ΑΝΤΙΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ

Γράφει η Μίλιτσα Κοσάνοβιτς (kosanovic@mail.com)

Ο καλύτερος τρόπος για να σιγουρευτείς ότι εσύ είσαι ο γνωστικός, δεν είναι να κλείσεις μέσα το γείτονά σου.

Φ.Μ. Ντοστογιέφσκι

Η κοινωνία μας φοράει έναν ζουρλομανδύα κομφορμισμού από την ώρα που θα γεννηθούμε. Μας «διαπαιδαγωγεί», δηλαδή μας αναγκάζει να συμμορφωθούμε στις δικές της επιθυμίες. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο οι όροι «υγεία» και «τρέλα» γίνονται ύποπτοι.

R. D. Laing

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΡΕΛΑΣ

Στην αρχή υπήρχε ένας άνθρωπος. Ο άνθρωπος αυτός χειριζόταν μια γλώσσα πιο άμεση και πηγαία από τη γλώσσα της λογικής. Στην αρχή η λογική και η μη-λογική ήταν αδιαχώριστες. Κάποια στιγμή όμως επήλθε η ρήξη. Η τρέλα έκανε την εμφάνιση της από τότε που ο ανθρώπινος νους καθιέρωσε μιαν απόσταση ανάμεσα στη λογική και στη μη-λογική.

Πολύ πριν αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε όρους όπως ψυχοπαθολογία, ψύχωση και σχιζοφρένεια,η τρέλα ήταν περιβεβλημένη μ’ ένα μεταφυσικό μανδύα. Στις αρχαίες φυλές οι μάγοι-σαμάνοι ερμήνευαν την τρέλα ενός ανθρώπου άλλοτε ως θεϊκό σημάδι κι άλλοτε ως κατάληψη από μοχθηρές δυνάμεις ή θεότητες: κάτι που απαιτούσε εξορκισμό. Οι αντιλήψεις αυτές δεν άλλαξαν ούτε και κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, όταν οποιοσδήποτε είχε κάποια ψυχική διαταραχή χαρακτηριζόταν αυτομάτως «δαιμονισμένος» και έρμαιο των «σατανικών δυνάμεων». Υπήρχαν όμως και σπάνιες περιπτώσεις που η τρέλα δεν θεωρούνταν κάτι το «δαιμονικό», αλλά δείγμα «ιερότητας», όπως δείχνουν και τα παραδείγματα των «ιερών σαλών» π.χ. Άγιος Ανδρέας ο Σαλός. Στις περισσότερες πάντως περιπτώσεις οι τρελοί έπαιζαν το ρόλο του «μιασμένου» αποδιοπομπαίου τράγου. Οι εκκλησίες απαγόρευαν την είσοδο τους και όχι σπάνια μαστιγώνονταν δημοσίως ή κυνηγιόνταν με ραβδιά και διώχνονταν από τις πόλεις. Η αναχώρηση των τρελών απέκτησε τελετουργική σημασία παρόμοια με «εξαγνισμό» και πέρασε στη λογοτεχνία και στην εικονογραφία με τη μορφή του Πλοίου των Τρελών, που πλέει ακυβέρνητο με το αλλοπαρμένο του πλήρωμα) …

Ακόμη και μετά το Μεσαίωνα η παραφροσύνη, καραδοκούσε κάτω από την αδύναμη επιφάνεια της φαινομενικότητας, τρόμαζε και προκαλούσε, κυρίευε τις νύχτες και βασίλευε στη φαντασία των ανθρώπων. Ενώ στο Μεσαίωνα η τρέλα κατατάσσονταν στις αμαρτίες, στην Αναγέννηση εγκαταλείπει το χώρο της μεταφυσικής και καθίσταται υπεύθυνη για ό,τι κακό υπάρχει στον άνθρωπο. Δεν σχετίζεται πλέον με υποχθόνιες δυνάμεις αλλά με τις ανθρώπινες αδυναμίες, τα όνειρα και τις αυταπάτες. Είναι η κωμική τιμωρία της γνώσης και της εγωπάθειας. Η τρέλα ριζώνει στα χωράφια της φανταστικής ελευθερίας. Ο Θερβάντες καθόρισε για πάντα τα γνωρίσματα της στο μνημειώδες έργο του Δον Κιχώτης. Στα έργα του Σαίξπηρ η τρέλα συγγενεύει με το φόνο και την αυτοκτονία, είναι δηλαδή πάντοτε ακραία. Την ίδια εποχή η τρέλα περνά στην τέχνη, και συγκεκριμένα στη λογοτεχνία, στη ζωγραφική και ιδιαίτερα στο θέατρο.

Τον 16ο αιώνα η τρέλα παραφυλάει στον κόσμο της αμφιβολίας. Η μη λογική εμφανίζεται ως απειλή που συγχέει την υποκειμενικότητα από την αλήθεια. Από τον 17ο αιώνα όμως αυτός ο κίνδυνος μειώθηκε καθώς ο άνθρωπος κατοχύρωσε τη λογική του. Έτσι η τρέλα εξορίζεται και μια νέα διαχωριστική γραμμή χαράσσεται ανάμεσα σ’ αυτή και στη λογική. Από τον 18ο αιώνα η τρέλα θα κατοικεί πλέον στα άσυλα, μαζί με τη φτώχεια, την αρρώστια και την αναπηρία. Τα ιδρύματα εγκάθειρξης θα γίνουν ο «φυσικός χώρος» της. Εκεί ακολουθείται η «θεραπεία» της ηθικής και της τιμωρίας, που «εξαγνίζει» τις ψυχές.

Τα άσυλα ήταν απάνθρωπα καταχωνιαστήρια ταλαίπωρων ψυχών. Υπήρχε μάλιστα και μια συνήθεια από το Μεσαίωνα να επιδεικνύουν τους φρενοβλαβείς. Μερικά Narrturmer της Γερμανίας είχαν καγκελωτά παράθυρα για να φαίνονται απ’ έξω οι τρελοί, προσφέροντας έτσι θέαμα στους περαστικούς. Συχνά μάλιστα έκοβαν και εισιτήριο κάθε Κυριακή δείχνοντας τους μανιακούς τους. Σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις ο περίπατος και το θέαμα των έγκλειστων τρελών ήταν μια πολύ συνηθισμένη κυριακάτικη «διασκέδαση»…

Μόλις τον 19ο αιώνα η τρέλα αναγνωρίζεται ως ιατρικό πρόβλημα. Μέχρι τότε θεωρούνταν περισσότερο «επιστροφή στη ζωώδη κατάσταση» κι εκδήλωση της αχαλίνωτης φύσης του τρελού-ζώου. Η τρέλα αποκάλυπτε τον κρυφό ζωώδη χαρακτήρα του ανθρώπου. Ήταν μια απειλή για τον δυτικό άνθρωπο, που ζει σαν «ζώον λόγον έχον». Η ενδεδειγμένη «θεραπεία» της ήταν το δάμασμα, που έπαιρνε συχνά τη μορφή μαστιγώματος για να καθυποταχθεί η άγρια φύση του ανθρώπου. Τον 19ο αιώνα όμως το ζώο έπαψε να έχει αρνητικό χαρακτήρα, αναγνωρίστηκε ως μορφή φυσικής εξέλιξης και ο άνθρωπος άρχισε να αντιλαμβάνεται πως η τρέλα ήταν κι αυτή μια φυσική διαδικασία που αφορούσε τη δυσλειτουργία της ανθρώπινης συνείδησης.

Στα τέλη του 19ου αιώνα ο στόχος του εγκλεισμού των ψυχοπαθών στα άσυλα δεν ήταν μόνον η απομόνωση και ο σωφρονισμός. Αναπτύχθηκαν «μακροχρόνιες θεραπείες» όχι βέβαια της ψυχής, αλλά των νεύρων και της φαντασίας του ψυχοπαθούς, όπως το απότομο ξύπνημα τα μεσάνυχτα, τα σοκ, τα «αναζωογονητικά» κρύα ντουζ κ.α

Τον 20o αιώνα η τρέλα αναγνωρίστηκε ως ψυχική διαταραχή, ως ψυχοπάθεια που χρήζει ψυχοσωματικής αντιμετώπισης και θεραπείας. Έτσι η ψυχιατρική, με τα ηλεκτροσόκ και τα ψυχοφάρμακά της, ανέλαβε δράση. Παράλληλα εμφανίστηκε και η ψυχανάλυση, που προσπάθησε να βοηθήσει τις ελαφριές περιπτώσεις ψυχώσεων, ερμηνεύοντας τραυματικές εμπειρίες κι απελευθερώνοντας καταπιεσμένες φοβίες. Παρά τις όποιες ιατρικές προόδους απέχουμε ακόμη πολύ από το να γνωρίζουμε και να θεραπεύουμε τους πολύπλοκους μηχανισμούς της τρέλας, που συνεχίζει ν’ αποτελεί ένα μεγάλο μυστήριο. Η ψυχιατρική, αν και εφοδιασμένη με εκατοντάδες ψυχοφάρμακα, έχει αποδειχθεί ανεπαρκής. Η γλώσσα της ψυχιατρικής δεν είναι παρά ένας μονόλογος της λογικής για την τρέλα. Δυσκολεύεται να ερμηνεύσει τις διαφορετικές καταστάσεις της συνείδησης. «Ο άνθρωπος είναι εκείνο το τρελό ον, του οποίου η τρέλα ανακάλυψε τη λογική» (Καστοριάδης).

ΕΝΑ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ ΨΥΧΩΤΙΚΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

Μέσα στο βιβλίο του Η Πολιτική της Εμπειρίας (The Politics of Experience) ο γνωστός «αντιψυχίατρος» Ronald D. Laing, περιγράφει λεπτομερώς το ψυχωσικό επεισόδιο του Jesse Watkins, ενός μεγάλου γλύπτη, που βίωσε ένα 10ήμερο ταξίδι στον εσωτερικό του χρόνο και χώρο. Το «ταξίδι» αυτό ήταν αποτέλεσμα μιας δύσκολης περιόδου που περνούσε τότε ο Jesse. Εργαζόταν επτά μέρες την εβδομάδα, μέχρι αργά τη νύχτα και είχε φτάσει σε κατάστάση απόλυτης ψυχοσωματικής και συναισθηματικής εξάντλησης. Εκείνες τις μέρες μάλιστα έτυχε να τον δαγκώσει στο δρόμο ένας αδέσποτος σκύλος και για πρώτη φορά στην ζωή του ο Jesse βίωσε την ολική αναισθησία. Από το νοσοκομείο γύρισε στο σπίτι του με λεωφορείο και κάθισε σε μια καρέκλα. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο του ο επτάχρονος γιος του, και ο Jesse τον κοίταξε με ένα καινούργιο και περίεργο τρόπο, κάπως «σαν να μην ήταν το παιδί του καθόλου κάτι ξεχωριστό από τον ίδιο». Και τότε άρχισε το ταξίδι του…

