Όλες οι θρησκείες, αρχαίες και σύγχρονες, πρωτόγονες και εξελιγμένες, πίστεψαν με διάφορες μορφές και σε διάφορο βαθμό στην ύπαρξη κάποιων πνευματικών όντων, δυνάμεων και αρχών που μεσολαβούν ανάμεσα στο βασίλειο τού ιερού ή τού θείου -δηλ. στο βασίλειο τού υπερβατικού- και στο κοσμικό βασίλειο τού χρόνου και τού χώρου, τής αιτίας και τού αποτελέσματος. Στις θρησκείες τής Δύσης τέτοια πνευματικά όντα, όταν θεωρούνται ως αγαθά, ονομάζονται συνήθως άγγελοr εκείνα που θεωρούνται πονηρά χαρακτηρίζονται δαίμονες.
Σε άλλες θρησκείες -ανατολικές, αρχαίες και πρωτόγονες- ο ρόλος τέτοιων ενδιάμεσων όντων είναι λιγότερο καθορισμένος, γιατί εμφανίζονται πότε ως αγαθά και πότε ως πονηρά.
Η φύση και η σημασία τους
Οι Άγγελοι
O όρος άγγελος σημαίνει στα Αρχαία Ελληνικά τον «αγγελιαφόρο», όπως και η αντίστοιχη της εβραϊκή λέξη mal'akh. Έτσι η πραγματική σημασία τής λέξης άγγελος τονίζει περισσότερο τον ρόλο αυτών τών όντων ή τη βαθμίδα που κατέχουν στην κοσμική ιεραρχία παρά την ίδια την ουσία ή τη φύση τους, πράγματα για τα οποία η λαϊκή ευλάβεια έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, προπάντων στις θρησκείες τής Δύσης. Συνεπώς το νόημα που δίνεται στους αγγέλους καθορίζεται μάλλον από το τί κάνουν παρά από το τί είναι. Όποια κι αν είναι η ουσία τους ή η έμφυτη ιδιότητα που διαθέτουν, απορρέει από τη σχέση τους με την πηγή τους (τον Θεό ή το υπέρτατο ον).
Ωστόσο, η δυτική εικονογραφία (το σύστημα τής συμβολικής εικονογραφίας) έγινε αιτία να αποδοθούν στους αγγέλους ουσιαστικά γνωρίσματα που συχνά υπερβαίνουν τις λειτουργικές τους σχέσεις με το θείο ή το ιερό και την αποστολή τους στον γήινο κόσμο. Με άλλα λόγια, η λαϊκή ευσέβεια, θρεμμένη από γραφικές και συμβολικές αναπαραστάσεις αγγέλων, είχε ώς έναν βαθμό αποδώσει ημιθεΐκές ή ακόμα και θεϊκές ιδιότητες σε διάφορες αγγελικές μορφές.
Μολονότι κάτι τέτοιο δεν τό επιδοκιμάζουν συνήθως τα δόγματα ή η θεολογία, μερικές μορφές αγγέλων, όπως ο Μίθρας (ένας Πέρσης θεός που στον ζωροαστρισμό έγινε αγγελικός μεσολαβητής ανάμεσα στον ουρανό και τη γη και κριτής και φύλακας τής δημιουργίας), πήραν τελικά θέση θεών ή ημιθέων με δική τους λατρεία.
Ο ζωροαστρισμός πίστευε στους Αμέοα Σπέντα (amesha spenta). τους θείους ή μεγαλόψυχους αθάνατους, που ήταν οι λειτουργικές όψεις ή υποστάσεις τού Αχούρα Μάζντα, τού Σοφού Κυρίου. Ένας από τους Αμέοα Σπέντα. ο Βοχού Μάνα (Vohu Manah, το Αγαθό Πνεύμα), αποκάλυψε στον Ιρανό προφήτη Ζωροάστρη (6ος π.Χ. αιώνας) τον αληθινό θεό, τη φύση τού και ένα είδος ηθικού συμβολαίου, που ο άνθρωπος μπορεί να αποδεχθεί και να τηρεί ή να τό απορρίψει και να τό αψηφά. Κατά έναν παρόμοιο τρόπο, κάπου 1.200 χρόνια αργότερα, ο άγγελος Γαβριήλ (Απεσταλμένος τού Θεού) αποκάλυψε στον Αραβα προφήτη Μωάμεθ (5ος-6ος μ.Χ. αιώνας) το Κοράνιο (την ισλαμική Αγία Γραφή) και τον αληθινό θεό (Αλλάχ), τη μοναδικότητά του και τις ηθικές και θρησκευτικές επιταγές τού ισλαμισμού.
Οι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τον Γαβριήλ, τον αγγελιαφόρο τού θεού -το «πνεύμα τής αγιότητος» και το «πιστό πνεύμα»-είναι παρόμοιοι με εκείνους που αποδίδονται στους Αμέσα Σπέντα τού ζωροαστρισμού και στο Τρίτο πρόσωπο τής Αγίας Τριάδας (Πατήρ, Υιός και Αγιο Πνεύμα) τού χριστιανισμού. Στις μονοθεϊστικές αυτές θρησκείες (αν και ο ζωροαστρισμός εξελίχθηκε αργότερα σε δυαδισμό), όπως επίσης και στον ιουδαϊσμό, σαφέστερες είναι οι μαρτυρίες για τα λειτουργικά χαρακτηριστικά τών αγγέλων παρά για την οντολογική τους υπόσταση (ή τη φύση τού Όντος) -μολονότι σε πάμπολλες περιπτώσεις η λαϊκή ευσέβεια και ο μύθος έχουν ωραιοποιήσει τον λειτουργικό ρόλο τους. Διάφορες θρησκείες, ανάμεσα στις οποίες και πρωτόγονες, πιστεύουν σε όντα που μεσολαβούν ανάμεσα στα ιερά και τα κοσμικά βασίλεια, αλλά την πίστη αυτή τήν έχουν πληρέστερα επεξεργαστεί οι θρησκείες τής Δύσης.
Οι Δαίμονες
Ο όρος δαίμων είναι αρχαία ελληνική λέξη που σημαίνει «υπερφυσικό ον» ή «πνεύμα». Αν και ταυτιζόταν συχνά με το κακοποιό ή πονηρό πνεύμα, σήμαινε αρχικά ένα πνευματικό ον που επηρέαζε τον χαρακτήρα τού ανθρώπου.
Ένας «αγαθός δαίμων» (ένα «καλό πνεύμα»), λόγου χάρη, διαπνεόταν από αγαθές διαθέσεις στη σχέση του με τους ανθρώπους. Έτσι, ο φιλόσοφος Σωκράτης παρουσιάζει τον δικό του δαίμονα ως ένα πνεύμα που τόν ενέπνεε να αναζητά και να λέει την αλήθεια. Λίγο λίγο ο όρος έφτασε να αναφέρεται στα κατώτερα πνεύματα τού υπερφυσικού βασιλείου. τα οποία έσπρωχναν τους ανθρώπους να κάνουν πράξεις που δεν θα τούς έβγαιναν σε καλό. Η ερμηνεία που επικράτησε ήθελε τον δαίμονα ένα πονηρό πνεύμα και συνεπώς ένα πνεύμα που προαναγγέλλει το κακό, την κακοτυχία και την αναστάτωση.
Για ορισμένες πρωτόγονες θρησκείες τα πνευματικά όντα μπορούσε να είναι είτε αγαθά είτε πονηρά, ανάλογα με τις καταστάσεις που αντιμετώπιζαν τα άτομα ή η κοινότητα. Έτσι, η συνήθης ταξινόμηση που κατατάσσει τους δαίμονες ανάμεσα στα πονηρά πνεύματα δεν έχει απόλυτη ισχύ στις πρωτόγονες θρησκείες.
Πνεύματα αγαθά ή πνεύματα πονηρά μπορεί με τον καιρό να πάρουν εντελώς αντίθετη στάση. Έτσι συνέβη στην αρχαία ινδόίρανική θρησκεία, από την οποία προήλθε ο πρώιμος ζωροαστρισμός. καθώς και ο πρώιμος ινδουισμός, που αντικαθρεφτίζεται στις Βέδες (αρχαίοι ύμνοι τών Αρείων). Στον ζωροα-στρισμό οι νταίβα (daeva) θεωρούνταν πονηρά πνεύματα, αλλά το αντίστοιχο τους στον αρχαίο ινδουισμό, οι ντέβα (deva), θεωρούνταν θεοί. Οι α-χούρα (ahura) τού ζωροαστρισμού ήταν αγαθοί «Κύριοι», αλλά το ινδουιστικό τους αντίστοιχο, οι α-σούρα (asura), έχουν μεταβληθεί σε κακούς «Κυρίους». Κατά τον ίδιο περίπου τρόπο, ο Σατανάς, ο κατήγορος τών ανθρώπων στο δικαστήριο τής Θείας δικαιοσύνης στην Παλαιά Διαθήκη στο βιβλίο τού Ιώβ. έγινε ο κύριος αντίπαλος τού Χριστού στον χριστιανισμό και τού ανθρώπου στον ισλαμισμό. Πολλές τέτοιες μεταβολές μαρτυρούν πως η σαφής διάκριση ανάμεσα στους αγγέλους ως αγαθά πνεύματα και τους δαίμονες ως πονηρά πνεύματα ίσως να είναι υπερβολικά απλοϊκή, όσο κι αν κάτι τέτοιοι χαρακτηρισμοί θα μπορούσε να αποτελούν μια πολύ χρήσιμη ένδειξη γιο τις γενικές λειτουργίες παρόμοιων πνευματικών όντων.
Οι δοξασίες για αγγέλους και δαίμονες στις διάφορες αντιλήψεις περί Σύμπαντος
Επειδή ο άνθρωπος είναι ένα ον που αγωνιά για να συλλάβει τα όριά του -κάτι που τόν διαφοροποιεί από άλλα έμψυχα όντα και που καθιστά την κοινότη-τά του (συνεπώς και τον κόσμο του) διαφορετική από άλλες κοινότητες (και άλλους κόσμους)- η άπο-ψή του για το σύμπαν έχει επηρεάσει την αντίληψή του για ό,τι ονομάζουμε αγγέλους και δαίμονες. Ο κόσμος μπορεί να είναι μονιστικός για ορισμένες θρησκείες, όπως ο ινδουισμός, που βλέπει το σύμπαν ως απόλυτα ιερό ή ως στοιχείο που συμμετέχει σε μία και μοναδική θεία αρχή (τον Βράχμα ή το Ον Καθαυτό).
Μπορεί επίσης να είναι δύίστικός, όπως στον Γνωστικισμό (ένα αποκρυφιστικό θρη-σκειακό δυϊστικό σύστημα ή χριστιανικό αιρετικό κίνημα όπως θεωρείται συνήθως, που άνθησε στον ελληνορρωμάίκό κόσμο τον 1ο και 2ο μ.Χ. αιώνα), που γενικά βλέπει τον κόσμο τής ύλης ως κακό και το βασίλειο τού πνεύματος ως αγαθό. Μια τρίτη άποψη για τον κόσμο, που τή βρίσκουμε γενικά στις μονοθεϊστικές θρησκείες, ιουδαϊσμό, ζωροαστρι-σμό, χριστιανισμό και ισλαμισμό, έχει ως βάση της ένα τριμερές σύμπαν, ουράνιο, γήινο και υποχθό-νιο. Αυτή η τρίτη άποψη επηρέασε τις ιδέες τού ανθρώπου τής Δύσης για τους αγγέλους και τους δαίμονες. καθώς και τις επιστημονικές και μεταφυσικές του ιδέες.
Στην αντίληψη
περί τρίμερους Σύμπαντος
Στους βιβλικούς, ελληνιστικούς και ισλαμικούς κόσμους τής σκέψης, το γήινο βασίλειο ήταν ένας κόσμος, στον οποίο ο άνθρωπος περιοριζόταν από παράγοντες όπως ο χρόνος, ο χώρος, η αιτία και το αποτέλεσμα. Το ουράνιο βασίλειο, το οποίο αποτελούσαν οι επτά ουρανοί ή σφαίρες, όπου κυριαρχούσαν οι επτά τότε γνωστοί πλανήτες, ήταν το βασίλειο τού θείου και τού πνευματικού. Το υποχθάνιο βασίλειο ήταν η περιοχή τού χάους και τών πνευματικών δυνάμεων τού σκότους. Στο υψηλότερο επίπεδο τής ουράνιας σφαίρας υπήρχε η υπέρτατη έκφραση τού θείου ή τού ιερού. π.χ. ο Γιαχβέ, ο Θεός τού ιουδαϊσμού. τού οποίου το όνομα ήταν τόσο ιερό ώστε δεν επιτρεπόταν ούτε και να τό αναφέρει κανείς· ο Βυθός. η άγνωστη αρχή, πέρα από κάθε αρχή, στον Γνωστικισμό' ο ουράνιος Πατέρας τού χριστιανισμού, γνωστός διά μέσου τού Λόγου τού (τού θείου Λόγου, τού Ιησού Χριστού) και ο Αλλάχ, ο ισχυρός, ο παντοδύναμος και ο φοβερός Θεός τού ισλαμισμού.
Για να αποκαλύψει τον προορισμό και τη μοίρα τού ανθρώπου -τού τελειότερου όντος στο γήινο βασίλειο- το υπέρτατο ον τής ουράνιας σφαίρας έκανε τον άνθρωπο, σύμφωνα με τις θεωρίες αυτές, ικανό να μάθει ποιος είναι, ποια είναι η αρχή του και ποια η μοίρα του, με τη μεσολάβηση τών ουράνιων μαντατοφόρων, τών αγγέλων.
Το μήνυμα ή η αποκάλυψη αποσκοπούσαν συνήθως σε τούτο, να αναγνωριστεί η πηγή τής απο-καλύψεως -π.χ. το υπέρτατο ον- και ότι η μοίρα τού ανθρώπου θα ήταν ανάλογη με την ανταπόκρι-σή του. Ύστερα από μια κοσμογονική ρήξη που σημειώθηκε στην ουράνια σφαίρα πριν από τη δημιουργία τού κόσμου ή την αναγγελία τής αποκαλύ-ψεως, κάποιοι άγγελοι, υποτακτικοί τού Δημιουργού, προσπάθησαν φαίνεται να ξεγελάσουν τον άνθρωπο με μια ψεύτικη αποκάλυψη ή θέλησαν ίσως να αποκαλύψουν την αλήθεια για την πραγματική φύση (ή οντότητα) τού ανθρώπου, τη γένεση και το πεπρωμένο του. Οι άγγελοι που προσπάθησαν να διαστρεβλώσουν το μήνυμα τού υπέρτατου ουράνιου όντος για να φέρουν σύγχυση στην προσπάθεια τού ανθρώπου να κατανοήσει την τωρινή πεπερασμένη κατάστασή του ως ανθρώπινου όντος ή το πεπρωμένο του ως υπεργήινου όντος -αν και δεν τούς λέμε πάντοτε δαίμονες- ενεργούν ως δυνάμεις τού κακού.
Ένας από αυτούς τους κακούς αγγέλους είναι και ο διάβολος του χριστιανισμού και ιουδαϊσμού ή ο Ιμπλίς (ο διάβολος) τού ισλαμισμού, που με τη μορφή φιδιού στη βιβλική ιστορία τού Κήπου τής Εδέμ -σύμφωνα με μεταγενέστερες ερμηνείες τού μύθου- προσπάθησε να εμποδίσει τον άνθρωπο στην προσπάθειά του να κατανοήσει τα όρια ή τους περιορισμούς του ως πλάσματος τής δημιουργίας. Αυτό τό κατόρθωσε βάζοντας τον άνθρωπο σε πειρασμό να γευτεί τον καρπό τού δέντρου τής γνώσης τού καλού και τού κακού, ώστε να μπορέσει να γίνει όμοιος με τον Θεό (ή με τα θεία όντα τής ουράνιας αυλής).
Στον ζωροαστρισμό. το Κακό Πνεύμα, ο Αγκρα Μαϊνιού (Angra Mainyu. αργότερα Αριμάν), προσπάθησε -με τη βοήθεια υποτακτικών πνευμάτων, όπως το Κακό Πνεύμα, το Ψέμα και η Αλαζονεία- να εξαπατήσει τον χοϊκό άνθρωπο ώστε να διαλέξει μια μοίρα που τόν καταδίκαζε να τιμωρείται στα υποχθόνια. μέσα σε ένα φλεγόμενο βάραθρο. Στο τέλος τού 16ου αιώνα, όταν σημειώθηκε η κοπερνίκεια επανάσταση (βασισμένη στις θεωρίες τού Πολωνού αστρονόμου Κοπέρνικου), στα πλαίσια τής οποίας η άποψη τού ανθρώπου για τον κόσμο άλλαξε ριζικά -π.χ. η Γη έπαψε πια να θεωρείται το κέντρο τού σύμπαντος κι έγινε ο πλανήτης ενός ηλιακού συστήματος, που δεν είναι παρά ασήμαντο τμήμα κάποιου γαλαξία σε ένα καθώς φαίνεται απέραντο σύμπαν- οι ιδέες για αγγέλους και δαίμονες δεν φαίνονταν πια να έχουν τη θέση τους. Ο τριμερής κόσμος -επάνω ο Ουρανός, στη μέση η Γη και κάτω η Κόλαση- ήταν πια ένας αναχρονισμός. Με την εμφάνιση πάντως τής σύγχρονης δυτικής ψυχολογίας και τών ψυχαναλυτικών ερευνών στον 19ο και 20ό αιώνα, οι αρχές, πάνω στις οποίες στηρίζεται η πίστη για τους αγγέλους και τους δαίμονες. πήραν καινούργια σημασία. Πολλοί χριστιανοί θεολόγοι βρήκαν ότι μερικές από τις απόψεις τής ψυχαναλύσεως βοηθούσαν για μια νέα ερμηνεία τής σημασίας που κρύβεται στις πρωτόγονες και παραδοσιακές δοξασίες για αγγέλους και δαίμονες.
Ο τριμερής κόσμος βρήκε τον νέο μύθο του στην αντίληψη για μια τριμερή δομή τής προσωπικότητας -το υπερεγώ (τους περιοριστικούς κοινωνικούς κανόνες, χάρη στους οποίους ο άνθρωπος μπορεί να ζει ως κοινωνικό ον), το εγώ (η συνειδητή πλευρά τού ανθρώπου) και το «εκείνο» ή η λίμπιντο (ένα καζάνι με επιθυμίες που βράζει και κοχλάζει, έτοιμο πάντα να εκραγεί κάτω από το κατώφλι τής συνειδήσεως). Έτσι οι δαίμονες -κατά την ερμηνεία αυτή- θα μπορούσε κάλλιστα να οριστούν ως προβολές τών ανεξέλεγκτων ορμών τού ανθρώπου, που τόν ωθούν να ενεργεί σύμφωνα με τις προσωπικές εγωιστικές του επιθυμίες, χωρίς να λογαριάζει ποια αποτελέσματα θα έχουν στους άλλους ανθρώπους. Από μια κοινωνική άποψη τού θέματος, θα μπορούσε επίσης να οριστούν ως οι δυνάμεις τού περιβάλλοντος και τής κληρονομικότητας, που σπρώχνουν τον άνθρωπο να ενεργεί, να σκέφτεται και να μιλά αντίθετα με το καλό το δικό του και τής κοινότητάς του.
Ένας σύγχρονος Γάλλος συγγραφέας, ο Ντενί ντε Ρουζμόν, στο βιβλίο του Ο Κλήρος τού Διαβόλου (La part du diable) υποστηρίζει ότι ο διάβολος και οι δαιμονικές δυνάμεις που βασανίζουν τον σύγχρονο κόσμο μπορεί πολύ καλά να φανερώνονται με την επιστροφή τού σύγχρονου ανθρώπου στη βαρβαρότητα και με την έλλειψη ανθρωπιάς που διακρίνει τις σχέσεις ανθρώπου προς άνθρωπο. Τον 2ο μ.Χ. αιώνα ο Κλήμης ο Αλεξαν-δρεύς. χριστιανός φιλόσοφος και θεολόγος, έκλινε προς μια ψυχολογική ερμηνεία τών δαιμονικών δυνάμεων λέγοντας ότι ο άνθρωπος συχνά αιχμαλωτιζόταν από τις εσωτερικές ορμές τών παθών του και τών σαρκικών του επιθυμιών. Ο φροϋδικός «μύθος» τής ανθρώπινης προσωπικότητας και άλλες ψυχολογικές μελέτες έδωσαν έτσι μια νέα διάσταση στη μελέτη τών αγγέλων και τών δαιμόνων. Η μεσαιωνική εικονογραφία, η οποία γραφικά απεικόνιζε αγγέλους και δαίμονες σαν υβριδικά πλάσματα, που πολλές φορές ήταν πρόκληση ακόμη και για την πιο ζωηρή φαντασία όποιων τά κοίταζαν, έχει παραμεριστεί από έναν ψυχολογικό, ψυχαναλυτικό και σύγχρονο μυθολογικό συμβολισμό, συνδυασμένο με τον θεολογικό στοχασμό.
Στην αντίληψη
περί δυϊστικού Σύμπαντος
Οι θρησκευτικές παραδόσεις που βλέπουν το σύμπαν κατά τρόπο δυϊστικό, όπως ο Γνωστικισμός. θεωρούσαν τους αγγέλους ως ουράνια όντα που ασκούσαν έλεγχο σε κάποιες σφαίρες, μέσα από τις οποίες έπρεπε να περάσει η ψυχή μόλις απελευθερωνόταν από τα δεσμά τής υλικής τής υπάρξεως. Αναγκαία προύπόθεση για να επιτύχει ο πιστός την τελική ένωση με την υπέρτατη πνευματική πραγματικότητα ήταν να ξέρει αυτούς τους αγγέλους και τα ονόματά τους.
Σε διάφορους καταλόγους τών επτά αγγέλων που κυβερνούν τις επτά πλανητικές σφαίρες υπάρχουν ο Γαβριήλ, ο Αδωνάι (Κύριος), ο Αριήλ (το λιοντάρι τού Θεού) κ.ά. Ο άγγελος τής δημιουργίας τού κόσμου τής ύλης, ο Γιαχβέ (που μερικές φορές τόν αποκαλούν ο Δημιουργός, ο Πλάστης), ήταν κακός στη θεωρία τών Γνωστικών, όχι μόνο γιατί ήταν ο Δημιουργός αλλά και γιατί προσπάθησε να εμποδίσει τους πνευματικούς ανθρώπους να καταλάβουν την αληθινή αρχή, φύση και μοίρα τους.
Ο Μανιχαϊσμός, μια δυίστική θρησκεία που ιδρύθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα από τον Μάνητα, έναν Ιρανό προφήτη, χώρισε τον κόσμο, όπως κι ο Γνω-στικισμός, σε δύο σφαίρες, στο Καλό (το Φως) και στο Κακό (το Σκοτάδι). Αυτές οι δυο αρχές συνυπάρχουν στον κόσμο τής ύλης και αντικειμενικός σκοπός τού ανθρώπου είναι, για να σωθεί, να ξεχωρίσει το υλικό από το πνευματικό, έτσι που να μπορεί να φτάσει σε κατάσταση απόλυτης καλοσύνης. Στην πιο υψηλή θέση τής ουράνιας ιεραρχίας βρίσκονται τα δώδεκα φωτεινά διαδήματα τού Πατέρα τού Μεγαλείου και οι Δώδεκα Αιώνες, οι «πρωτόπλαστοι» -μορφές αγγέλων που χωρίζονται τρεις τρεις σε ομάδες και περιβάλλουν το Υπέρτατο Ον στα τέσσερα τέταρτα τών ουρανών. Επειδή ο Διάβολος, ο Άρχων τού Σκότους, διεκδικεί τις προνομίες τού Βασιλείου τού Φωτός, σε κάποια μάχη που επακολούθησε ανάμεσα στις ουράνιες δυνάμεις, το Φως κοι το Σκότος αναμίχθηκαν και δημιουργήθηκε ο κόσμος τής ύλης και τού πνεύματος.
Ο άνθρωπος, αγνοώντας την πνευματική του φύση και μπαίνοντας διαρκώς σε πειρασμό από τους δαίμονες τού Αρχοντα τού Σκότους, καταλαβαίνει τελικά την αληθινή του φύση χάρη στις ενέργειες κάποιων αγγελικών όντων που λέγονται Φίλοι τού Φωτός και τού Ζώντος Πνεύματος και τών πέντε βοηθών του: τον Κύριο τού Μεγαλείου, τον Βασιλέα τής Τιμής, το Φως τού Ανθρώπου, τον Βασιλέα τής Δόξας και τον Προστάτη.
Στην αντίληψη
περί μονιστικου Σύμπαντος
Εκείνοι που θεωρούν τον κόσμο ως βασικά μονιστι-κό -όπως ο ινδουισμός, ο ζαϊνισμός και ο βουδισμός- γενικά δεν πιστεύουν σε αγγέλους που έχουν κύρια αποστολή την αποκάλυψη τής αλήθειας. Αστή είναι η αποστολή άλλων όντων, όπως οι αβα-τάρα (ενσαρκώσεις θεών) στον ινδουισμό, οι τιρ-χανκάρα (άγιοι ή προφήτες) στον ζαϊνισμό και οι μποντισάτβα (αυτοί που πρόκειται να γίνουν Βούδες) στον βουδισμό.
Επειδή όλες οι τέτοιου είδους μορφές θεωρούνται μάλλον ως πρότυπα άγιας ζωής παρά ως πηγές αποκαλύψεως (εκτός από την περίπτωση ορισμένων αβατάρα και μποντισάτβα). δεν πρέπει να εξετάζονται σύμφωνα με τις τυπικές δυτικές αντιλήψεις για τα αγγελικά όντα. Αυτές οι θρησκείες έχουν πλήθος δοξασίες για τους δαίμονες.
Η πίστη σε δαίμονες ως κοινό στοιχείο όλων τών θρησκευτικών ή μυθολογικών αντιλήψεων περί Σύμπαντος
Η πίστη σε δαίμονες δεν έχει σχέση με καμιά ειδική αντίληψη περί κόσμου. Οι δαίμονες έχουν έναν ευρύτατο ρόλο, γεωγραφικό και ιστορικό, ως πνευματικά όντα που επηρεάζουν τον άνθρωπο στη σχέση του με το ιερό ή το άγιο. Μπορεί να είναι όντα η-μιανθρώπινα, μη ανθρώπινα ή φαντάσματα ανθρώπινων όντων, που για διάφορους λόγους προσπαθούν γενικά να εξαναγκάσουν τον άνθρωπο να μην πραγματοποιήσει τις πιο υψηλές του φιλοδοξίες ή να μην ασκεί δραστηριότητες απαραίτητες για την ευτυχία του στην καθημερινή ζωή. Ο αρχαίος ασσυριακός δαίμονας ραμπίσου (rabisu) είναι προφανώς κλασικό πρότυπο υπερφυσικού όντος που ενέπνεε τέτοιο φόβο στους ανθρώπους, ώστε κυριολεκτικά σηκωνόταν η τρίχα τους όταν πίστευαν ότι ένιωθαν την παρουσία του.
