Ο. Κλεμάν: Η αγάπη πέρα απ’ τον έρωτα

Ολιβιέ Κλεμάν

Για το ότι η αγάπη είναι κάτι περισσότερο από τον έρωτα κι ότι αυτή η απόσταση μαρτυρεί το μυστήριο του προσώπου κι ευνοεί την αφύπνιση της συνειδήσεως, ο Σολζενίτσυν μας δίνει πολλά παραδείγματα. Για την αφύπνιση αυτή μεσολαβεί άλλοτε ο άνδρας, άλλοτε η γυναίκα, κι άλλοτε πάλι μια αμοιβαιότητα μεταξύ τους. Στον Πρώτο Κύκλο, η μορφή της Άγκνίγια ανήκει στη μεγάλη μεσαιωνική – και εντελώς δυτική – παράδοση της λατρείας της «Δεσποίνης», μια παράδοση που ξανάζησε στη Ρωσία στις αρχές του 20ου αιώνα με την εξύμνηση της «Ωραίας Κυρίας» από τους συμβολικούς, και λίγο νωρίτερα στα μυστηριώδη οράματα της Σοφίας που αναφέρει ο Σολόβιεφ σ’ένα από τα ποιήματά του:

Λουσμένη στο χρυσογάλαζο, μ’ ένα άγνωστο λουλούδι στο χέρι, ήταν εκεί και μου χαμογελούσε. Το χαμόγελό της ακτινοβολούσε... κι η ψυχή μου αποσπάσθηκε από τα πράγματα αυτού του κόσμου.

Η Αγκνίγια σχεδόν δεν είναι αυτού του κόσμου. Δεν είναι, όχι, του κόσμου του Θεού και των ανθρώπων της προσευχής, του πόνου και της ταπεινής υπηρεσίας, έχει προσχωρήσει στην καταδιωγμένη εκκλησία, της αρέσει να περπατάη και να μένη ακίνητη στο δάσος, αυτόν τον αρχέγονο ναό. Δεν είναι όμως του κόσμου του βάρους, του πάθους και της ισχύος: «Η περπατησιά της ήταν τόσο ανάλαφρη που έμοιαζε σαν να μην άγγιζε τη γη» (Πρώτος Κύκλος, 130). Στο πρόσωπό της δε βλέπει κανείς παρά μόνο το απάνω μέρος. Το στόμα δεν το παρατηρεί, κοιτάζει το φτερούγισμα στα βλέφαρα και στα ρουθούνια της. Το πρόσωπο της Αγκνίγια – καθώς και της Βέρας, όπως θα δούμε αργότερα – έχει φτερά. Την εμπνέουν οι υψηλές επιταγές των Μακαρισμών, αποστρέφεται τους επιτηδείους και τους ισχυρούς, αγαπά τους «καταδιωκομένους δια την δικαιοσύνην». Το πρόσωπο της περνά διαρκώς απ’ τη σκια στο φως, από τα σκότη που τη τυλίγουν στο φως που την ελευθερώνει. Εναλλαγή πιο πολύ παρά μεταμόρφωση: «Υπήρχε σ’ αυτήν κάτι το συνεσταλμένο, το παιδικό. Φοβόταν τα μυστήρια της γαμήλιας ένωσης ανάμεσα στον άνδρα και στη γυναίκα» (131). Αλλ’ αυτός ο «φόβος της ζωής» που της κατηγορεί ο αρραβωνιαστικός της, ένας νέος και φιλόδοξος μηχανικός, της επιτρέπει να εμβαθύνη στο νόημα της ζωής. Η φύση της είναι στοχαστική. «Σίγουρα σε περιμένουν η φήμη και η επιτυχία, θα βρης δμως τη χαρά; απαντά στον αρραβωνιαστικό της. Πρόσεξε. Αυτοί που ενδιαφέρονται για τα εφήμερα της ζωής, χάνουν… χάνουν. Μα πώς να σου το εξηγήσω ;» (135).