Τη στιγμή που κοίταξε το ρολόι του τοίχου, το άκουσμα του τραμ απ’ έξω έγινε μια ατελείωτη μουσική του Ραβέλ (προφανώς το Μπολερό) και αισθάνθηκε πολύ χαρακτηριστικά ότι ο χρόνος κινείται προς τα πίσω. Ταυτόχρονα ένιωσε πως ο ίδιος ήταν πάνω σε μια ταινία και κουνιόταν προς τα πίσω και προς τα κάτω. Έπεφτε χωρίς να μπορούσε να αλλάξει τίποτα: «Ο άνθρωπος ξεκίνησε το πιο παλιό ταξίδι του κόσμου: το ταξίδι πίσω στο χρόνο» (R. D. Laing). Αυτή η αίσθηση του προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση και αναταραχή. Κατόπιν είχε την αίσθηση ότι μπορούσε να ελέγξει απόλυτα τον εαυτό του και ότι μπορούσε να κάνει οτιδήποτε που θελήσει…

Έπειτα ήρθε η γυναίκα του και όταν της είπε πως τα βλέπει τα πράγματα, αυτή τρόμαξε και κάλεσε τον γιατρό. Τον πήγαν στο νοσοκομείο. Όταν τον έβαλαν στο κρεβάτι, νόμιζε ότι πέθανε. Είχε την αίσθηση ότι γύρω του βρίσκονται και άλλοι νεκροί άνθρωποι, που ήταν εκεί μόνο επειδή περίμεναν να τους μεταφέρουν στην άλλη πτέρυγα. «Αυτός δεν πέθανε φυσικά, αλλά πέθανε το εγώ του. Ταυτόχρονα με το χάσιμο του εγώ, με αυτό το θάνατο, ήρθαν και οι αισθήσεις για την αυξημένη σημασία και σπουδαιότητα των πάντων…» Και τότε καταλήφθηκε από την αληθινή αίσθηση πως ταξιδεύει πίσω στο χρόνο, πως οπισθοδρομεί και μάλιστα παρά πολύ πίσω στο χρόνο: όχι μόνο που ξανά έγινε μωρό και άκουσε τα κλάματά του, αλλά γύρισε πολύ πίσω στις άλλες εποχές όπου ήταν μεγάλο ζώο, κάτι σαν ρινόκερος…

Ένα τέτοιο ταξίδι βιώνεται σαν πορεία προς τα «μέσα», σαν επιστροφή μέσα από την προσωπική ζωή του ταξιδιώτη, μέσα και πίσω και πέρα μέχρι την εμπειρία ολόκληρης της ανθρωπότητας, του πρώτου ανθρώπου, του Αδάμ, και ίσως ακόμα μακρύτερα ως το Είναι των ζώων, των φυτών και των ορυκτών. Παρόλο που δεν έχει την σιγουριά του λιμανιού της προσωπικής ταυτότητας, έχοντας τη ριγμένη άγκυρα σε αυτό το χρόνο και σ’ αυτό το μέρος, ο ταξιδιώτης μπορεί και συνεχίζει να είναι απόλυτα συνειδητοποιημένος αυτού του χρόνου και χώρου.

Όταν έφτασε στο νοσοκομείο ο Jesse είχε μια αρκετά μεγάλη πληγή στο δάχτυλό του, αλλά δεν άφησε τη νοσοκόμα να του την περιθάλψει, έχοντας μία φοβερή αίσθηση ότι μπορεί να αυτοθεραπευτεί. Την επόμενη μέρα όντως το δάχτυλό του έγινε καλά. Αντιλαμβανόταν ιδιαίτερα καθαρά ότι όλα τα πράγματα χωρίζονται σε τρία επίπεδα: προθάλαμο, μεσαίο κόσμο και ανώτερο κόσμο. Οι περισσότεροι άνθρωποι περίμεναν στον προθάλαμο για να περάσουν στο επόμενο τμήμα, όπου τελικά βρέθηκε ο ίδιος: «Ήταν σαν ένα είδος ξυπνήματος, απελευθέρωσης, και είχα την καθαρή συνείδηση του ανώτερου επιπέδου όπου βρισκόμουν. Αισθανόμουν (είχα την άμεση γνώση) του ‘’δεύτερου επιπέδου’’ της ύπαρξης που κείται όχι μόνο πάνω από το προθάλαμο αλλά και πάνω από την πραγματικότητα –κείται πάνω και από τα δύο, και είναι σαν ένα είδος τριεπίπεδης ύπαρξης… Δεν υπήρχα πλέον σε ρέουσα στιγμή, αλλά έπλεα μέσα στο χρόνο και υπήρχα σε μια άλλη χρονική διάσταση που συμπλήρωνε το χρόνο το οποίο ζούσα τώρα… Μπορούσα και ταξίδευα πολύ πιο γρήγορα προς τα πίσω από ότι προς τα μπρος».

Ο Jesse αισθάνθηκε ότι υπάρχουν, όχι ένας θεός αλλά θεοί, όντα που είναι πολύ πιο εξελιγμένα από εμάς, ικανά να αντεπεξέλθουν με τη κατάσταση με την οποία αυτός δεν τα κατάφερε, και επίσης ήξερε πως ο καθένας μας κάποια στιγμή στη ζωή του πρέπει να κάνει κάτι τέτοιο. Έπειτα ένιωσε ότι και ο θεός ήταν «τρελός»,επειδή κουβαλούσε πάνω του όλο αυτό το βάρος της επίγνωσης και κυβέρνησης των πάντων: «Η αιτία των πάντων και όλης της ύπαρξης είναι να σε προετοιμάσει για ένα βήμα παρά πάνω και άλλο ένα πιο πέρα»…

Ο Jesse κατάλαβε ότι με το ταξίδι αυτό έμαθε τα στάδια που πρέπει όλοι μας κάποια στιγμή να περάσουμε και δεν είναι μόνο ένα αλλά άπειρα στάδια. Έμαθε επίσης πως υπάρχει τεράστιος αριθμός πραγμάτων με τα οποία συγκρουόμαστε, που δεν μας αφήνουν να δεχτούμε την πραγματικότητα όπως πραγματικά είναι, και είναι ένα ταξίδι που μας περιμένει και πρέπει να κάνουμε. Η κάθε αναβολή του μας οπισθοδρομεί, αντί να προχωρούμε στο σκαλοπάτι της εξέλιξης. Κάποια στιγμή για τον Jesse τα πράγματα άρχισαν να γίνονται όλο και πιο πολύπλοκα. Μιλούσε συνέχεια, και τον έβαλαν σε απομόνωση: «Τους παρακάλεσα να αφήσουν ανοιχτή πόρτα και ευτυχώς το έκαναν. Θυμάμαι ότι εκείνη τη νύχτα πάλευα με κάτι που ήθελε από εμένα να παραδοθώ σε εμπειρία, να συνεχίσω την πορεία και εγώ ένιωθα έναν φόβο και πανικό ότι το πνεύμα μου δεν χωράει άλλη εμπειρία. Ποτέ δεν ήμουν θρησκευόμενο άτομο, αλλά τότε πράγματι έχω περάσει τον Γολγοθά. Αισθάνθηκα ότι δεν αντέχω άλλο την πίεση μέσα στο μυαλό μου και αποφάσισα να γυρίσω πίσω. Καθόμουν στο κρεβάτι και σκέφτηκα ότι πρέπει να συμμαζευτώ επιτέλους, να ενωθώ με το τωρινό μου Εγώ… Έτσι ακριβώς ένιωσα. Εκείνη τη στιγμή ήρθε η νοσοκόμα και μου έδωσε τα φάρμακα. Εγώ έσφιξα δυνατά τα χέρια μου και επαναλάμβανα συνεχώς μέσα μου το όνομα μου, λέγοντας φωναχτά ότι έγινα καλά και δεν θα πάρω άλλα φάρμακα, και εκείνη τη στιγμή ένιωσα ότι πραγματικά όλα τέλειωσαν. Η νοσοκόμα φώναξε τον γιατρό. Και σ’ αυτόν είπα το ίδιο, ότι δεν θα πάρω άλλα ηρεμιστικά, ότι έγινα καλά. Αυτός με κοίταξε κάπως βαθιά στα μάτια και είπε: ‘’Ναι, το βλέπω’’ και χαμογέλασε»…

«Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι μια τέτοια εμπειρία δεν θα έχει και ένα καταστροφικό αποτέλεσμα» σχολιάζει ο Λάινγκ. «Ο Jesse έζησε τρία επίπεδα πραγματικότητας, αντί το συνηθισμένο ένα. Εκτός από το πέρασμα του Γολγοθά, δεν έχει συνδέσει το ταξίδι του με καμία ιδεολογία. Δεν είχε κανέναν χάρτη. Αλλά ήξερε ότι με αυτή την εμπειρία έπεσε σε κατάσταση ανώτερης και όχι κατώτερης πραγματικότητας, υπερ-φυσιολογικότητας και όχι υπο-φυσιολογικότητας».

ΤΑΞΙΔΙ ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Ο Gregory Bateson στην εισαγωγή που έκανε το 1961 σε μια αυτοβιογραφική έκθεση σχιζοφρένειας του 19ου αιώνα με τίτλο Η Αφήγηση του Πέρσεβαλ. Η Έκθεση ενός Ασθενούς για την Ψύχωσή του, λέει τα εξής: «Θα έλεγε κανείς πως όταν ο ασθενείς έχει μπει στο στάδιο της ψύχωσης, έχει να διανύσει κάποια πορεία. Έχει κατά κάποιο τρόπο ξεκινήσει για ένα εξερευνητικό ταξίδι που θα ολοκληρωθεί μόνο με την επιστροφή του στο φυσιολογικό κόσμο, στον οποίο έρχεται πια έχοντας διαφορετικές αντιλήψεις από τους άλλους κατοίκους του, που δεν ξεκίνησαν ποτέ για ένα τέτοιο ταξίδι. Εφόσον αρχίσει, το σχιζοφρενικό επεισόδιο φαίνεται πως έχει μία συγκεκριμένη πορεία, όπως έχει και μία ιεροτελεστία μύησης –θάνατο και αναγέννηση– στην οποία ο αρχάριος μπορεί να έχει φτάσει σπρωγμένος από την οικογενειακή του ζωή ή από τυχαίες περιστάσεις, αλλά η οποία στη συνέχεια προσδιορίζεται κατά πολύ από μία ενδογενή διαδικασία. Σύμφωνα με αυτά, η αυθόρμητη αποκατάσταση δεν αποτελεί πρόβλημα. Αντίθετα, είναι η φυσική κατάληξη όλης της διαδικασίας. Αυτό που πρέπει να εξηγηθεί είναι το γιατί πολλοί που ξεκινάνε γι’ αυτό το ταξίδι δεν καταφέρνουν να γυρίσουν πίσω; Μήπως αυτοί αντιμετωπίζουν είτε στην οικογενειακή ζωή είτε στα θεραπευτικά ιδρύματα, συνθήκες τόσο τερατωδώς αντενδεικνυόμενες για προσαρμογή, που ακόμα και η πιο πλούσια και καλά οργανωμένη παραισθησιακή εμπειρία να μην μπορεί να τους σώσει;»

Στην Γενική ψυχοπαθολογία του Karl Jaspers διαβάζω για μια άλλη προσωπική εμπειρία ψύχωσης από την οποία σας παρουσιάζω ένα πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα: «Πιστεύω ότι μόνος μου έχω προκαλέσει αυτήν την αρρώστια. Προσπαθώντας να εισβάλω στον άλλο κόσμο, συνάντησα τους δικούς του φυσικούς προστάτες, που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά υλοποίηση των αδυναμιών και μειονεκτημάτων του ίδιου μου εαυτού. Πρώτα πίστευα ότι επρόκειτο για τους κατοίκους κατώτερου κόσμου που μπόρεσαν να παίζουν μαζί μου γιατί βρέθηκα στις περιοχές τους εντελώς απροετοίμαστος. Μετά σκέφτηκα ότι αυτοί είναι αποσπασμένα κομμάτια του ίδιου μου του πνεύματος (πάθη), που υπάρχουν σε ελεύθερο χώρο γύρω μου και βλαστάνουν πάνω στα συναισθήματά μου. Πίστευα ότι και όλοι οι άλλοι τα έχουν αλλά δεν τα αντιλαμβάνονται χάριν στο πετυχημένο ψέμα για την αίσθηση της προσωπικής ύπαρξης. Πίστευα πως αυτή η αίσθηση είναι ένα προϊών μνήμης, δημιούργημα σκέψης, μία όμορφή κούκλα κούφια από μέσα… Πολύ νωρίς προσπάθησα να φτάσω στη πηγή της ζωής και με πρόλαβε η κατάρα των θεών: η τρέλα».