Τον 17ο αιώνα στην Ευρώπη, κατέτασσαν τους δαίμονες ανάλογα με τη δύναμη που είχαν να παρασύρουν τους ανθρώπους να ενδώσουν σε ό,τι αποκαλούσαν κατώτερα ένστικτα ή επιθυμίες. Σ' αυτούς τους καταλόγους συμπεριλαμβάνονταν εφιαλτικοί δαίμονες που γεννιούνταν από το σπέρμα τής συνουσίας και δαίμονες που ξεγελούσαν τους ανθρώπους και τούς έκαναν να πιστεύουν πως μπορούσαν να μεταφερθούν πετώντας νύχτα σε τόπους όπου γίνονταν μαγικές τελετουργίες. Σύμφωνα με μερικές αυθεντίες τού 20ού αιώνα (καθώς και με μερικούς παλαιούς χριστιανούς απολογητές), οι δήθεν δαίμονες τών επικρατέστερων θρησκειών τού κόσμου είναι οι πρώην θεοί ή τα πνεύματα που καθαιρέθηκαν ή παραμερίστηκαν από τις θρησκευτικές δοξασίες ενός κατακτητή λαού. Έτσι οι τευτο-νικοί, σλαβικοί, κελτικοί ή ρωμαϊκοί θεοί είτε ξέπεσαν σε δαίμονες ανταγωνιστές τού Χριστού, τών αγίων του ή τών αγγέλων του είτε αφομοιώθηκαν στη λατρεία άγιων μορφών τού χριστιανισμού. Οι οπαδοί τών αρχαίων αλλά χωρίς πια επιρροή θεοτήτων συχνά υποβάλλονταν σε διωγμούς ως υποστηρικτές τής μαγείας, ειδικά στη χριστιανική Ευρώπη (βλ. μαγεια).
Τύποι Αγγέλων και Δαιμόνων
Οι άγγελοι και οι δαίμονες, καθώς σημειώθηκε προηγουμένως, έχουν ταξινομηθεί σε κατηγορίες ως αγαθά, ως πονηρά και ως αμφίθυμα ή ουδέτερα πνεύματα, που μεσολαβούν μεταξύ τού πνευματικού και τού κοσμικού βασιλείου.
Αγαθά πνεύματα
Τα αγαθά πνεύματα είναι συνήθως άγγελοι, κάποτε όμως φαντάσματα προγόνων ή άλλα πνευματικά όντα που εξευμενίστηκαν με θυσίες ή άλλες ιεροτελεστίες. Βοηθούν τον άνθρωπο να έρθει σε αρμονική σχέση με τον Θεό, με άλλα πνευματικά όντα ή με καταστάσεις τού ανθρώπινου βίου. Οι άγγελοι, δεν ενεργούν μόνο ως φορείς τής αποκαλύψεως τών θείων αληθειών, αλλά πιστεύεται ακόμη ότι βοηθούν αποτελεσματικά τον άνθρωπο να πετύχει τη σωτηρία του ή ιδιαίτερες χάρες ή εύνοιες. Το πρώτιστο έργο τους είναι να δοξάζουν και να υπηρετούν τον Θεό και να εκτελούν το θέλημά του. Αυτό ισχύει για τους αγγέλους τόσο στον χριστιανισμό και τον ζωροαστρισμό. όσο και στον ιουδαϊσμό και τον ισλαμισμό.
Ως λειτουργικές προεκτάσεις τής θείας θελήσεως, επεμβαίνουν, μερικές φορές, στις ανθρώπινες υποθέσεις ανταμείβοντας τον πιστό και τιμωρώντας τον άνομο ή σώζοντας τους αδύνατους που χρειάζονται βοήθεια και καταστρέφοντας τον αμαρτωλό, που άδικα κατατρέχει τους συνανθρώπους του. Στο δευτεροκανονικό βιβλίο Τωβίτ (ένα βιβλίο που δεν τό δέχονται ως κανονικό οι Ιουδαίοι και οι Προτεστάντες), λόγου χάρη. ο αρχάγγελος Ραφαήλ (ο Θεός θεραπεύει) βοήθησε τον ήρωα Τω-βία, γιο τού Τωβίτ, σ' ένα ταξίδι του και τού αποκάλυψε τις μαγικές συνταγές που θα θεράπευαν τον τυφλό πατέρα του και θα εξουδετέρωναν τη δύναμη τού δαίμονα Ασμοδαίου.
Αναφέρεται, επίσης, ότι οι άγγελοι έλαβαν μέρος στη Δημιουργία και στο έργο τής Θείας Πρόνοιας για τη διατήρηση τού κόσμου. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, επηρεασμένος από την ελληνιστική κοσμολογία, δίδασκε πως οι άγγελοι ήταν αυτοί που κινούσαν τα άστρα και είχαν στον έλεγχό τους τα τέσσερα στοιχεία: γη. αέρα. φωτιά και νερό. Πολλοί άγγελοι θεωρούνταν φύλακες-προστάτες ατόμων ή και εθνών. Η άποψη πως υπάρχουν φύλακες άγγελοι που επαγρυπνούν για τα μικρά παιδιά υπήρξε πεποίθηση ενδεικτική τής λαϊκής ευσέβειας τού Ρωμαιοκαθολικισμού. Οι άγγελοι θεωρούνται, επίσης, ως ψυχοπομποί, που οδηγούν τις ψυχές τών νεκρών στον υπεργήινο κόσμο. Κατά τη γέννηση τών ανθρώπων, οι άγγελοι πιστεύεται ότι προσφέρουν διάφορες υπηρεσίες. Αυτό φαίνεται κυρίως στις περιπτώσεις που οι άγγελοι ανακοινώνουν τη γέννηση θείων προσώπων, όπως τού Ιησού και τού Ιωάννη τού Βαπτιστή στην Καινή Διαθήκη.
ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Οι Αγγελοι
• Από πολύ νωρίς οι Έλληνες φαντάστηκαν θείους αγγελιαφόρους να μεταφέρουν τα μηνύματα τών θεών σε άλλους θεούς ή στους ανθρώπους. Η ίδια η Αθηνά παίζει μερικές φορές αυτό τον ρόλο: «Πίνδα-ρος ό' αΰ φησι δεξιάν κατά χείρα το Ο πατρός τήν Αθηναν καθεζομένην. τάς έντολάς τοις θεοϊς άπο-δέχεσθαι· αγγέλου μέν γαρ έοτι μείζων ήγε τών αγγέλων άλλοι; άλλα έπιτάττει πρώτη παρά τοϋ πατρός παραλαμβάνουσα» (Αριστείδου.Λόγος εις Αθηνάν. έκδοση Dindorf. τόμ. 1ος. σ. 15). [Ο Πίνδαρος πάλι λέει ότι η Αθηνά, η οποία κάθεται στα δεξιά τού πατέρα, παίρνει τις εντολές που προορίζονται για τους θεούς· γιατί είναι ανώτερη από αγγελιαφόρο και αυτή βέβαια δίνει εντολές στους άλλους αγγελιαφόρους. αφού τίς πάρει πρώτα από τον πατέρα]. Η Νέ· μεσις είναι «Δίκης άγγελος» κ.ο.κ.
• Η κατεξοχήν όμως αγγελιαφόρος τών θεών και κυρίως τού Διός και τής Ήρας είναι η Τρις: «Ζεύς δέ πατήρ Ίδηθεν έπεί ΐδε χώσατ" άρ' αίνώς. "Ιριν δ' ώτρυνε χρυσόπτερον άγγελέουσαν» (Ιλιάς. θ 397-398) [Κι ο πατέρας Δίας. μόλις τίς είδε από την Ίδη ευθύς φοβερά οργίστηκε και την Ίριδα με τα χρυσά φτερά παρακινούσε να πάει αγγελιαφόρος). Κύρια χαρακτηριστικά της είναι, φυσικά, τα πολύ γρήγορα πόδια (άελλόπονς) και τα φτερά (χρυσόπτερος). Η στενή σχέση αγγέλων και δαιμόνων με τη μεταγενέστερη χριστιανική σημασία, ακόμη και σ' αυτή την πρώιμη εποχή φαίνεται από την πίστη ότι η Ίρις ήταν αδελφή τών Αρπυιιόν.
• Αγγελιαφόρος τών θεών. με πολύ ευρύτερες όμως ιδιότητες, ήταν και ο Ερμής: «Έρμείαν μέν έπειτα, διάκτορον "Αργειοφόντην. νήσον ες Ώγυγίην ότρύ-νομεν...» (Οδύσσεια. α 84-85). (Τότε ας προστάξουμε τον αγγελιαφόρο τον Ερμή. που κάνει την εμφάνιοή του απροσδόκητα, να πάει στο νησί Ωγυγία...]. Ο πέτασος στο κεφάλι, χαρακτηριστικός τού ταξιδιώτη, και για τον Ερμή ειδικά φτερωτός, καθώς και τα φτερωτά υποδήματα ήταν χαρακτηριστικά τής αποστολής τού ως αγγέλου. Οι ευρύτερες αρμοδιότητες του. που ήταν οι αρμοδιότητες γενικά ενός κήρυκα, συμβολίζονταν με το κηρύκειο που κρατούσε.
Οι Δαίμονες
• Η λέξη δαίμων χρησιμοποιήθηκε εξαρχής για να αποδώσει την υπερβατική, «θεία» δύναμη στη γενικότερη της μορφή, στις περιπτώσεις δηλαδή που η προσωποποίηση της ήταν ατελής, που ο φορέας της δεν προβαλλόταν καθαρά. Η έννοια τής μοίρας και τής τύχης ήταν. σύμφυ>να με την ετυμολογία τής λέξης δαίμων. άμεσα συνυφασμένες μαζί της.
• Από πολύ νωρίς χρησιμοποιήθηκε παράλληλα με την έννοια τού θεού: «Ή δ' Οϋλυμπόν δέ βεβήκει δώ-ματ' ές αίγιόχοιο Διός μετά δαίμονας άλλους» (Ιλιάς. Α 222).
• Όμως συχνά ο δαίμων διαστελλόταν προς τον θεό ως δύναμη κατώτερη και ασαφέστερη: «και θεοί και δαίμονες» (Αριστοφ. Πλούτος. 81). Στους δαίμονες δεν απέδιδαν συνήθως λατρεία.
• Αυτή η ασαφέστερη θεία δύναμη μπορούσε να είναι η τύχη. καλή ή κακή. τού καθενός («όλβιοδαί-μιον». «κακοδαίμων»), Η θεία αιτή δύναμη μπορούσε ακόμη και να παραμείνει στην ψυχή αυτών που πέθαναν, τών νεκρών.
• Πολλές φορές όμως αποκρυσταλλώθηκε σε ατελείς προσωποποιήσεις που αποτέλεσαν τους συγκεκριμένους «δαίμονας» τών αρχαίων, είτε ως «καλά» είτε ως «κακά» πνεύματα.
• Ο Αγαθοδαίμων ή Αγαθός δαίμων (βλ. λ.) είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις «καλού» πνεύματος. Οι δαίμονες ιών ποταμών είναι επίσης α-γαθοποιά πνεύματα και εικονίζονται συχνά ως αν-θρωποκέφαλοι ταύροι ή κερασφόροι άνθρωποι. Ο Αχελώος είναι ο πιο γνωστός από αυτούς (βλ. λ.).
• Αγαθοί συνήθως είναι και οι δαίμονες τής θάλασσας. που έχουν την ιδιότητα να μεταμορφώνονται συχνά. Ο Πρωτενς. οΑλιος γέρων, οι Τρίτωνες κ λπ.
• Αγαθοποιοί αλλά και πολλές φορές επίφοβοι είναι άλλοι δαίμονες, όπως το πνεύμα τής εξοχής, ο τραγό-πους Παν. οι Νύμφες, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί (βλ. σχετικά λήμματα). Ακόμη και η Έρις. η φιλονεικία, μπορεί να είναι η καλή. η άμιλλα, ή η κακή. ο φθόνος, κατά τον Ησίοδο.
• Όμως ο φόβος για τηνν ασαφή υπερβατική δύναμη δημιούργησε πιο πολλούς κακούς δαίμονες (βλ. χαρακτηριστικά την έννοια στον Πλούτ. ΗΗ. 153a.
• Οι Χήρες, δαίμονες της καταστροφής, ο Ύπνος και ο θάνατος, ο Φόβος, οι Γοργόνες, οι Ερινύες, δαίμονες τής νέμεσης, οι Λρπνιες. πνεύματα τών καταστροφικοί άνεμων, ο Τυφών, προσυκτοποίηση τής τυφλή; δύναμης, οι Σειρήνες, η Σφιγξ κ.ο.κ. είναι τα πιο γνωστά παραδείγματα (βλ. σχετικά λήμματα).
• Τίτοιοι όμως δαίμονες, με τη σημασία περίπου που πήρε ώς σήμερα η λέξη, υπήρχαν αναρίθμητοι και στους αρχαίους. Π.χ. Κότας, «δαίμων παρά Κορίνθιοι; τιμώμενο;, ίφορο; των αισχρών» (Λεξικό Σούδα). Πυιναί. «ήγουν α'ι κολαστικαί δαίμονες» (Πληθ. Σχό)„ εις Χρησμ. Ζωροάστρ. 136), Μορμόνες, «πλάνη-τες δαίμονες» (Ησύχιος).
• Δαίμονες είχε φαίνεται και η μινωική-μυκηναϊκή θρησκεία, όπως π.χ. τους ονόμορφους όιψίους.
Αν και εκείνο που έχει πρωταρχική σημασία είναι το έργο τών αγγέλων, η θεολογική σκέψη ωστόσο και η λαϊκή ευσέβεια έδειξαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη φύση τους. Στον πρώιμο ιουδαϊσμό οι άγγελοι θεωρούνταν ως όντα με ανθρώπινη μορφή: ο άγγελος που πάλεψε με τον πατριάρχη Ιακώβ, καθώς αναφέρεται στο βιβλίο τής Γενέσεως, είχε ανθρώπινη μορφή. Στον ιουδαϊσμό τής ελληνιστικής περιόδου (3ος π.Χ.-3ος μ.Χ. αιώνας), ωστόσο, οι άγγελοι θεωρούνταν ασώματες πνευματικές υπάρξεις που εμφανίζονταν στον άνθρωπο κατά τρόπο υπερφυσικό. Την πνευματική τους φύση είχαν τονίσει, νωρίτερα, οι προφήτες τής Π. Διαθήκης, όπως ο Ιεζεκιήλ και ο Ησαΐας, στις περιγραφές τών οραμάτων τους. Τα Χερουβίμ και τα Σεραφιμ. δύο ανώτερες τάξεις αγγέλων, περιγράφονταν ως πλάσματα φτερωτά που φρουρούν τον θρόνο τού Θεού. Τα φτερά με τα οποία είναι προικισμένα διάφορα όντα συμβολίζουν την αόρατη και πνευματική τους φύση. Ο συμβολισμός μπορεί να αναχθεί στους αρχαίους Αιγύπτι-ους, που παρίσταναν τον Ώρο τού Εντφού, έναν πολεμικό θεό-ήλιο, ως φτερωτό δίσκο. Η χριστιανική εικονογραφία σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο, για να αποδώσει την πνευματική φύση τών αγγέλων. τούς παριστάνει, μέχρι τον 20ό αιώνα, με τη μορφή φτερωτών ανθρώπων. Η πνευματική και συνεπώς ασώματη φύση τους οδήγησε θεολόγους και απλούς ανθρώπους σε διάφορες εικασίες σχετικά με τη μορφή, με την οποία εμφανίζονται οι άγγελοι στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, καθώς και στους θρύλους που έπλασε η λαϊκή ευσέβεια. Μερικοί θεολόγοι, όπως ο Αυγουστίνος, κατά τον 4ο και 5ο μ.Χ. αιώνα, θεώρησαν ότι οι άγγελοι, οι οποίοι έχουν αιθέρια σώματα, είναι ικανοί να αποκτήσουν υλική υπόσταση. Το πρόβλημα ωστόσο παραμένει άλυτο, προς μεγάλη αγαλλίαση τών μεταγενέστερων θεολόγων.
Πονηρά όντα
Τα πονηρά όντα είναι δαίμονες, έκπτωτοι άγγελοι, φαντάσματα, τελώνια, κακά πνεύματα, υβριδικά πλάσματα, οι νταίβα τού ζωροαστρισμού, οι ναρά-κα (naraka, πλάσματα τής κολάσεως) τού ζαϊνι-σμού, οι όνι (oni, ακόλουθοι τών θεών τού κάτω κόσμου) στις ιαπωνικές θρησκείες και άλλα παρόμοια όντα. Εμποδίζουν τον άνθρωπο να έρθει σε αρμονική σχέση με τον Θεό. με το πνευματικό βασίλειο ή με τις καταστάσεις τού ανθρώπινου βίου. Μερικοί άγγελοι πιστεύεται πως ξέπεσαν από κάποια θέση που είχαν κοντά στον Θεό -όπως ο Εωσφόρος (που μετά την πτώση του λεγόταν Σατανάς από τους πρώτους εκκλησιαστικούς Πατέρες) στον ιουδαϊσμό, χριστιανισμό και ισλαμισμό- για την αλαζονεία τους ή επειδή προσπάθησαν να σφετεριστούν τη θέση τού Υπέρτατου Όντος. Οταν πια βρέθηκαν έκπτωτοι, προσπάθησαν να εμποδίσουν τον άνθρωπο να φτάσει σε αρμονική σχέση με τον Θεό, σπρώχνοντας τους ανθρώπους στην αμαρτία. Μερικοί στοχαστές τού μεσαίωνα, εμβριθείς μελετητές τής δαιμονολογίας, απέδιδαν σε μια ιεραρχία επτά αρχιδαιμόνων τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα: στον Εωσφόρο την Αλαζονεία, στον Μαμμωνά τη Φιλαργυρία, στον Ασμοδαίο τη Φιληδονία, στον Σατανά την Οργή. στον Βεελζε-βούλ τη Λαιμαργία, στον Λεβιάθαν τον Φθόνο και στον Βεελφεγώρ την Ακηδία (την πνευματική νωθρότητα). Και δεν ήταν μόνο ότι έσπρωχναν τους ανθρώπους στην αμαρτία, αλλά υπήρχε και η δοξασία πως οι έκπτωτοι άγγελοι ή διάβολοι προκαλούσαν διαφόρων ειδών συμφορές. Οπως οι δαίμονες και τα κακά πνεύματα τής φύσης στις πρωτόγονες θρησκείες, έτσι κι οι έκπτωτοι άγγελοι θεωρούνταν υπεύθυνοι για λιμούς, λοιμούς, πολέμους. σεισμούς, βίαιους θανάτους και λογής λογής διανοητικές ή συναισθηματικές διαταραχές. Εκείνοι που προσβάλλονταν από ψυχικές ασθένειες θεωρούνταν «δαιμονισμένοι».
Αν και την πρωταρχική σημασία έχει το έργο τών δαιμονικών όντων, όπως λόγου χάρη τών έκπτωτων αγγέλων, εκείνο που απασχόλησε θεολόγους και ευσεβείς λαϊκούς είναι η φύση τών δαιμόνων. Οι δαίμονες, όπως και οι άγγελοι, θεωρούνται ως πνευματικά, ασώματα όντα. Η θρησκευτική εικονογραφία, ωστόσο, τούς παρουσιάζει σαν υβριδικά πλάσματα με τρομακτικά χαρακτηριστικά ή σαν γελοιογραφίες ειδώλων μιας αντίθετης θρησκείας. Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, λόγου χάρη, υπήρχε η πεποίθηση ότι μέσα στα παγανιστικά είδωλα κατοικούσαν δαίμονες. Οι τρομακτικές όψεις τών δαιμόνων βλέπουμε να παριστάνονται στις ξυλογραφίες τών καλλιτεχνών τού μεσαίωνα και τής Μεταρρύθμισης και στις μάσκες τών σαμάν (shaman), δηλαδή τών γιατρών και ιερέων πρωτόγονων θρησκειών -είτε για να τρομάξουν τον πιστό ώστε να ζει σύμφωνα με τους καθιερωμένους κανόνες είτε για να αποκρούσουν κατά τις τελετουργίες τη δύναμη τών δαιμόνων που βρίσκονταν παντού στο γήινο ή κοσμικό βασίλειο.
Αμφίθνμα ή ουδέτερα όντα
Αμφίθυμα ή ουδέτερα όντα σπάνια συναντάμε στις δυτικές θρησκείες, που συνήθως χωρίζουν τους κατοίκους τού κόσμου σε εκείνους που είναι είτε με το μέρος τού Υπέρτατου Οντος είτε σε αντίθεση με αυτό. Ο ισλαμισμός, εξάλλου, κατατάσσει τα πνευματικά όντα σε αγγέλους μαλάικαχ (mal^'ikah), δαίμονες οαγιάτιν (shayatin) και τζιν (jinn) ή πνεύματα. Αυτή η τελευταία κατηγορία περιλαμβάνει πνευματικά όντα που μπορεί να είναι αγαθά ή πονηρά. Σύμφωνα με τον θρύλο, τα τζιν γεννήθηκαν από τη φωτιά. 2.000 χρόνια πριν δημιουργηθεί ο Αδάμ. ο πρωτόπλαστος. Ένα τζιν μπορεί να είναι ορατό ή αόρατο, μπορεί να παίρνει διάφορες μορφές, ζώου ή ανθρώπου, και είτε να βοηθάει τον άνθρωπο είτε να τού δημιουργεί εμπόδια. Με την πονηριά, που είναι μια ανώτερη μορφή διανοήσεως, ή με τα μάγια, ένας άνθρωπος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένα τζιν προς όφελος του. Διάφορα λιγότερο σημαντικά πνεύματα τής φύσης -όπως τα πνεύματα τού νερού, τής φωτιάς, τών βουνών, τών ανέμων και άλλα πνεύματα που συναντάμε σε πρωτόγονες θρησκείες· είναι κατά κανόνα ουδέτερα, αλλά για να μείνουν ουδέτερα ή για να γίνουν ευεργετικά για τον άνθρωπο, χρειάζονται ειδικές θυσίες και τελετουργίες.
Ποικιλίες αγγέλων και δαιμόνων στις διάφορες θρησκείες
Στις διάφορες θρησκείες, τα όντα που μεσολαβούν ανάμεσα στο πνευματικό και το κοσμικό βασίλειο παίρνουν διάφορες μορφές: ουράνια και αιθέρια όντα. διάβολοι, δαίμονες και κακά πνεύματα. φαντάσματα και τελώνια, πνεύματα τής φύσης και νεράιδες.
Στον Ζωροαστρισμό, Ιουδαϊσμό, Χριστιανισμό και Ισλαμισμό
Για τις δυτικές θρησκείες, που είναι μονοθεϊστικές και βλέπουν τον κόσμο σαν ένα τριμερές σύμπαν, οι άγγελοι και οι δαίμονες είναι ουράνια όντα και αερικά. Στη λαϊκή ευσέβεια όμως αυτών τών θρησκειών. υπάρχει μια πλατιά διαδεδομένη πίστη σε φαντάσματα, τελώνια, δαίμονες και κακά πνεύματα που επηρεάζουν τη γήινη υπόσταση και τις δραστηριότητες τού ανθρώπου. Τα ουράνια όντα. ανάλογα με τη σχέση τους προς το Υπέρτατο Ον. μπορεί να είναι είτε αγαθά είτε πονηρά.
Οι άγγελοι κατατάσσονται γενικά σε ομάδες ανά τέσσερεις. έξι ή επτά στις πρώτες τάξεις, που μπορεί να είναι και περισσότερες. Τις ομάδες τών τεσσάρων." που συμβολικά εκφράζουν την τελειότητα και σχετίζονται με τα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα. τίς συναντάμε στον ιουδαϊσμό, τον χριστιανισμό και τον ισλαμισμό. Ο πρώιμος ζωροα-στρισμός. βαθιά επηρεασμένος από τις αστρονομικές και αστρολογικές επιστήμες τού αρχαίου Ιράν. συνταίριασε την ιδέα τών επτά γνωστών πλανητικών σφαιρών με την πίστη του στην επτά-δα (ομάδα τών επτά) τών ουράνιων όντων -δηλαδή στους αμέοα σπέντα τού Αχούρα Μάζντα: Σπέντα Μαϊνιού (Spenta Mainyu. το Θείο Πνεύμα). Βο-χού Μάνα (Vohu Maria, ο Αγαθός Νους), Άσα (Asha, η Αλήθεια), Αρμαίτι (Armaiti. ο Ορθός Λόγος), Ξαθρά (Khshathra, το Βασίλειο). Χορβατάτ (Haurvatat. η Ακεραιότητα) και Αμερετάτ (Ameretat. η Αθανασία). Στον μετέπειτα ζωροαστρισμό. όχι όμως και σης Γκαθά [GSlhi τους πρώιμους ύμνους, που πίστευαν ότι τούς είχε γράψει ο Ζωροάστρης. στην Αβέστα (Avesta. τα ιερά κείμενα)], ο Αχούρα Μάζντα και ο Σπέντα Μαϊνιού ταυτίζονταν, ενώ οι υπόλοιποι μεγαλόψυχοι αθάνατοι αποτελούσαν μια εξαμελή ομάδα. Πάνω κι από τους μεγαλόψυχους αθάνατους, που βοήθησαν να ενωθούν οι πνευματικοί και υλικοί κόσμοι, βρισκόταν το αντίστοιχο τού Θείου Πνεύματος, ο Αγκρα Μαϊνιού, το Κακό Πνεύμα, που αργότερα έγινε ο μεγάλος αντίπαλος Αριμάν (ο κλασικός τύπος τού ιουδαϊκού, τού χριστιανικού και τού ισλαμικού Σατανά) και οι νταίβα. οι πιο γνωστοί θεοί τής πρώιμης ινδοϊρανι-κής θρησκείας. Σύμμαχοι τού Αγκρα Μαϊνιού εναντίον τού Αχούρα Μάζντα ήταν ο Ακομάν (Ak6man. Κακό Πνεύμα) ο Ίντρα-βαγιού (Indra-viyu. Θάνατος), ο Σαούβρα (Sauvra. ένας νταίβα τού θανάτου και τής αρρώστιας), ο Νανχαϊτια [Nanhaithya. ένας νταίβα που συνδέεται με τον βεδικό θεό Νασάτια (Nasatya)], ο Ταούρου (Tauru. δύσκολο να ταυτιστεί) και ο Ζαίρι (Zairi. η προσωποποίηση τού Χαό-μα (Haoma), τού ιερού ποτού που σχετίζεται με τις θυσίες και τών αχούρα και τών νταίβα]. Μια από τις δαιμονικές μορφές είναι και ο Αίσμα (Aeshma. η βία. η μανία ή η επιθετική ορμή που καταστρέφει τον άνθρωπο), που μπορεί κάλλιστα να είναι ο δαίμονας Ασμοδαίος τού βιβλίου τού Τωβίτ. ο Αζ (Αζ. Λαγνεία ή Πόθος), ο Μιθράντρουι (Mithrindruj. Αυτός που ψεύδεται στον Μίθρα ή ο Ψευδής Λόγος). ο Τζεχ (J6h. ο δαίμονας Πόρνη, που δημιουργήθηκε αργότερα από τον Αριμάν για να μολύνει το ανθρώπινο γένος) και πολλοί άλλοι (βλ. επίσης ζωροαστρισμοσ και παρσισμοσ).