Δέχεται ωστόσο την αγάπη του Αντώνη Γιακόνωφ, σαν τους πιστούς που ξέρουν πως τίποτα δεν είναι τυχαίο. Κατά βάθος όμως δεν επιθυμεί την ενσάρκωση αυτής της αγάπης. Διαισθάνεται πως είναι άλλη η υπηρεσία που οφείλει στον αρραβωνιαστικό της: να τον κάνη ν’ ανακαλύψη με τη μεσολάβηση μιας αγνής αγάπης, την πνευματική διάσταση της υπάρξεως. Κι αυτός, που κυνηγά την επιτυχία κι απορρίπτει μαζικά το αόρατο, που έχει πείρα από γυναίκες και τις προτιμά πληθωρικές, «κάτι άλλο τον τραβά (στην Αγκνίγια). κι όχι το σώμα της» (130).

Έρχεται η μέρα που θέλει να τον μυήση σ’ αυτό το άλλο φως. Τον παίρνει ν’ ανέβουν μαζί στο εκκλησάκι του Αγίου Νικήτα στην κορυφή ενός λόφου απ’ όπου φαίνεται όλη η Μόσχα, η Μόσχα με τις «σαράντα φορές σαράντα εκκλησιές» που θα εξαφανιστούν μπροστά στη σταλινική Βαβέλ. Η Αγκνίγια πείθει τον Αντώνη να πάη ώς εκεί με την υπόσχεση της γήινης ομορφιάς. Αλλ’ από τη γήινη ομορφιά ώς την ουράνια, απ’ την πλασμένη ώς τη θεία Σοφία δεν υπάρχει ασυνέχεια. Μέσα στην εκκλησία το φως εσωτερικεύεται, ο θόλος το συλλαμβάνει και το αντιστρέφει, έτσι που μοιάζει να ακτινοβολή απ’ τις εικόνες κι απ’ το μεγάλο ψηφιδωτό του Αναστάντος. Η ίδια η Αγκνίγια, ανύποπτη, φαίνεται στον Γιακόνωφ σαν λουσμένη στο φως. «... Έβαλε ένα λεπτό κερί στο μεγάλο μπρούντζινο μανουάλι και, κάνοντας το σημείο του σταυρού, στάθηκε εκεί σοβαρή… σαν σε έκσταση. Το διάχυτο φως του δειλινού και το πορτοκαλί σπίθισμα των κεριών έδιναν ζωή και θέρμη στα μάγουλα της Αγκνίγια» (135).

Το κορίτσι μισανοίγει στο μυστήριο μια ψυχή αδιάφανη, κορεσμένη απ’ την ϊδια της τη ζωτικότητα. Η μεσολάβησή της ενώνεται με τις πρεσβείες της Παρθένου - Μητέρας, που μπόρεσε ν’ ανοίξη στον θείο Άγνωστο την «καταραμένη ιστορία». Στην εκκλησία γίνονται οι προετοιμασίες για μια γιορτή της Παναγίας, κι η ομορφιά του ύμνου συγκινεί τον Γιακόνωφ. Καταλαβαίνει έξαφνα πως αυτή η ομορφιά μεταδίδει, ξυπνά «όχι την επιθυμία που ένας άνδρας μπορεί να νιώση μια στιγμή για το κορμί μιας γυναίκας, αλλά αυτό το συνέπαρμα προς το υπέρτατο που η γυναίκα μπορεί να ξυπνήση μέσα του» (135).

Αργότερα όμως ο Γιακόνωφ «προδίδει» την αποκάλυψη και δέχεται την ψευτιά. Η Αγκνίγια του επιστρέφει τη βέρα. Τι απέγινε η κοπέλα στην αγωνία της; ΟΓιακόνωφ γίνεται ισχυρός αλλά οφείλει τη δύναμή του στην αυθαιρεσία, και η αυθαιρεσία πάλι τον συντρίβει. Τη μοιραία νύχτα που μαθαίνει την αναπόφευκτη πτώση του, ξαναπηγαίνει από ένστικτο στο λόφο. Αλλά η εκκλησία κείτεται σε ερείπια όπως κι η δική του ζωή. Κι αυτός που κατηγορούσε την Αγκνίγια ότι δεν είχε όρεξη να ζήση, είν’ αυτός τώρα που με την πλάτη ακουμπισμένη στους γκρεμισμένους τοίχους του ιερού «δεν έχει επιθυμία να ζήση» (136).