Όταν ένα άτομο χάνει τα λογικά του, δηλαδή τρελαίνεται, η θέση του σε όλα τα πεδία ύπαρξης αλλάζει σημαντικά. Καταρχάς το κέντρο της εμπειρίας μεταφέρεται από το Εγώ στον πραγματικό εαυτό. Ο κοσμικός χρόνος γίνεται εντελώς δευτερεύουσας σημασίας και μόνο το αιώνιο έχει σημασία. Εντωμεταξύ ο «τρελός» είναι σε σύγχυση, επειδή συγχέει το Εγώ με τον πραγματικό εαυτό, το εσωτερικό με το εξωτερικό, το φυσικό με το υπερφυσικό. Αυτός ισχυρίζεται πως είναι νεκρός.

Θα έλεγα πως κάποιες υπερβατικές εμπειρίες είναι οι πραγματικές πηγές όλων των θρησκειών. Η πίστη στο Θεό βασίζεται σ’ ένα είδος μυστικισμού και η κάθε θρησκεία έχει τα μυστικιστικά της στοιχεία. Ο άνθρωπος, ως ένα παράλογο ον που είναι ταυτόχρονα και λογικό, βρίσκεται συνέχεια στην αναζήτηση για αποδείξεις της παράλογης πίστης του. Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο που κάποιοι ψυχωτικοί έχουν υπερβατικές, μυστικιστικές εμπειρίες. Και συνήθως δεν τις είχαν ποτέ πριν και δυστυχώς δεν έχουν την δυνατότητα να τις έχουν ξανά, γιατί χάνονται στα πολύπλοκα τούνελ της ψυχής τους, του εσωτερικού κόσμου τους, κουβαλώντας μαζί όλες τις προκαταλήψεις και φόβους με τους οποίους μεγάλωσαν, την έλλειψη αυτοπεποίθησης…

Ο Jesse ήταν τυχερός γιατί ήταν φίλος του Laing και βρέθηκε κάτω από ειδική επίβλεψη, έπαιρνε σχετικά ελαφρά ηρεμιστικά… Πολλοί άνθρωποι μπαίνουν σ’ αυτόν τον εσωτερικό κόσμο χωρίς οδηγό, μπερδεύοντας την εξωτερική με την εσωτερική πραγματικότητα, τα μέσα με τα έξω. Η διαδικασία εισόδου απ’ αυτόν τον κόσμο στον άλλο και η επιστροφή από τον άλλο σ’ αυτόν, είναι τόσο φυσική όσο η γέννηση και ο θάνατος. Στο σημερινό όμως κόσμο, όπου ακόμη κυριαρχεί η άγνοια και ο τρόμος για τον άλλο κόσμο, όταν η «πραγματικότητα», η ύλη από την οποία είναι φτιαγμένος αυτός ο κόσμος, σπάσει και κάποιος άνθρωπος μπει στον άλλον κόσμο, είναι επόμενο να χαθεί, να τρομοκρατηθεί και να μη βρει κατανόηση από τους άλλους.

Ο RONALD D. LAING ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ

Ο Όρος Αντιψυχιατρική, που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον David Cooper, συνήθως συνδέεται με την θεωρητική και πρακτική δραστηριότητα της ομάδας Άγγλων ψυχίατρων Ronald D. Laing, David Cooper και Aaron Esterson. Όμως ο Laing ο ίδιος ποτέ δεν αποκάλεσε έτσι το αντικείμενο της έρευνας με το οποίο ασχολήθηκε και για το οποίο αγωνίστηκε σ΄ όλη τη ζωή του. Κι όμως ο Laing θεωρείται ο πρώτος άνθρωπος της Αντιψυχιατρικής.

Ο Ronald D. Laing γεννήθηκε το 1927 στη Γλασκόβη, όπου και το 1951 τελείωσε τις σπουδές στην Ιατρική. Φοιτητής ακόμη άρχισε να συγκεντρώνει τις πρώτες του ψυχιατρικές εμπειρίες στο ψυχιατρείο της Γλασκόβης. Το 1957 ο Laing πιάνει δουλειά στη κλινική Tavistock και εκείνη την περίοδο μελετά τις Φροϋδικές και Νεοφροϋδικές έρευνες, που πραγματοποίησαν διάφοροι ψυχίατροι με υπαρξιακό-φαινομενολογικούς προσανατολισμούς: L. Binswanger, E. Minkowski, M. Boss. Όσον αφορά τους φιλόσοφους, η προσοχή του στράφηκε στον Ζαν Πολ Σαρτρ. Μελέτησε επίσης M. Heidegger και G. W. F. Hegel. Στις αρχές του 1960 έγινε διευθυντής της ψυχιατρικής κλινικής Langham στο Λονδίνο, και παρέμεινε σ’ αυτή τη θέση μέχρι το 1965.

Την ίδια περίοδο, μαζί με τον Cooper και τον Esterson, συμμετείχε σε μια μεγάλη ερεύνα του Tavistock Institute of Human Relations, στα πλαίσια της οποίας ασχολήθηκε με τις σχέσεις μέσα στις οικογένειες των σχιζοφρενών. Η περίοδος από το 1965-1970 απέκτησε το «στίγμα» της ίδρυσης και της λειτουργίας του Kingsley Hall, του πιο γνωστού αντιψυχιατρικού ιδρύματος στο οποίο ο Laing ήταν επικεφαλής. Το Kingsley Hall έκλεισε το 1970, και το καλοκαίρι το 1971 ο Laing έφυγε στη Σρι Λανκα, όπου και αφοσιώθηκε στις βουδιστικές διδασκαλίες και το διαλογισμό κάτω από την επίβλεψη δασκάλου και ιερέα. Τα πιο γνωστά του βιβλία είναι Self and Others (1961), Divided Self (1957) και Sanity, Madness and Family (1964). Το 1964 έγραψε και το πιο σημαντικό του βιβλίο με τίτλο Τhe Politics of Experience. Σ’ αυτό παρουσίασε τις πιο ριζοσπαστικές του ιδέες και έθιξε την αποκαλυπτική υπόσταση της σχιζοφρενικής εμπειρίας.

Όταν ο Laing μιλάει για την ψυχική ασθένεια μιλάει πάντα για ψύχωση και τον ψυχωτικό τύπο ασθένειας, και όταν μιλάει για ψύχωση εννοεί πάντα την σχιζοφρένια. Η νεύρωση και οι νευρωτικές ταραχές δεν ήταν ποτέ αντικείμενο της ενασχόλησης του καθώς και των υπόλοιπων αντιψυχίατρων. Για να καταλάβουμε τις θέσεις της αντιψυχιατρικής θεωρίας πρέπει να δούμε λίγο την ψυχιατρική της σύγχρονης εποχής. Ο τρελός της εποχής μας δεν μοιράζει πλέον την παρέα των διαφόρων κοινωνικών περιθωριακών, αλλά συνεχίζει και κουβαλάει το στίγμα του ηθικά ακάθαρτου, του λιγότερο άξιου, κάποιου που αξίζει να είναι βγαλμένος από την κοινωνική ζωή. Στον τρελό πλέον δεν αποδίδεται σχέση με τις «σκοτεινές δυνάμεις του κόσμου», όπως συνέβαινε πριν την Αναγέννηση, με την «παράλογη» αλήθεια του ανθρώπου, και με την ποιητική υπόσταση της αλήθειας.

Η «τραγική συνείδηση της τρέλας» (M. Foucault) υποχωρεί και φωλιάζει στη δημιουργία των προφητών της τέχνης (Νίτσε, Βαν Γκογκ Helderlin, Nerval κ.α.). Η τρέλα απλοποιείται και πτωχεύει χωρίς την κριτική της και χωρίς την τραγική της συνείδηση. Έτσι δεν μπορεί να είναι αναγνωρισμένη από την θετικιστική ψυχιατρική επιστήμη εκτός αν δεν είναι απομακρυσμένη από το οπτικό πεδίο των «σωφρόνων» ανθρώπων στο μέρος όπου ανήκει, στο άσυλο. Όμως, αναρωτιούνται οι αντιψυχίατροι, υπάρχει θέση στη ψυχιατρική για απολυτότητα, για θετικιστικό νου, για ένα αναλυτικό ορθολογισμό; Με άλλα λόγια το ερώτημα είναι αν μπορεί η ψυχιατρική να είναι θετική επιστήμη («natural science» Laing, The Politics of Experience) και ανάλογα να μην υποτάσσεται στους κανόνες που ισχύουν στις θετικές επιστήμες;

Ο άνθρωπος, αυτό «ον στον κόσμο», είναι το μοναδικό αντικείμενο που ενδιαφέρει την ψυχιατρική, άρα στην ψυχιατρική δεν υπάρχει χώρος για θετικιστικό αλλά για διαλεκτικό νου. Για να δείξουν μέχρι πιο βαθμό η ψυχιατρική πράξη είναι σε υπηρεσία του θετικιστικού νου, οι αντιψυχίατροί συνήθως θυμίζουν την «πραγματική φύση» αυτής της πράξης, την φύση της νοσογραφίας και της θεραπείας σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα: «Η νοσογραφία υπερασπίζει την θέση ότι ο άρρωστος έχει την αρρώστια σαν κάποιο εξωχρονικό επίθετο που κολλάει πάνω στο άτομό του, σαν κάτι δεδομένο. Η αρρώστια ως ολικότητα καλύπτει την προσωπική ψυχολογική πραγματικότητα και ο άρρωστος εξαφανίζεται ‘’πίσω’’ από την αρρώστια. Τα νοσογραφικά συμπτώματα και στοιχεία δεν είναι κάτι αυθεντικό αλλά είναι δεδομένα μίας γενικής παθολογικής εικόνας πίσω από την οποία κάποιος άστοχα θα ψάξει για ένα προσωπικό σχέδιο γνωρίζοντας ότι το κάθε άτομο έχει διαφορετικό τρόπο έκφρασης του προσωπικού πόνου,. Ο ψυχίατρος είναι εκείνος που, σύμφωνα με τις επιταγές της κοινωνίας, απομονώνει για δεύτερη φορά τον τρελό (πρώτη φορά το κάνουν οι συγγενείς) με το που τον τοποθετεί εκτός ύπαρξης, εκτός χρόνου, με το που τον βουτάει στην ακίνητη ανωνυμία των νοσογραφικών του περιγράφων» (J. Hochmann, Pour Une Psychiatrie Communitaire).