Η αγγελολογία και η δαιμονολογία στον ιουδαϊσμό αναπτύχθηκαν περισσότερο κατά και μετά την περίοδο τής Βαβυλώνιας αιχμαλωσίας (6ος και 5ος π.Χ. αιώνας), όταν ήλθαν σε επαφή με τον ζωροαστρισμό. Στην Παλαιά Διαθήκη, ο Γιαχβέ αποκαλείται Κύριος τών Δυνάμεων, τής στρατιάς. Αυτή η στρατιά (σαβαώθ) είναι ο ουράνιος στρατός που πολεμά εναντίον τών δυνάμεων τού κακού και έχει διάφορες αποστολές, όπως να φυλάει την είσοδο τού Παραδείσου, να τιμωρεί τους κακούς, να προστατεύει τους πιστούς και να αποκαλύπτει στους ανθρώπους τον Λόγο τού Θεού.
Δύο αρχάγγελοι αναφέρονται στην κανονική Παλαιά Διαθήκη, ο Μιχαήλ, ο πολεμιστής αρχηγός τής ουράνιας στρατιάς, και ο Γαβριήλ, ο ουράνιος αγγελιαφόρος. Δύο αναφέρονται στην απόκρυφη Παλαιά Διαθήκη, ο Ραφαήλ, ο θεραπευτής ή βοηθός τού Θεού (στο βιβλίο τού Τωβίτ). και ο Ουριήλ (η Φωτιά τού Θεού), ο φύλακας τού κόσμου και τού κατώτερου τμήματος τής κολάσεως (στο 8' έσδρα). Μολονότι αυτοί είναι οι μοναδικοί τέσσερεις που αναφέρονται, στον Τωβίτ (ιβ", 15) αναφέρονται επτά αρχάγγελοι. Εκτός από τους αρχάγγελους, υπήρχαν και άλλες τάξεις αγγέλων, τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ που μνημονεύτηκαν πιο πάνω.
Υπό την επιρροή τού ζωροαστρισμού. ο Σατανάς. ο αντίπαλος, εξελίχθηκε πιθανώς σε αρχιδαί-μονα. Αλλοι δαίμονες ήταν ο Αζαζήλ (ο δαίμονας τής ερημιάς, ενσαρκωμένος σε αποδιοπομπαίο τράγο), ο Λεβιάθαν και ο Ραάβ (δαίμονες τού χάους). η Λιλιθ (γυναικείο δαιμόνιο τής νύχτας) κ.ά. Για να προστατευτούν από τις δυνάμεις τών δαιμόνων και τών ακάθαρτων πνευμάτων, οι Εβραίοι, επηρεασμένοι από λαϊκές δοξασίες και έθιμα (όπως στους μετέπειτα χρόνους συνέβη και με τους χριστιανούς). συχνά φορούσαν χαϊμαλιά και φυλαχτά, πάνω στα οποία ήταν χαραγμένες ευχές (βλ. ιου-δαιςμος). Ο χριστιανισμός, προφανώς επηρεασμένος από την αγγελολογία εβραϊκών αιρέσεων, όπως τών Φαρισαίων. τών Εσσαίων. αλλά και τού ελληνιστικού κόσμου, ανέπτυξε ακόμη περισσότερο τις θεωρίες και τις δοξασίες σχετικά με αγγέλους και δαίμονες. Στην Καινή Διαθήκη, τα ουράνια όντα είχαν ταξινομηθεί σε επτά τάξεις, σε Αγγέλους, Αρχαγγέλους. Κυριότητες, Δυνάμεις. Αρχές. Εξουσίες και Θρόνους. Στις τάξεις αυτές προστέθηκαν τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ τής Π. Διαθήκης, που μαζί με τις επτά άλλες τάξεις αποτέλεσαν τα εννιά τάγματα αγγέλων τής μετέπειτα χριστιανικής μυστικής θεολογίας. Οι νεώτεροι χριστιανοί συγγραφείς δίνουν διαφορετικούς αριθμούς για τα τάγματα τών αγγέλων: τέσσερα στους Σιβυλλικούς Χρησμούς (ένα πιθανώς εβραϊκό έργο. που έχει επηρεαστεί πολύ από τον χριστιανισμό), έξι στον Ποιμένα τού Ερμά (ένα βιβλίο που μερικές τοπικές χριστιανικές εκκλησίες τών πρώτων χρόνων αποδέχθηκαν ως κανονικό) και επτά στα έργα τού Κλήμεντος τού Αλεξανδρέως και άλλων επιφανών θεολόγων. Η λαϊκή ευσέβεια και η θεολογία έχει γενικά αποδεχθεί τον αριθμό τών επτά. Τέσσερεις όμως είναι οι άγγελοι που περισσότερο σέβονταν και τιμούσαν οι χριστιανοί: αυτοί που αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη και στα Απόκρυφα. Ο Μιχαήλ ήταν αυτός που πήρε την πρώτη θέση στην εκτίμηση τών πιο πολλών και συχνά τόν τιμούσαν συγχέοντάς τον κάπως με τον άγιο Γεώργιο, που ήταν επίσης μια μορφή πολεμιστή.
Η δαιμονολογία γνώρισε νέα άνθηση με τον χριστιανισμό, πράγμα που πιθανότατα θα επιδοκίμαζε ο ζωροαστρισμός. Έτσι ο Σατανάς, ο μεγαλύτερος εχθρός τού Χριστού, ο Εωσφόρος, ο έκπτωτος Φωτοδότης, και ο αρχικά Χαναναίος Βεελ-ζεβούβ. ο Κύριος τών Μυγών (ή ίσως Βεελζεβούλ, ο Κύριος τής Κοπριάς), που αναφέρονταν από τον Ιησού, είναι όλοι διάβολοι. Η έννοια και ο όρος «διάβολος·· προέρχονται από την έννοια τού νταίβα τού ζωροαστρισμού και από την ελληνική λέξη δι άβολος (συκοφάντης), που είναι μετάφραση τής ιουδαϊκής έννοιας τού Σατανά. Ο διάβολος. η μοναδική δαιμονική δύναμη ή η προσωποποίηση τού κακού, είχε ως κύριο έργο να βάζει σε πειρασμό τον άνθρωπο, ώστε να ενεργεί με τέτοι-ον τρόπο που να μην μπορεί να επιτύχει τον υπερ-γήινο προορισμό του. Επειδή υπήρχε η πίστη ότι οι δαίμονες κατοικούσαν σε άνυδρες ερημιές, όπου πεινασμένοι και κουρασμένοι άνθρωποι είχαν συχνά οπτικές και ακουστικές παραισθήσεις, οι πρώτοι χριστιανοί μοναχοί πήγαιναν στις ερήμους σαν εμπροσθοφυλακή τού στρατού τού θεού στη σύγκρουση με τον διάβολο και τους πειρασμούς του. Έλεγαν πολλές φορές ότι ο διάβολος τούς παρουσιαζόταν με μορφή ελκυστικής γυναίκας και τούς έβαζε σε πειρασμό να παραβούν τον όρκο τους ότι θα έμεναν αγνοί, σαρκικά και πνευματικά.
Για ορισμένες χρονικές περιόδους, στη χριστιανική Ευρώπη, κυρίως στον μεσαίωνα, η δαιμονολα-τρία και η μαγεία επέσυραν την οργή όχι μόνο τής Εκκλησίας αλλά και τών απλών ανθρώπων εναντίον εκείνων που ήταν ύποπτοι για διαβολικές τελετουργίες. όπως και για μαύρη μαγεία. Μια μορφή τής μαύρης μαγείας (η λειτουργία λεγόταν ανάποδα και με ανεστραμμένο τον Εσταυρωμένο στον βωμό) επέζησε στη λαϊκή μαγεία τής Δύσης: «hocus-pocus··. συντετμημένος τύπος τού «Hoc est corpus meum» («Τούτο εστί τό σωμό μου»), λόγια με τα οποία αρχίζει η θεία Ευχαριστία ή θεία Μετάληψη. Στη χριστιανική σκέψη η μαγεία και τα ξόρκια ήταν στενά συνδεδεμένα με τη δαιμονολογία. ιδιαίτερα στη Δύση.
Στο δεύτερο ήμισυ τού 20ού αιώνα, το ενδιαφέρον για το υπερφυσικό ανανεώθηκε και μαζί ξαναζωντάνεψαν η δαιμονολατρία και η μαύρη μαγεία, αν και αυτό περιορίστηκε σε λατρείες με μικρή απήχηση που αποδείχτηκαν μάλλον εφήμερες (βλ. χριστιανικοι μυθοι και θρυλοι).
Η ισλαμική αγγελολογία και δαιμονολογία συνδέονται στενά με τα αντίστοιχα δόγματα τού ιουδαϊσμού και τού χριστιανισμού. Εκτός από τους τέσσε-ρεις αγγέλους που μεταφέρουν τον θρόνο τού Αλλάχ, τέσσερεις άλλοι είναι πολύ γνωστοί: ο Ζι-μπρίλ (Jibril, Γαβριήλ), ο άγγελος τής αποκαλύψε-ως, ο Μικάλ (Mikal, Μιχαήλ), ο άγγελος τής φύσης που παρέχει στον άνθρωπο την τροφή και τη γνώση. ο Ισραήλ ( IzrS'il), ο άγγελος τού θανάτου, και ο Ισραφήλ (Isrifil), ο άγγελος που τοποθετεί την ψυχή στο σώμα και σαλπίζει τη Δευτέρα Παρουσία. Οι δαίμονες αγωνίζονται να θέσουν υπό τον έλεγχο τους την ανθρώπινη ζωή. Ο πιο σπουδαίος είναι ο ο Ιμπλίς (Iblis. ο Διάβολος) ή Σεϊτάν (Shaytan) ή Σα-τάν (Satan), που βάζει σε πειρασμό τον θνητό άνθρωπο (βλ. ισλαμισμοσ. ισλαμικη μυθολογια και θρυλοι).
Στις θρησκείες της Ανατολής
Όπως είπαμε και πιο πάνω. το έργο τών αγγέλων στις ανατολικές θρησκείες τό έχουν αναλάβει οι α-βατάρα. οι μποντισάτβα και άλλα τέτοια πνεύματα, που ήταν προεκτάσεις τού Θεού ή τού θείου. Η πίστη σε δαίμονες ήταν και εξακολουθεί να είναι πλατιά διαδεδομένη και επηρεάζει διάφορες θρησκευτικές τελετές, οι οποίες αποσκοπούν στην εξουδετέρωση τών δυνάμεων που είναι εχθρικές για τον άνθρωπο και τη φύση. Στον ινδουισμό, οι ασούρα (οι αχούρα τού ζωροαστρισμού) είναι οι δαίμονες που αντιμάχονται τους νταίβα (τους θεούς). Και οι δυο συναγωνίζονταν για το χόμα (homa) ή αμρτά (amrta. το ιερό ποτό που δίνει δύναμη), αλλά ο θεός Βισνού (ο προστάτης), ενσαρκωμένος σε ωραία γυναίκα (Μοχίνι, Mohini), βοήθησε τους θεούς να πιουν μόνο αυτοί το ποτό αμρτά δίνοντάς τους έτσι περισσότερη δύναμη από αυτή τών δαιμόνων.
Ανάμεσα στις διάφορες τάξεις τών Ινδών ασούρα (δαίμονες) βρίσκονται οι νάγκα (naga, δαίμονες με μορφή φιδιού), ο Αχι (Ahi, ο δαίμονας τής ξηρασίας) και ο Καμσά (Kamsa. ένας αρχιδαίμονας). Ανάμεσα στους δαίμονες που βασανίζουν τους ανθρώπους βρίσκονται οι ρακσάσα (raksasa), τερατώδη και αποκρουστικά όντα με διάφορες μορφές που συχνάζουν σε νεκροταφεία, παρασύρουν τους ανθρώπους σε ανόητες πράξεις και επιτίθενται στους σαντού (sadhu. ιερούς ανθρώπους) και οι πι-σάκα (pisaca). όντα που συχνάζουν σε τόπους όπου σημειώθηκαν βίαιοι θάνατοι. Οι βουδιστές συχνά θεωρούν τους δαίμονες τής θρησκείας τους ως δυνάμεις που εμποδίζουν τον άνθρωπο να επιτύχει τη Νιρβάνα (μακαριότητα ή εξάλειψη τής επιθυμίας). Ένα από αυτά τα όντα είναι ο Μάρα (Mara), ένας μεγάλος πειρασμός, που με τις θυγατέρες τού Ράτι (Rati, Επιθυμία), Ράγκα (RSga, Ηδονή) και Τάνα (Tanha, Ανησυχία) προσπάθησαν να αποτρέψουν τον Σιντάρτα Γκαουτάμα (Siddhartha Gautama), τον Βούδα, να επιτύχει τη φώτισή του. Με την εξάπλωση τού βουδισμού τής Μαχαγιάνα (MahSyana. το Μέγα Οχημα) στο Θιβέτ, την Κίνα και την Ιαπωνία, πολλοί από τους δαίμονες τών λαϊκών θρησκειών αυτών τών περιοχών ενσωματώθηκαν στις βουδιστικές δοξασίες. Οι δαίμονες τών κινεζικών θρησκειών, οι κουέι-σεν (kuei-shen), εμφανίζονται με όλες τις όψεις που παρουσιάζει η φύση. Εκτός από αυτούς τους δαίμονες υπάρχουν τα τελώνια, οι νεράιδες και τα φαντάσματα. Οι Κινέζοι, που. επηρεασμένοι από τον ταοίσμό και τις λαϊκές θρησκείες, πίστευαν πως οι δαίμονες απέφευγαν το φως, για να διώξουν τους κουέι άναβαν φωτιές στο ύπαιθρο και χρησιμοποιούσαν πυροτεχνήματα και πυρσούς. Οι ιαπωνικές θρησκείες έχουν, όπως και οι κινεζικές. ένα πλήθος δαίμονες τους οποίους ο άνθρωπος οφείλει να πολεμήσει. Από τους πιο τρομακτικούς δαίμονες τών Ιαπώνων είναι οι όνι. κακά πνεύματα με μεγάλη δύναμη, και οι τένγκου (tengu). πνεύματα που κυριεύουν τον άνθρωπο και που γενικά πρέπει να εξορκίζονται από τους ιερείς (βλ. ινδουισμοσ. ινδικη μυθολογια. βουδισμοσ. βουδιστικη μυθολογια. ζαίνισμοσ. κινεζικη θρησκεια. κινεζικη μυθολοπα. ιαπωνικη θρησκεια. ιαπωνικη μυθολογια).
Στις πρωτόγονες θρησκείες
Τα πνευματικά όντα τών πρωτόγονων ή τών προϊστορικών θρησκειών τής Ασίας, τής Αφρικής, τής Ωκεανίας και τής Αμερικής θεωρούνται πονηρά ή αγαθά, ανάλογα με τις περιστάσεις μάλλον παρά από την ίδια τη φύση τους. Ο Έσου (Eshu). λόγου χάρη. ένας θεός τών Γιορούμπα τής Νιγηρίας, θεωρείται αγαθό, προστατευτικό πνεύμα, αλλά και πνεύμα με διαβολική δύναμη, που μπορεί κανείς να τό στρέψει εναντίον τών εχθρών του. Αυτά τα όντα κατέχουν υπερφυσική δύναμη, το μανά (mana), όπως είναι ο όρος που χρησιμοποιούν οι Μελανήσιοι για να χαρακτηρίσουν πνεύματα και ανθρώπους που κατέχουν ειδικά αξιώματα, όπως είναι οι αρχηγοί ή οι σαμάν. Στις πρωτόγονες θρησκείες τα πνεύματα τής φύσης τά τιμούσαν γενικά είτε για να εκφράσουν ευγνωμοσύνη είτε για να αποτρέψουν κάποια καταστροφή. Το ίδιο γινόταν και στη θρησκεία τής αρχαίας Ρώμης. Στις θρησκείες αυτές οι προγονικοί θεοί αφθονούν, και έτσι σι σκιές τών νεκρών πρέπει να εξευμενιστούν, συχνά με ειδικές τελετές (βλ. προγονολατρια. σαμανισμοσ).
Συμπέρασμα
Αν και οι παραδοσιακές δοξασίες για αγγέλους και δαίμονες αμφισβητήθηκαν από εκείνους τους πολιτισμούς που δέχτηκαν την επιρροή τής δυτικής επιστήμης και τεχνολογίας, νεώτερες ωστόσο ερμηνείες τέτοιων δοξασιών, επηρεασμένες από ψυχολογικές μελέτες και από τη μελέτη τού μύθου στην ιστορία τών θρησκειών, υπήρξαν πολύ σημαντικές για τη θεολογική σκέψη. Ο σύγχρονος άνθρωπος, εξετάζοντας τους αγγέλους και τους δαίμονες με βάση μάλλον το έργο παρά τη φύση τους. μπορεί να ανακαλύψει ότι έχει μεγαλύτερη από όσο πίστευε συγγένεια με τον άνθρωπο παλαιότερων ή διαφορετικών πολιτισμών, στην προ-σπάθειά του να επιτύχει μια ωφέλιμη γι' αυτόν σχέση με τους μεταφυσικούς, κοινωνικούς και ψυχολογικούς κόσμους που αντιμετωπίζει στην καθημερινή του ζωή.
ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Στο σύστημα τής χριστιανικής θεολογίας οι άγγελοι και οι δαίμονες κατέχουν σημαντική θέση. Θα πρέπει να σημειωθεί πως η θέση αυτή. που θεμελιώνεται στην Αγία Γραφή και ενισχύεται σε μεγάλο βαθμό από την ασκητική πατερική φιλολογία, είναι πάντως λιγότερο σημαντική από τη θέση που οι άγγελοι και οι δαίμονες κατέχουν σε παλαιότερες θρησκείες, όπως ο ζωροαστρισμός και οι θρησκείες τής Μεσοποταμίας. Ακόμη και ως προς τον προκάτοχο τού ιουδαϊσμό, όπου ο Θεός δεν έχει λάβει ακόμα το ανθρώπινο πρόσωπο του, ο χριστιανισμός περιορίζει τη δράση τών ενδιάμεσων πνευματικών δυνάμεων προκειμένου να δώσει μια εντελώς ιδιαίτερη έμφαση στην παρουσία τού ίδιου τού ενανθρωπήσαντος Θεού και στη διδασκαλία του. Πάντως ο αγώνας τών δυνάμεων τού Κακού εναντίον τού Καλού, που έχει ως επίκεντρό του τη σωτηρία ή την απώλεια τού ανθρώπου, δεν παύει να συνεχίζεται και στον χριστιανισμό, με τη συμμετοχή ενδιάμεσων πνευματικών όντων: εκείνων που εκπροσωπούν το καλό (άγγελοι) και εκείνων που εκπροσωπούν το κακό (δαίμονες).
Οι Αγγελοι
Οι άγγελοι είναι πνευματικά δημιουργήματα τού Θεού, που έργο τους και προορισμό τους έχουν, όπως δηλώνει και το όνομά τους, να διαγγέλλουν το θείο θέλημα και να εκτελούν τις θείες βουλές. Την ύπαρξη τών αγγέλων μαρτυρεί η Αγία Γραφή και γενικότερα η εκκλησιαστική παράδοση. Από τις πρώτες σελίδες της η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει τους αγγέλους, «τά χερουβίμ δόξης», που φυλάσσουν «την όδόν τού ξύλου τής ζωής» μετά την πτώση τών πρωτοπλάστων (Γέν. γ', 24). Αγγελος Κυρίου ομιλεί στην Άγαρ. Αγγελοι σώζουν τον Λωτ. Άγγελος καθοδηγεί τον Αβραάμ. Αγγελοι ανεβαίνουν και κατεβαίνουν διά τής «ούρανίου κλί-μακος», την οποία είδε σε όραμά του ο Ιακώβ. Αγγελοι εμφανίζονται στους προφήτες Ηλία, Ζαχαρία, Ησαΐα, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ (Γέν. γ', 24. ιστ", 7 και 11. ιθ'. κβ·. κη'. 12. Α' Βασιλ. α', 3-15. Ζαχ. α', 9. στ' 4-8. Ησ. ια'. 2. Ιεζ. α'. 4-18. Δαν. ζ·, 10 κ λπ ). Στην Καινή Διαθήκη άγγελος ευαγγελίζεται στην Παρθένο Μαρία το μέγα άγγελμα τής γεννήσεως τού Σωτήρος (Λουκ. α', 19) και άγγελοι εμφανίζονται πολλές φορές στην ιστορία τής παιδικής ηλικίας τού Χριστού (Ματθ. α", 20. Λουκ. α'. 26. β', 9 και 13). Στις Πράξεις τών Αποστόλων (ιβ' 7-11. κζ·, 23. ι', 13 κ.εξ.) άγγελοι εμφανίζονται στον Πέτρο, τον Παύλο και τον Κορνήλιο. Εξάλλου πολλές φορές γίνεται λόγος για τους αγγέλους στις Επιστολές τού Παύλου και στην Αποκάλυψη τού Ιωάννη. Πρέπει παράλληλα να σημειώσουμε ότι και ο ίδιος ο Χριστός ομιλεί πολλές φορές για τους αγγέλους (Ματθ. ιη·, 10. κε', 31. κβ', 30. Λουκ. ιε', 10). Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς Ιγνάτιος, Ερμάς. Ιουστί-νος, Αθηναγόρας, Τατιανός, Θεόφιλος Αντιοχείας, Τερτυλιανός. Ειρηναίος, Κλήμης ο Αλεξανδρεύς και Ωριγένης διαδηλώνουν ομόφωνα την πίστη τους στην ύπαρξη τών αγγέλων. Πολυπληθείς είναι οι μαρτυρίες για την ύπαρξη τών αγγέλων στα έργα τού Μ. Βασιλείου. Κυρίλλου Ιεροσολύμων. Χρυσοστόμου, Αυγουστίνου και άλλων Πατέρων, ενώ μια συστηματική διδασκαλία περί αγγέλων αναπτύσσεται στα έργα που αποδίδονται στον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη.
Την ύπαρξη τών αγγέλων αρνήθηκαν στο παρελθόν οι Σαδδουκαίοι και στους νεώτερους χρόνους οι Αγγλοι θεϊστές, οι πανθεϊστές και, κυρίως, οι ορθολογιστές, οι οποίοι χαρακτήρισαν τη διδασκαλία περί αγγέλων ως δάνειο από τη βαβυλωνιακή θρησκεία. Η εκδοχή όμως αυτή κρίνεται ως αβάσιμη από το γεγονός ότι μνεία για τους αγγέλους γίνεται ήδη στα βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης, που συντάχθηκαν πριν από τη Βαβυλώνιο αιχμαλωσία. Πολλές προσπάθειες καταβλήθηκαν, ιδίως τον μεσαίωνα από τον Θωμά τον Ακινάτη και τους μετέπειτα σχολαστικούς, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη τών αγγέλων με λογοκρατικά επιχειρήματα. Για τον πιστό χριστιανό, πάντως, η ύπαρξη τών αγγέλων είναι μια από τις υπερβατικές «εξ άποκαλύ-ψεως» αλήθειες, που δεν έχουν ανάγκη λογικών αποδείξεων.
Η δημιουργία τών αγγέλων
Σχετικά με τον χρόνο δημιουργίας τών αγγέλων δεν έχουμε μαρτυρίες από την Αγία Γραφή. Οι περισσότεροι από τους Πατέρες τής Εκκλησίας (Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, Ιωάννης Δαμασκηνός κ λπ.) δέχονται ότι οι άγγελοι δημιουργήθηκαν προτού δημιουργηθεί ο υλικός κόσμος. Την άποψη αυτή ενισχύει και το χωρίο τού Ιώβ (λη-. 7): «ότε έγεννήθησαν άστρα, ήνεσάν με φωνή μεγάλη πάντες άγγελοι μου». Ο ιερός Αυγουστίνος, όμως, και ορισμένοι άλλοι Πατέρες δέχονται συνδημιουργία αγγέλων και υλικού κόσμου και μάλιστα κατά την πρώτη ημέρα τής Δημιουργίας.
Ο τόπος διαμονής τών αγγέλων δεν είναι αισθητός και υλικός αλλά «νόες όντες οι άγγελοι έν νοη-τοϊς τόποις είσί». κατά τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, «τοις κούψοις και αίθεριώδεσι τόποις ένδιατρίβο-ντες έν ελαφρά και εύκινήτω τη φύσει». Μολονότι όμως ο τόπος διαμονής τους δεν περιορίζεται μέσα σε αισθητά και υλικά όρια, οι άγγελοι δεν είναι πανταχού παρόντες, όπως ο θεός, αλλά «ότε είσίν έν ούρανώ, ούκ είσίν έν τή γή. και εις τήν γήν ύπό τοϋ Θεού αποστελλόμενοι ούκ έναπομένουσιν έν τώ ούρανώ» (Ιωάν. Δαμασκ. Έκδ. Ορθ. Πίστ., Β' 3. Migne P.G., 94, 869).
Φύση τών αγγέλων
Σχετικά με τη φύση τών αγγέλων πολλοί από τους Πατέρες τής Εκκλησίας και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς διδάσκουν ότι οι άγγελοι έχουν σώμα λεπτό, αιθέριο και άφθαρτο (Τερτυλιανός, Κλήμης Αλεξανδρεύς. Ωριγένης. Μέγας Βασίλειος. Γρηγόριος ο Θεολόγος. Αυγουστίνος), χωρίς. όμως. να παύουν να είναι ασώματες και νοερές φύσεις, απρόσβλητες από τις αλλοιώσεις που παθαίνει το ανθρώπινο σώμα, τη φθορά και τον θάνατο.
Το αυτεξούσιο, με το οποίο οι άγγελοι είναι προικισμένοι, τούς δίνει τη δυνατότητα να υψώνονται όλο και περισσότερο στη σφαίρα τού αγαθού, συνάμα όμως και να «εκπίπτουν», χάνοντας έτσι την αγιότητα την οποία κατείχαν εξαρχής ως κοινωνοί τού Αγίου Πνεύματος. Ως όντα ανώτερα από κάθε λογικό δημιούργημα οι άγγελοι συνδυάζουν παράλληλα με την ελευθερία και δύναμη ανώτερη από την ανθρώπινη, χαρακτηρίζονται δε από την Αγία Γραφή ως «δυνατοί ίσχύι» και ως «ισχύι και δυνάμει μείζονες όντες». Όμως παρά το μέγεθος τής δυνάμε-ώς τους δεν είναι και παντοδύναμοι, ούτε έχουν τη δύναμη να δημιουργούν, αφού και οι ίδιοι είναι δημιουργήματα και «μηδέν των γεγονότων ανεδείχθη ποτέ έκ μή όντων ποιούν ούσίας». κατά τη φράση τού Κυρίλλου τού Αλεξανδρείας (Θησαυρών Λόγος, 17. Migne P.G.. 75. 305). Επιπλέον οι άγγελοι ως λογικά όντα κινούνται αυτόματα προς τη γνώση, στην οποία υπερέχουν ασύγκριτα τών ανθρώπων. Όμως τα όριά τους είναι οπωσδήποτε πεπερασμένα. πράγμα που μαρτυρείται από το γεγονός ότι αγνοούσαν το μυστήριο τής ενσαρκώσεως τού Χριστού πριν από την ενανθρώπιση τού Κυρίου και ότι τώρα. διά τής Εκκλησίας, γνωρίζουν την πολυποίκιλη σοφία τού Θεού (Εφεσ. γ'. 9-10. Α' Πέτρ. α'. 12. Χρυσόστομος στην ομιλία προς τους Εφεσ. 7, 1. Migne P.G.. 62, 50). Εξάλλου, καθώς διδάσκουν οι Πατέρες, οι άγγελοι αγνοούν γενικά όσα πρόκειται να συμβούν, καθώς και τα απόκρυφα τής ανθρώπινης καρδιάς, τα οποία γνωρίζει μόνο ο Θεός.