***

Όπως η γυναίκα μπορεί να γίνη για τον άνδρα μεσολαβήτρια της πνευματικής συνειδήσεως, το ίδιο μπορεί να γίνη κι ο άνδρας μεσολαβητής για τη γυναίκα. Οι γονείς της Μούμπας ήταν μικρογεωργοί κι είχαν ένα οικογενειακό κλήρο. Όταν κρατικοποιήθηκε η γη, ολόκληρη η οικογένεια εκπατρίσθηκε αναγκαστικά. Ο πατέρας κι η μητέρα πέθαναν βασανισμένοι. Η Μούμπα εκπορνεύθηκε για να ζήση. Στο στρατόπεδο όπου την βρίσκομε, είναι περισσότερο παρά ποτέ «κόρη του έρωτα». Όπως λέει η ίδια «ένα πράγμα ενδιαφέρει τους άνδρες σε μας και τίποτ’ άλλο» (Κόρη της αγάπης, 70) κι έτσι η Μούμπα δεν είναι πια τίποτ’ άλλο απ’ αυτό το πράγμα. Τότε ένας νέος αξιωματικός, ο Νεμώφ, που τον έχουν συλλάβει άγνωστο γιατί, την ανακαλύπτει και της αποκαλύπτει την τρυφερότητα, την προσωπική αγάπη. Δεν της ζητάει το σώμα της, μόνο να βρίσκεται εκεί, γιατί κοντά της αισθάνεται καλά, αισθάνεται ελεύθερος: «Είναι σαν να μ’ έχης ελευθερώσει!» (235). Έτσι, μ’ όλο τους το είναι και με το σώμα μαζί, ζουν μια εβδομάδα ελευθερώτριας αληθινής αγάπης, όπου εκείνος ελευθερώνεται από την «καταχνιά» που τον τύλιγε μετά τη σύλληψή του, κι εκείνη ελευθερώνεται από την αντικειμενοποίηση του σώματός της. Ταπεινά, τον ευχαριστεί: «Θα κρύψω αυτή τη μικρή εβδομάδα βαθιά, βαθιά, στα κατάβαθά μου, όσο ζω» (253), κι ύστερα συγκατατίθεται στη φρικτή θυσία. Δέχεται να συζήση με το γιατρό του στρατοπέδου, ένα καλοζωισμένο μεγιστάνα, επειδή ξέρει πως έτσι θα μπορέση να σώση τον Νεμώφ πετυχαίνοντας να σβηστή το όνομά του από ένα κατάλογο μεταφοράς καταδίκων σ’ ένα άλλο στρατόπεδο, απ’ όπου δεν γυρίζει κανείς, περιθάλποντάς τον ύστερα από ένα ατύχημα. Γι’ αυτόν η Μούμπα είναι γυναίκα χαμένη μ’ όλες τις έννοιες του όρου. Δεν την κρίνει αλλά η καρδιά του έχει παγώσει απ’ το ανεπανόρθωτο. Εκείνη όμως, επειδή ο Νεμώφ της ξύπνησε την προσωπική συνείδηση, χάνεται μόνο για να τον σώση. Κι η τελευταία της λέξη στο κατώφλι του οίκου της απωλείας είναι: «Ζη!»

***

Όσο για την αμοιβαία προσωπική αγάπη που είναι ικανή να ξεπεράση τον έρωτα, αυτήν ο Σολζενίτσυν την περιέγραψε, σχεδόν την έψαλε, στην ιστορία του Όλεγκ και της Βέρας που διασχίζει σαν χρυσό νήμα ολόκληρη τη μακριά αφήγηση του Περιπτέρου Καρκινοπαθών.

Βέρα, η πίστη. Και το κρυφό της όνομα είναι Βέγκα, άστρο, όπου το απρόσιτο του προσώπου δίνεται σ’ ένα φως που μπορεί να μεταμορφώση τα πάντα.