Το ψυχιατρικό ίδρυμα, το άσυλο, κατά τη φύση της εσωτερικής του δομής –ηθικής και φυσικής– αποκαλύπτει ξεκάθαρα την ανάγκη να απομονώνει τον τρελό από την κοινωνία και να χωρίζει αυστηρά την τρέλα και την κοινωνία, το παθολογικό και το κοινωνικό. Στο βιβλίο του The Divided Self (O Διχασμένος Εαυτός) ο Laing δείχνει πως υπάρχει ένα φυσιολογικό πέρασμα από την υγιής σχιζοειδή μορφή ύπαρξης προς την ψυχωτική μορφή ύπαρξης του «όντος μέσα στο κόσμο». Τη σχιζοειδή μορφή ύπαρξης διακοσμεί μια κατάσταση οντολογικής ανασφάλειας. Το χαμηλό επίπεδο της ασφάλειας κάνει το σχιζοειδές άτομο να νιώθει ότι απειλείται και από τις απλές καθημερινές καταστάσεις στη ζωή, έτσι ώστε να βρίσκεται σε μια μόνιμη προσπάθεια να προστατευτεί από τον κόσμο «γεμάτο απειλές». Μια «υγιής μορφή σχιζοειδούς ύπαρξης», σύμφωνα με τον Laing, μετατρέπεται σε ψυχωτική όταν το άτομο μέσα στην αυτοπροστασία και στην προσπάθεια του να οικοδομήσει τους φράχτες προς τον εξωτερικό κόσμο φτάνει στο σημείο να χάσει τη σχέση με άλλους ανθρώπους: «χάνει τη ζωτική επαφή με το κόσμο» (Minkowski) και γίνεται το μοναδικό αντικείμενο του εαυτού του.

Για τον Laing η ψύχωση έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά: Πρώτον την διαταραχή και αποξένωση του ατόμου και δεύτερον έχει ένα ατομικό στίγμα: η γέννηση της και η διάρκεια της έχουν να κάνουν αποκλειστικά με την προσωπική ύπαρξη. Οι οικογένειες των σχιζοφρενών είναι γεμάτες από αντιφάσεις: αλλά είναι δύσκολο να ειπωθεί, ποια είναι τα δεδομένα που δημιουργούν και διατηρούν αυτές τις αντιφάσεις. Βασική όψη της αντίφασης σε οικογένεια του σχιζοφρενή είναι η λεγόμενη «παράλογη επικοινωνία» ή «διπλός δεσμός» (Sanity, Madness and the Family, R. D. Laing – A. Esterson). Για τον Laing η σχιζοφρένια ως κατάσταση είναι ανύπαρκτη! Ο χαρακτηρισμός όμως είναι μια κοινωνική πράξη και ως αποτέλεσμα της κοινωνικής συνταγής που λογικοποιει ένα σύνολο κοινωνικών ενεργειών με τις οποίες ένας άνθρωπος ταξινομείται από άλλους, που έχουν «νομική έγκριση, ιατρική εξουσιοδότηση και ηθική υποχρέωση» να αναλάβουν κάτι τέτοιο. Και ταξινομείται ως «τρελός».

Τελειώνοντας παραθέτω τα λόγια του Δρ. Στέβαν Βλάικοβιτς με τα οποία προλόγισε το βιβλίο Η Δυναμική του Ασυνείδητου του Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ: «Η συνείδηση μας είναι τόσο νέα και αδύναμη –άλλωστε είναι το νεότερο αποτέλεσμα της φυσικής εξέλιξης– που έχει την τάση να κλίνεται εύκολα πίσω από τα στιγμιαία κατορθώματα της, χωρίς να επιτρέπει στα ασυνείδητα ορμέμφυτα την ελεύθερη πρόσβαση. Όμως η συνείδηση, αν δεν το πληρώσει αυτό με νεύρωση (για αυτό το λόγο σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι το λιγότερο είναι νευρωτικοί) τότε κάτω από την επίδραση των εξωτερικών, δηλαδή κοινωνικών παραγόντων η συνείδηση κρατιέται επιφανειακά υγιής αλλά χωμένη στο καβούκι της, παγωμένη και στείρα. Χωρίς τα ορμέμφυτα και η πιο συνειδητή τελειότητα λειτουργεί στριφογυρίζοντας μέσα σε ένα φαύλο κύκλο. Γι’ αυτό το λόγο, αν το δούμε πιο γενικά, ένας διαισθητικός άνθρωπος θα βρει τον ‘’ήρωα’’ στην μικροπρεπή ακρίβεια που την περιφρονεί, και ο πιο ευφυής στοχαστής θα βρει την πηγή της δημιουργίας του στην τρέλα του, αν δεν την φοβάται».

ΑΡΓΗ ΣΑΝ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΠΡΩΙΝΟ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΝΑΣ

Δεν ξέρω πως μπορεί να αισθανθεί ένας «παράφρονας» βλέποντας τους «σώφρονες» από την άλλη μεριά της «κόκκινης γραμμής» των διανοητικών συνόρων που τους χωρίζουν. Όταν μάλιστα έχει την συνείδηση πως οι άλλοι τον θεωρούν τρελό και αυτός δεν το πιστεύει για τον εαυτό του, γιατί τη στιγμή που το σκέφτεται δεν είναι τρελός, αλλά τη στιγμή που περνάει τη κρίση, δεν μπορεί να σκεφτεί λογικά, άρα πάλι δεν την έχει την συνείδηση της τρέλας… Τι σημαίνει όταν λένε οι άλλοι ότι είσαι τρελός, όταν σε κλίνουν σε ένα άσυλο ή σε μια ειδική κλινική, κοινώς τρελοκομείο, όταν σου δίνουν φάρμακα και από ‘κει και πέρα έχεις αυτή την ετικέτα από την οποία δεν μπορείς εύκολα να απαλλαγείς;

Έχω όμως κάποια εμπειρία, ας πούμε, από πρώτο χέρι. Πρόκειται για ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, που άρχισε να παρουσιάζει συμπτώματα ψυχοπαθολογίας. Η ιστορία αυτή άρχισε πριν από περίπου 20 χρόνια, την δεκαετία του 1980, στο Βελιγράδι όπου τότε ζούσα και σπούδαζα.

Εντελώς απροετοίμαστη βρέθηκα αντιμέτωπη με κάτι που ονομάστηκε από τους ειδικούς «νεανική σχιζοφρένια», μια από τις αρρώστιες της εποχής μας. Ένα πολύ αγαπημένο μου άτομο, μια 20χρονη κοπέλα, τρελάθηκε. Θα την ονομάσω Μαρίνα. Η Μαρίνα λοιπόν ήταν ένα κορίτσι από το οποίο όλοι περίμενάν να κάνει κάτι πολύ ξεχωριστό στη ζωή της, να πετύχει, γιατί ήδη ήταν κάτι πολύ ξεχωριστό. Κανείς δεν περίμενε πως η Μαρίνα θα μπορούσε να τρελαθεί. Εκείνη την εποχή όπου τα πάντα επιτρεπόταν (με την καλή έννοια) όπου υπήρχε σχετικά μεγάλη ελευθερία και ο καθένας «πουλούσε τρέλα», κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί την είσοδο της πραγματικής τρέλας στο μυαλό ενός πανέμορφου και ταλαντούχου κοριτσιού.

Εκτός από την καταπληκτική ομορφιά που διέθετε, πάντα μου θύμιζε το παραμύθι για τρεις αδελφές από τις οποίες η πιο μικρή ήταν η πιο όμορφη, ταλαντούχα, είχε απόλυτο αυτί, χόρευε καταπληκτικά μπαλέτο. Τελικά αποφάσισε να γίνει ηθοποιός και γράφτηκε σε σχολή δραματικής τέχνης. Έγραφε καταπληκτικά ποιήματα και αυτό είναι το μόνο πράγμα που κάνει και σήμερα φτιάχνοντας που και που κάτι πραγματικά μαργαριτάρια, όχι για να κατασκευάσει ένα «κολιέ» που θα το πουλήσει έπειτα, αλλά το κάνει από ανάγκη για να βγάλει από μέσα της, όπως κάνουν και τα όστρακα, κάποιο κόκκο άμμου που την ενοχλεί…

Τη Μαρίνα λοιπόν ένα χειμωνιάτικο πρωί, πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια, τη μάζεψε από το δρόμο ένας αστυνομικός και την έφερε σπίτι μετά από την τριήμερη περιοδεία που κανένας δεν ήξερε που βρισκόταν. Αυτό ήταν το τελευταίο γεγονός σε μια αλυσίδα γεγονότων που αποδείχτηκαν συμπτώματα τρέλας. Είχε ήδη κουρευτεί μόνη της πολύ κοντά και με «τρύπες», πήγε στο δάσος και πέρασε εκεί τρεις μέρες. Κρυβόταν από τους ανθρώπους και αεροπλάνα, έπινε νερό από το χώμα και το πρόσωπο της ήταν λασπωμένο. Ταυτίστηκε με το ελάφι, ίσως γιατί είχε μάτια ελαφιού…

Όταν τελικά αποφάσισε να συμμαζευτεί και να «γυρίσει» πίσω στον κόσμο, θυμήθηκε ότι έχει να πάει στο κέντρο να κάνει κάποιες γραφειοκρατικές δουλείες σχετικά με τη σχολή της. Όμως εκεί την πήρε χαμπάρι ένας αστυνομικός και την έφερε σπίτι. Το όνομα και την διεύθυνση της δεν τα είχε ξεχάσει. Ήταν ολοκόκκινη στο πρόσωπο σαν να είχε πυρετό, όμως δεν είχε. Οι κόρες των ματιών της ήταν ανοιχτές σαν να είχε πάρει LSD. Όμως δεν είχε πάρει τίποτα. Έκανε μπάνιο με παγωμένο νερό, πέταξε όλα τα έπιπλα από το δωμάτιο της, κοιμήθηκε στους -15 C με ανοιχτό παράθυρο… Οι ειδικοί είπαν ότι πρέπει οπωσδήποτε να πάει στο νοσοκομείο γιατί βρίσκεται σε κατάσταση ψύχωσης και κατατονίας. Στην είσοδο του νοσοκομείου ικέτευε με τα μάτια ελαφιού να μην την αφήσουμε στα θηρία…

«Ο σχιζοφρενής είναι ένας άνθρωπος που έχει περίεργες εμπειρίες και ενεργεί με περίεργο τρόπο, κατά την άποψη των συγγενών του, συνήθως, και τη δικιά μας… Ο ψυχίατρος, παίρνοντας την κλινική στάση απέναντι στο υπό διάγνωση πρόσωπο, το οποίο ήδη βλέπεί και ακούει σαν ασθενή, βρίσκεται πολύ κοντά στην πεποίθηση πως έχει απέναντι του το ‘’γεγονός’’ της σχιζοφρένειας» (R. D. Laing).

