια νέα ημέρα άχρονη και άπειρη μέσα στην αγκαλιά του πραγματικού πλέον Σύμπαντος
Δρ. Μάνος Δανέζης