Ενώ η μοίρα της Αγκνίγια είναι μαρτυρική εναλλαγή, φως, αλλά άσαρκο (κι ίσως αυτό εξηγεί την ηθική προδοσία του Γιακόνωφ), η μοίρα της Βέρας φαίνεται να είναι πραγματική μεταμόρφωση. Αν η Ζωή συμβολίζεται από τη «σβούρα», το εξογκωμένο σχήμα όπου η ζωή επικυρώνεται στην αυθυπαρξία της, αν η Αγκνίγια θα μπορούσε να παρασταθή μ’ ένα ανεστραμμένο τρίγωνο με τη βάση στον ουρανό αλλά ακουμπώντας στη γη μόνο με την αβέβαιη αιχμή της κορυφής του, τότε η σιλουέτα της Βέρας, το ιερογλυφικό της, αποτελείται από δυο τρίγωνα αντίθετα κορυφή με κορυφή (75, 351), του ενός η βάση στον ουρανό, του άλλου στη γη, ισορροπημένα. Το «στοιχείο» της Ζωής είναι η γη, της Αγκνίγια όπως λέει και τα’ όνομά της, είναι η φωτιά, η προσφορά φωτιάς. Το στοιχείο της Βέρας ο αέρας, παλλόμενος απ’ τον άνεμο, διαπερασμένος από φως, που ενώνει τον ουρανό και τη γη – λεπτά ελαφίσια πόδια, μέση τόσο λεπτή που προκαλεί την επιθυμία να την πιάσης για να σηκώσης τη νέα γυναίκα στον αέρα, αυτή είναι η Βέρα, «φτιαγμένη από αέρα, έναν αέρα μόλις συμπυκνωμένο» (Περίπτερο, 495). Δεν είναι ούτε ξανθή ούτε μελαχρινή. Μάτια ανοιχτά καστανά, μαλλιά καστανοκόκκινα – πάντα το σκούρο ανάκατο με φως. Η εντύπωση όμως της μεταμορφώσεως δίνεται κυρίως απ’ τα χείλη. Είναι κι αυτά «χείλη για φίλημα» (118), πράγμα που δεν θα μπορούσε κανείς να πη για τα χείλη της Αγκνίγια. Να όμως το παράδοξο. Αυτά ακριβώς δίνουν στο πρόσωπο της Βέρας εκείνη την απίθανη έλλειψη βαρύτητας. Έχουν «κάτι το τρεμουλιαστό, το ανάλαφρο, σαν φτερά» (117). «Ζωντανά, ανεξάρτητα, έτοιμα να πετάξουν, να τραβήξουν για τον ουρανό σαν τα’ αηδόνι» (118), είναι η ζωή, αλλά στην υπηρεσία του νου και της καρδιάς: «Με παραμικρές κινήσεις – μια πτυχή που δεν ήταν η ίδια αριστερά και δεξιά, ένα αδιόρατο τρόπο να προβάλλουν, να τρεμοπαίζουν – υποστήριζαν και φώτιζαν τη σκέψη» (499). Και προπάντων είναι η ηλιακή ακτινοβολία της καλοσύνης που: «λάμπει στο χαμόγελο της σαν ήλιος», γιατί «το χαμόγελο της ήταν καλό, το χαμόγελο της η μάλλον τα χείλη της» (118).

Βέρα σημαίνει τη θεία πίστη αλλά και την ανθρώπινη πίστη. Η Βέρα μένει πιστή στον αρραβωνιαστικό της που έχει πεθάνει στον πόλεμο και που ήταν πρώτα παιδικός της φίλος, αυτός που την είχε ονομάσει Βέγκα. Είναι γιατρός η Βέρα, ξέρει τους νόμους του σώματος, σε μια χώρα όπου ο υλισμός είναι η επίσημη ιδεολογία (η θέση της δεν θα ήταν καθόλου διαφορετική στη Δύση, κορεσμένη σήμερα από ενα εκφυλισμένο φροϋδισμό). Ξέρει πως κατά τη γνώμη των περισσοτέρων από τους συναδέλφους της, των περισσότέρων από τους συγχρόνους της, μια νέα γυναίκα δεν μπορεί να εκπληρωθή, δεν μπορεί καν να ζήση, χωρίς σεξουαλική ζωή. Η αγνότητα «δεν ήταν δυνατή γιατί υπήρχαν οι απαράγραπτοι νόμοι των ιστών, των ορμονών, της ηλικίας» (517). Για τη Βέρα όμως είναι δυνατή, γιατί πέρα απ’ όλα τα καλουπώματα υπάρχει το πρόσωπο, και η πίστη του σ’ ένα πρόσωπο: «Πώς μπορούν να μιλούν για τους νόμους της αναπτύξεως των κυττάρων, για αντιδράσεις και για εκκρίσεις, τι σχέση έχουν όλοι αυτοί οι νόμοι, αν δεν υπάρχουν δύο άνδρες σαν κι αυτόν; Αν είναι ο μοναδικός, αν δεν υπάρχουν δύο;» (518). Όχι πως η Βέρα θεωρεί ότι είναι αιώνια δεμένη, άλλα ξέρει πως ο νεκρός φίλος της έχει ανάγκη απ’ την παρέμβασά της για να συνηθίση στη νέα και μυστηριώδη του ύπαρξη από την άλλη πλευρά των πραγμάτων. Με την πιστή της αγάπη, τον βοηθάει, «είναι εδώ παρών, υπάρχει» (517). Διαισθάνεται πως μόνο μια αληθινή αγάπη θα μπορούσε να αποκαταστήση σ’ ενα εωθινό φως αυτό το πρώτο αίσθημα, ενώ κάθε καθαρά αισθησιακή περιπέτεια θα κινδύνευε να σπάση την αλυσίδα της κοινωνίας που ένας κρίκος της είχε γίνει αόρατος χωρίς γι’ αυτό να πάψη να υπάρχη. Αλλά μια αληθινή αγάπη δεν είναι κάτι που μπορεί κανείς να το επιδιώξη. Είναι πάντα χάρη απροσδόκητη. Για την ώρα ολο το φως της Βέρας πηγαίνει στον μυστικό φίλο και στους αρρώστους της.