Την επόμενη μέρα ήρθαν οι γονείς της για να τη δουν, αναστατωμένοι αλλά και με μία αίσθηση ότι πρέπει οπωσδήποτε κάπου να απολογηθούν και σαν να περίμεναν από τον γιατρό –τον απόλυτο εξουσιαστή των ασθενών– να τους επιβεβαιώσει ότι δεν φταίνε εκείνοι, αφού της έδωσαν τα πάντα, έκαναν ότι μπόρεσαν… Ήρθαν λοιπόν με πολλές τύψεις και με ένα ερώτημα καρφωμένο στη συνείδηση ο καθένας τους: «Μήπως φταίω εγώ; Που έκανα το λάθος;»

Την βρήκαν δεμένη στο κρεβάτι, χωρίς ένα δόντι, μελανιασμένη από τον αγώνα που έδωσε με τα «θηρία» (νοσοκόμοι ειδικοί στις περιπτώσεις). Ήταν ήρεμη, κοιτούσε με ένα θολό βλέμμα, ναρκωμένη από τα δυνατά φάρμακα, υπάκουη… Η Μαρίνα δεν είχε την τύχη να κάνει ένα σύντομο ταξίδι στο εσωτερικό της διάστημα. Η πορεία της κράτησε 20 χρόνια και συνεχίζει και σήμερα. Έχει μπει πολλές φορές στο ψυχιατρείο, έχει δοκιμάσει πολλές θεραπείες. Έπαιρνε τα φάρμακα, σταματούσε τα φάρμακα, ξανά «κρίση», ξανάμπαινε μέσα. Τώρα έχει περίπου δύο χρόνια που παίρνει τα φάρμακα ανελλιπώς, όχι επειδή πιστεύει σε τελική αποκατάσταση της ψυχικής της υγείας, αλλά επειδή φοβάται να μη ξανά μπει μέσα. Τις περισσότερες ώρες τις ζωής της περνάει μέσα στο δωμάτιο της, πίνει φάρμακα τακτικά, τρώει αρκετά, έβαλε πολλά κιλά, χάλασαν τα δόντια της από τα φάρμακα, προμηθευτικέ μία μασέλα για «να μην φοβίζει τα παιδιά στο δρόμο» λέει. Τελευταία παρουσίασε και σάκχαρο στο αίμα…

«Με τα φάρμακα αισθάνομαι σαν τον δίσκο που γυρίζει 33 στροφές αντί 45. Έτσι, εκείνοι που βιάζονται μου φαίνονται λίγο αστείοι, όταν τους βλέπω πως αφήνουν πίσω τους ένα σωρό σκουπίδια, τα σκυλιά που δεν δαμάζονται… Έναν χρόνο που έγινε και ο δικός μου, παρόλο που δεν μου αρέσει. Ο χρόνος της βραδύτητας! Κάποτε ήμουν η πιο γρήγορη σ’ όλα, και τώρα είμαι αργή σαν το κυριακάτικο πρωί: IameasylikeaSundaymorning» (Απόσπασμα από ένα γράμμα της Μαρίνας).

Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΤΗΣ ΤΡΕΛΑΣ

Η Κατασκευή Ψυχασθενών από το Σύγχρονο «Ψυχιατρικό Ιερατείο»

«Υπήρξε ποτέ οποιαδήποτε μορφή καταπίεσης που να μην προβαλλόταν ως κάτι το ‘’φυσικό’’ γι’ αυτούς που την υφίσταντο;»

John Stuart Mill[1]

Γράφει ο Thomas S. Szasz

Η ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΧΘΗΚΕ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΜΗ ΚΑΙ ΤΟΥ «ΚΥΝΗΓΙΟΥ ΤΩΝ ΜΑΓΙΣΣΩΝ»

Η ιδέα της ψυχικής αρρώστιας είναι ανάλογη με την ιδέα της μαγείας. Στον 15ο αιώνα, οι άνθρωποι πίστευαν ότι μερικά άτομα ήταν μάγοι και ότι ορισμένες πράξεις οφείλονταν στη μαγεία. Στον 20ο αιώνα, οι άνθρωποι πιστεύουν ότι μερικά άτομα είναι ψυχασθενείς και ότι ορισμένες πράξεις οφείλονται στην ψυχασθένεια.

Περίπου δέκα χρόνια πριν, προσπάθησα να δείξω πως η ιδέα της ψυχασθένειας έχει την ίδια λογική και εμπειρική βάση με την ιδέα της μαγείας, ότι η μαγεία και η ψυχασθένεια είναι εξ’ ολοκλήρου ανακριβείς και εγκλωβιστικές συλλήψεις που προσαρμόζονται κατά βούληση σε οποιαδήποτε χρήση από τον ιερέα ή τον γιατρό (τον «διαγνωστικό») που επιθυμεί να τις χρησιμοποιήσει.[2] Σκοπεύω να δείξω πως η ιδέα της ψυχικής αρρώστιας εξυπηρετεί στο σύγχρονο κόσμο την ιδία κοινωνική λειτουργία που εξυπηρετούσε η ιδέα της Μαγείας κατά τη μεσαιωνική περίοδο, ότι -δηλαδή- η πίστη στην ύπαρξη της ψυχικής αρρώστιας και οι κοινωνικές πράξεις που απορρέουν απ’ αυτή την πίστη έχουν τις ίδιες ηθικές ενοχοποιήσεις και τις ίδιες πολιτικές συνέπειες μ’ εκείνες που είχε η πίστη στην ύπαρξη της μαγείας και οι κοινωνικές πράξεις που απέρρεαν απ’ αυτή.

Ο Henry Sigerist πρύτανης της αμερικάνικης ιατρικής ιστοριογραφίας, υποστήριζε πως «η σύγχρονη ψυχιατρική γεννήθηκε από την τροποποίηση της στάσης απέναντι στη μαγεία, ως μια μορφή ιατρικής πειθαρχίας».[3] Κι αυτή η άποψη ερμηνεύτηκε μ’ ένα τρόπο που να δείχνει πως οι άνθρωποι που πίστευαν ότι είναι μάγοι ήταν στην πραγματικότητα ψυχικά άρρωστοι που αντί να καταδιωχτούν ως αιρετικοί θα έπρεπε να θεραπευτούν ως τρελοί.

Αν και συμφωνώ με τον Sigerist και τους άλλους ιστορικούς που υποστηρίζουν ότι η ψυχιατρική αναπτύχθηκε μετά την παρακμή και του κυνηγιού των μαγισσών, η ερμηνεία μου βρίσκεται σε ριζική αντίθεση με τη δική τους.

▪ Εκείνοι υποστηρίζουν ότι αυτό έγινε εξαιτίας της βαθμιαίας αποδοχής της άποψης ότι τα άτομα που υποτίθεντο ότι ήταν αιρετικοί, στην πραγματικότητα, δεν ήταν παρά ψυχασθενείς.

▪ Εγώ υποστηρίζω πως αυτό συνέβη εξαιτίας του μετασχηματισμού της θρησκευτικής ιδεολογίας σε επιστημονική, με αποτέλεσμα την αντικατάσταση του θεολογικού κινήματος από ένα μαζικό-ιατρικό κίνημα και την αντικατάσταση της δίωξης των αιρετικών από τη δίωξη των τρελών.

Οι άνθρωποι που πίστευαν στη μαγεία κατασκεύασαν τις μάγισσες περιγράφοντας τον ρόλο τους στους άλλους ή μερικές φορές ακόμα και στον εαυτό τους. Μ’ αυτό τον τρόπο κυριολεκτικά δημιούργησαν τις μάγισσες που η ύπαρξη τους ως κοινωνικών αντικειμένων, απέδειξε την πραγματικότητα της μαγείας.

Ο ισχυρισμός ότι η μαγεία και οι μάγισσες είναι ανύπαρκτες, καθόλου δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν τόσο η συμπεριφορά που περιγράφεται από τις κατ’ ισχυρισμό μάγισσες όσο και οι κοινωνικές αναταραχές που αποδίδονται σ’ αυτές. Την εποχή του κυνηγιού των μαγισσών υπήρχαν πράγματι ορισμένοι άνθρωποι που προκαλούσαν ενόχληση ή ανησυχία σε άλλους ανθρώπους (όπως για παράδειγμα, οι άνδρες που η θρησκευτική τους πίστη και πρακτική διέφερε απ’ αυτή της πλειοψηφίας ή οι γυναίκες που βοηθούσαν στη γέννα των παιδιών ως μαίες). Αυτοί οι άνθρωποι συχνά κατηγορούνταν για μαγεία και διώκονταν ως μάγισσες.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι μάγισσες δεν διάλεγαν οικειοθελώς το ρόλο της μάγισσας: χαρακτηρίζονταν ως μάγισσες και είχαν την ανάλογη μεταχείριση παρά τη θέληση τους. Δηλαδή, ο ρόλος τους απονέμονταν χωρίς το δικαίωμα να τον επιλέξουν και να ξεφύγουν από την εξουσία της εκκλησίας και του κράτους.

Οπωσδήποτε, ο κοινωνικός ρόλος της μάγισσας είχε καθιερωθεί από τον ακαταμάχητο συνδυασμό της άποψης της εξουσίας, της πλατειάς διαδεδομένης προπαγάνδας και της λαϊκής ευπιστίας. Και περιστασιακά συνέβαινε διάφοροι άνθρωποι να ισχυρίζονται από μόνοι τους πως ήταν μάγισσες. Αυτά τα άτομα που δήλωναν ότι ενστερνίζονταν τις ιδέες και τα αισθήματα που χαρακτήριζαν τις μάγισσες και εκδήλωναν ανοικτά την παρεκκλίνουσα θέση τους για την επίτευξη των δικών τους σκοπών (πού πρέπει να ήταν ή η απόδοση ενός νοήματος στη ζωή τους ή η διάπραξη μιας έμμεσης αυτοκτονίας), διάλεγαν από μόνα το

Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΨΥΧΑΣΘΕΝΕΙΑΣ

Στο παρελθόν οι άνθρωποι δημιούργησαν τις μάγισσες, τώρα δημιουργούν τους ψυχασθενείς. Σε σχέση μ’ αυτό, είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε πως ο ισχυρισμός ότι η τρέλα και οι τρελοί είναι ανύπαρκτοι καθόλου δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει η προσωπική συμπεριφορά που αποδίδεται σε ορισμένα άτομα που χαρακτηρίζονται ως ψυχασθενείς ή ότι δεν υπάρχουν οι κοινωνικές δυσλειτουργίες που αποδίδονται σ’ αυτά.