Ο αριθμός τών αγγέλων
Οι άγγελοι ανέρχονται σε πλήθος αναρίθμητο. Η Αγία Γραφή αναφέρει «μυριάδας αγγέλων» και «μυριάδες μυριάδων και χιλιάδες χιλιάδων·· (Εβρ. ιβ'. 22. Αποκ. ε', 11. Πρβλ. και Δαν. ζ\ 10. Ματθ. κστ'. 53). Κατά τη γνώμη τών περισσότερων από τους Πατέρες, οι άγγελοι αποτελούν γένη, ανεξάρτητα μεταξύ τους, τα οποία παρουσιάζονται ιεραρχικώς διατεταγμένα σε τάξεις. Σύμφωνα με τα έργα τού Ψευδο-Διονυσίου Αρεοπαγίτου οι τάξεις τών αγγέλων αναλύονται σε εννέα τάγματα και τρεις διακοσμήσεις:
Σεραφίμ. Χερουβίμ. Θρόνοι Κυριότητες. Εξουσίες, Δυνάμεις Αρχές, Αρχάγγελοι, Αγγελοι.
Ως προς τη διάταξη αυτή υπάρχει διαφωνία μεταξύ τών Πατέρων, οι περισσότεροι, όμως, δέχονται ότι οι διαβαθμίσεις αυτές οφείλονται στην πραγματική υπεροχή τών ανώτερων τάξεων πάνω στις κατώτερες.
Το έργο τών αγγέλων
Οι άγγελοι επιτελούν διπλό έργο. Πρώτιστο και κύριο έργο τους είναι η δοξολογία τού θείου μεγαλείου και τής θείας δόξας. Αναπέμπουν διαρκώς δοξολογία και αίνεση προς τον Θεό, ενώ συγχρόνως διακονούν και υπηρετούν τη θεία βούληση, χάριν τής διακυβερνήσεως τού κόσμου και τής τελειώσε-ως τού έργου τής σωτηρίας τού ανθρώπου. Κατά δεύτερο λόγο έργο τους είναι η φύλαξη και η προστασία τών ανθρώπων. Επίσης άγγελοι διακονούν τον Κύριο από τη γέννησή του ώς την ανάληψη. Βοηθούν, επίσης, τους Αποστόλους στο έργο τής διαδόσεως τού Ευαγγελίου. Από το χωρίο τής Κ. Διαθήκης, όπου γίνεται λόγος για τον άγγελο τού Πέτρου, προήλθε η πίστη ότι κάθε ευσεβής άνθρωπος έχει τον φύλακα άγγελό του. τού οποίου ο πιστός ζητά την ενίσχυση με τη σχετική προσευχή (Μ. Βασίλειος. Χρυσόστομος. Ωριγένης κ.ά.). Αναφέρονται, επίσης, άγγελοι φύλακες εκκλησιών, πόλεων. εθνών, κρατών κ.λπ.
Οι Δαίμονες
Η φύση τών αγγέλων, όπως αναφέρθηκε, είναι, σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, κτιστή και κατά συνέπεια τρεπτή και δεκτική αλλοιώσεως. Οι άγγελοι αναφέρεται, επίσης, ότι πλάστηκαν ως αυτεξούσια πνευματικά όντα. Ένας άγνωστος, όμως. αριθμός αγγέλων έκανε κακή χρήση αυτής τής αυ-τεξουσιότητας με αποτέλεσμα να εκπέσει τής αρχικής του θέσης (Β' Πέτρ. β'. 4. Ιούδ. 6. Λουκ. η', 31). Έκτοτε οι εκπεσόντες άγγελοι, διάβολοι ή δαίμονες, καθώς ονομάζονται, τράπηκαν, σταθεροποιήθηκαν και ταυτίστηκαν με το κακό, αντιστρατευό-μενοι το θέλημα τού Θεού και παρακινώντας τον άνθρωπο να πράξει το ίδιο.
Η ύπαρξη τών δαιμόνων, την οποία αρνούνται μερικοί νεώτεροι Διαμαρτυρόμενοι θεολόγοι, επηρεασμένοι από τα διδάγματα τού ορθολογισμού, μαρτυρείται σαφώς και από την Αγία Γραφή και από την Ιερή Παράδοση τής Εκκλησίας. Ήδη στην Π. Διαθήκη, όχι μόνο γίνεται λόγος περί δαιμόνων, αλλά και μνημονεύεται ο αρχηγός τους. ο διάβολος (Ιώβ α'. 6 κ.εξ.), που θεωρείται ως ο αίτιος τού θανάτου (Σοφ. Σολ. β'. 24). Στην Κ. Διαθήκη, ο ίδιος ο Χριστός μιλάει για δαίμονες, και όχι απλώς ευθυγραμμίζεται με τις ιουδαϊκές αντιλήψεις τής εποχής του. αλλά πιστεύει και βεβαιώνει κατηγορηματικά την ύπαρξη τού διαβόλου και τών πονηρών. γενικά, πνευμάτων. Έτσι ο Χριστός αντιμετώπισε και νίκησε στην έρημο τον διάβολο, όταν ο δαίμονας προσπάθησε να τόν βάλει σε πειρασμό (Ματθ. δ', 1 κ.εξ.). Επίσης πολλές φορές εμφανίστηκε να εξουσιάζει με τα θαύματά του τα πονηρά πνεύματα, ενώ την ίδια εξουσία παραχώρησε και στους μαθητές του (Ματθ. ι', 1). Τέλος, το όλο λυτρωτικό έργο τού Θεανθρώπου αποσκοπούσε στη λύση τών έργων τού διαβόλου (Α' Ιωάν. γ', 12).
Οι Πατέρες τής Εκκλησίας μιλούν εκτενώς περί τών δαιμόνων (συνοπτικώς βλ. Ιωάν. Δαμασκηνού. Έκδ. Ορθ. Πίστεως 2, 4. Migne P.G., 94. 873 κ.εξ.), για την αιτία που εξέπεσαν, για τους τρόπους που ενεργούν, για την αντίθεσή τους προς το θείο θέλημα και προς το έργο τής σωτηρίας τού ανθρώπου, για την προσπάθεια τους να παρασύρουν τον άνθρωπο στο κακό. καθώς και για τα μέσα, με τα οποία ο άνθρωπος μπορεί να αντιδράσει κατά τού διαβόλου, δηλ. την προσευχή, την εγρήγορση και γενικότερα την κοινωνία με τον Θεό και τη βοήθεια που ο Θεός προσφέρει στον άνθρωπο για την αντιμετώπιση τού κακού (πρβλ. και Εφεσ. στ'. 10 κ.εξ.).
Σύμφωνα με τους Πατέρες, στα διάφορα πάθη που τυραννούν τους ανθρώπους και τούς σπρώχνουν προς το κακό αντιστοιχούν ορισμένοι δαίμονες. Οι δαίμονες αυτοί προσωποποιούνται στο συγκεκριμένο πάθος: έτσι έχουμε τον δαίμονα τής πορνείας, τον δαίμονα τής αλαζονείας, τής κενοδοξίας, τής λαιμαργίας κ.ά. Εναντίον τών δαιμόνων αυτών οι συνειδητοί χριστιανοί, και κυρίως η μαχητική τους πρωτοπορία (οι μοναχοί, οι ασκητές, σι ερημίτες), έχουν κηρύξει αμείλικτο πόλεμο. Στα ασκητικά συγγράμματα τού μεσαίωνα βλέπουμε, ήδη, διαμορφωμένη μια ολόκληρη στρατηγική για την αντιμετώπιση τών δαιμονικών επιθέσεων. Έτσι από την Κλίμακα τού Ιωάννη τού Σιναίτη (6ος-7ος αιώνας) μαθαίνουμε ότι οι ασκητές, μέσα στα πλαίσια τών αγώνων τους κατά τού κακού, υποκρί-νονταν πολλές φορές τους αμαρτωλούς προκειμένου να μένουν ανενόχλητοι από τους δαίμονες. Στο κείμενο αναφέρονται πολλά τέτοια παραδείγματα: κάποιος από τους αδελφούς ενός κοινοβίου, δίχως καθόλου να ενδιαφέρεται για την πρωτοκαθεδρία τής κοινότητας, προσποιείται τον «ύπέρ ταύτης πονούντα», ένας άλλος «εισπηδρ» σε πορνείο και ασπάζεται την πόρνη «τω δοκεϊν αμαρτίας ένεκεν», ενώ ένας τρίτος υποκρίνεται ότι τρώει σταφύλια με ιδιαίτερη λαιμαργία, «γαστρίμαργον έαυτόν έμφανίζων τοις δαίμοσιν» (Λόγος ΚΣΤ'. μέρος Β', κε'). Για τους χριστιανούς τών πρώτων αιώνων τα αγάλματα τής αρχαίας θρησκείας αποτελούν κατοικητήρια δαιμόνων και μπορούν να κα-θαρθούν μόνο με τη θαυματουργή δύναμη τού σταυρού. Ένας τέτοιος δαίμονας, λόγου χάρη. ε-νοικούσε σε μαρμάρινο είδωλο τής Αφροδίτης, στην πόλη τής Γάζας. Σύμφωνα με τη διήγηση τού Μάρκου Διακόνου (βίος τού Αγίου Πορφυρίου. 61), όταν οι χριστιανοί τής πόλης έφεραν, τελετουργικά, το σημείο τού σταυρού κοντά στο είδωλο «ό ένοικών δαίμων... μή φέρων ίδεϊν τό φοβερόν ση-μεϊον, έξελθών έκ τού μαρμάρου μετά αταξίας πολλής, έρριψεν αύτήν τήν στήλην και συνέκλασεν αύτήν εις πολλά κλάσματα».
Σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, ο διάβολος και οι θιασώτες του δαίμονες, μετά την οριστική και αμετάκλητη τροπή τους προς το κακό. θα λάβουν, μαζί με τους αμετανόητους αμαρτωλούς ανθρώπους, κατά τη Δευτέρα Παρουσία, ως τιμωρία τους, την αιώνια καταδίκη στο πυρ τής Κολάσε-ως (Ματθ. κε'. 41).
Η Εκκλησία ανέκαθεν διαβάζει εξορκισμούς εναντίον τών πονηρών πνευμάτων κατά την ιερή ακολουθία τού Αγίου Βαπτίσματος, καθώς και σε άλλες περιπτώσεις.
ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΣΤΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
Η λαϊκή φαντασία πλούτισε σημαντικά τις εκκλησιαστικές παραδόσεις για τους αγγέλους και τους δαίμονες και τίς συγχώνευσε, ώς έναν βαθμό, με τους αρχαίους παγανιστικούς μύθους. Εξάλλου, πολλά από τα δαιμονικά όντα που βρίσκονται έξω από τον κύκλο τών εκκλησιαστικών παραδόσεων αποτελούν άμεσες ή έμμεσες επιβιώσεις τού δεισιδαίμονος κόσμου τού αρχαίου ανθρώπου. Οι άγγελοι και οι δαίμονες εξακολουθούν να ζουν στον νεοελληνικό λαϊκό πολιτισμό.
Οι Αγγελοι
Σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη και πίστη, έργο τού αγγέλου, όπως φανερώνει και το όνομά του, είναι να διαβιβάζει στους ανθρώπους τις βουλήσεις και τις επιταγές τού Θεού: «κατέβηκεν άγγελος Κυρίου από τον ουρανό και τού τό είπε»· «άγγελος να μού τό πει, δεν τό πιστεύω». Την ίδια αποστολή έχει ο άγγελος και στην επίσημη θρησκευτική παράδοση («άγγελος Κυρίου κατ όναρ εφάνη αύτω», Ματθ. α', 20). Στη λαϊκή πίστη, η λέξη δηλώνει ιδιαιτέρως τον «φύλακα άγγελο», ο οποίος εμφανίζεται πάντοτε στα δεξιά τού πιστού -ο διάβολος εμφανίζεται πάντοτε στ' αριστερά-, τόν προτρέπει να κάνει πάντοτε το καλό, τόν αποτρέπει από το κακό και, τέλος, φροντίζει να μην τού λείψει τίποτα: «οι νεράιδες θα τόν φτάνανε, αν δεν τις εξόρκιζε με τον άγγελο του» (από κάποια διήγηση)· «μού τό είπε ο άγγελος μου» (για κάποια καλή σκέψη)· «σ' έστειλε ο άγγελος σου», λέει αυτός που τρώει στον φίλο ή στον ξένο που τυχαίνει να έρθει εκείνη την ώρα- για άνθρωπο εύθυμο και ευτυχισμένο ή αντίθετα για οργισμένο και δύσθυμο, λέγεται ότι «είναι στον καλό ή στον κακό τού άγγελο», ενώ για τον φιλάργυρο ότι «δεν δίνει τ' αγγέλου τού νερό». Για την προστασία που παρέχουν οι άγγελοι, πρβλ. Π.Δ. Δαν. στ', 22: «ό Θεός μου απέστειλε τόν άγγελον αύτού και ένέ-Φραξε τά στόματα τών λεόντων».
Υπάρχει, τέλος, ο «ψυχοπομπός άγγελος», ο «χρυσόρραπις Ερμής» τών αρχαίων, ο σημερινός αρχάγγελος Μιχαήλ (ή και ο Γαβριήλ, Ραφαήλ, ή Ουριήλ), ο οποίος κρατά ρομφαία, πιέζει με το γόνατο τον ετοιμοθάνατο στο στήθος και παίρνει την ψυχή του: «ήρθεν ο άγγελος να πάρει την ψυχή του», λέει ο λαός- και γΓ αυτόν που ψυχορραγεί, «τόν χτύπησε ο άγγελος». «Μα τον άγγελο που θα πάρει την ψυχή μου», ορκίζονται.
Αν ο ετοιμοθάνατος είναι δίκαιος, χαμογελά τη στιγμή που ατενίζει τον άγγελο («γελά τού αγγέλου του», «έχει καλόν άγγελο»), γιατί βλέπει ωραίες οπτασίες, παιδιά με λευκή περιβολή και αναμμένες λαμπάδες, χρυσά πουλιά και λευκά περιστέρια. Αντίθετα, οι αμαρτωλοί βλέπουν δύσμορφα και αλλόκοτα πουλιά ή μαύρους δαίμονες και γΓ αυτό θρηνούν και κραυγάζουν και κρύβουν το πρόσωπο τους από φόβο. Έτσι, στους φίλους εύχονται «καλή ψυχή και ήμερον άγγελο», ενώ τους εχθρούς τούς καταριούνται «να δουν μαύρον άγγελο» (τον διάβολο). Για κείνον που έχει πεθάνει συνηθίζουν να λένε πως «παντρεύτηκε τον Μιχαλάκη» (τον αρχάγγελο Μιχαήλ).
Χωρίς αμφιβολία, ο άνθρωπος περνά τρομερές στιγμές, όταν φτάσει στο τέλος τής ζωής του, και προσηλώνοντας το βλέμμα του ψηλά, αντικρίζει με τρόμο τον άγγελο ψυχοπομπό. Ο λαός χρησιμοποιεί μια σειρά από λέξεις, σύνθετες και παράγωγες τής λέξης άγγελος, που δείχνουν με παραστατικό τρόπο πόσο φοβερή είναι εκείνη η ώρα κι από ποια στάδια περνά το ψυχορράγημα. Έτσι ο άνθρωπος που ψυχορραγεί, στην αρχή «αγγελεύει» ή «αγγελο-θωρεί» ή «αγγελοθωριάζει» ή «αγγελοβλέπει» ή «αγ-γελοματιάζει». δηλαδή βλέπει τον άγγελο. Ύστερα τόν «αγγελοφέρνει» και «αγγελοφοριέται». Το πλη-σίασμά του τόν «αγγελοσκιάζει». Κι αρχίζει τότε ο αγώνας, που φέρνει στον νου το εκκλησιαστικό «οίον αγώνα έχει ή ψυχή χωριζόμενη έκ τοϋ σώματος!». Ο άνθρωπος στο κατώφλι τού θανάτου «αγ-γελοπιάνεται» και «αγγελοκρίνεται» για τις πράξεις τής ζωής του. Ο μελλοθάνατος είναι «αγγελογραμ-μένος» στις δέλτους τού θανάτου. Στο τέλος όμως παρα το «αγγελομαχημα» του, «αγγελοχτυπιέται» με τη ρομφαία τού αγγέλου, «αγγελοκόβεται» και «αγγελοσκορπίζεται». Όσοι παρευρίσκονται τις στιγμές αυτές δεν πρέπει να θρηνούν ούτε και να κάνουν θόρυβο όταν κινούνται, γιατί «αγγελοκό-βουν» τον άνθρωπο που ψυχορραγεί, απομακρύνουν, δηλαδή, προσωρινά τον άγγελο και παρατείνουν έτσι το μαρτύριο του μέχρι την επάνοδο τού αγγέλου, που τελικά είναι αναπόφευκτη. Κάποτε ο άγγελος παίρνει τις ψυχές μ' ένα ξαφνικό κι αποφασιστικό χτύπημα. Έτσι γίνεται, λ.χ.. στην αποπληξία, που ο λαός τή χαρακτηρίζει «αγγελόκρουσμα». «αγ-γελοβάρημα». «αγγελοπετριά». Όταν παραλάβει την ψυχή ο άγγελος, τήν οδηγεί στον ουρανό κι εκεί τή ζυγίζει σε μια ζυγαριά για να κρίνει αν πρέπει να πάει στον παράδεισο ή αν. αντίθετα, τής αξίζει η αιώνια τιμωρία· πρβλ. και Πλάτωνα (Φαίδων, 107 d): «η παράδοση λέει... ότι, όταν κάποιος πεθάνει, ο δαίμονάς του, εκείνος δηλαδή που η τύχη τού έχει ορίσει κατά τη διάρκεια τής ζωής του. αναλαμβάνει να τόν οδηγήσει σε κάποιο τόπο. εκεί όπου. αφού οι ψυχές συναθροιστούν και δικαστούν, πηγαίνουν κατόπιν προς τον Άδη με οδηγό εκείνον, στον οποίο βέβαια έχει δοθεί η εντολή να συνοδεύει τους εδώ στον δρόμο τους εκεί κάτω».
Η δοξασία τού ψυχοπομπού αγγέλου έχει πανάρχαιες ρίζες. Ο Φαίδων Κουκουλές στο έργο του βυζαντινών βίος και πολιτισμός (5, 27) επισημαίνει μια αποκαλυπτική φράση από τις Πράξεις τών Αποστόλων: «παραχρήμα δ έπάταξεν αύτόν άγγελος Κυρίου και εξέψυξεν». Ο Μιχ. Γλυκός (12ος αιώνας), όταν είδε από τη στεριά ένα πλοίο να κινδυνεύει, είπε: «Εσύ λέγεις αϊλοίμονον κι εκεί θωρούν αγγέλους» (κινδυνεύουν να πνιγούν, «βλέπουν τον χάρο με τα μάτια τους»). Βλ. και στα Ερωτοπαίγνια (έκδ. Hesseling-Pernot) στίχ. 667: «ψυχήν, καρδίαν εσέν' έχω και άγγελον δεν φοβούμαι». Σύμφωνα πάλι με τον Φ. Κουκουλέ (Βυζαντ. βίος 1, 274-5) «λατρευτικού εθίμου κατάλοιπον είναι ότι έπεκαλούντο κατά τους βυζαντινούς χρόνους τό όνομα τού άγγέλου τών ποταμών και τών ύδάτων οι έν καιρώ νυκτός διαβαίνοντες ποταμόν ή πίνοντες ύδωρ».
Οι Δαίμονες
Δαίμονες, δαιμονικά ή δαιμόνια χαρακτηρίζει ο ελληνικός λαός αόριστα και αδιάκριτα όλα τα ποικιλώνυμα κακοποιό πνεύματα που ταλαιπωρούν τον άνθρωπο στον δεισιδαίμονα βίο του. Στη διαμόρφωση τής λαϊκής μυθολογίας περί δαιμόνων και δαιμονικού κόσμου συνέβαλαν δυο παραδόσεις: η χριστιανική και η προχριστιανική. Από τη χριστιανική παράδοση η λαϊκή φαντασία παρέλαβε τον διάβολο. Ο διάβολος, ο οποίος στις σχετικές λαϊκές παραδόσεις αναφέρεται και ως Σατανάς. Πειρασμός, Πονηρός. Καταραμένος, Αφορεσμένος κ.λπ., είναι το πνεύμα τού κακού που αντιμάχεται το πνεύμα τού καλού, δηλαδή τον Θεό. Παρουσιάζεται στον άνθρωπο με διάφορες μορφές και προσπαθεί με τεχνάσματα να τόν εξαπατήσει και να τόν παρασύρει στον δρόμο τής αμαρτίας. Αλλά από τότε που ο Χριστός με την Ανάστασή του συνέτριψε τον αρχι-δαίμονα. ο διάβολος μπορεί εύκολα να γίνει υποχείριο τού ανθρώπου και παρ' όλη την πονηριά του να εξαπατηθεί από αυτόν (βλ. σχετικές διηγήσεις στις Παραδόσεις. Α', σελ. 514 κ.εξ. τού Ν. Πολίτη).
Πνεύματα που συγγενεύουν με τον Σατανά θεωρούνται τα φαντάσματα. Τα φαντάσματα, δαιμονικά όντα ή και ψυχές νεκρών (ιδιαίτερα εκείνων που βρήκαν βίαιο θάνατο ή αβάπτιστων νηπίων) παρουσιάζονται τη νύχτα με μορφή ανθρώπου ή ζώου σε διάφορους τόπους, συνήθως σε σταυροδρόμια, κοντά σε μνήματα, χαράδρες, ποταμούς κ.α. Με τον διάβολο επίσης συνδέονται τα αερικά, τα οποία σε πολλούς τόπους τά συγχέουν με τα φαντάσματα ή τις νεράιδες. Τα αερικά, δαίμονες τού αέρα (ο ανεμοστρόβιλος και ο σίφουνας σε πολλά μέρη ονομάζονται αερικά) πιστεύεται ότι προξενούν στον άνθρωπο διάφορες ψυχικές ασθένειες, όπως την επιληψία.
Από την προχριστιανική παράδοση ο λαός παρέλαβε πλήθος δαιμονικά όντα, ανθρωπόμορφα. ζωόμορφα ή υβριδικά. Τα όντα αυτά, στον βαθμό που βρίσκονται έξω από το οικείο σύμπαν τής χριστιανικής θρησκευτικής παραδόσεως, ασκούν τρομακτική επίδραση πάνω στον άνθρωπο. Οι μελετητές τά κατατάσσουν σε δυο κατηγορίες: α) σε αυτά που πιστεύεται ότι δρουν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει μέσα στον χώρο όπου κατοικεί ο άνθρωπος και β) σε εκείνα που η λαϊκή φαντασία τοποθετεί τη δρα-στηριότητά τους έξω από αυτό τον χώρο. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται το στοιχειό (ό.τι περίπου ήταν ο οίκσυρός όφις τών αρχαίων), ο Βα-ρυχνάς (ή Βραχνάς ή Βαρυπνάς ή Μώρα), δαίμονας επίσης και στους αρχαίους με τα ονόματα Εφιάλτης, Πνιγαλίων, Τίφυς, Ηπίαλος. Ωφέλης και Επωφέλης. η Γελλού (ή Γελλώ τών αρχαίων), οι Στρίγγλες και οι Καλικάντζαροι (πιθανότατα οι Κή-ρες τών αρχαίων, δηλαδή οι ψυχές τών νεκρών, για τις οποίες πίστευαν ότι τις μέρες που συμπίπτουν με το τέλος τού σημερινού έτους ανέβαιναν από τον Αδη και συναναστρέφονταν μέσα στα σπίτια με τους ζωντανούς). Στη δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνονται οι Νεράιδες (απαντώνται και με πλήθος άλλα ονόματα, όπως ανεραΐδες, Καλές Κυράδες, Καλομοίρες, αρχόντισσες και αντιστοιχούν στις Νηρηίδες τών αρχαίων), η Γοργόνα. η μυθική αδελφή τού Μεγ. Αλεξάνδρου (στις σχετικές διηγήσεις έχουν συγχωνευθεί, κατά τον Ν. Πολίτη, οι αρχαίοι μύθοι για τις Σειρήνες, τη Σκύλλα και τις Γοργόνες), οι Αναακελάδες ή Ατζουμπάδες (επιβίωση τής αρχ. Ονοσκελίδος). τα Σμερδάκια ή Χαμοδράκια (στα οποία πιθανότατα επιβιώνει ο αρχαίος θεός Παν), οι Δράκοι, οιΛάμιες (στις διηγήσεις που τίς αφορούν έχουν συγχωνευθεί διάφοροι αρχαίοι μύθοι περί Λάμιας-Εμπούσης. τής Λάμιας τών υδάτων και τών Σειρήνων).
Σε ανάλογες δαιμονικές μορφές προσωποποίησε ο λαός και τις ασθένειες, ιδίως τις επιδημικές. Έτσι η πανούκλα παρουσιάζεται στις λαϊκές παραδόσεις με τη μορφή γριάς, δύσμορφης και μαυρο-φόρας. ή ζώου (γάτας, κουκουβάγιας), ακόμη και ως κόκκινη φωτιά. Σε καθεμιά από τις προσωποποιημένες ασθένειες αντιστοιχούσε και ένας αντίπαλος άγιος ή αγία. Στη χολέρα, λ.χ., η αγία Παρασκευή, στην ευλογιά η αγία Βαρβάρα ή η αγία Μαύρα. στην πανούκλα ο άγιος Χαράλαμπος ή ο άγιος Σπυρίδων, στη θέρμη (ελονοσία) ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος.
ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
Η χριστιανική αγιογραφία Ανατολής και Δύσης βρήκε στις εκκλησιαστικές παραδόσεις για αγγέλους και δαίμονες ένα πολύ αγαπητό θέμα. Το ίδιο συνέβη και με την κοσμική ζωγραφική, ιδίως από την Αναγέννηση και μετά, στα θέματά της που είχαν θρησκευτικό (ιδίως αποκαλυπτικό) χαρακτήρα.