Οι σχέσεις της Βέρας και του Όλεγκ είναι στην αρχή οι σχέσεις ενός προσεκτικού γιατρού μ’ ένα δύσκολο άρρωστο που θέλει πάντα να ξέρη τι του συμβαίνει και τι είναι η θεραπεία που του κάνουν. Αρκετά γρήγορα, ωστόσο ο Όλεγκ βγαίνει άπό την «άγρια απομόνωσή» του (110), από τη δυσπιστία του τροφίμου των στρατοπέδων, για να ζεσταθή στην ανάλαφρη και φωτεινή γλυκύτητα της Βέρας. Από τη δική της πλευρά η Βέρα μαντεύει την ποιότητα που κρύβεται κάτω απ’ την τραχύτητα και τη μυστικότητα αυτού του ανθρώπου και πως είναι άνθρωπος που έχει περάσει από τις αποκαλύψεις του θανάτου, από τον αγώνα κατά της αδικίας. Η σχέση που εγκαθίσταται μεταξύ τους είναι πολύ «παύλεια»: μια αμοιβαιότητα όπου ο άνδρας στηρίζει και προστατεύει. Ο Όλεγκ διακρίνει πως κάτω από τη φαινομενική της αυστηρότητα, η Βέρα έχει «κάτι σαν μικρού κοριτσιού» (93). Και η Βέρα, μπροστά στις παραξενιές του Όλεγκ, που ποτέ δεν δέχεται να του πάρουν αίμα, πότε επιμένει να φοράη τις μπότες του, πράγμα που απαγορεύεται απ’ τον κανονισμό, τη στιγμή μάλιστα που πρόκειται να γίνη έλεγχος, απευθύνεται σ’ αυτόν αυθόρμητα σε παρακλητικό τόνο, «ίσως μάλιστα και με κάτι σαν παράπονο» (347). «Απορούσε κι η ίδια για τον τόνο που είχε υιοθετήσει στις σχέσεις της μαζί του, πράγμα που δεν είχε συμβεί ποτέ άλλοτε με κανένα απ’ τους αρρώστους της. Δεν ήταν καν τόνος ισότητας. Περιείχε κάτι σαν υποταγή» (347).

Η ιδέα μιας περιπέτειας δεν τους έρχεται καν στο νου. Εξ άλλου ο Όλεγκ, για πολύ καιρό, πιστεύει πως η Βέρα είναι παντρεμένη κι αυτή δεν διορθώνει την πλάνη του. Το μόνο που θέλει απ’ αυτήν είναι να μιλάη μαζί της «πολλή ώρα, ήρεμα» (118), και η «χώρα τής παιδικής ηλικίας» (503) ξανανοίγει γι’ αυτούς με τα παιχνίδια της που είναι ίσως ιεροτελεστίες.