Στις μέρες μας, πολλοί άνθρωποι που παραβιάζουν το νόμο ή χλευάζουν την συμβατικότητα της ηθικής και της κοινωνίας ή κάνουν χρήση ηρωίνης ή παραμελούν τα παιδιά που φέρνουν στον κόσμο. Τέτοιοι άνθρωποι συχνά κατηγορούνται ως ψυχασθενείς (χαρακτηρίζονται ως «ρέποντες προς το κακό» ή ως «post partum ψυχωτικοί») και διώκονται ως ψυχασθενείς, κλείνονται σε ψυχιατρεία και υποβάλλονται σε «θεραπεία».[4]

Το ζήτημα είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν διαλέγουν το ρόλο του τρελού. Ο ρόλος τους απονέμεται από άλλους και εάν οι κατηγορούμενοι ως ψυχασθενείς είχαν την ευκαιρία, θα επέλεγαν την απαλλαγή τους από την ιατρική και κρατική εξουσία.
Μ’ άλλα λόγια, εάν σκοπεύουμε να δούμε τα πράγματα με καθαρό μάτι και όχι να επιβεβαιώσουμε τις απόψεις της κοινής γνώμης και να δικαιολογήσουμε τις πρακτικές που είναι παραδεκτές απ’ αυτή, θα πρέπει να διευκρινίσουμε τρεις σχετικές αλλά ευδιάκριτες τάξεις φαινομένων:

• Πρώτη, διάφορα συμβάντα ή συμπεριφορές, όπως για παράδειγμα η γέννηση ενός παιδιού ή η απόρριψη ενός υγιούς παιδιού από τη μητέρα.

• Δεύτερη, οι εξηγήσεις αυτών των φαινομένων με θρησκευτικές ή ιατρικές συλλήψεις, όπως η μαγεία ή η ψυχασθένεια.

• Τρίτη, ο κοινωνικός έλεγχος αυτών των φαινομένων που δικαιολογείται με θρησκευτικές ή ιατρικές ερμηνείες και επιβάλλεται με πρακτικές που ερμηνεύονται θεολογικά ή θεραπευτικά, όπως το κάψιμο των μαγισσών ή ο εγκλεισμός των τρελών σε ψυχιατρείο παρά τη θέληση τους. Οποιοσδήποτε μπορεί να δέχεται την πραγματικότητα ενός συμβάντος ή μιας συμπεριφοράς και να αρνείται γενικά τις παραδεκτές ερμηνείες και μεθόδους του κοινωνικού ελέγχου.

Είναι γεγονός ότι οι σφοδρότερες αντιρρήσεις τόσο σε σχέση με την θρησκεία όσο και σε σχέση με την επιστήμη, έχουν επικεντρωθεί όχι στο αληθινό ή μη-αληθινό των ιδιόρρυθμων συμβάντων αλλά στην ορθότητα ή μη-ορθότητα των ερμηνειών τους και στην ορθότητα ή μη-ορθότητα των τακτικών που υιοθετήθηκαν για την καταστολή τους.

Εκείνοι που πραγματικά πίστευαν στη μαγεία, υποστήριζαν ότι οι μάγισσες ήταν αιτία των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι και ότι το κάψιμο τους στην πυρά ήταν μια δίκαιη πράξη. Ενώ εκείνοι που αντιτίθενται σ’ αυτή την πίστη, θεωρούσαν το παραπάνω ισχυρισμό λανθασμένο και τα μέτρα που δικαιολογούνται απ’ αυτόν ως πράξη άδικη.

Με τον ίδιο τρόπο, αυτοί που πραγματικά πιστεύουν στην ύπαρξη της ψυχικής αρρώστιας, ισχυρίζονται ότι αιτία των ανθρώπινων δυσχερειών είναι οι τρελοί και ότι η φυλάκιση τους στα ψυχιατρεία είναι πράξη ορθή. Ενώ εκείνοι που είναι αντιτίθενται σ’ αυτή την πίστη, θεωρούν τον παραπάνω ισχυρισμό λανθασμένο και τα μέτρα που δικαιολογούνται απ’ αυτόν ως πράξη άδικη.[5]

Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΨΥΧΑΣΘΕΝΗ

Ο κοινωνικός ρόλος του ψυχασθενή έχει καθιερωθεί από τον ακαταμάχητο συνδυασμό της κυρίαρχης εξουσιαστικής γνώμης, της πλατειά διαδεδομένης προπαγάνδας και της λαϊκής ευπιστίας ότι περιστασιακά συμβαίνει μερικοί άνθρωποι να ισχυρίζονται από μόνοι τους πως είναι ψυχασθενείς. Οι άνθρωποι αυτοί υποστηρίζουν ότι ενστερνίζονται τις ιδέες και τα αισθήματα που χαρακτηρίζουν τα ψυχικά άρρωστα άτομα και εκδηλώνουν ανοικτά την παρεκκλίνουσα θέση τους για την επίτευξη των δικών τους σκοπών (που μπορεί να είναι η απαλλαγή τους από τη στρατιωτική θητεία ή από ορισμένες άλλες υποχρεώσεις ή το πλήγωμα των εαυτών τους και των οικογενειών τους, κ.ά.). Είναι δυνατόν οι άνθρωποι αυτοί να αυτοχαρακτηρίζονται ψυχασθενείς με σκοπό να εξασφαλίσουν την ψυχιατρική βοήθεια που θεωρούν πως χρειάζονται και επιθυμούν. Κατά κανόνα, τέτοιοι άνθρωποι ξέρουν ότι δεν είναι ψυχικά άρρωστοι και ότι η αρρώστια τους είναι μεταφορική. Αλλά αναλαμβάνουν το ρόλο του ψυχασθενούς ως το τίμημα που πρέπει να καταβάλουν για να απαιτήσουν τις υπηρεσίες ενός ειδικού, οι πελάτες του οποίου είναι κοινωνικά προσδιορισμένοι μ’ αυτό τον τρόπο.

Η ιδέα της ψυχικής αρρώστιας δεν είναι ούτε απαραίτητη ούτε χρήσιμη για την άσκηση της Συμβολαιακής ψυχοθεραπείας.[6]

Είναι γεγονός πως τέτοιου είδους «άρρωστοι» συχνά «θεραπεύονται» από μη γιατρούς-θεραπευτές (δηλαδή, ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς). Τα περισσότερα απ’ τα θέματα που θίγονται σ’ αυτό το βιβλίο δεν αναφέρονται στους ασθενείς αυτού του είδους, τους θεραπευτές τους ή τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα τους.

Αν και περιστασιακά μόνο μερικά άτομα αναλάμβαναν το ρόλο της μάγισσας με την θέληση τους, ωστόσο στις ιστοριογραφικές μελέτες του κυνηγιού των μαγισσών παίρνεται ως δεδομένο ότι η μάγισσα αναλάμβανε οικειοθελώς το ρόλο της και ότι αρμόδιος για την κατάσταση της θεσμός ήταν η Ιερή Εξέταση.

Θα δεχτώ το ίδιο σκεπτικό και για την εποχή μας: Αν και περιστασιακά μόνο, ορισμένα άτομα αναλαμβάνουν με τη θέληση τους τον ρόλο του ψυχασθενή, θα δεχτώ την υπόθεση ότι ο ψυχικά άρρωστος αναλαμβάνει οικειοθελώς αυτό το ρόλο του και ότι υπεύθυνος θεσμός για την κατάσταση του είναι η Θεσμική Ψυχιατρική.

Για να γίνει μια σαφής διάκριση ανάμεσα στον ακούσιο και τον εκούσιο άρρωστο, εγώ συνήθως αναφέρω το θύμα της ψυχιατρικής σχέσης ως «ακούσιο άρρωστο», τον καταπιεστή του ως «θεσμικό ψυχίατρο» και το σύστημα που εκφράζει και ενσωματώνει την αλληλεπίδραση αυτή ως «Θεσμική Ψυχιατρική».

Το σημαντικότερο οικονομικό χαρακτηριστικό της Θεσμικής Ψυχιατρικής είναι το γεγονός ότι ο θεσμικός ψυχίατρος είναι ένας γραφειοκράτης υπάλληλος που αμείβεται για τις υπηρεσίες του από ένα ιδιωτικό ή δημόσιο οργανισμό και όχι από το άτομο που είναι ο φαινομενικός του πελάτης.

Το σημαντικότερο κοινωνικό χαρακτηριστικό της Θεσμικής Ψυχιατρικής είναι η χρησιμοποίηση της εξουσίας και της απάτης. Εκτός από τη διαδικασία φυλάκισης και εγκλεισμού του «τρελού» για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι αρμοδιότητες του κλινικού ψυχίατρου περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα επεμβάσεων (όπως η εξέταση των εναγόμενων σε δίκη για τον ορισμό της υγείας τους ή της ικανότητας τους να προσαχθούν σε δίκη, η εξέταση των υπαλλήλων προκειμένου να κριθεί η καταλληλότητα τους για κάποια δουλειά, η εξέταση των υποψηφίων για κάποιο κολέγιο, την ιατρική σχολή ή κάποιο ψυχαναλυτικό ίδρυμα προκειμένου να κριθεί η καταλληλότητα τους για να γίνουν δεκτοί, η εξέταση των ιστορικών των θανόντων για να εξακριβωθεί η «ικανότητα τους προς σύνταξη διαθήκης», κ.ο.κ.).[7] Σύμφωνα μ’ αυτό τον ορισμό, όλοι οι ψυχίατροι που απασχολούνται σε κρατικά ψυχιατρεία, υπηρεσίες υγείας, στρατιωτικούς οργανισμούς, δικαστήρια, φυλακές ή άλλες παρεμφερείς θέσεις είναι κλινικοί ψυχίατροι.

Το σημαντικότερο οικονομικό χαρακτηριστικό της Συμβολαιακής Ψυχιατρικής είναι το γεγονός ότι ο συμβολαιακός ψυχίατρος δεν είναι παρά ένας ιδιώτης επιχειρηματίας που αμείβεται για τις υπηρεσίες του από τον πελάτη του. Το σημαντικότερο κοινωνικό χαρακτηριστικό της είναι η άρνηση της άσκησης εξουσίας και της απάτης.

Η σχέση μεταξύ συμβολαιακού ψυχίατρου και ασθενή βασίζεται σ’ ένα συμβόλαιο που στη σύνταξη του συμμετέχουν ελεύθερα και τα δύο μέρη και που μπορεί ελεύθερα να ακυρωθεί κι απ’ τα δύο μέρη. Το συμβόλαιο καθορίζει μια ανταλλακτική σχέση μεταξύ ψυχιατρικών υπηρεσιών και χρημάτων.[8]

Με άλλα λόγια ενώ ο κλινικός ψυχίατρος επιβάλλεται στον «ασθενή» του (πού δεν πληρώνει ο ίδιος, που δεν θέλει να είναι «ασθενής» και που δεν είναι ελεύθερος να αρνηθεί την «βοήθεια» του), ο συμβολαιακός ψυχίατρος βάζει τον εαυτό του στην υπηρεσία των «άρρωστων» του (πού πρέπει να τον αμείβουν, πρέπει να θέλουν να είναι ασθενείς του και είναι ελεύθεροι να αρνηθούν την βοήθεια του).

Όπως η τυπική ευρωπαία μάγισσα τον 15ο αιώνα, έτσι κι ο τυπικός Αμερικανός ψυχασθενής στην εποχή μας είναι ένα φτωχό άτομο που έχει κατηγορηθεί ή κατηγορείται ότι δημιουργεί προβλήματα και χαρακτηρίζεται ως ψυχοπαθής παρά τη θέληση του. Ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί η να αποδεχθεί το ρόλο του ή να προσπαθήσει να τον απορρίψει. Ο θεσμικός ψυχίατρος όταν έρθει αντιμέτωπος μαζί του μπορεί ή να επιχειρήσει περιορισμό αυτού του ρόλου (ίσως και με εγκλεισμό σε ψυχιατρείο για μεγάλο χρονικό διάστημα) ή να απαλλάξει τον ασθενή απ’ αυτό το ρόλο ύστερα από μια σύντομη περίοδο εγκλεισμού. Σε κάθε περίπτωση, η ψυχιατρική εξουσία ελέγχει απόλυτα αυτή τη σχέση.