Οι Αγγελοι
Η χριστιανική αγιογραφία, ήδη από την εποχή τής τέχνης τών κατακομβών, εισήγαγε τις μορφές τών αγγέλων, κατ' αρχήν σε απεικονίσεις, που είχαν ως θέμα τους περιστατικά τα οποία μνημονεύονταν στην Αγία Γραφή. Οι πρώτοι αυτοί άγγελοι παριστάνονταν χωρίς φτερά. Από τον 4ο όμως αιώνα. υπό την επίδραση τών φτερωτών Νικών τής αρχαίας ελληνικής τέχνης, διαμορφώνεται ο φτερωτός τύπος αγγέλου. Σε γενικές γραμμές ο άγγελος αυτού τού τύπου παριστάνεται ως νέος πτερο-φόρος, ντυμένος στα λευκά, με όμορφα και αρμονικά χαρακτηριστικά και σγουρά μαλλιά, δεμένα με ταινία, που τα άκρα της παριστάνονται να ανεμίζουν. Στο δεξί τού χέρι κρατά σκήπτρο ή κοντάρι (σύμβολο εξουσίας) και στο αριστερό σφαίρα με το μονόγραμμα τού Ιησού Χριστού. Κοντάρι κρατά τη στιγμή τού Ευαγγελισμού και ο αρχάγγελος Γαβριήλ και όχι κρίνο, όπως εισήγαγαν στην τέχνη τών μεταγενέστερων χρόνων αγιογράφοι τής Δυτικής Εκκλησίας. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους οι άγγελοι απεικονίζονται ντυμένοι με μεγαλόπρεπες τελετουργικές στολές, όμοιες με τη στολή τού διακόνου. ενώ στα πόδια φορούν βυζαντινά πέδιλα. Τους εικονογραφικούς τύπους τών αγγέλων περιγράφει η Ερμηνεία τής ζωγραφικής τέχνης Διονυσίου τού εκ Φουρνά (έκδοση Α. Παπαδοπούλου-Κεραμέως. εν Πετρουπόλει 1909. σ. 45) ως εξής: «Τά τάγματα τών άγιων άγγέλων είσίν έννέα κατά τόν άγιον Διονύσιον τόν Αρεοπαγίτην, τά όποια διαιρούνται εις τρεις τάξεις. Η πρώτη τάξις· Θρόνοι, Χερουβίμ, Σεραφίμ. Οί μέν Θρόνοι ίοτορίζονται ώς τροχοί πύρινοι έχοντες γύρωθεν πτερά και μέσον τών πτερύγων έχοντες όμματα, περιπεπλεγμένοι άλλήλοις και σχηματιζόμενοι ώς θρόνος βασιλικός· τά δέ Χερουβίμ μέ κεφαλήν μόνην και δύο πτέρυγας. τά δέ Σεραφίμ μέ έξ πτέρυγας, μέ τάς δύο σκεπάζοντα τά πρόσωπά των και μέ τάς άλλας δύο τούς πόδας και μέ τάς άλλας δύο πετώμενα και βαστάζοντα εις τάς χεϊράς των ριπίδια μέ τοιαύτα γράμματα: "Αγιος "Αγιος "Αγιος. Ούτως εϊδεν αύτά ό προφήτης Ησαΐας (στ'. 1-3). Τά δέ τετράμορφα ίοτορίζονται ούτως. Εξαπτέρυγα μέ στέφανον εις τήν κεφαλήν, έχοντα άγγέλου πρόσωπον και βα-στώντα μέ τά δύο χέρια Ευαγγέλιον έμπροσθεν τού στήθους των και έν μέσω τών δύο πτερύγων τών έπάνω τής κεφαλής των έχοντα άετόν και εις τήν πλαγίαν πτέρυγα, τήν δεξιάν, λέοντα και εις τήν αριστεράν μόσχον, βλέποντας άνω και βαστάζοντας εις τούς πόδας των ευαγγέλια. Ούτως εϊδεν αυτά ό προφήτης Ιεζεκιήλ (α-. 5-13). Η δευτέρα τάξις, ήτις λέγεται διακόσμησις: Κυριότητες, Δυνάμεις. Εξουσίαι. Αύται ίοτορίζονται φορούσαι στιχάρια έως τούς πόδας και εζωομέναι μέ χρυσο-πράσινα οράρια. και εις μέν τά δεξιά των χέρια βα-στάζουσαι ραβδία χρυαά. εις δέ τά αριστερά ταύ-την τήν σφραγίδα (σφραγίδα Θεού ζώντος). Η τρίτη τάξις' Αρχαί, Αρχάγγελοι. "Αγγελοι. Ούτοι ίοτορίζονται φορούντες στρατιωτικά φορέματα και έζωσμένοι μέ ζώνας χρυσάς και βαστούντες εις τάς χείράς των κοντάρια μέ πελέκεις και λόγχας εις τάς κορυφάς τών κονταριών».
Στην τέχνη τής Δύσης η απεικόνιση τών αγγέλων απαντάται από τον 10ο αιώνα. Σπουδαία έργα με απεικονίσεις αγγέλων συναντώνται ιδιαίτερα κατά τον 15ο αιώνα (με διαπρεπέστερο εκπρόσωπο τον Φρα Αντζέλικο). τον 16ο αιώνα (με τον Ραφαήλ) και τον 17ο αιώνα (με τον Ρέμπραντ). Εντελώς ξεχωριστή θέση στη δυτικοευρωπαϊκή παράδοση έργων ζωγραφικής με παρόμοια θέματα, κατέχει η περίφημη αναπαράσταση Η συναυλία τών αγγέλων τού Χανς Μέμλινγκ (15ος αιώνας). Το έργο αποτελεί τμήμα τής μεγάλης συνθέσεως τού διάσημου Φλαμονδού ζωγράφου Ο Χριστός περιστοιχιζόμενος από αγγέλους που παίζουν μουσική, η οποία φυλάσσεται στο μουσείο τής Αμβέρσας.
Οι Δαίμονες
Η παράσταση τών κακών πνευμάτων διαδραμάτισε σπουδαιότατο ρόλο στην τέχνη τού μεσαίωνα, ιδιαίτερα στη δυτική Ευρώπη. Στο Βυζάντιο, όπου κυριαρχούσαν οι αρχαίες ελληνικές καλλιτεχνικές παραδόσεις, οι τερατώδεις εμπνεύσεις τής φαντασίας είχαν πολύ περιορισμένες εφαρμογές και οι δαιμονικές απεικονίσεις έπαιρναν συχνά τον δρόμο τού ανθρωπομορφισμού. Έτσι, ο κύριος τού Σκότους, ο Αδης, ο οποίος εικονίζεται στα ψηφιδωτά τής μονής τού Δαφνιού (11ος αιώνας) πεσμένος κάτω από τα πόδια τού -αναστάντος» Χριστού, παριστάνεται ως άνθρωπος, με πρόσωπο αγροίκο, αλλά πάντως υπερήφανο και αγωνιστικό. Συχνά στις μικρογραφίες που συνοδεύουν τα διάφορα χειρόγραφα (ευαγγέλια, βίους αγίων κ.ά.) ο διάβολος παριστάνεται άλλοτε ως πτερωτό πλάσμα (ψυχή) κατά τον τρόπο τής ελληνικής επιτάφιας αγγειογραφίας, άλλοτε πάλι ως ελκυστική γυναίκα, ενσάρκωση τού πειρασμού τών Πατέρων τής ερήμου (άγιος Παχώμιος. άγιος Αντώνιος κ.ά.).
Στη Δύση από τον 11ο αιώνα διαμορφώθηκε μία παράδοση απεικονίσεως τών δαιμονικών όντων με τις πλέον τερατώδεις, ειδεχθείς και εξωανθρώ-πίνες μορφές. Τέτοιες παραστάσεις -συνήθως γλυπτές- συναντά κανείς στα διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη τών μεσαιωνικών εκκλησιών: στα κιονόκρανα. στα τύμπανα (τρίγωνα τού μετωπιδίου), στα στασίδια τών εκκλησιών, στα στόμια τών υδρορρο-ών κ.ά. Οι αρχιτεκτονικές αυτές διακοσμήσεις είχαν αργότερα σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη τής εικονογραφίας που αντλούσε θέματα από τον δαιμονικό κόσμο.
Ορισμένα περιστατικά από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, καθώς και ορισμένοι ευσεβείς θρύλοι. βοήθησαν ώστε να δημιουργηθεί με τον καιρό μια καλλιτεχνική παράδοση στην επιλογή και τη μεταχείριση παρόμοιων θεμάτων. Συνηθισμένα θέματα ήταν: η πτώση τών αποστατών αγγέλων (,Αποκάλυψη, τού Α. Ντύρερ, 1498- τοιχογραφίες τού Φρεμινέ στο Φονταινεμπλώ' ζωγραφική τού Ρούμπενς στο Μόναχο), ο πειρασμός τού Αδάμ και τής Εύας, ο πειρασμός τού Ιώβ, ο πειρασμός τού Χριστού, η κάθοδος τού Χριστού στον Άδη. η μέλλουσα κρίση (πυλώνες τού καθεδρικού ναού τής Ωτέν τού αβαείου τής Κονκ. τών καθεδρικών ναών τής Μπουρζ και τού Παρισιού, έργα τών Στ. Λό-χνερ. Βαν ντε Βάυντεν, τοιχογραφίες τού καθεδρικού ναού τού Αλμπί), οι πειρασμοί τού αγίου Αντωνίου (Μπρέχελ, Σόνγκαουερ. Γκρύνεβαλντ. Καλό. Μπος. Ένσορ). Πρέπει, ακόμη, να μνημονευτούν τα έργα τού Ντύρερ (Ο Ιππότης, Ο Θάνατος και ο Διάβολος), καθώς και οι σκηνές οι εμπνευσμένες από τη μαγεία στα έργα τών Τενιέ. Μπρέχελ (τού νεώτερου), Ρόζα. Γκόγια. Ντελακρουά.
Σε άλλες θρησκείες -ανατολικές, αρχαίες και πρωτόγονες- ο ρόλος τέτοιων ενδιάμεσων όντων είναι λιγότερο καθορισμένος, γιατί εμφανίζονται πότε ως αγαθά και πότε ως πονηρά.
Η φύση και η σημασία τους
Οι Άγγελοι
O όρος άγγελος σημαίνει στα Αρχαία Ελληνικά τον «αγγελιαφόρο», όπως και η αντίστοιχη της εβραϊκή λέξη mal'akh. Έτσι η πραγματική σημασία τής λέξης άγγελος τονίζει περισσότερο τον ρόλο αυτών τών όντων ή τη βαθμίδα που κατέχουν στην κοσμική ιεραρχία παρά την ίδια την ουσία ή τη φύση τους, πράγματα για τα οποία η λαϊκή ευλάβεια έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, προπάντων στις θρησκείες τής Δύσης. Συνεπώς το νόημα που δίνεται στους αγγέλους καθορίζεται μάλλον από το τί κάνουν παρά από το τί είναι. Όποια κι αν είναι η ουσία τους ή η έμφυτη ιδιότητα που διαθέτουν, απορρέει από τη σχέση τους με την πηγή τους (τον Θεό ή το υπέρτατο ον).
Ωστόσο, η δυτική εικονογραφία (το σύστημα τής συμβολικής εικονογραφίας) έγινε αιτία να αποδοθούν στους αγγέλους ουσιαστικά γνωρίσματα που συχνά υπερβαίνουν τις λειτουργικές τους σχέσεις με το θείο ή το ιερό και την αποστολή τους στον γήινο κόσμο. Με άλλα λόγια, η λαϊκή ευσέβεια, θρεμμένη από γραφικές και συμβολικές αναπαραστάσεις αγγέλων, είχε ώς έναν βαθμό αποδώσει ημιθεΐκές ή ακόμα και θεϊκές ιδιότητες σε διάφορες αγγελικές μορφές.
Μολονότι κάτι τέτοιο δεν τό επιδοκιμάζουν συνήθως τα δόγματα ή η θεολογία, μερικές μορφές αγγέλων, όπως ο Μίθρας (ένας Πέρσης θεός που στον ζωροαστρισμό έγινε αγγελικός μεσολαβητής ανάμεσα στον ουρανό και τη γη και κριτής και φύλακας τής δημιουργίας), πήραν τελικά θέση θεών ή ημιθέων με δική τους λατρεία.
Ο ζωροαστρισμός πίστευε στους Αμέοα Σπέντα (amesha spenta). τους θείους ή μεγαλόψυχους αθάνατους, που ήταν οι λειτουργικές όψεις ή υποστάσεις τού Αχούρα Μάζντα, τού Σοφού Κυρίου. Ένας από τους Αμέοα Σπέντα. ο Βοχού Μάνα (Vohu Manah, το Αγαθό Πνεύμα), αποκάλυψε στον Ιρανό προφήτη Ζωροάστρη (6ος π.Χ. αιώνας) τον αληθινό θεό, τη φύση τού και ένα είδος ηθικού συμβολαίου, που ο άνθρωπος μπορεί να αποδεχθεί και να τηρεί ή να τό απορρίψει και να τό αψηφά. Κατά έναν παρόμοιο τρόπο, κάπου 1.200 χρόνια αργότερα, ο άγγελος Γαβριήλ (Απεσταλμένος τού Θεού) αποκάλυψε στον Αραβα προφήτη Μωάμεθ (5ος-6ος μ.Χ. αιώνας) το Κοράνιο (την ισλαμική Αγία Γραφή) και τον αληθινό θεό (Αλλάχ), τη μοναδικότητά του και τις ηθικές και θρησκευτικές επιταγές τού ισλαμισμού.
Οι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τον Γαβριήλ, τον αγγελιαφόρο τού θεού -το «πνεύμα τής αγιότητος» και το «πιστό πνεύμα»-είναι παρόμοιοι με εκείνους που αποδίδονται στους Αμέσα Σπέντα τού ζωροαστρισμού και στο Τρίτο πρόσωπο τής Αγίας Τριάδας (Πατήρ, Υιός και Αγιο Πνεύμα) τού χριστιανισμού. Στις μονοθεϊστικές αυτές θρησκείες (αν και ο ζωροαστρισμός εξελίχθηκε αργότερα σε δυαδισμό), όπως επίσης και στον ιουδαϊσμό, σαφέστερες είναι οι μαρτυρίες για τα λειτουργικά χαρακτηριστικά τών αγγέλων παρά για την οντολογική τους υπόσταση (ή τη φύση τού Όντος) -μολονότι σε πάμπολλες περιπτώσεις η λαϊκή ευσέβεια και ο μύθος έχουν ωραιοποιήσει τον λειτουργικό ρόλο τους. Διάφορες θρησκείες, ανάμεσα στις οποίες και πρωτόγονες, πιστεύουν σε όντα που μεσολαβούν ανάμεσα στα ιερά και τα κοσμικά βασίλεια, αλλά την πίστη αυτή τήν έχουν πληρέστερα επεξεργαστεί οι θρησκείες τής Δύσης.
Οι Δαίμονες
Ο όρος δαίμων είναι αρχαία ελληνική λέξη που σημαίνει «υπερφυσικό ον» ή «πνεύμα». Αν και ταυτιζόταν συχνά με το κακοποιό ή πονηρό πνεύμα, σήμαινε αρχικά ένα πνευματικό ον που επηρέαζε τον χαρακτήρα τού ανθρώπου.
Ένας «αγαθός δαίμων» (ένα «καλό πνεύμα»), λόγου χάρη, διαπνεόταν από αγαθές διαθέσεις στη σχέση του με τους ανθρώπους. Έτσι, ο φιλόσοφος Σωκράτης παρουσιάζει τον δικό του δαίμονα ως ένα πνεύμα που τόν ενέπνεε να αναζητά και να λέει την αλήθεια. Λίγο λίγο ο όρος έφτασε να αναφέρεται στα κατώτερα πνεύματα τού υπερφυσικού βασιλείου. τα οποία έσπρωχναν τους ανθρώπους να κάνουν πράξεις που δεν θα τούς έβγαιναν σε καλό. Η ερμηνεία που επικράτησε ήθελε τον δαίμονα ένα πονηρό πνεύμα και συνεπώς ένα πνεύμα που προαναγγέλλει το κακό, την κακοτυχία και την αναστάτωση.
Για ορισμένες πρωτόγονες θρησκείες τα πνευματικά όντα μπορούσε να είναι είτε αγαθά είτε πονηρά, ανάλογα με τις καταστάσεις που αντιμετώπιζαν τα άτομα ή η κοινότητα. Έτσι, η συνήθης ταξινόμηση που κατατάσσει τους δαίμονες ανάμεσα στα πονηρά πνεύματα δεν έχει απόλυτη ισχύ στις πρωτόγονες θρησκείες.
Πνεύματα αγαθά ή πνεύματα πονηρά μπορεί με τον καιρό να πάρουν εντελώς αντίθετη στάση. Έτσι συνέβη στην αρχαία ινδόίρανική θρησκεία, από την οποία προήλθε ο πρώιμος ζωροαστρισμός. καθώς και ο πρώιμος ινδουισμός, που αντικαθρεφτίζεται στις Βέδες (αρχαίοι ύμνοι τών Αρείων). Στον ζωροα-στρισμό οι νταίβα (daeva) θεωρούνταν πονηρά πνεύματα, αλλά το αντίστοιχο τους στον αρχαίο ινδουισμό, οι ντέβα (deva), θεωρούνταν θεοί. Οι α-χούρα (ahura) τού ζωροαστρισμού ήταν αγαθοί «Κύριοι», αλλά το ινδουιστικό τους αντίστοιχο, οι α-σούρα (asura), έχουν μεταβληθεί σε κακούς «Κυρίους». Κατά τον ίδιο περίπου τρόπο, ο Σατανάς, ο κατήγορος τών ανθρώπων στο δικαστήριο τής Θείας δικαιοσύνης στην Παλαιά Διαθήκη στο βιβλίο τού Ιώβ. έγινε ο κύριος αντίπαλος τού Χριστού στον χριστιανισμό και τού ανθρώπου στον ισλαμισμό. Πολλές τέτοιες μεταβολές μαρτυρούν πως η σαφής διάκριση ανάμεσα στους αγγέλους ως αγαθά πνεύματα και τους δαίμονες ως πονηρά πνεύματα ίσως να είναι υπερβολικά απλοϊκή, όσο κι αν κάτι τέτοιοι χαρακτηρισμοί θα μπορούσε να αποτελούν μια πολύ χρήσιμη ένδειξη γιο τις γενικές λειτουργίες παρόμοιων πνευματικών όντων.
Οι δοξασίες για αγγέλους και δαίμονες στις διάφορες αντιλήψεις περί Σύμπαντος
Επειδή ο άνθρωπος είναι ένα ον που αγωνιά για να συλλάβει τα όριά του -κάτι που τόν διαφοροποιεί από άλλα έμψυχα όντα και που καθιστά την κοινότη-τά του (συνεπώς και τον κόσμο του) διαφορετική από άλλες κοινότητες (και άλλους κόσμους)- η άπο-ψή του για το σύμπαν έχει επηρεάσει την αντίληψή του για ό,τι ονομάζουμε αγγέλους και δαίμονες. Ο κόσμος μπορεί να είναι μονιστικός για ορισμένες θρησκείες, όπως ο ινδουισμός, που βλέπει το σύμπαν ως απόλυτα ιερό ή ως στοιχείο που συμμετέχει σε μία και μοναδική θεία αρχή (τον Βράχμα ή το Ον Καθαυτό).
Μπορεί επίσης να είναι δύίστικός, όπως στον Γνωστικισμό (ένα αποκρυφιστικό θρη-σκειακό δυϊστικό σύστημα ή χριστιανικό αιρετικό κίνημα όπως θεωρείται συνήθως, που άνθησε στον ελληνορρωμάίκό κόσμο τον 1ο και 2ο μ.Χ. αιώνα), που γενικά βλέπει τον κόσμο τής ύλης ως κακό και το βασίλειο τού πνεύματος ως αγαθό. Μια τρίτη άποψη για τον κόσμο, που τή βρίσκουμε γενικά στις μονοθεϊστικές θρησκείες, ιουδαϊσμό, ζωροαστρι-σμό, χριστιανισμό και ισλαμισμό, έχει ως βάση της ένα τριμερές σύμπαν, ουράνιο, γήινο και υποχθό-νιο. Αυτή η τρίτη άποψη επηρέασε τις ιδέες τού ανθρώπου τής Δύσης για τους αγγέλους και τους δαίμονες. καθώς και τις επιστημονικές και μεταφυσικές του ιδέες.
Στην αντίληψη
περί τρίμερους Σύμπαντος
Στους βιβλικούς, ελληνιστικούς και ισλαμικούς κόσμους τής σκέψης, το γήινο βασίλειο ήταν ένας κόσμος, στον οποίο ο άνθρωπος περιοριζόταν από παράγοντες όπως ο χρόνος, ο χώρος, η αιτία και το αποτέλεσμα. Το ουράνιο βασίλειο, το οποίο αποτελούσαν οι επτά ουρανοί ή σφαίρες, όπου κυριαρχούσαν οι επτά τότε γνωστοί πλανήτες, ήταν το βασίλειο τού θείου και τού πνευματικού. Το υποχθάνιο βασίλειο ήταν η περιοχή τού χάους και τών πνευματικών δυνάμεων τού σκότους. Στο υψηλότερο επίπεδο τής ουράνιας σφαίρας υπήρχε η υπέρτατη έκφραση τού θείου ή τού ιερού. π.χ. ο Γιαχβέ, ο Θεός τού ιουδαϊσμού. τού οποίου το όνομα ήταν τόσο ιερό ώστε δεν επιτρεπόταν ούτε και να τό αναφέρει κανείς· ο Βυθός. η άγνωστη αρχή, πέρα από κάθε αρχή, στον Γνωστικισμό' ο ουράνιος Πατέρας τού χριστιανισμού, γνωστός διά μέσου τού Λόγου τού (τού θείου Λόγου, τού Ιησού Χριστού) και ο Αλλάχ, ο ισχυρός, ο παντοδύναμος και ο φοβερός Θεός τού ισλαμισμού.
Για να αποκαλύψει τον προορισμό και τη μοίρα τού ανθρώπου -τού τελειότερου όντος στο γήινο βασίλειο- το υπέρτατο ον τής ουράνιας σφαίρας έκανε τον άνθρωπο, σύμφωνα με τις θεωρίες αυτές, ικανό να μάθει ποιος είναι, ποια είναι η αρχή του και ποια η μοίρα του, με τη μεσολάβηση τών ουράνιων μαντατοφόρων, τών αγγέλων.
Το μήνυμα ή η αποκάλυψη αποσκοπούσαν συνήθως σε τούτο, να αναγνωριστεί η πηγή τής απο-καλύψεως -π.χ. το υπέρτατο ον- και ότι η μοίρα τού ανθρώπου θα ήταν ανάλογη με την ανταπόκρι-σή του. Ύστερα από μια κοσμογονική ρήξη που σημειώθηκε στην ουράνια σφαίρα πριν από τη δημιουργία τού κόσμου ή την αναγγελία τής αποκαλύ-ψεως, κάποιοι άγγελοι, υποτακτικοί τού Δημιουργού, προσπάθησαν φαίνεται να ξεγελάσουν τον άνθρωπο με μια ψεύτικη αποκάλυψη ή θέλησαν ίσως να αποκαλύψουν την αλήθεια για την πραγματική φύση (ή οντότητα) τού ανθρώπου, τη γένεση και το πεπρωμένο του. Οι άγγελοι που προσπάθησαν να διαστρεβλώσουν το μήνυμα τού υπέρτατου ουράνιου όντος για να φέρουν σύγχυση στην προσπάθεια τού ανθρώπου να κατανοήσει την τωρινή πεπερασμένη κατάστασή του ως ανθρώπινου όντος ή το πεπρωμένο του ως υπεργήινου όντος -αν και δεν τούς λέμε πάντοτε δαίμονες- ενεργούν ως δυνάμεις τού κακού.
Ένας από αυτούς τους κακούς αγγέλους είναι και ο διάβολος του χριστιανισμού και ιουδαϊσμού ή ο Ιμπλίς (ο διάβολος) τού ισλαμισμού, που με τη μορφή φιδιού στη βιβλική ιστορία τού Κήπου τής Εδέμ -σύμφωνα με μεταγενέστερες ερμηνείες τού μύθου- προσπάθησε να εμποδίσει τον άνθρωπο στην προσπάθειά του να κατανοήσει τα όρια ή τους περιορισμούς του ως πλάσματος τής δημιουργίας. Αυτό τό κατόρθωσε βάζοντας τον άνθρωπο σε πειρασμό να γευτεί τον καρπό τού δέντρου τής γνώσης τού καλού και τού κακού, ώστε να μπορέσει να γίνει όμοιος με τον Θεό (ή με τα θεία όντα τής ουράνιας αυλής).
Στον ζωροαστρισμό. το Κακό Πνεύμα, ο Αγκρα Μαϊνιού (Angra Mainyu. αργότερα Αριμάν), προσπάθησε -με τη βοήθεια υποτακτικών πνευμάτων, όπως το Κακό Πνεύμα, το Ψέμα και η Αλαζονεία- να εξαπατήσει τον χοϊκό άνθρωπο ώστε να διαλέξει μια μοίρα που τόν καταδίκαζε να τιμωρείται στα υποχθόνια. μέσα σε ένα φλεγόμενο βάραθρο. Στο τέλος τού 16ου αιώνα, όταν σημειώθηκε η κοπερνίκεια επανάσταση (βασισμένη στις θεωρίες τού Πολωνού αστρονόμου Κοπέρνικου), στα πλαίσια τής οποίας η άποψη τού ανθρώπου για τον κόσμο άλλαξε ριζικά -π.χ. η Γη έπαψε πια να θεωρείται το κέντρο τού σύμπαντος κι έγινε ο πλανήτης ενός ηλιακού συστήματος, που δεν είναι παρά ασήμαντο τμήμα κάποιου γαλαξία σε ένα καθώς φαίνεται απέραντο σύμπαν- οι ιδέες για αγγέλους και δαίμονες δεν φαίνονταν πια να έχουν τη θέση τους. Ο τριμερής κόσμος -επάνω ο Ουρανός, στη μέση η Γη και κάτω η Κόλαση- ήταν πια ένας αναχρονισμός. Με την εμφάνιση πάντως τής σύγχρονης δυτικής ψυχολογίας και τών ψυχαναλυτικών ερευνών στον 19ο και 20ό αιώνα, οι αρχές, πάνω στις οποίες στηρίζεται η πίστη για τους αγγέλους και τους δαίμονες. πήραν καινούργια σημασία. Πολλοί χριστιανοί θεολόγοι βρήκαν ότι μερικές από τις απόψεις τής ψυχαναλύσεως βοηθούσαν για μια νέα ερμηνεία τής σημασίας που κρύβεται στις πρωτόγονες και παραδοσιακές δοξασίες για αγγέλους και δαίμονες.
Ο τριμερής κόσμος βρήκε τον νέο μύθο του στην αντίληψη για μια τριμερή δομή τής προσωπικότητας -το υπερεγώ (τους περιοριστικούς κοινωνικούς κανόνες, χάρη στους οποίους ο άνθρωπος μπορεί να ζει ως κοινωνικό ον), το εγώ (η συνειδητή πλευρά τού ανθρώπου) και το «εκείνο» ή η λίμπιντο (ένα καζάνι με επιθυμίες που βράζει και κοχλάζει, έτοιμο πάντα να εκραγεί κάτω από το κατώφλι τής συνειδήσεως). Έτσι οι δαίμονες -κατά την ερμηνεία αυτή- θα μπορούσε κάλλιστα να οριστούν ως προβολές τών ανεξέλεγκτων ορμών τού ανθρώπου, που τόν ωθούν να ενεργεί σύμφωνα με τις προσωπικές εγωιστικές του επιθυμίες, χωρίς να λογαριάζει ποια αποτελέσματα θα έχουν στους άλλους ανθρώπους. Από μια κοινωνική άποψη τού θέματος, θα μπορούσε επίσης να οριστούν ως οι δυνάμεις τού περιβάλλοντος και τής κληρονομικότητας, που σπρώχνουν τον άνθρωπο να ενεργεί, να σκέφτεται και να μιλά αντίθετα με το καλό το δικό του και τής κοινότητάς του.