Ο Όλεγκ έχει ενα φάρμακο από οινόπνευμα με ποτισμένες μέσα διάφορες περίεργες ρίζες από τις όχθες μιας λίμνης της Κεντρικής Ασίας και, επηρεασμένος από επικίνδυνες μαγικές δοξασίες, θέλει να δοκιμάση μ’ αυτό τη θεραπεία του. Θυμωμένη αυτή τη φορά η Βέρα, του αντιτάσσει τη διαύγεια της λογικής της και την αφοσίωσή της: «Πάμε να σώσουμε τη ζωή σου! Του το είχε πει αυτό με μια ιδιαίτερη επιμονή, και τα μάτια ήταν γεμάτα από χαρούμενη ελπίδα» (357). Τότε, αφού αντάλλαξαν τα ονόματά τους και την ξέρει πια σαν Βέγκα όπως ο χαμένος φίλος της, πηγαίνουν στο πάρκο του νοσοκομείου για την ιεροτελεστία. Στα πόδια της Βέρας, σοβαρής και σιωπηλής, ο Όλεγκ σκάβει το μαυριδερό χώμα και χύνει μέσα στο λάκκο το θολό καφετί υγρό, το αμφίβολο ποτό, κι ύστερα ξανακλείνει τη γη: «'Ηταν παιδιάστικο κάμωμα το χύσιμο του υγρού και το κλείσιμο της γης. Παιδιάστικο κάμωμα αλλά και κάτι που έμοιαζε με ιερό όρκο, με μυστήριο» (361). Ο Όλεγκ παραιτείται από τις τελλουρικές μαγείες γιατί η ζωή έχει τώρα γι’ αυτόν ένα πρόσωπο. Και παίρνει το δρόμο της εμπιστοσύνης.

***

Τον παίρνει ακόμη πιο αποφασιστικά, όταν δέχεται, αυτός που αρνιόταν το ξένο αίμα, να του κάνη η Βέρα μια μετάγγιση. Μια στιγμή γνωρίζει τη χαρά να «εμπιστευθή τον εαυτό του, να παραδοθή στην εμπιστοσύνη» (495). Μια στιγμή μόνο, γιατί ύστερα μαθαίνει πως η θεραπεία που του κάνουν συνεπάγεται μόνιμη βλάβη του ανδρισμού του, και σ’ ένα ξέσπασμα απελπισίας φωνάζει: «Τι το όφελος να σωθή τέτοια ζωή;» (501).

Για τη Βέρα διακυβεύεται το παν: Όχι μόνο το ιατρικό της κύρος – δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα να σωθή ο Όλεγκ – αλλά κι αυτό το νόημα της ζωής της, η πίστη της που προϋποθέτει ακριβώς την παραίτηση από τον έρωτα. Στο «τι το όφελος» του Όλεγκ απαντά το «τι το όφελος» της Βέρας: «Δεν το σκέπτεσαι ωστόσο εσύ αυτό. Αλλιώς, αν όλοι σκέπτονται έτσι, τότε πού να ζήση κανείς; Ανάμεσα σε ποιους; Τι το όφελος;» (503).

Η κραυγή αυτή λυτρώνει τον Όλεγκ από την απελπισία της σάρκας του, του ξυπνά την προσωπική συνείδηση, του ξανανοίγει όχι μόνο τη «χώρα» αλλά και την «πίστη» της παιδικής του ηλικίας, τότε που, πρώιμα πληροφορημένος στα δώδεκα του χρόνια, είχε απορρίψει τον ματεριαλισμό των σεξολόγων: στατιστικές, ποσοστά, οργασμός, ψυχρότης – μια φυσιολογία που πρέπει να την ξέρη κανείς μα που γίνεται τρομακτική όταν θέλη όλα να τα εξηγήση.

Του δίνεται τότε ενα σημείο. Στο ταβάνι, μέσα στην ήρεμη σιωπή του δωματίου, παρατηρεί μια παράξενη κηλίδα ήλιου που κινείται σαν να πάλλη, σα μια φωτεινή καρδιά, σα μια «μυστηριώδης νεφέλη» (505) – ο πιο συχνός τρόπος που φανερώνεται στη Βίβλο η πνευματική Παρουσία, όπως η νεφέλη που περιέβαλε με φως τον Ιησού επί του Όρους. Ο Όλεγκ διαπιστώνει τελικά πως επρόκειτο για την «αντανάκλαση από μια λακκούβα που δεν είχε προφτάσει να στέγνωση [...] για τη μεταμόρφωση μιας απλής λακκούβας» (id.). Για τη μεταμόρφωση μιας απλής ζωής, φαινομενικά ανεπανόρθωτα κατεστραμμένης.