Η ΑΝΑΓΩΓΗ ΕΝΟΣ ΦΤΩΧΟΥ ΣΕ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟ

Για να ερμηνευθεί η αναγωγή ενός φτωχού σε ανεπιθύμητο προϋποτίθεται η ύπαρξη ενός προσώπου που θ’ αναλάβει το ρόλο του ψυχασθενή. Ένα παράδειγμα, τυχαία παρμένο από τον καθημερινό τύπο, είναι αρκετά εύγλωττο: «Δικηγόροι εκπρόσωποι ευκατάστατων πελατών, κατάθεσαν ενόρκως στην Κρατική Επιτροπή Κοινωνικής Ευημερίας ότι μέσα στα δύο τελευταία χρόνια σε έξη ή επτά περιπτώσεις, άτομα που έτυχαν περίθαλψης ατό Τμήμα Ευημερίας της Νέας Υόρκης και δημιούργησαν επεισόδια στους υπαλλήλους, στάλθηκαν στο ψυχιατρικό τμήμα του Bellevew».[9]

Για να ερμηνευτεί ο τρόπος με τον οποίο κατηγορείται κάποιος για πρόκληση επεισοδίων προϋποτίθεται η ύπαρξη ενός προσώπου που θα παίζει το ρόλο του ψυχασθενή. Προσέξτε τα παρακάτω παραδείγματα: Το 1964, συνολικά 1.437 άτομα «υπό κατηγορία ή κατόπιν μηνύσεως στο Κακουργιοδικείο της Μασαχουσέτης, παραπέμφθηκαν για εξέταση της διανοητικής τους κατάστασης πριν από τη διεξαγωγή της δίκης».[10] Δηλαδή, 1.437 άτομα είχαν μεταχείριση ψυχασθενούς, απλώς και μόνο γιατί κατηγορήθηκαν για ένα πταίσμα. Οκτώ χρόνια πριν, ήταν διπλάσιος ο αριθμός των ατόμων που έτυχαν της ίδιας μεταχείρισης για τους ίδιους λόγους. Πάνω από 1.437 άτομα στάλθηκαν για προσωρινή παρακολούθηση (συνήθως για δύο μήνες) και 224, δηλ. το 1/6 απ’ αυτούς, ξαναστάλθηκαν σε ψυχιατρεία για αόριστο χρονικό διάστημα εγκλεισμού. Το 1964, μόνο στο κακουργιοδικείο του Μανχάταν, 1.388 εναγόμενοι παραπέμφθηκαν για ψυχιατρικές εξετάσεις και το 1/4 απ’ αυτούς ξαναστάλθηκαν στο ψυχιατρείο για αόριστο χρονικό διάστημα.[11]

Παραθέτω αυτά τα δεδομένα, όχι ως παράδειγμα μεμονωμένων άτυχων καταχρήσεων του ψυχιατρικού συστήματος με σκοπό την διόρθωση του από διάφορους φωτισμένους πολίτες, αλλά ως δηλωτικά παραδείγματα μιας παρεμβατικής ψυχιατρικής παρενόχλησης, εκφοβισμού και απαξίωσης που κατοχυρώνει το δικαίωμα ορισμένων μορφών κοινωνικής εξουσίας να επιβάλλουν το ρόλο του ψυχασθενή σε διάφορα άτομα (και ιδιαίτερα σε άτομα προερχόμενα από χαμηλές κοινωνικό-οικονομικές τάξεις).

Ο ισχυρισμός ότι στα πλαίσια ενός κοινωνικού ιδρύματος σημειώνονται μερικές «καταχρήσεις», συνεπάγεται την αναγνώριση πως αυτό το Ίδρυμα εξυπηρετεί κι άλλες επιθυμητές η σωστές ανάγκες. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζεται, κατά τη γνώμη μου, η μοιραία αδυναμία των αναρίθμητων (παλιών και σύγχρονων, λόγιων και επαγγελματιών) αναφορών για τα ιδιωτικά και τα δημόσια ψυχιατρεία.[12] Η προσωπική μου θέση είναι διαφορετική: Πιστεύω πως δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να υπάρχουν καταχρήσεις στο πλαίσιο της θεσμικής ψυχιατρικής, ακριβώς επειδή η θεσμική ψυχιατρική αποτελεί μια «κατάχρηση» αφεαυτής. Όπως δεν υπήρχαν και δεν μπορούσαν να υπάρχουν καταχρήσεις στο πλαίσιο ης Ιερής Εξέτασης, ακριβώς επειδή η Ιερή Εξέταση συνιστούσε μια κατάχρηση αφεαυτής.

Η ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΕΡΑ ΕΞΕΤΑΣΗ

Πράγματι, όπως η Ιερή Εξέταση ήταν η χαρακτηριστική κατάχρηση του Χριστιανισμού, έτσι και η Θεσμική Ψυχιατρική είναι η χαρακτηριστική κατάχρηση της Ιατρικής. Με άλλα λόγια, είναι λογικό και χρήσιμο να διερευνούμε τις χρήσεις και τις καταχρήσεις τέτοιων πολύπλοκων ανθρώπινων μεθοδεύσεων όπως η Θρησκεία, Ιατρική, Επιστήμη και ο Νόμος. Κι επιπλέον, είναι παράλογο και άχρηστο να μιλάμε για τις χρήσεις και τις καταχρήσεις των διαφόρων ιδρυμάτων (θρησκευτικών, ιατρικών, πολιτικών, κ.ά.), που εξαιτίας των χαρακτηριστικών και αναγκαίων γι’ αυτά μεθόδων που χρησιμοποιούν, τα θεωρούμε ασυμβίβαστα με τις έννοιες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ηθικής.

Οπωσδήποτε, το τι συμβιβάζεται και τι δεν συμβιβάζεται με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ηθική, διαφέρει από εποχή σε εποχή κι από άτομο σε άτομο.

Η Ιερή Εξέταση ακόμα και στην περίοδο της ακμής της, δεν κέντριζε τις ευαισθησίες των περισσοτέρων ανθρώπων, παρόλο που ο καθένας από αυτούς φρόντιζε από μόνος του να παραμείνει έξω από την αρπάγη της. Με τον ίδιο τρόπο, η Θεσμική Ψυχιατρική δεν θίγει τις ευαισθησίες των περισσοτέρων ανθρώπων, παρόλο που καθένας απ’ αυτούς κάνει ό,τι μπορεί από μόνος του για να παραμείνει έξω από την αρπάγη της.

Με βάση την ηθική απόφανση ότι η Θεσμική Ψυχιατρική συνιστά μια «κατάχρηση» για την ανθρώπινη προσωπικότητα και την θεραπευτική σχέση, θέλω να καταστήσω απολύτως σαφές το ότι περιγράφοντας τους τρόπους παρέμβασης της ψυχιατρικής θα δείχνω τις χρήσεις και όχι τις καταχρήσεις της. Θα προσπαθήσω να δείξω μ’ αυτό τον τρόπο πως αν η Θεσμική Ψυχιατρική είναι επιζήμια για τους αποκαλούμενους ψυχασθενείς, αυτό δεν συμβαίνει επειδή είναι υπεύθυνη της κατάχρησης αλλά γιατί η ζημιά που προκαλεί στα άτομα χαρακτηρίζοντας τα ψυχασθενείς, συνιστά μια ουσιώδη λειτουργία της. Η Θεσμική Ψυχιατρική ήταν και είναι προσανατολισμένη στην προσπάθεια της αναμόρφωσης της ομάδας (οικογένεια, κοινωνία) καταδιώκοντας και υποβαθμίζοντας το άτομο (ως τρελό η άρρωστο).[13]

ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ «ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗΣ»

Μ’ όλο που έχω προσεγγίσει κοινωνιολογικά την «παρέκκλιση», σε τούτη τη μελέτη απέφυγα, όπου ήταν δυνατό, να αποκαλώ «παρεκκλίνοντες» τις μάγισσες και τους ψυχασθενείς. Οι λέξεις μιλάνε από μόνες τους. Και παρόλο που πολλοί κοινωνιολόγοι επιμένουν πως ο όρος «παρεκκλίνων» δεν υποβαθμίζει την αξία του προσώπου ή της ομάδας που χαρακτηρίζει, στο όρο ενυπάρχει η ενοχοποίηση της κατωτερότητας. Φυσικά οι κοινωνιολόγοι δεν είναι εξ’ ολοκλήρου άμοιροι της μομφής: Χαρακτηρίζουν τους εξαρτημένους χρήστες ουσιών και τους ομοφυλόφιλους ως «παρεκκλίνοντες» αλλά ποτέ τους ολυμπιονίκες η τους νομπελίστες. Ο όρος σπάνια αποδίδεται σε άτομα με αξιοθαύμαστα χαρακτηριστικά όπως ο εντυπωσιακός πλούτος, η υψηλή επιδεξιότητα, η φήμη, ενώ συνήθως δίνεται σε ανθρώπους με καταφρονητέα χαρακτηριστικά όπως η φτώχεια, η ανυπαρξία όποιας αξιοσημείωτης επιδεξιότητας ή η ατιμία.

Για όλους αυτούς τους λόγους, προσωπικά αποκηρύσσω την σιωπηρή αξίωση που ενυπάρχει στον ορισμό των ψυχασθενών ως «παρεκκλινόντων» ότι μια και που οι άνθρωποι αυτοί διαφέρουν ή ισχυρίζονται ότι διαφέρουν από την πλειοψηφία, δεν είναι παρά άρρωστοι, κακοί, ηλίθιοι ή μη σωστοί, ενώ η πλειοψηφία είναι καλή, λογική ή ορθή.

Ο ορός «κοινωνικά παρεκκλίνοντες» σε σχέση με τα άτομα που ενοχοποιήθηκαν ως ψυχασθενείς, δεν είναι ικανοποιητικός και για ένα επιπρόσθετο λόγο: Σ’ αντίθεση με τους όρους «αποδιοπομπαίος τράγος» ή «θύμα», ο όρος «παρεκκλίνοντες» δεν εκφράζει με σαφήνεια το γεγονός ότι οι πλειοψηφίες χαρακτηρίζουν ως «παρεκκλίνοντες» διάφορα άτομα ή ομάδες με σκοπό την δικαιολόγηση του κοινωνικού ελέγχου που ασκούν επάνω τους, της καταπίεσης, του κατατρεγμού ή της πλήρους εξόντωσης τους.

Είναι χρήσιμο να θυμόμαστε πως οι ρόλοι δεν αποτελούν παρά εκφράσεις αναγκών της κοινωνίας. Κατά συνέπεια, ο ρόλος του «παρεκκλίνοντα» έχει σημασία μόνο ως έκφραση ειδικών κοινωνικών εθίμων και νόμων.