Ένας σύγχρονος Γάλλος συγγραφέας, ο Ντενί ντε Ρουζμόν, στο βιβλίο του Ο Κλήρος τού Διαβόλου (La part du diable) υποστηρίζει ότι ο διάβολος και οι δαιμονικές δυνάμεις που βασανίζουν τον σύγχρονο κόσμο μπορεί πολύ καλά να φανερώνονται με την επιστροφή τού σύγχρονου ανθρώπου στη βαρβαρότητα και με την έλλειψη ανθρωπιάς που διακρίνει τις σχέσεις ανθρώπου προς άνθρωπο. Τον 2ο μ.Χ. αιώνα ο Κλήμης ο Αλεξαν-δρεύς. χριστιανός φιλόσοφος και θεολόγος, έκλινε προς μια ψυχολογική ερμηνεία τών δαιμονικών δυνάμεων λέγοντας ότι ο άνθρωπος συχνά αιχμαλωτιζόταν από τις εσωτερικές ορμές τών παθών του και τών σαρκικών του επιθυμιών. Ο φροϋδικός «μύθος» τής ανθρώπινης προσωπικότητας και άλλες ψυχολογικές μελέτες έδωσαν έτσι μια νέα διάσταση στη μελέτη τών αγγέλων και τών δαιμόνων. Η μεσαιωνική εικονογραφία, η οποία γραφικά απεικόνιζε αγγέλους και δαίμονες σαν υβριδικά πλάσματα, που πολλές φορές ήταν πρόκληση ακόμη και για την πιο ζωηρή φαντασία όποιων τά κοίταζαν, έχει παραμεριστεί από έναν ψυχολογικό, ψυχαναλυτικό και σύγχρονο μυθολογικό συμβολισμό, συνδυασμένο με τον θεολογικό στοχασμό.
Στην αντίληψη
περί δυϊστικού Σύμπαντος
Οι θρησκευτικές παραδόσεις που βλέπουν το σύμπαν κατά τρόπο δυϊστικό, όπως ο Γνωστικισμός. θεωρούσαν τους αγγέλους ως ουράνια όντα που ασκούσαν έλεγχο σε κάποιες σφαίρες, μέσα από τις οποίες έπρεπε να περάσει η ψυχή μόλις απελευθερωνόταν από τα δεσμά τής υλικής τής υπάρξεως. Αναγκαία προύπόθεση για να επιτύχει ο πιστός την τελική ένωση με την υπέρτατη πνευματική πραγματικότητα ήταν να ξέρει αυτούς τους αγγέλους και τα ονόματά τους.
Σε διάφορους καταλόγους τών επτά αγγέλων που κυβερνούν τις επτά πλανητικές σφαίρες υπάρχουν ο Γαβριήλ, ο Αδωνάι (Κύριος), ο Αριήλ (το λιοντάρι τού Θεού) κ.ά. Ο άγγελος τής δημιουργίας τού κόσμου τής ύλης, ο Γιαχβέ (που μερικές φορές τόν αποκαλούν ο Δημιουργός, ο Πλάστης), ήταν κακός στη θεωρία τών Γνωστικών, όχι μόνο γιατί ήταν ο Δημιουργός αλλά και γιατί προσπάθησε να εμποδίσει τους πνευματικούς ανθρώπους να καταλάβουν την αληθινή αρχή, φύση και μοίρα τους.
Ο Μανιχαϊσμός, μια δυίστική θρησκεία που ιδρύθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα από τον Μάνητα, έναν Ιρανό προφήτη, χώρισε τον κόσμο, όπως κι ο Γνω-στικισμός, σε δύο σφαίρες, στο Καλό (το Φως) και στο Κακό (το Σκοτάδι). Αυτές οι δυο αρχές συνυπάρχουν στον κόσμο τής ύλης και αντικειμενικός σκοπός τού ανθρώπου είναι, για να σωθεί, να ξεχωρίσει το υλικό από το πνευματικό, έτσι που να μπορεί να φτάσει σε κατάσταση απόλυτης καλοσύνης. Στην πιο υψηλή θέση τής ουράνιας ιεραρχίας βρίσκονται τα δώδεκα φωτεινά διαδήματα τού Πατέρα τού Μεγαλείου και οι Δώδεκα Αιώνες, οι «πρωτόπλαστοι» -μορφές αγγέλων που χωρίζονται τρεις τρεις σε ομάδες και περιβάλλουν το Υπέρτατο Ον στα τέσσερα τέταρτα τών ουρανών. Επειδή ο Διάβολος, ο Άρχων τού Σκότους, διεκδικεί τις προνομίες τού Βασιλείου τού Φωτός, σε κάποια μάχη που επακολούθησε ανάμεσα στις ουράνιες δυνάμεις, το Φως κοι το Σκότος αναμίχθηκαν και δημιουργήθηκε ο κόσμος τής ύλης και τού πνεύματος.
Ο άνθρωπος, αγνοώντας την πνευματική του φύση και μπαίνοντας διαρκώς σε πειρασμό από τους δαίμονες τού Αρχοντα τού Σκότους, καταλαβαίνει τελικά την αληθινή του φύση χάρη στις ενέργειες κάποιων αγγελικών όντων που λέγονται Φίλοι τού Φωτός και τού Ζώντος Πνεύματος και τών πέντε βοηθών του: τον Κύριο τού Μεγαλείου, τον Βασιλέα τής Τιμής, το Φως τού Ανθρώπου, τον Βασιλέα τής Δόξας και τον Προστάτη.
Στην αντίληψη
περί μονιστικου Σύμπαντος
Εκείνοι που θεωρούν τον κόσμο ως βασικά μονιστι-κό -όπως ο ινδουισμός, ο ζαϊνισμός και ο βουδισμός- γενικά δεν πιστεύουν σε αγγέλους που έχουν κύρια αποστολή την αποκάλυψη τής αλήθειας. Αστή είναι η αποστολή άλλων όντων, όπως οι αβα-τάρα (ενσαρκώσεις θεών) στον ινδουισμό, οι τιρ-χανκάρα (άγιοι ή προφήτες) στον ζαϊνισμό και οι μποντισάτβα (αυτοί που πρόκειται να γίνουν Βούδες) στον βουδισμό.
Επειδή όλες οι τέτοιου είδους μορφές θεωρούνται μάλλον ως πρότυπα άγιας ζωής παρά ως πηγές αποκαλύψεως (εκτός από την περίπτωση ορισμένων αβατάρα και μποντισάτβα). δεν πρέπει να εξετάζονται σύμφωνα με τις τυπικές δυτικές αντιλήψεις για τα αγγελικά όντα. Αυτές οι θρησκείες έχουν πλήθος δοξασίες για τους δαίμονες.
Η πίστη σε δαίμονες ως κοινό στοιχείο όλων τών θρησκευτικών ή μυθολογικών αντιλήψεων περί Σύμπαντος
Η πίστη σε δαίμονες δεν έχει σχέση με καμιά ειδική αντίληψη περί κόσμου. Οι δαίμονες έχουν έναν ευρύτατο ρόλο, γεωγραφικό και ιστορικό, ως πνευματικά όντα που επηρεάζουν τον άνθρωπο στη σχέση του με το ιερό ή το άγιο. Μπορεί να είναι όντα η-μιανθρώπινα, μη ανθρώπινα ή φαντάσματα ανθρώπινων όντων, που για διάφορους λόγους προσπαθούν γενικά να εξαναγκάσουν τον άνθρωπο να μην πραγματοποιήσει τις πιο υψηλές του φιλοδοξίες ή να μην ασκεί δραστηριότητες απαραίτητες για την ευτυχία του στην καθημερινή ζωή. Ο αρχαίος ασσυριακός δαίμονας ραμπίσου (rabisu) είναι προφανώς κλασικό πρότυπο υπερφυσικού όντος που ενέπνεε τέτοιο φόβο στους ανθρώπους, ώστε κυριολεκτικά σηκωνόταν η τρίχα τους όταν πίστευαν ότι ένιωθαν την παρουσία του.
Τον 17ο αιώνα στην Ευρώπη, κατέτασσαν τους δαίμονες ανάλογα με τη δύναμη που είχαν να παρασύρουν τους ανθρώπους να ενδώσουν σε ό,τι αποκαλούσαν κατώτερα ένστικτα ή επιθυμίες. Σ' αυτούς τους καταλόγους συμπεριλαμβάνονταν εφιαλτικοί δαίμονες που γεννιούνταν από το σπέρμα τής συνουσίας και δαίμονες που ξεγελούσαν τους ανθρώπους και τούς έκαναν να πιστεύουν πως μπορούσαν να μεταφερθούν πετώντας νύχτα σε τόπους όπου γίνονταν μαγικές τελετουργίες. Σύμφωνα με μερικές αυθεντίες τού 20ού αιώνα (καθώς και με μερικούς παλαιούς χριστιανούς απολογητές), οι δήθεν δαίμονες τών επικρατέστερων θρησκειών τού κόσμου είναι οι πρώην θεοί ή τα πνεύματα που καθαιρέθηκαν ή παραμερίστηκαν από τις θρησκευτικές δοξασίες ενός κατακτητή λαού. Έτσι οι τευτο-νικοί, σλαβικοί, κελτικοί ή ρωμαϊκοί θεοί είτε ξέπεσαν σε δαίμονες ανταγωνιστές τού Χριστού, τών αγίων του ή τών αγγέλων του είτε αφομοιώθηκαν στη λατρεία άγιων μορφών τού χριστιανισμού. Οι οπαδοί τών αρχαίων αλλά χωρίς πια επιρροή θεοτήτων συχνά υποβάλλονταν σε διωγμούς ως υποστηρικτές τής μαγείας, ειδικά στη χριστιανική Ευρώπη (βλ. μαγεια).
Τύποι Αγγέλων και Δαιμόνων
Οι άγγελοι και οι δαίμονες, καθώς σημειώθηκε προηγουμένως, έχουν ταξινομηθεί σε κατηγορίες ως αγαθά, ως πονηρά και ως αμφίθυμα ή ουδέτερα πνεύματα, που μεσολαβούν μεταξύ τού πνευματικού και τού κοσμικού βασιλείου.
Αγαθά πνεύματα
Τα αγαθά πνεύματα είναι συνήθως άγγελοι, κάποτε όμως φαντάσματα προγόνων ή άλλα πνευματικά όντα που εξευμενίστηκαν με θυσίες ή άλλες ιεροτελεστίες. Βοηθούν τον άνθρωπο να έρθει σε αρμονική σχέση με τον Θεό, με άλλα πνευματικά όντα ή με καταστάσεις τού ανθρώπινου βίου. Οι άγγελοι, δεν ενεργούν μόνο ως φορείς τής αποκαλύψεως τών θείων αληθειών, αλλά πιστεύεται ακόμη ότι βοηθούν αποτελεσματικά τον άνθρωπο να πετύχει τη σωτηρία του ή ιδιαίτερες χάρες ή εύνοιες. Το πρώτιστο έργο τους είναι να δοξάζουν και να υπηρετούν τον Θεό και να εκτελούν το θέλημά του. Αυτό ισχύει για τους αγγέλους τόσο στον χριστιανισμό και τον ζωροαστρισμό. όσο και στον ιουδαϊσμό και τον ισλαμισμό.
Ως λειτουργικές προεκτάσεις τής θείας θελήσεως, επεμβαίνουν, μερικές φορές, στις ανθρώπινες υποθέσεις ανταμείβοντας τον πιστό και τιμωρώντας τον άνομο ή σώζοντας τους αδύνατους που χρειάζονται βοήθεια και καταστρέφοντας τον αμαρτωλό, που άδικα κατατρέχει τους συνανθρώπους του. Στο δευτεροκανονικό βιβλίο Τωβίτ (ένα βιβλίο που δεν τό δέχονται ως κανονικό οι Ιουδαίοι και οι Προτεστάντες), λόγου χάρη. ο αρχάγγελος Ραφαήλ (ο Θεός θεραπεύει) βοήθησε τον ήρωα Τω-βία, γιο τού Τωβίτ, σ' ένα ταξίδι του και τού αποκάλυψε τις μαγικές συνταγές που θα θεράπευαν τον τυφλό πατέρα του και θα εξουδετέρωναν τη δύναμη τού δαίμονα Ασμοδαίου.
Αναφέρεται, επίσης, ότι οι άγγελοι έλαβαν μέρος στη Δημιουργία και στο έργο τής Θείας Πρόνοιας για τη διατήρηση τού κόσμου. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, επηρεασμένος από την ελληνιστική κοσμολογία, δίδασκε πως οι άγγελοι ήταν αυτοί που κινούσαν τα άστρα και είχαν στον έλεγχό τους τα τέσσερα στοιχεία: γη. αέρα. φωτιά και νερό. Πολλοί άγγελοι θεωρούνταν φύλακες-προστάτες ατόμων ή και εθνών. Η άποψη πως υπάρχουν φύλακες άγγελοι που επαγρυπνούν για τα μικρά παιδιά υπήρξε πεποίθηση ενδεικτική τής λαϊκής ευσέβειας τού Ρωμαιοκαθολικισμού. Οι άγγελοι θεωρούνται, επίσης, ως ψυχοπομποί, που οδηγούν τις ψυχές τών νεκρών στον υπεργήινο κόσμο. Κατά τη γέννηση τών ανθρώπων, οι άγγελοι πιστεύεται ότι προσφέρουν διάφορες υπηρεσίες. Αυτό φαίνεται κυρίως στις περιπτώσεις που οι άγγελοι ανακοινώνουν τη γέννηση θείων προσώπων, όπως τού Ιησού και τού Ιωάννη τού Βαπτιστή στην Καινή Διαθήκη.
ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Οι Αγγελοι
• Από πολύ νωρίς οι Έλληνες φαντάστηκαν θείους αγγελιαφόρους να μεταφέρουν τα μηνύματα τών θεών σε άλλους θεούς ή στους ανθρώπους. Η ίδια η Αθηνά παίζει μερικές φορές αυτό τον ρόλο: «Πίνδα-ρος ό' αΰ φησι δεξιάν κατά χείρα το Ο πατρός τήν Αθηναν καθεζομένην. τάς έντολάς τοις θεοϊς άπο-δέχεσθαι· αγγέλου μέν γαρ έοτι μείζων ήγε τών αγγέλων άλλοι; άλλα έπιτάττει πρώτη παρά τοϋ πατρός παραλαμβάνουσα» (Αριστείδου.Λόγος εις Αθηνάν. έκδοση Dindorf. τόμ. 1ος. σ. 15). [Ο Πίνδαρος πάλι λέει ότι η Αθηνά, η οποία κάθεται στα δεξιά τού πατέρα, παίρνει τις εντολές που προορίζονται για τους θεούς· γιατί είναι ανώτερη από αγγελιαφόρο και αυτή βέβαια δίνει εντολές στους άλλους αγγελιαφόρους. αφού τίς πάρει πρώτα από τον πατέρα]. Η Νέ· μεσις είναι «Δίκης άγγελος» κ.ο.κ.
• Η κατεξοχήν όμως αγγελιαφόρος τών θεών και κυρίως τού Διός και τής Ήρας είναι η Τρις: «Ζεύς δέ πατήρ Ίδηθεν έπεί ΐδε χώσατ" άρ' αίνώς. "Ιριν δ' ώτρυνε χρυσόπτερον άγγελέουσαν» (Ιλιάς. θ 397-398) [Κι ο πατέρας Δίας. μόλις τίς είδε από την Ίδη ευθύς φοβερά οργίστηκε και την Ίριδα με τα χρυσά φτερά παρακινούσε να πάει αγγελιαφόρος). Κύρια χαρακτηριστικά της είναι, φυσικά, τα πολύ γρήγορα πόδια (άελλόπονς) και τα φτερά (χρυσόπτερος). Η στενή σχέση αγγέλων και δαιμόνων με τη μεταγενέστερη χριστιανική σημασία, ακόμη και σ' αυτή την πρώιμη εποχή φαίνεται από την πίστη ότι η Ίρις ήταν αδελφή τών Αρπυιιόν.
• Αγγελιαφόρος τών θεών. με πολύ ευρύτερες όμως ιδιότητες, ήταν και ο Ερμής: «Έρμείαν μέν έπειτα, διάκτορον "Αργειοφόντην. νήσον ες Ώγυγίην ότρύ-νομεν...» (Οδύσσεια. α 84-85). (Τότε ας προστάξουμε τον αγγελιαφόρο τον Ερμή. που κάνει την εμφάνιοή του απροσδόκητα, να πάει στο νησί Ωγυγία...]. Ο πέτασος στο κεφάλι, χαρακτηριστικός τού ταξιδιώτη, και για τον Ερμή ειδικά φτερωτός, καθώς και τα φτερωτά υποδήματα ήταν χαρακτηριστικά τής αποστολής τού ως αγγέλου. Οι ευρύτερες αρμοδιότητες του. που ήταν οι αρμοδιότητες γενικά ενός κήρυκα, συμβολίζονταν με το κηρύκειο που κρατούσε.
Οι Δαίμονες
• Η λέξη δαίμων χρησιμοποιήθηκε εξαρχής για να αποδώσει την υπερβατική, «θεία» δύναμη στη γενικότερη της μορφή, στις περιπτώσεις δηλαδή που η προσωποποίηση της ήταν ατελής, που ο φορέας της δεν προβαλλόταν καθαρά. Η έννοια τής μοίρας και τής τύχης ήταν. σύμφυ>να με την ετυμολογία τής λέξης δαίμων. άμεσα συνυφασμένες μαζί της.
• Από πολύ νωρίς χρησιμοποιήθηκε παράλληλα με την έννοια τού θεού: «Ή δ' Οϋλυμπόν δέ βεβήκει δώ-ματ' ές αίγιόχοιο Διός μετά δαίμονας άλλους» (Ιλιάς. Α 222).
• Όμως συχνά ο δαίμων διαστελλόταν προς τον θεό ως δύναμη κατώτερη και ασαφέστερη: «και θεοί και δαίμονες» (Αριστοφ. Πλούτος. 81). Στους δαίμονες δεν απέδιδαν συνήθως λατρεία.
• Αυτή η ασαφέστερη θεία δύναμη μπορούσε να είναι η τύχη. καλή ή κακή. τού καθενός («όλβιοδαί-μιον». «κακοδαίμων»), Η θεία αιτή δύναμη μπορούσε ακόμη και να παραμείνει στην ψυχή αυτών που πέθαναν, τών νεκρών.
• Πολλές φορές όμως αποκρυσταλλώθηκε σε ατελείς προσωποποιήσεις που αποτέλεσαν τους συγκεκριμένους «δαίμονας» τών αρχαίων, είτε ως «καλά» είτε ως «κακά» πνεύματα.
• Ο Αγαθοδαίμων ή Αγαθός δαίμων (βλ. λ.) είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις «καλού» πνεύματος. Οι δαίμονες ιών ποταμών είναι επίσης α-γαθοποιά πνεύματα και εικονίζονται συχνά ως αν-θρωποκέφαλοι ταύροι ή κερασφόροι άνθρωποι. Ο Αχελώος είναι ο πιο γνωστός από αυτούς (βλ. λ.).
• Αγαθοί συνήθως είναι και οι δαίμονες τής θάλασσας. που έχουν την ιδιότητα να μεταμορφώνονται συχνά. Ο Πρωτενς. οΑλιος γέρων, οι Τρίτωνες κ λπ.
• Αγαθοποιοί αλλά και πολλές φορές επίφοβοι είναι άλλοι δαίμονες, όπως το πνεύμα τής εξοχής, ο τραγό-πους Παν. οι Νύμφες, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί (βλ. σχετικά λήμματα). Ακόμη και η Έρις. η φιλονεικία, μπορεί να είναι η καλή. η άμιλλα, ή η κακή. ο φθόνος, κατά τον Ησίοδο.
• Όμως ο φόβος για τηνν ασαφή υπερβατική δύναμη δημιούργησε πιο πολλούς κακούς δαίμονες (βλ. χαρακτηριστικά την έννοια στον Πλούτ. ΗΗ. 153a.
• Οι Χήρες, δαίμονες της καταστροφής, ο Ύπνος και ο θάνατος, ο Φόβος, οι Γοργόνες, οι Ερινύες, δαίμονες τής νέμεσης, οι Λρπνιες. πνεύματα τών καταστροφικοί άνεμων, ο Τυφών, προσυκτοποίηση τής τυφλή; δύναμης, οι Σειρήνες, η Σφιγξ κ.ο.κ. είναι τα πιο γνωστά παραδείγματα (βλ. σχετικά λήμματα).
• Τίτοιοι όμως δαίμονες, με τη σημασία περίπου που πήρε ώς σήμερα η λέξη, υπήρχαν αναρίθμητοι και στους αρχαίους. Π.χ. Κότας, «δαίμων παρά Κορίνθιοι; τιμώμενο;, ίφορο; των αισχρών» (Λεξικό Σούδα). Πυιναί. «ήγουν α'ι κολαστικαί δαίμονες» (Πληθ. Σχό)„ εις Χρησμ. Ζωροάστρ. 136), Μορμόνες, «πλάνη-τες δαίμονες» (Ησύχιος).
• Δαίμονες είχε φαίνεται και η μινωική-μυκηναϊκή θρησκεία, όπως π.χ. τους ονόμορφους όιψίους.
Αν και εκείνο που έχει πρωταρχική σημασία είναι το έργο τών αγγέλων, η θεολογική σκέψη ωστόσο και η λαϊκή ευσέβεια έδειξαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη φύση τους. Στον πρώιμο ιουδαϊσμό οι άγγελοι θεωρούνταν ως όντα με ανθρώπινη μορφή: ο άγγελος που πάλεψε με τον πατριάρχη Ιακώβ, καθώς αναφέρεται στο βιβλίο τής Γενέσεως, είχε ανθρώπινη μορφή. Στον ιουδαϊσμό τής ελληνιστικής περιόδου (3ος π.Χ.-3ος μ.Χ. αιώνας), ωστόσο, οι άγγελοι θεωρούνταν ασώματες πνευματικές υπάρξεις που εμφανίζονταν στον άνθρωπο κατά τρόπο υπερφυσικό. Την πνευματική τους φύση είχαν τονίσει, νωρίτερα, οι προφήτες τής Π. Διαθήκης, όπως ο Ιεζεκιήλ και ο Ησαΐας, στις περιγραφές τών οραμάτων τους. Τα Χερουβίμ και τα Σεραφιμ. δύο ανώτερες τάξεις αγγέλων, περιγράφονταν ως πλάσματα φτερωτά που φρουρούν τον θρόνο τού Θεού. Τα φτερά με τα οποία είναι προικισμένα διάφορα όντα συμβολίζουν την αόρατη και πνευματική τους φύση. Ο συμβολισμός μπορεί να αναχθεί στους αρχαίους Αιγύπτι-ους, που παρίσταναν τον Ώρο τού Εντφού, έναν πολεμικό θεό-ήλιο, ως φτερωτό δίσκο. Η χριστιανική εικονογραφία σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο, για να αποδώσει την πνευματική φύση τών αγγέλων. τούς παριστάνει, μέχρι τον 20ό αιώνα, με τη μορφή φτερωτών ανθρώπων. Η πνευματική και συνεπώς ασώματη φύση τους οδήγησε θεολόγους και απλούς ανθρώπους σε διάφορες εικασίες σχετικά με τη μορφή, με την οποία εμφανίζονται οι άγγελοι στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, καθώς και στους θρύλους που έπλασε η λαϊκή ευσέβεια. Μερικοί θεολόγοι, όπως ο Αυγουστίνος, κατά τον 4ο και 5ο μ.Χ. αιώνα, θεώρησαν ότι οι άγγελοι, οι οποίοι έχουν αιθέρια σώματα, είναι ικανοί να αποκτήσουν υλική υπόσταση. Το πρόβλημα ωστόσο παραμένει άλυτο, προς μεγάλη αγαλλίαση τών μεταγενέστερων θεολόγων.
Πονηρά όντα
Τα πονηρά όντα είναι δαίμονες, έκπτωτοι άγγελοι, φαντάσματα, τελώνια, κακά πνεύματα, υβριδικά πλάσματα, οι νταίβα τού ζωροαστρισμού, οι ναρά-κα (naraka, πλάσματα τής κολάσεως) τού ζαϊνι-σμού, οι όνι (oni, ακόλουθοι τών θεών τού κάτω κόσμου) στις ιαπωνικές θρησκείες και άλλα παρόμοια όντα. Εμποδίζουν τον άνθρωπο να έρθει σε αρμονική σχέση με τον Θεό. με το πνευματικό βασίλειο ή με τις καταστάσεις τού ανθρώπινου βίου. Μερικοί άγγελοι πιστεύεται πως ξέπεσαν από κάποια θέση που είχαν κοντά στον Θεό -όπως ο Εωσφόρος (που μετά την πτώση του λεγόταν Σατανάς από τους πρώτους εκκλησιαστικούς Πατέρες) στον ιουδαϊσμό, χριστιανισμό και ισλαμισμό- για την αλαζονεία τους ή επειδή προσπάθησαν να σφετεριστούν τη θέση τού Υπέρτατου Όντος. Οταν πια βρέθηκαν έκπτωτοι, προσπάθησαν να εμποδίσουν τον άνθρωπο να φτάσει σε αρμονική σχέση με τον Θεό, σπρώχνοντας τους ανθρώπους στην αμαρτία. Μερικοί στοχαστές τού μεσαίωνα, εμβριθείς μελετητές τής δαιμονολογίας, απέδιδαν σε μια ιεραρχία επτά αρχιδαιμόνων τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα: στον Εωσφόρο την Αλαζονεία, στον Μαμμωνά τη Φιλαργυρία, στον Ασμοδαίο τη Φιληδονία, στον Σατανά την Οργή. στον Βεελζε-βούλ τη Λαιμαργία, στον Λεβιάθαν τον Φθόνο και στον Βεελφεγώρ την Ακηδία (την πνευματική νωθρότητα). Και δεν ήταν μόνο ότι έσπρωχναν τους ανθρώπους στην αμαρτία, αλλά υπήρχε και η δοξασία πως οι έκπτωτοι άγγελοι ή διάβολοι προκαλούσαν διαφόρων ειδών συμφορές. Οπως οι δαίμονες και τα κακά πνεύματα τής φύσης στις πρωτόγονες θρησκείες, έτσι κι οι έκπτωτοι άγγελοι θεωρούνταν υπεύθυνοι για λιμούς, λοιμούς, πολέμους. σεισμούς, βίαιους θανάτους και λογής λογής διανοητικές ή συναισθηματικές διαταραχές. Εκείνοι που προσβάλλονταν από ψυχικές ασθένειες θεωρούνταν «δαιμονισμένοι».