***

Με μια πραγματικά προσωπική αγάπη αρχίζει η μεταμόρφωση του κόσμου. Η Βέρα δέχεται τον ακρωτηριασμό της ζωής της, ο Όλεγκ τον ακρωτηριασμό του σώματός του. Η γαλήνια χαρά που τους εμψυχώνει, τους εναρμονίζει με την ομορφιά του κόσμου, τους κάνει να προσέχουν τους πιο στερημένους, γιατί κι αυτοί είναι πρόσωπα. Η Βέρα βλέπει την ανθισμένη βερυκοκιά, «αυτό το αέρινο ρόδινο που δεν μπορεί κανείς να το μπερδέψη με τίποτ’ άλλο» (507), όπως δεν την είχε ξαναδεί ποτέ. Και για τους δύο, «η φιλία τους ήταν το μόνο πράγμα που εμπόδιζε το κτίριο του νοσοκομείου να σωριαστή σε στάχτες» (637). Η Βέρα θα μείνη για τον Όλεγκ παντοτινά φωτοστεφανωμένη «με κείνες τις φωτεινές ανταύγειες που τριγύριζαν από παντού και στόλιζαν με μικρές βεντάλιες τη λεπτοκαμωμένη σιλουέττα της» (688). Οι μικρές χρυσές βεντάλιες (τα λάματα) είναι εικονογραφική τεχνική. Η μεταμόρφωση της Βέρας συντελείται όπως η μεταμόρφωση της Αγκνίγια, μέσα στην ίδια σοφιανική διαφάνεια:

Λουσμένη στο χρυσογάλαζο, ήταν εκεί και μου χαμογελούσε.

Η αληθινή αγάπη δεν διχάζεται. Όταν τέλειωσε η μετάγγιση, ο Όλεγκ είχε την επιθυμία να φιλήση το χέρι της Βέρας. Στο αποχαιρετιστήριο γράμμα του ομολογεί: «Όλη την ώρα, όλη την ώρα, ήθελα να σε σφίξω στην αγκαλιά μου και να φιλήσω τα χείλη σου! Άντε να καταλάβεις» (777).

Δεν υπάρχει όμως αντίφαση. Ο έρωτας είναι η φυσική διάλεκτος της «πνευματικής κοινωνίας» ανάμεσα σ’ έναν άνδρα και μια γυναίκα (766). Αν ο Όλεγκ, βγαίνοντας απ’ το νοσοκομείο, δεχόταν την πρόσκληση της Βέρας να συζήσουν λίγο - πολύ, ο ανεκπλήρωτος έρωτας θα γινόταν ανάμεσά τους «εκείνο το πράγμα, εκείνο τον σαν γκρίζο, ψόφιο, κι όμως ολοένα πιο μεγάλο τέρας» (776).

Γι’ αυτό, όπως είδαμε, το μεγαλύτερο τεκμήριο αγάπης που μπορεί ο Όλεγκ να δώση στη Βέρα είναι να φύγη, να της αφήση ελεύθερο το μέλλον, επιβεβαιώνοντάς, την όμως στην προσωπική της εκλογή. Η άνθιση μιας αληθινά προσωπικής σχέσεως δεν μπορεί να γίνη σταθερή και γόνιμη παρά με τη θυσία. Αν η αγάπη δεν μπορεί να ενσαρκωθή, η φυγή, σαν ευλογία:

«Έχεις δίκιο, έχεις δίκιο σε όλα, σε όλα, σε όλα απολύτως – στο παρελθόν σου και στο παρόν σου. Δεν μπορείς όμως να μαντέψης το μέλλον σου» (776). Αν η αγάπη μπορεί να γίνη σάρκα, διάρκεια, υμέναιος, τότε η υπομονή, γίνεται όχι λιγότερο θυσία, μιας ζωντανής πίστεως.
Από το κεφάλαιο «Ο έρωτας και η αγάπη, II» του βιβλίου «Το πνεύμα του Σολζενίτσυν»,
εκδ. Βιβλιοπωλείου της Εστίας σε μετάφραση Ελένης Δαλαμπίρα. (σελ. 113-123)