Ο εγκληματίας είναι παρεκκλίνων γιατί παραβιάζει το νόμο. Ο ομοφυλόφιλος γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ετεροφυλόφιλοι. Ο άθεος γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ή λένε ότι πιστεύουν στο Θεό. Η απομάκρυνση από την καθιερωμένη μορφή συμπεριφοράς είναι ένα σημαντικό αλλά όχι και μοναδικό κριτήριο της κοινωνικής παρέκκλισης. Ένα άτομο μπορεί να θεωρηθεί πως παρεκκλίνει, όχι μόνο επειδή η συμπεριφορά του δεν εναρμονίζεται με το γενικά παραδεκτό ηθικό ιδεώδες. Έτσι, παρόλο που ένας ευτυχισμένος γάμος συνιστά μάλλον την εξαίρεση παρά τον κανόνα, ο ανύπαντρος ή ο μη επιτυχημένος στο γάμο του συχνά θεωρείται ως άτομο ψυχολογικά ασταθές που παρεκκλίνει κοινωνικά. Σε παλιότερες εποχές ο αυνανισμός αντιμετωπίζονταν από τους ψυχίατρους ως σύμπτωμα και ως αιτία της τρέλας.

Η «κοινωνική παρέκκλιση» είναι όρος που χαρακτηρίζει μια πληθώρα κατηγοριών. Ποιου είδους κοινωνικές παρεκκλίσεις θεωρούνται ψυχασθένειες; Η απάντηση περιλαμβάνει εκείνους που η μη-αλλοτριωμένη προσωπική τους συμπεριφορά δεν συμμορφώνεται με τους ψυχιατρικά καθορισμένους και επιβαλλόμενους κανόνες της ψυχικής υγείας. Έτσι, αν η αποφυγή των «ναρκωτικών» είναι κανόνας της ψυχικής υγείας, τότε η λήψη τους θα είναι σημάδι της ψυχικής αρρώστιας. ‘Η, ακόμα, αν η μετριοπάθεια είναι κανόνας της ψυχικής υγείας, τότε η κατάθλιψη και η έξαρση θα είναι σημάδια της ψυχικής αρρώστιας, κ.ο.κ.

Όμως έτσι γίνεται ίσως φανερό ότι είναι πολύτιμα τα συμπεράσματα μας από τη δική μας κατανόηση της ψυχασθένειας και της θεσμικής ψυχιατρικής.

Γεγονός είναι ότι κάθε φορά που οι ψυχίατροι διατυπώνουν ένα καινούργιο κανόνα ψυχικής υγείας δημιουργούν μια νέα κατηγορία ψυχικά αρρώστων, όπως ακριβώς κάθε φορά που οι νομοθέτες θεσπίζουν ένα καινούργιο περιοριστικό νόμο δημιουργούν μια νέα κατηγορία εγκληματιών.

Παράδειγμα, η άποψη ότι η προκατάληψη για τους Εβραίους είναι μια ψυχοπαθολογική εκδήλωση[14] ή ότι οι Αμερικανοί στρατιώτες που παντρεύτηκαν Βιετναμέζες[15] και οι λευκοί που παντρεύονται μαύρες[16] είναι ψυχασθενείς, δεν είναι παρά μια στρατηγική για την διεύρυνση της κατηγορίας των ανθρώπων που μπορούν να χαρακτηρίζονται νόμιμα ως ψυχασθενείς.

Και εφόσον οι συνέπειες του χαρακτηρισμού ενός ατόμου ως ψυχασθενούς συνεπάγονται κυρώσεις (όπως η προσωπική υποβάθμιση, η απώλεια της εργασίας, η αφαίρεση του δικαιώματος να οδηγεί αυτοκίνητο, να ψηφίζει, να συνάπτει έγκυρα συμβόλαια, να παραβρεθεί σε δίκη ως ενάγων ή εναγόμενος ή τέλος, να κλειστεί ισόβια ίσως σε ψυχιατρείο). Η διεύρυνση της κατηγορίας των ανθρώπων που μπορούν να χαρακτηριστούν νόμιμα ως ψυχασθενείς είναι ουσιαστική προϋπόθεση για την εμπέδωση των σκοπών και την αύξηση της εξουσίας της Κίνησης για την Ψυχική Υγεία και των ψυχιατρικών μεθόδων κοινωνικού ελέγχου που χρησιμοποιεί…

Ο Τόμας Σαζ (Thomas Szasz) γεννήθηκε στη Βουδαπέστη το 1920 και εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ σε ηλικία 18 χρόνων. Φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου του Cincinati (1938-44). Ασκήθηκε στην ψυχιατρική στην πανεπιστημιακή ψυχιατρική κλινική του Σικάγο (1946-48) και στην ψυχανάλυση, στο Ψυχαναλυτικό Ινστιτούτο της ίδια πόλης (1947-50). Πήρε τον τίτλο ειδικότητας στην ψυχιατρική από το American Board οf Psychiatry and Neurology (1951) και είναι μέλος του Ψυχαναλυτικού Ινστιτούτου του Σικάγο. Συγγραφέας πολλών βιβλίων και συνεργάτης αρκετών ιατρικών και μη, περιοδικών, ήταν καθηγητής της ψυχιατρικής στο Upstate Medical Center του πανεπιστημίου των Συρακουσών της Ν. Υόρκης από το 1956. Ο Τόμας Σαζ είναι από τους πρωτοπόρους διανοούμενους ψυχιάτρους που δεν περιορίστηκαν μόνο στην καταγγελία της ψυχιατρικής βαρβαρότητας, αλλά -επικεντρώνοντας την προσοχή τους στις σχέσεις της ψυχιατρικής με την κρατική εξουσία και μελετώντας τις ιστορικές κοινωνικές, φιλοσοφικές, οικονομικές και ψευδό-ιατρικές παραμέτρους της- αμφισβήτησαν αυτό καθαυτό το αντικείμενο της ψυχιατρικής (την ψυχική αρρώστια), διέλυσαν την μυθολογία που την περιβάλλει και πρόβαλαν ολοκάθαρα τον πραγματικό της χαρακτήρα και την αληθινή κοινωνική λειτουργία της ως πανίσχυρου και αποτελεσματικού μέσου κοινωνικού ελέγχου. Το θεωρητικό και πρακτικό έργο του Τόμας Σαζ άσκησε τεράστια επίδραση στη σύγχρονη ψυχιατρική, αντι-ψυχιατρική και μη-ψυχιατρική σκέψη και σφράγισε την εποχή μας, παρά τη μεμψιμοιρία και τη μισαλλοδοξία των (με στενά περιθώρια προβληματισμού) επικριτών του…

Διαβάστε το βιβλίο του Thomas S. Szasz, Η Βιομηχανία της Τρέλας, (Μετάφραση-Επιμέλεια Δρ. Κλεάνθης Γρίβας), που κυκλοφορεί από την Εκδοτική Θεσσαλονίκης.

[1] John Stuart Mill, The Subjection of Women, σ. 229.
[2] T. Szasz: The Myth of Mental Illness.
[3] H. Sigerist: Εισαγωγή στο Gregory Zilboorg, The Medical Man and the Witch During Renaissance, σ. ix.
[4] Ο ψυχικά ασθενής (και ιδιαίτερα αυτός που χαρακτηρίστηκε έτσι παρά τη θέληση του) αντιμετωπίζεται ίσως καλύτερα ως «παρεκκλίνων» από μέρους της κοινωνίας ως σύνολο ή μιας μικρότερης ομάδας όπως η οικογένεια. Το άτομο που διαφέρει από τους όμοιους του, που ενοχλεί ή σκανδαλίζει την οικογένεια ή την κοινωνία και συχνά χαρακτηρίζεται «τρελό», μερικές φορές δεν χρειάζεται καν να παίζει ένα «παρεκκλίνοντα» ρόλο. Δηλώνεται «τρελός» έτσι κι αλλιώς. Αυτή η ψυχιατρική δυσφήμιση ικανοποιεί σημαντικές ανάγκες των «ψυχικά υγιών» μελών της ομάδας.
[5] Δεδομένου ότι οι άνθρωποι απεχθάνονται τα ανεξήγητα φαινόμενα και τα άλυτα προβλήματα, τείνουν μάλλον να δέχονται στα τυφλά διάφορες σφαιρικές ερμηνείες όπως αυτές της μαγείας και της ψυχικής αρρώστιας (αντί να εξετάζουν αυτά τα φαινόμενα κριτικά και, εάν είναι απαραίτητο, να τα απορρίπτουν). Χωρίς καμιά αμφιβολία, αυτός είναι ο λόγος που η πίστη στη μαγεία και οι θεραπευτικές μέθοδοι του Θεοκρατικού Κράτους δεν εγκαταλείφθηκαν αλλά αντικαταστάθηκαν από την πίστη στην τρέλα και τις θεραπευτικές μεθόδους του Θεραπευτικού Κράτους. Ο μύθος της ψυχικής αρρώστιας και τα κατασταλτικά μέτρα που δικαιολογούνται απ’ αυτόν, ίσως να μην εγκαταλειφθούν μέχρι να αντικατασταθούν από την πίστη σε ένα άλλο σύστημα και από ένα κοινωνικό θεσμό που θα στηρίζεται σ’ αυτή την πίστη. Ας ελπίσουμε πως η αλλαγή -όταν έρθει- θα αποτελεί μια βελτίωση.

[6] T. Szasz: The Ethics of Psychoanalysts.

[7] T. Szasz: Law, Liberty, and Psychiatry, and Psychiatric Justice.

[8] T. Szasz: Psychotherapy: A sociocultural perspective, Com­prehensive Psychiatry, 7: 217-23, 1966

[9] John Callahan: «Welfare clients called coerced”, New York Times, 22/7/1967 (σ. 22)

[10] A. Louis McGarry: «Competency for trial and due process via the state mental hospital”, Amer. J. Psychiatry,, 122: 623-30, 1965.

[11] Edith Asbury: «Faster mental examinations ordered for defendants here”, New York Times, 8/7/1967 (σ. 26).

[12] Βλ. Anton Chekhov: Ward No. 6 (στο Seven Short Stories by Chekhov, σ. 106-57). Mary Jane Ward: The Snake Pit. Frank Wright, Jr: Out of Sight, Out of Mind. Lois Wille: «The mental health clinic, Expressway to asylum” (Chicago Daily News, 26/3/1962). Ν.Υ. Times: «Youth flunks mental exam” (N.Y.Times, 27/3/1962). «Misfiled card saves salesman from mental hospital” (N.Y.Times, 28/3/1962). «Why refugee asked for ticket to Russia” (29/3/1962). S. J. Micciche: «Bridgewater holds colony of lost men” (Boston Globe, 20/2/1963). «Some jailed 40 years for truancy” (ο.π.).

[13] Βλ. Κεφ. 4 και 12-14.

[14] Philip Shabecoff: «Rightist activity rises in Germany”, New York Times, 1/3/1966 (p. 14) και «Neo-Nazi activity rises in Germany”, 6/3/1966 (σ. 14).

[15] “Study depicts GI who marries in Vietnam as a troubled man», ο.π., 25/2/1967 (σ. 7).

[16] John Osmundsen, Doctor discusses ‘mixed’ marriage, ο.π., 7/11/1965 ( σ. 73)