Αν και την πρωταρχική σημασία έχει το έργο τών δαιμονικών όντων, όπως λόγου χάρη τών έκπτωτων αγγέλων, εκείνο που απασχόλησε θεολόγους και ευσεβείς λαϊκούς είναι η φύση τών δαιμόνων. Οι δαίμονες, όπως και οι άγγελοι, θεωρούνται ως πνευματικά, ασώματα όντα. Η θρησκευτική εικονογραφία, ωστόσο, τούς παρουσιάζει σαν υβριδικά πλάσματα με τρομακτικά χαρακτηριστικά ή σαν γελοιογραφίες ειδώλων μιας αντίθετης θρησκείας. Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, λόγου χάρη, υπήρχε η πεποίθηση ότι μέσα στα παγανιστικά είδωλα κατοικούσαν δαίμονες. Οι τρομακτικές όψεις τών δαιμόνων βλέπουμε να παριστάνονται στις ξυλογραφίες τών καλλιτεχνών τού μεσαίωνα και τής Μεταρρύθμισης και στις μάσκες τών σαμάν (shaman), δηλαδή τών γιατρών και ιερέων πρωτόγονων θρησκειών -είτε για να τρομάξουν τον πιστό ώστε να ζει σύμφωνα με τους καθιερωμένους κανόνες είτε για να αποκρούσουν κατά τις τελετουργίες τη δύναμη τών δαιμόνων που βρίσκονταν παντού στο γήινο ή κοσμικό βασίλειο.
Αμφίθνμα ή ουδέτερα όντα
Αμφίθυμα ή ουδέτερα όντα σπάνια συναντάμε στις δυτικές θρησκείες, που συνήθως χωρίζουν τους κατοίκους τού κόσμου σε εκείνους που είναι είτε με το μέρος τού Υπέρτατου Οντος είτε σε αντίθεση με αυτό. Ο ισλαμισμός, εξάλλου, κατατάσσει τα πνευματικά όντα σε αγγέλους μαλάικαχ (mal^'ikah), δαίμονες οαγιάτιν (shayatin) και τζιν (jinn) ή πνεύματα. Αυτή η τελευταία κατηγορία περιλαμβάνει πνευματικά όντα που μπορεί να είναι αγαθά ή πονηρά. Σύμφωνα με τον θρύλο, τα τζιν γεννήθηκαν από τη φωτιά. 2.000 χρόνια πριν δημιουργηθεί ο Αδάμ. ο πρωτόπλαστος. Ένα τζιν μπορεί να είναι ορατό ή αόρατο, μπορεί να παίρνει διάφορες μορφές, ζώου ή ανθρώπου, και είτε να βοηθάει τον άνθρωπο είτε να τού δημιουργεί εμπόδια. Με την πονηριά, που είναι μια ανώτερη μορφή διανοήσεως, ή με τα μάγια, ένας άνθρωπος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένα τζιν προς όφελος του. Διάφορα λιγότερο σημαντικά πνεύματα τής φύσης -όπως τα πνεύματα τού νερού, τής φωτιάς, τών βουνών, τών ανέμων και άλλα πνεύματα που συναντάμε σε πρωτόγονες θρησκείες· είναι κατά κανόνα ουδέτερα, αλλά για να μείνουν ουδέτερα ή για να γίνουν ευεργετικά για τον άνθρωπο, χρειάζονται ειδικές θυσίες και τελετουργίες.
Ποικιλίες αγγέλων και δαιμόνων στις διάφορες θρησκείες
Στις διάφορες θρησκείες, τα όντα που μεσολαβούν ανάμεσα στο πνευματικό και το κοσμικό βασίλειο παίρνουν διάφορες μορφές: ουράνια και αιθέρια όντα. διάβολοι, δαίμονες και κακά πνεύματα. φαντάσματα και τελώνια, πνεύματα τής φύσης και νεράιδες.
Στον Ζωροαστρισμό, Ιουδαϊσμό, Χριστιανισμό και Ισλαμισμό
Για τις δυτικές θρησκείες, που είναι μονοθεϊστικές και βλέπουν τον κόσμο σαν ένα τριμερές σύμπαν, οι άγγελοι και οι δαίμονες είναι ουράνια όντα και αερικά. Στη λαϊκή ευσέβεια όμως αυτών τών θρησκειών. υπάρχει μια πλατιά διαδεδομένη πίστη σε φαντάσματα, τελώνια, δαίμονες και κακά πνεύματα που επηρεάζουν τη γήινη υπόσταση και τις δραστηριότητες τού ανθρώπου. Τα ουράνια όντα. ανάλογα με τη σχέση τους προς το Υπέρτατο Ον. μπορεί να είναι είτε αγαθά είτε πονηρά.
Οι άγγελοι κατατάσσονται γενικά σε ομάδες ανά τέσσερεις. έξι ή επτά στις πρώτες τάξεις, που μπορεί να είναι και περισσότερες. Τις ομάδες τών τεσσάρων." που συμβολικά εκφράζουν την τελειότητα και σχετίζονται με τα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα. τίς συναντάμε στον ιουδαϊσμό, τον χριστιανισμό και τον ισλαμισμό. Ο πρώιμος ζωροα-στρισμός. βαθιά επηρεασμένος από τις αστρονομικές και αστρολογικές επιστήμες τού αρχαίου Ιράν. συνταίριασε την ιδέα τών επτά γνωστών πλανητικών σφαιρών με την πίστη του στην επτά-δα (ομάδα τών επτά) τών ουράνιων όντων -δηλαδή στους αμέοα σπέντα τού Αχούρα Μάζντα: Σπέντα Μαϊνιού (Spenta Mainyu. το Θείο Πνεύμα). Βο-χού Μάνα (Vohu Maria, ο Αγαθός Νους), Άσα (Asha, η Αλήθεια), Αρμαίτι (Armaiti. ο Ορθός Λόγος), Ξαθρά (Khshathra, το Βασίλειο). Χορβατάτ (Haurvatat. η Ακεραιότητα) και Αμερετάτ (Ameretat. η Αθανασία). Στον μετέπειτα ζωροαστρισμό. όχι όμως και σης Γκαθά [GSlhi τους πρώιμους ύμνους, που πίστευαν ότι τούς είχε γράψει ο Ζωροάστρης. στην Αβέστα (Avesta. τα ιερά κείμενα)], ο Αχούρα Μάζντα και ο Σπέντα Μαϊνιού ταυτίζονταν, ενώ οι υπόλοιποι μεγαλόψυχοι αθάνατοι αποτελούσαν μια εξαμελή ομάδα. Πάνω κι από τους μεγαλόψυχους αθάνατους, που βοήθησαν να ενωθούν οι πνευματικοί και υλικοί κόσμοι, βρισκόταν το αντίστοιχο τού Θείου Πνεύματος, ο Αγκρα Μαϊνιού, το Κακό Πνεύμα, που αργότερα έγινε ο μεγάλος αντίπαλος Αριμάν (ο κλασικός τύπος τού ιουδαϊκού, τού χριστιανικού και τού ισλαμικού Σατανά) και οι νταίβα. οι πιο γνωστοί θεοί τής πρώιμης ινδοϊρανι-κής θρησκείας. Σύμμαχοι τού Αγκρα Μαϊνιού εναντίον τού Αχούρα Μάζντα ήταν ο Ακομάν (Ak6man. Κακό Πνεύμα) ο Ίντρα-βαγιού (Indra-viyu. Θάνατος), ο Σαούβρα (Sauvra. ένας νταίβα τού θανάτου και τής αρρώστιας), ο Νανχαϊτια [Nanhaithya. ένας νταίβα που συνδέεται με τον βεδικό θεό Νασάτια (Nasatya)], ο Ταούρου (Tauru. δύσκολο να ταυτιστεί) και ο Ζαίρι (Zairi. η προσωποποίηση τού Χαό-μα (Haoma), τού ιερού ποτού που σχετίζεται με τις θυσίες και τών αχούρα και τών νταίβα]. Μια από τις δαιμονικές μορφές είναι και ο Αίσμα (Aeshma. η βία. η μανία ή η επιθετική ορμή που καταστρέφει τον άνθρωπο), που μπορεί κάλλιστα να είναι ο δαίμονας Ασμοδαίος τού βιβλίου τού Τωβίτ. ο Αζ (Αζ. Λαγνεία ή Πόθος), ο Μιθράντρουι (Mithrindruj. Αυτός που ψεύδεται στον Μίθρα ή ο Ψευδής Λόγος). ο Τζεχ (J6h. ο δαίμονας Πόρνη, που δημιουργήθηκε αργότερα από τον Αριμάν για να μολύνει το ανθρώπινο γένος) και πολλοί άλλοι (βλ. επίσης ζωροαστρισμοσ και παρσισμοσ).
Η αγγελολογία και η δαιμονολογία στον ιουδαϊσμό αναπτύχθηκαν περισσότερο κατά και μετά την περίοδο τής Βαβυλώνιας αιχμαλωσίας (6ος και 5ος π.Χ. αιώνας), όταν ήλθαν σε επαφή με τον ζωροαστρισμό. Στην Παλαιά Διαθήκη, ο Γιαχβέ αποκαλείται Κύριος τών Δυνάμεων, τής στρατιάς. Αυτή η στρατιά (σαβαώθ) είναι ο ουράνιος στρατός που πολεμά εναντίον τών δυνάμεων τού κακού και έχει διάφορες αποστολές, όπως να φυλάει την είσοδο τού Παραδείσου, να τιμωρεί τους κακούς, να προστατεύει τους πιστούς και να αποκαλύπτει στους ανθρώπους τον Λόγο τού Θεού.
Δύο αρχάγγελοι αναφέρονται στην κανονική Παλαιά Διαθήκη, ο Μιχαήλ, ο πολεμιστής αρχηγός τής ουράνιας στρατιάς, και ο Γαβριήλ, ο ουράνιος αγγελιαφόρος. Δύο αναφέρονται στην απόκρυφη Παλαιά Διαθήκη, ο Ραφαήλ, ο θεραπευτής ή βοηθός τού Θεού (στο βιβλίο τού Τωβίτ). και ο Ουριήλ (η Φωτιά τού Θεού), ο φύλακας τού κόσμου και τού κατώτερου τμήματος τής κολάσεως (στο 8' έσδρα). Μολονότι αυτοί είναι οι μοναδικοί τέσσερεις που αναφέρονται, στον Τωβίτ (ιβ", 15) αναφέρονται επτά αρχάγγελοι. Εκτός από τους αρχάγγελους, υπήρχαν και άλλες τάξεις αγγέλων, τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ που μνημονεύτηκαν πιο πάνω.
Υπό την επιρροή τού ζωροαστρισμού. ο Σατανάς. ο αντίπαλος, εξελίχθηκε πιθανώς σε αρχιδαί-μονα. Αλλοι δαίμονες ήταν ο Αζαζήλ (ο δαίμονας τής ερημιάς, ενσαρκωμένος σε αποδιοπομπαίο τράγο), ο Λεβιάθαν και ο Ραάβ (δαίμονες τού χάους). η Λιλιθ (γυναικείο δαιμόνιο τής νύχτας) κ.ά. Για να προστατευτούν από τις δυνάμεις τών δαιμόνων και τών ακάθαρτων πνευμάτων, οι Εβραίοι, επηρεασμένοι από λαϊκές δοξασίες και έθιμα (όπως στους μετέπειτα χρόνους συνέβη και με τους χριστιανούς). συχνά φορούσαν χαϊμαλιά και φυλαχτά, πάνω στα οποία ήταν χαραγμένες ευχές (βλ. ιου-δαιςμος). Ο χριστιανισμός, προφανώς επηρεασμένος από την αγγελολογία εβραϊκών αιρέσεων, όπως τών Φαρισαίων. τών Εσσαίων. αλλά και τού ελληνιστικού κόσμου, ανέπτυξε ακόμη περισσότερο τις θεωρίες και τις δοξασίες σχετικά με αγγέλους και δαίμονες. Στην Καινή Διαθήκη, τα ουράνια όντα είχαν ταξινομηθεί σε επτά τάξεις, σε Αγγέλους, Αρχαγγέλους. Κυριότητες, Δυνάμεις. Αρχές. Εξουσίες και Θρόνους. Στις τάξεις αυτές προστέθηκαν τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ τής Π. Διαθήκης, που μαζί με τις επτά άλλες τάξεις αποτέλεσαν τα εννιά τάγματα αγγέλων τής μετέπειτα χριστιανικής μυστικής θεολογίας. Οι νεώτεροι χριστιανοί συγγραφείς δίνουν διαφορετικούς αριθμούς για τα τάγματα τών αγγέλων: τέσσερα στους Σιβυλλικούς Χρησμούς (ένα πιθανώς εβραϊκό έργο. που έχει επηρεαστεί πολύ από τον χριστιανισμό), έξι στον Ποιμένα τού Ερμά (ένα βιβλίο που μερικές τοπικές χριστιανικές εκκλησίες τών πρώτων χρόνων αποδέχθηκαν ως κανονικό) και επτά στα έργα τού Κλήμεντος τού Αλεξανδρέως και άλλων επιφανών θεολόγων. Η λαϊκή ευσέβεια και η θεολογία έχει γενικά αποδεχθεί τον αριθμό τών επτά. Τέσσερεις όμως είναι οι άγγελοι που περισσότερο σέβονταν και τιμούσαν οι χριστιανοί: αυτοί που αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη και στα Απόκρυφα. Ο Μιχαήλ ήταν αυτός που πήρε την πρώτη θέση στην εκτίμηση τών πιο πολλών και συχνά τόν τιμούσαν συγχέοντάς τον κάπως με τον άγιο Γεώργιο, που ήταν επίσης μια μορφή πολεμιστή.
Η δαιμονολογία γνώρισε νέα άνθηση με τον χριστιανισμό, πράγμα που πιθανότατα θα επιδοκίμαζε ο ζωροαστρισμός. Έτσι ο Σατανάς, ο μεγαλύτερος εχθρός τού Χριστού, ο Εωσφόρος, ο έκπτωτος Φωτοδότης, και ο αρχικά Χαναναίος Βεελ-ζεβούβ. ο Κύριος τών Μυγών (ή ίσως Βεελζεβούλ, ο Κύριος τής Κοπριάς), που αναφέρονταν από τον Ιησού, είναι όλοι διάβολοι. Η έννοια και ο όρος «διάβολος·· προέρχονται από την έννοια τού νταίβα τού ζωροαστρισμού και από την ελληνική λέξη δι άβολος (συκοφάντης), που είναι μετάφραση τής ιουδαϊκής έννοιας τού Σατανά. Ο διάβολος. η μοναδική δαιμονική δύναμη ή η προσωποποίηση τού κακού, είχε ως κύριο έργο να βάζει σε πειρασμό τον άνθρωπο, ώστε να ενεργεί με τέτοι-ον τρόπο που να μην μπορεί να επιτύχει τον υπερ-γήινο προορισμό του. Επειδή υπήρχε η πίστη ότι οι δαίμονες κατοικούσαν σε άνυδρες ερημιές, όπου πεινασμένοι και κουρασμένοι άνθρωποι είχαν συχνά οπτικές και ακουστικές παραισθήσεις, οι πρώτοι χριστιανοί μοναχοί πήγαιναν στις ερήμους σαν εμπροσθοφυλακή τού στρατού τού θεού στη σύγκρουση με τον διάβολο και τους πειρασμούς του. Έλεγαν πολλές φορές ότι ο διάβολος τούς παρουσιαζόταν με μορφή ελκυστικής γυναίκας και τούς έβαζε σε πειρασμό να παραβούν τον όρκο τους ότι θα έμεναν αγνοί, σαρκικά και πνευματικά.
Για ορισμένες χρονικές περιόδους, στη χριστιανική Ευρώπη, κυρίως στον μεσαίωνα, η δαιμονολα-τρία και η μαγεία επέσυραν την οργή όχι μόνο τής Εκκλησίας αλλά και τών απλών ανθρώπων εναντίον εκείνων που ήταν ύποπτοι για διαβολικές τελετουργίες. όπως και για μαύρη μαγεία. Μια μορφή τής μαύρης μαγείας (η λειτουργία λεγόταν ανάποδα και με ανεστραμμένο τον Εσταυρωμένο στον βωμό) επέζησε στη λαϊκή μαγεία τής Δύσης: «hocus-pocus··. συντετμημένος τύπος τού «Hoc est corpus meum» («Τούτο εστί τό σωμό μου»), λόγια με τα οποία αρχίζει η θεία Ευχαριστία ή θεία Μετάληψη. Στη χριστιανική σκέψη η μαγεία και τα ξόρκια ήταν στενά συνδεδεμένα με τη δαιμονολογία. ιδιαίτερα στη Δύση.
Στο δεύτερο ήμισυ τού 20ού αιώνα, το ενδιαφέρον για το υπερφυσικό ανανεώθηκε και μαζί ξαναζωντάνεψαν η δαιμονολατρία και η μαύρη μαγεία, αν και αυτό περιορίστηκε σε λατρείες με μικρή απήχηση που αποδείχτηκαν μάλλον εφήμερες (βλ. χριστιανικοι μυθοι και θρυλοι).
Η ισλαμική αγγελολογία και δαιμονολογία συνδέονται στενά με τα αντίστοιχα δόγματα τού ιουδαϊσμού και τού χριστιανισμού. Εκτός από τους τέσσε-ρεις αγγέλους που μεταφέρουν τον θρόνο τού Αλλάχ, τέσσερεις άλλοι είναι πολύ γνωστοί: ο Ζι-μπρίλ (Jibril, Γαβριήλ), ο άγγελος τής αποκαλύψε-ως, ο Μικάλ (Mikal, Μιχαήλ), ο άγγελος τής φύσης που παρέχει στον άνθρωπο την τροφή και τη γνώση. ο Ισραήλ ( IzrS'il), ο άγγελος τού θανάτου, και ο Ισραφήλ (Isrifil), ο άγγελος που τοποθετεί την ψυχή στο σώμα και σαλπίζει τη Δευτέρα Παρουσία. Οι δαίμονες αγωνίζονται να θέσουν υπό τον έλεγχο τους την ανθρώπινη ζωή. Ο πιο σπουδαίος είναι ο ο Ιμπλίς (Iblis. ο Διάβολος) ή Σεϊτάν (Shaytan) ή Σα-τάν (Satan), που βάζει σε πειρασμό τον θνητό άνθρωπο (βλ. ισλαμισμοσ. ισλαμικη μυθολογια και θρυλοι).
Στις θρησκείες της Ανατολής
Όπως είπαμε και πιο πάνω. το έργο τών αγγέλων στις ανατολικές θρησκείες τό έχουν αναλάβει οι α-βατάρα. οι μποντισάτβα και άλλα τέτοια πνεύματα, που ήταν προεκτάσεις τού Θεού ή τού θείου. Η πίστη σε δαίμονες ήταν και εξακολουθεί να είναι πλατιά διαδεδομένη και επηρεάζει διάφορες θρησκευτικές τελετές, οι οποίες αποσκοπούν στην εξουδετέρωση τών δυνάμεων που είναι εχθρικές για τον άνθρωπο και τη φύση. Στον ινδουισμό, οι ασούρα (οι αχούρα τού ζωροαστρισμού) είναι οι δαίμονες που αντιμάχονται τους νταίβα (τους θεούς). Και οι δυο συναγωνίζονταν για το χόμα (homa) ή αμρτά (amrta. το ιερό ποτό που δίνει δύναμη), αλλά ο θεός Βισνού (ο προστάτης), ενσαρκωμένος σε ωραία γυναίκα (Μοχίνι, Mohini), βοήθησε τους θεούς να πιουν μόνο αυτοί το ποτό αμρτά δίνοντάς τους έτσι περισσότερη δύναμη από αυτή τών δαιμόνων.
Ανάμεσα στις διάφορες τάξεις τών Ινδών ασούρα (δαίμονες) βρίσκονται οι νάγκα (naga, δαίμονες με μορφή φιδιού), ο Αχι (Ahi, ο δαίμονας τής ξηρασίας) και ο Καμσά (Kamsa. ένας αρχιδαίμονας). Ανάμεσα στους δαίμονες που βασανίζουν τους ανθρώπους βρίσκονται οι ρακσάσα (raksasa), τερατώδη και αποκρουστικά όντα με διάφορες μορφές που συχνάζουν σε νεκροταφεία, παρασύρουν τους ανθρώπους σε ανόητες πράξεις και επιτίθενται στους σαντού (sadhu. ιερούς ανθρώπους) και οι πι-σάκα (pisaca). όντα που συχνάζουν σε τόπους όπου σημειώθηκαν βίαιοι θάνατοι. Οι βουδιστές συχνά θεωρούν τους δαίμονες τής θρησκείας τους ως δυνάμεις που εμποδίζουν τον άνθρωπο να επιτύχει τη Νιρβάνα (μακαριότητα ή εξάλειψη τής επιθυμίας). Ένα από αυτά τα όντα είναι ο Μάρα (Mara), ένας μεγάλος πειρασμός, που με τις θυγατέρες τού Ράτι (Rati, Επιθυμία), Ράγκα (RSga, Ηδονή) και Τάνα (Tanha, Ανησυχία) προσπάθησαν να αποτρέψουν τον Σιντάρτα Γκαουτάμα (Siddhartha Gautama), τον Βούδα, να επιτύχει τη φώτισή του. Με την εξάπλωση τού βουδισμού τής Μαχαγιάνα (MahSyana. το Μέγα Οχημα) στο Θιβέτ, την Κίνα και την Ιαπωνία, πολλοί από τους δαίμονες τών λαϊκών θρησκειών αυτών τών περιοχών ενσωματώθηκαν στις βουδιστικές δοξασίες. Οι δαίμονες τών κινεζικών θρησκειών, οι κουέι-σεν (kuei-shen), εμφανίζονται με όλες τις όψεις που παρουσιάζει η φύση. Εκτός από αυτούς τους δαίμονες υπάρχουν τα τελώνια, οι νεράιδες και τα φαντάσματα. Οι Κινέζοι, που. επηρεασμένοι από τον ταοίσμό και τις λαϊκές θρησκείες, πίστευαν πως οι δαίμονες απέφευγαν το φως, για να διώξουν τους κουέι άναβαν φωτιές στο ύπαιθρο και χρησιμοποιούσαν πυροτεχνήματα και πυρσούς. Οι ιαπωνικές θρησκείες έχουν, όπως και οι κινεζικές. ένα πλήθος δαίμονες τους οποίους ο άνθρωπος οφείλει να πολεμήσει. Από τους πιο τρομακτικούς δαίμονες τών Ιαπώνων είναι οι όνι. κακά πνεύματα με μεγάλη δύναμη, και οι τένγκου (tengu). πνεύματα που κυριεύουν τον άνθρωπο και που γενικά πρέπει να εξορκίζονται από τους ιερείς (βλ. ινδουισμοσ. ινδικη μυθολογια. βουδισμοσ. βουδιστικη μυθολογια. ζαίνισμοσ. κινεζικη θρησκεια. κινεζικη μυθολοπα. ιαπωνικη θρησκεια. ιαπωνικη μυθολογια).
Στις πρωτόγονες θρησκείες
Τα πνευματικά όντα τών πρωτόγονων ή τών προϊστορικών θρησκειών τής Ασίας, τής Αφρικής, τής Ωκεανίας και τής Αμερικής θεωρούνται πονηρά ή αγαθά, ανάλογα με τις περιστάσεις μάλλον παρά από την ίδια τη φύση τους. Ο Έσου (Eshu). λόγου χάρη. ένας θεός τών Γιορούμπα τής Νιγηρίας, θεωρείται αγαθό, προστατευτικό πνεύμα, αλλά και πνεύμα με διαβολική δύναμη, που μπορεί κανείς να τό στρέψει εναντίον τών εχθρών του. Αυτά τα όντα κατέχουν υπερφυσική δύναμη, το μανά (mana), όπως είναι ο όρος που χρησιμοποιούν οι Μελανήσιοι για να χαρακτηρίσουν πνεύματα και ανθρώπους που κατέχουν ειδικά αξιώματα, όπως είναι οι αρχηγοί ή οι σαμάν. Στις πρωτόγονες θρησκείες τα πνεύματα τής φύσης τά τιμούσαν γενικά είτε για να εκφράσουν ευγνωμοσύνη είτε για να αποτρέψουν κάποια καταστροφή. Το ίδιο γινόταν και στη θρησκεία τής αρχαίας Ρώμης. Στις θρησκείες αυτές οι προγονικοί θεοί αφθονούν, και έτσι σι σκιές τών νεκρών πρέπει να εξευμενιστούν, συχνά με ειδικές τελετές (βλ. προγονολατρια. σαμανισμοσ).
Συμπέρασμα
Αν και οι παραδοσιακές δοξασίες για αγγέλους και δαίμονες αμφισβητήθηκαν από εκείνους τους πολιτισμούς που δέχτηκαν την επιρροή τής δυτικής επιστήμης και τεχνολογίας, νεώτερες ωστόσο ερμηνείες τέτοιων δοξασιών, επηρεασμένες από ψυχολογικές μελέτες και από τη μελέτη τού μύθου στην ιστορία τών θρησκειών, υπήρξαν πολύ σημαντικές για τη θεολογική σκέψη. Ο σύγχρονος άνθρωπος, εξετάζοντας τους αγγέλους και τους δαίμονες με βάση μάλλον το έργο παρά τη φύση τους. μπορεί να ανακαλύψει ότι έχει μεγαλύτερη από όσο πίστευε συγγένεια με τον άνθρωπο παλαιότερων ή διαφορετικών πολιτισμών, στην προ-σπάθειά του να επιτύχει μια ωφέλιμη γι' αυτόν σχέση με τους μεταφυσικούς, κοινωνικούς και ψυχολογικούς κόσμους που αντιμετωπίζει στην καθημερινή του ζωή.
ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Στο σύστημα τής χριστιανικής θεολογίας οι άγγελοι και οι δαίμονες κατέχουν σημαντική θέση. Θα πρέπει να σημειωθεί πως η θέση αυτή. που θεμελιώνεται στην Αγία Γραφή και ενισχύεται σε μεγάλο βαθμό από την ασκητική πατερική φιλολογία, είναι πάντως λιγότερο σημαντική από τη θέση που οι άγγελοι και οι δαίμονες κατέχουν σε παλαιότερες θρησκείες, όπως ο ζωροαστρισμός και οι θρησκείες τής Μεσοποταμίας. Ακόμη και ως προς τον προκάτοχο τού ιουδαϊσμό, όπου ο Θεός δεν έχει λάβει ακόμα το ανθρώπινο πρόσωπο του, ο χριστιανισμός περιορίζει τη δράση τών ενδιάμεσων πνευματικών δυνάμεων προκειμένου να δώσει μια εντελώς ιδιαίτερη έμφαση στην παρουσία τού ίδιου τού ενανθρωπήσαντος Θεού και στη διδασκαλία του. Πάντως ο αγώνας τών δυνάμεων τού Κακού εναντίον τού Καλού, που έχει ως επίκεντρό του τη σωτηρία ή την απώλεια τού ανθρώπου, δεν παύει να συνεχίζεται και στον χριστιανισμό, με τη συμμετοχή ενδιάμεσων πνευματικών όντων: εκείνων που εκπροσωπούν το καλό (άγγελοι) και εκείνων που εκπροσωπούν το κακό (δαίμονες).
Οι Αγγελοι
Οι άγγελοι είναι πνευματικά δημιουργήματα τού Θεού, που έργο τους και προορισμό τους έχουν, όπως δηλώνει και το όνομά τους, να διαγγέλλουν το θείο θέλημα και να εκτελούν τις θείες βουλές. Την ύπαρξη τών αγγέλων μαρτυρεί η Αγία Γραφή και γενικότερα η εκκλησιαστική παράδοση. Από τις πρώτες σελίδες της η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει τους αγγέλους, «τά χερουβίμ δόξης», που φυλάσσουν «την όδόν τού ξύλου τής ζωής» μετά την πτώση τών πρωτοπλάστων (Γέν. γ', 24). Αγγελος Κυρίου ομιλεί στην Άγαρ. Αγγελοι σώζουν τον Λωτ. Άγγελος καθοδηγεί τον Αβραάμ. Αγγελοι ανεβαίνουν και κατεβαίνουν διά τής «ούρανίου κλί-μακος», την οποία είδε σε όραμά του ο Ιακώβ. Αγγελοι εμφανίζονται στους προφήτες Ηλία, Ζαχαρία, Ησαΐα, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ (Γέν. γ', 24. ιστ", 7 και 11. ιθ'. κβ·. κη'. 12. Α' Βασιλ. α', 3-15. Ζαχ. α', 9. στ' 4-8. Ησ. ια'. 2. Ιεζ. α'. 4-18. Δαν. ζ·, 10 κ λπ ). Στην Καινή Διαθήκη άγγελος ευαγγελίζεται στην Παρθένο Μαρία το μέγα άγγελμα τής γεννήσεως τού Σωτήρος (Λουκ. α', 19) και άγγελοι εμφανίζονται πολλές φορές στην ιστορία τής παιδικής ηλικίας τού Χριστού (Ματθ. α", 20. Λουκ. α'. 26. β', 9 και 13). Στις Πράξεις τών Αποστόλων (ιβ' 7-11. κζ·, 23. ι', 13 κ.εξ.) άγγελοι εμφανίζονται στον Πέτρο, τον Παύλο και τον Κορνήλιο. Εξάλλου πολλές φορές γίνεται λόγος για τους αγγέλους στις Επιστολές τού Παύλου και στην Αποκάλυψη τού Ιωάννη. Πρέπει παράλληλα να σημειώσουμε ότι και ο ίδιος ο Χριστός ομιλεί πολλές φορές για τους αγγέλους (Ματθ. ιη·, 10. κε', 31. κβ', 30. Λουκ. ιε', 10). Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς Ιγνάτιος, Ερμάς. Ιουστί-νος, Αθηναγόρας, Τατιανός, Θεόφιλος Αντιοχείας, Τερτυλιανός. Ειρηναίος, Κλήμης ο Αλεξανδρεύς και Ωριγένης διαδηλώνουν ομόφωνα την πίστη τους στην ύπαρξη τών αγγέλων. Πολυπληθείς είναι οι μαρτυρίες για την ύπαρξη τών αγγέλων στα έργα τού Μ. Βασιλείου. Κυρίλλου Ιεροσολύμων. Χρυσοστόμου, Αυγουστίνου και άλλων Πατέρων, ενώ μια συστηματική διδασκαλία περί αγγέλων αναπτύσσεται στα έργα που αποδίδονται στον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη.
Την ύπαρξη τών αγγέλων αρνήθηκαν στο παρελθόν οι Σαδδουκαίοι και στους νεώτερους χρόνους οι Αγγλοι θεϊστές, οι πανθεϊστές και, κυρίως, οι ορθολογιστές, οι οποίοι χαρακτήρισαν τη διδασκαλία περί αγγέλων ως δάνειο από τη βαβυλωνιακή θρησκεία. Η εκδοχή όμως αυτή κρίνεται ως αβάσιμη από το γεγονός ότι μνεία για τους αγγέλους γίνεται ήδη στα βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης, που συντάχθηκαν πριν από τη Βαβυλώνιο αιχμαλωσία. Πολλές προσπάθειες καταβλήθηκαν, ιδίως τον μεσαίωνα από τον Θωμά τον Ακινάτη και τους μετέπειτα σχολαστικούς, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη τών αγγέλων με λογοκρατικά επιχειρήματα. Για τον πιστό χριστιανό, πάντως, η ύπαρξη τών αγγέλων είναι μια από τις υπερβατικές «εξ άποκαλύ-ψεως» αλήθειες, που δεν έχουν ανάγκη λογικών αποδείξεων.
Η δημιουργία τών αγγέλων
Σχετικά με τον χρόνο δημιουργίας τών αγγέλων δεν έχουμε μαρτυρίες από την Αγία Γραφή. Οι περισσότεροι από τους Πατέρες τής Εκκλησίας (Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, Ιωάννης Δαμασκηνός κ λπ.) δέχονται ότι οι άγγελοι δημιουργήθηκαν προτού δημιουργηθεί ο υλικός κόσμος. Την άποψη αυτή ενισχύει και το χωρίο τού Ιώβ (λη-. 7): «ότε έγεννήθησαν άστρα, ήνεσάν με φωνή μεγάλη πάντες άγγελοι μου». Ο ιερός Αυγουστίνος, όμως, και ορισμένοι άλλοι Πατέρες δέχονται συνδημιουργία αγγέλων και υλικού κόσμου και μάλιστα κατά την πρώτη ημέρα τής Δημιουργίας.
Ο τόπος διαμονής τών αγγέλων δεν είναι αισθητός και υλικός αλλά «νόες όντες οι άγγελοι έν νοη-τοϊς τόποις είσί». κατά τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, «τοις κούψοις και αίθεριώδεσι τόποις ένδιατρίβο-ντες έν ελαφρά και εύκινήτω τη φύσει». Μολονότι όμως ο τόπος διαμονής τους δεν περιορίζεται μέσα σε αισθητά και υλικά όρια, οι άγγελοι δεν είναι πανταχού παρόντες, όπως ο θεός, αλλά «ότε είσίν έν ούρανώ, ούκ είσίν έν τή γή. και εις τήν γήν ύπό τοϋ Θεού αποστελλόμενοι ούκ έναπομένουσιν έν τώ ούρανώ» (Ιωάν. Δαμασκ. Έκδ. Ορθ. Πίστ., Β' 3. Migne P.G., 94, 869).
Φύση τών αγγέλων
Σχετικά με τη φύση τών αγγέλων πολλοί από τους Πατέρες τής Εκκλησίας και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς διδάσκουν ότι οι άγγελοι έχουν σώμα λεπτό, αιθέριο και άφθαρτο (Τερτυλιανός, Κλήμης Αλεξανδρεύς. Ωριγένης. Μέγας Βασίλειος. Γρηγόριος ο Θεολόγος. Αυγουστίνος), χωρίς. όμως. να παύουν να είναι ασώματες και νοερές φύσεις, απρόσβλητες από τις αλλοιώσεις που παθαίνει το ανθρώπινο σώμα, τη φθορά και τον θάνατο.
Το αυτεξούσιο, με το οποίο οι άγγελοι είναι προικισμένοι, τούς δίνει τη δυνατότητα να υψώνονται όλο και περισσότερο στη σφαίρα τού αγαθού, συνάμα όμως και να «εκπίπτουν», χάνοντας έτσι την αγιότητα την οποία κατείχαν εξαρχής ως κοινωνοί τού Αγίου Πνεύματος. Ως όντα ανώτερα από κάθε λογικό δημιούργημα οι άγγελοι συνδυάζουν παράλληλα με την ελευθερία και δύναμη ανώτερη από την ανθρώπινη, χαρακτηρίζονται δε από την Αγία Γραφή ως «δυνατοί ίσχύι» και ως «ισχύι και δυνάμει μείζονες όντες». Όμως παρά το μέγεθος τής δυνάμε-ώς τους δεν είναι και παντοδύναμοι, ούτε έχουν τη δύναμη να δημιουργούν, αφού και οι ίδιοι είναι δημιουργήματα και «μηδέν των γεγονότων ανεδείχθη ποτέ έκ μή όντων ποιούν ούσίας». κατά τη φράση τού Κυρίλλου τού Αλεξανδρείας (Θησαυρών Λόγος, 17. Migne P.G.. 75. 305). Επιπλέον οι άγγελοι ως λογικά όντα κινούνται αυτόματα προς τη γνώση, στην οποία υπερέχουν ασύγκριτα τών ανθρώπων. Όμως τα όριά τους είναι οπωσδήποτε πεπερασμένα. πράγμα που μαρτυρείται από το γεγονός ότι αγνοούσαν το μυστήριο τής ενσαρκώσεως τού Χριστού πριν από την ενανθρώπιση τού Κυρίου και ότι τώρα. διά τής Εκκλησίας, γνωρίζουν την πολυποίκιλη σοφία τού Θεού (Εφεσ. γ'. 9-10. Α' Πέτρ. α'. 12. Χρυσόστομος στην ομιλία προς τους Εφεσ. 7, 1. Migne P.G.. 62, 50). Εξάλλου, καθώς διδάσκουν οι Πατέρες, οι άγγελοι αγνοούν γενικά όσα πρόκειται να συμβούν, καθώς και τα απόκρυφα τής ανθρώπινης καρδιάς, τα οποία γνωρίζει μόνο ο Θεός.
Ο αριθμός τών αγγέλων
Οι άγγελοι ανέρχονται σε πλήθος αναρίθμητο. Η Αγία Γραφή αναφέρει «μυριάδας αγγέλων» και «μυριάδες μυριάδων και χιλιάδες χιλιάδων·· (Εβρ. ιβ'. 22. Αποκ. ε', 11. Πρβλ. και Δαν. ζ\ 10. Ματθ. κστ'. 53). Κατά τη γνώμη τών περισσότερων από τους Πατέρες, οι άγγελοι αποτελούν γένη, ανεξάρτητα μεταξύ τους, τα οποία παρουσιάζονται ιεραρχικώς διατεταγμένα σε τάξεις. Σύμφωνα με τα έργα τού Ψευδο-Διονυσίου Αρεοπαγίτου οι τάξεις τών αγγέλων αναλύονται σε εννέα τάγματα και τρεις διακοσμήσεις:
Σεραφίμ. Χερουβίμ. Θρόνοι Κυριότητες. Εξουσίες, Δυνάμεις Αρχές, Αρχάγγελοι, Αγγελοι.
Ως προς τη διάταξη αυτή υπάρχει διαφωνία μεταξύ τών Πατέρων, οι περισσότεροι, όμως, δέχονται ότι οι διαβαθμίσεις αυτές οφείλονται στην πραγματική υπεροχή τών ανώτερων τάξεων πάνω στις κατώτερες.
Το έργο τών αγγέλων
Οι άγγελοι επιτελούν διπλό έργο. Πρώτιστο και κύριο έργο τους είναι η δοξολογία τού θείου μεγαλείου και τής θείας δόξας. Αναπέμπουν διαρκώς δοξολογία και αίνεση προς τον Θεό, ενώ συγχρόνως διακονούν και υπηρετούν τη θεία βούληση, χάριν τής διακυβερνήσεως τού κόσμου και τής τελειώσε-ως τού έργου τής σωτηρίας τού ανθρώπου. Κατά δεύτερο λόγο έργο τους είναι η φύλαξη και η προστασία τών ανθρώπων. Επίσης άγγελοι διακονούν τον Κύριο από τη γέννησή του ώς την ανάληψη. Βοηθούν, επίσης, τους Αποστόλους στο έργο τής διαδόσεως τού Ευαγγελίου. Από το χωρίο τής Κ. Διαθήκης, όπου γίνεται λόγος για τον άγγελο τού Πέτρου, προήλθε η πίστη ότι κάθε ευσεβής άνθρωπος έχει τον φύλακα άγγελό του. τού οποίου ο πιστός ζητά την ενίσχυση με τη σχετική προσευχή (Μ. Βασίλειος. Χρυσόστομος. Ωριγένης κ.ά.). Αναφέρονται, επίσης, άγγελοι φύλακες εκκλησιών, πόλεων. εθνών, κρατών κ.λπ.
Οι Δαίμονες
Η φύση τών αγγέλων, όπως αναφέρθηκε, είναι, σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, κτιστή και κατά συνέπεια τρεπτή και δεκτική αλλοιώσεως. Οι άγγελοι αναφέρεται, επίσης, ότι πλάστηκαν ως αυτεξούσια πνευματικά όντα. Ένας άγνωστος, όμως. αριθμός αγγέλων έκανε κακή χρήση αυτής τής αυ-τεξουσιότητας με αποτέλεσμα να εκπέσει τής αρχικής του θέσης (Β' Πέτρ. β'. 4. Ιούδ. 6. Λουκ. η', 31). Έκτοτε οι εκπεσόντες άγγελοι, διάβολοι ή δαίμονες, καθώς ονομάζονται, τράπηκαν, σταθεροποιήθηκαν και ταυτίστηκαν με το κακό, αντιστρατευό-μενοι το θέλημα τού Θεού και παρακινώντας τον άνθρωπο να πράξει το ίδιο.
Η ύπαρξη τών δαιμόνων, την οποία αρνούνται μερικοί νεώτεροι Διαμαρτυρόμενοι θεολόγοι, επηρεασμένοι από τα διδάγματα τού ορθολογισμού, μαρτυρείται σαφώς και από την Αγία Γραφή και από την Ιερή Παράδοση τής Εκκλησίας. Ήδη στην Π. Διαθήκη, όχι μόνο γίνεται λόγος περί δαιμόνων, αλλά και μνημονεύεται ο αρχηγός τους. ο διάβολος (Ιώβ α'. 6 κ.εξ.), που θεωρείται ως ο αίτιος τού θανάτου (Σοφ. Σολ. β'. 24). Στην Κ. Διαθήκη, ο ίδιος ο Χριστός μιλάει για δαίμονες, και όχι απλώς ευθυγραμμίζεται με τις ιουδαϊκές αντιλήψεις τής εποχής του. αλλά πιστεύει και βεβαιώνει κατηγορηματικά την ύπαρξη τού διαβόλου και τών πονηρών. γενικά, πνευμάτων. Έτσι ο Χριστός αντιμετώπισε και νίκησε στην έρημο τον διάβολο, όταν ο δαίμονας προσπάθησε να τόν βάλει σε πειρασμό (Ματθ. δ', 1 κ.εξ.). Επίσης πολλές φορές εμφανίστηκε να εξουσιάζει με τα θαύματά του τα πονηρά πνεύματα, ενώ την ίδια εξουσία παραχώρησε και στους μαθητές του (Ματθ. ι', 1). Τέλος, το όλο λυτρωτικό έργο τού Θεανθρώπου αποσκοπούσε στη λύση τών έργων τού διαβόλου (Α' Ιωάν. γ', 12).
Οι Πατέρες τής Εκκλησίας μιλούν εκτενώς περί τών δαιμόνων (συνοπτικώς βλ. Ιωάν. Δαμασκηνού. Έκδ. Ορθ. Πίστεως 2, 4. Migne P.G., 94. 873 κ.εξ.), για την αιτία που εξέπεσαν, για τους τρόπους που ενεργούν, για την αντίθεσή τους προς το θείο θέλημα και προς το έργο τής σωτηρίας τού ανθρώπου, για την προσπάθεια τους να παρασύρουν τον άνθρωπο στο κακό. καθώς και για τα μέσα, με τα οποία ο άνθρωπος μπορεί να αντιδράσει κατά τού διαβόλου, δηλ. την προσευχή, την εγρήγορση και γενικότερα την κοινωνία με τον Θεό και τη βοήθεια που ο Θεός προσφέρει στον άνθρωπο για την αντιμετώπιση τού κακού (πρβλ. και Εφεσ. στ'. 10 κ.εξ.).
Σύμφωνα με τους Πατέρες, στα διάφορα πάθη που τυραννούν τους ανθρώπους και τούς σπρώχνουν προς το κακό αντιστοιχούν ορισμένοι δαίμονες. Οι δαίμονες αυτοί προσωποποιούνται στο συγκεκριμένο πάθος: έτσι έχουμε τον δαίμονα τής πορνείας, τον δαίμονα τής αλαζονείας, τής κενοδοξίας, τής λαιμαργίας κ.ά. Εναντίον τών δαιμόνων αυτών οι συνειδητοί χριστιανοί, και κυρίως η μαχητική τους πρωτοπορία (οι μοναχοί, οι ασκητές, σι ερημίτες), έχουν κηρύξει αμείλικτο πόλεμο. Στα ασκητικά συγγράμματα τού μεσαίωνα βλέπουμε, ήδη, διαμορφωμένη μια ολόκληρη στρατηγική για την αντιμετώπιση τών δαιμονικών επιθέσεων. Έτσι από την Κλίμακα τού Ιωάννη τού Σιναίτη (6ος-7ος αιώνας) μαθαίνουμε ότι οι ασκητές, μέσα στα πλαίσια τών αγώνων τους κατά τού κακού, υποκρί-νονταν πολλές φορές τους αμαρτωλούς προκειμένου να μένουν ανενόχλητοι από τους δαίμονες. Στο κείμενο αναφέρονται πολλά τέτοια παραδείγματα: κάποιος από τους αδελφούς ενός κοινοβίου, δίχως καθόλου να ενδιαφέρεται για την πρωτοκαθεδρία τής κοινότητας, προσποιείται τον «ύπέρ ταύτης πονούντα», ένας άλλος «εισπηδρ» σε πορνείο και ασπάζεται την πόρνη «τω δοκεϊν αμαρτίας ένεκεν», ενώ ένας τρίτος υποκρίνεται ότι τρώει σταφύλια με ιδιαίτερη λαιμαργία, «γαστρίμαργον έαυτόν έμφανίζων τοις δαίμοσιν» (Λόγος ΚΣΤ'. μέρος Β', κε'). Για τους χριστιανούς τών πρώτων αιώνων τα αγάλματα τής αρχαίας θρησκείας αποτελούν κατοικητήρια δαιμόνων και μπορούν να κα-θαρθούν μόνο με τη θαυματουργή δύναμη τού σταυρού. Ένας τέτοιος δαίμονας, λόγου χάρη. ε-νοικούσε σε μαρμάρινο είδωλο τής Αφροδίτης, στην πόλη τής Γάζας. Σύμφωνα με τη διήγηση τού Μάρκου Διακόνου (βίος τού Αγίου Πορφυρίου. 61), όταν οι χριστιανοί τής πόλης έφεραν, τελετουργικά, το σημείο τού σταυρού κοντά στο είδωλο «ό ένοικών δαίμων... μή φέρων ίδεϊν τό φοβερόν ση-μεϊον, έξελθών έκ τού μαρμάρου μετά αταξίας πολλής, έρριψεν αύτήν τήν στήλην και συνέκλασεν αύτήν εις πολλά κλάσματα».
Σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, ο διάβολος και οι θιασώτες του δαίμονες, μετά την οριστική και αμετάκλητη τροπή τους προς το κακό. θα λάβουν, μαζί με τους αμετανόητους αμαρτωλούς ανθρώπους, κατά τη Δευτέρα Παρουσία, ως τιμωρία τους, την αιώνια καταδίκη στο πυρ τής Κολάσε-ως (Ματθ. κε'. 41).
Η Εκκλησία ανέκαθεν διαβάζει εξορκισμούς εναντίον τών πονηρών πνευμάτων κατά την ιερή ακολουθία τού Αγίου Βαπτίσματος, καθώς και σε άλλες περιπτώσεις.
ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΣΤΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
Η λαϊκή φαντασία πλούτισε σημαντικά τις εκκλησιαστικές παραδόσεις για τους αγγέλους και τους δαίμονες και τίς συγχώνευσε, ώς έναν βαθμό, με τους αρχαίους παγανιστικούς μύθους. Εξάλλου, πολλά από τα δαιμονικά όντα που βρίσκονται έξω από τον κύκλο τών εκκλησιαστικών παραδόσεων αποτελούν άμεσες ή έμμεσες επιβιώσεις τού δεισιδαίμονος κόσμου τού αρχαίου ανθρώπου. Οι άγγελοι και οι δαίμονες εξακολουθούν να ζουν στον νεοελληνικό λαϊκό πολιτισμό.
Οι Αγγελοι
Σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη και πίστη, έργο τού αγγέλου, όπως φανερώνει και το όνομά του, είναι να διαβιβάζει στους ανθρώπους τις βουλήσεις και τις επιταγές τού Θεού: «κατέβηκεν άγγελος Κυρίου από τον ουρανό και τού τό είπε»· «άγγελος να μού τό πει, δεν τό πιστεύω». Την ίδια αποστολή έχει ο άγγελος και στην επίσημη θρησκευτική παράδοση («άγγελος Κυρίου κατ όναρ εφάνη αύτω», Ματθ. α', 20). Στη λαϊκή πίστη, η λέξη δηλώνει ιδιαιτέρως τον «φύλακα άγγελο», ο οποίος εμφανίζεται πάντοτε στα δεξιά τού πιστού -ο διάβολος εμφανίζεται πάντοτε στ' αριστερά-, τόν προτρέπει να κάνει πάντοτε το καλό, τόν αποτρέπει από το κακό και, τέλος, φροντίζει να μην τού λείψει τίποτα: «οι νεράιδες θα τόν φτάνανε, αν δεν τις εξόρκιζε με τον άγγελο του» (από κάποια διήγηση)· «μού τό είπε ο άγγελος μου» (για κάποια καλή σκέψη)· «σ' έστειλε ο άγγελος σου», λέει αυτός που τρώει στον φίλο ή στον ξένο που τυχαίνει να έρθει εκείνη την ώρα- για άνθρωπο εύθυμο και ευτυχισμένο ή αντίθετα για οργισμένο και δύσθυμο, λέγεται ότι «είναι στον καλό ή στον κακό τού άγγελο», ενώ για τον φιλάργυρο ότι «δεν δίνει τ' αγγέλου τού νερό». Για την προστασία που παρέχουν οι άγγελοι, πρβλ. Π.Δ. Δαν. στ', 22: «ό Θεός μου απέστειλε τόν άγγελον αύτού και ένέ-Φραξε τά στόματα τών λεόντων».
Υπάρχει, τέλος, ο «ψυχοπομπός άγγελος», ο «χρυσόρραπις Ερμής» τών αρχαίων, ο σημερινός αρχάγγελος Μιχαήλ (ή και ο Γαβριήλ, Ραφαήλ, ή Ουριήλ), ο οποίος κρατά ρομφαία, πιέζει με το γόνατο τον ετοιμοθάνατο στο στήθος και παίρνει την ψυχή του: «ήρθεν ο άγγελος να πάρει την ψυχή του», λέει ο λαός- και γΓ αυτόν που ψυχορραγεί, «τόν χτύπησε ο άγγελος». «Μα τον άγγελο που θα πάρει την ψυχή μου», ορκίζονται.
Αν ο ετοιμοθάνατος είναι δίκαιος, χαμογελά τη στιγμή που ατενίζει τον άγγελο («γελά τού αγγέλου του», «έχει καλόν άγγελο»), γιατί βλέπει ωραίες οπτασίες, παιδιά με λευκή περιβολή και αναμμένες λαμπάδες, χρυσά πουλιά και λευκά περιστέρια. Αντίθετα, οι αμαρτωλοί βλέπουν δύσμορφα και αλλόκοτα πουλιά ή μαύρους δαίμονες και γΓ αυτό θρηνούν και κραυγάζουν και κρύβουν το πρόσωπο τους από φόβο. Έτσι, στους φίλους εύχονται «καλή ψυχή και ήμερον άγγελο», ενώ τους εχθρούς τούς καταριούνται «να δουν μαύρον άγγελο» (τον διάβολο). Για κείνον που έχει πεθάνει συνηθίζουν να λένε πως «παντρεύτηκε τον Μιχαλάκη» (τον αρχάγγελο Μιχαήλ).
Χωρίς αμφιβολία, ο άνθρωπος περνά τρομερές στιγμές, όταν φτάσει στο τέλος τής ζωής του, και προσηλώνοντας το βλέμμα του ψηλά, αντικρίζει με τρόμο τον άγγελο ψυχοπομπό. Ο λαός χρησιμοποιεί μια σειρά από λέξεις, σύνθετες και παράγωγες τής λέξης άγγελος, που δείχνουν με παραστατικό τρόπο πόσο φοβερή είναι εκείνη η ώρα κι από ποια στάδια περνά το ψυχορράγημα. Έτσι ο άνθρωπος που ψυχορραγεί, στην αρχή «αγγελεύει» ή «αγγελο-θωρεί» ή «αγγελοθωριάζει» ή «αγγελοβλέπει» ή «αγ-γελοματιάζει». δηλαδή βλέπει τον άγγελο. Ύστερα τόν «αγγελοφέρνει» και «αγγελοφοριέται». Το πλη-σίασμά του τόν «αγγελοσκιάζει». Κι αρχίζει τότε ο αγώνας, που φέρνει στον νου το εκκλησιαστικό «οίον αγώνα έχει ή ψυχή χωριζόμενη έκ τοϋ σώματος!». Ο άνθρωπος στο κατώφλι τού θανάτου «αγ-γελοπιάνεται» και «αγγελοκρίνεται» για τις πράξεις τής ζωής του. Ο μελλοθάνατος είναι «αγγελογραμ-μένος» στις δέλτους τού θανάτου. Στο τέλος όμως παρα το «αγγελομαχημα» του, «αγγελοχτυπιέται» με τη ρομφαία τού αγγέλου, «αγγελοκόβεται» και «αγγελοσκορπίζεται». Όσοι παρευρίσκονται τις στιγμές αυτές δεν πρέπει να θρηνούν ούτε και να κάνουν θόρυβο όταν κινούνται, γιατί «αγγελοκό-βουν» τον άνθρωπο που ψυχορραγεί, απομακρύνουν, δηλαδή, προσωρινά τον άγγελο και παρατείνουν έτσι το μαρτύριο του μέχρι την επάνοδο τού αγγέλου, που τελικά είναι αναπόφευκτη. Κάποτε ο άγγελος παίρνει τις ψυχές μ' ένα ξαφνικό κι αποφασιστικό χτύπημα. Έτσι γίνεται, λ.χ.. στην αποπληξία, που ο λαός τή χαρακτηρίζει «αγγελόκρουσμα». «αγ-γελοβάρημα». «αγγελοπετριά». Όταν παραλάβει την ψυχή ο άγγελος, τήν οδηγεί στον ουρανό κι εκεί τή ζυγίζει σε μια ζυγαριά για να κρίνει αν πρέπει να πάει στον παράδεισο ή αν. αντίθετα, τής αξίζει η αιώνια τιμωρία· πρβλ. και Πλάτωνα (Φαίδων, 107 d): «η παράδοση λέει... ότι, όταν κάποιος πεθάνει, ο δαίμονάς του, εκείνος δηλαδή που η τύχη τού έχει ορίσει κατά τη διάρκεια τής ζωής του. αναλαμβάνει να τόν οδηγήσει σε κάποιο τόπο. εκεί όπου. αφού οι ψυχές συναθροιστούν και δικαστούν, πηγαίνουν κατόπιν προς τον Άδη με οδηγό εκείνον, στον οποίο βέβαια έχει δοθεί η εντολή να συνοδεύει τους εδώ στον δρόμο τους εκεί κάτω».
Η δοξασία τού ψυχοπομπού αγγέλου έχει πανάρχαιες ρίζες. Ο Φαίδων Κουκουλές στο έργο του βυζαντινών βίος και πολιτισμός (5, 27) επισημαίνει μια αποκαλυπτική φράση από τις Πράξεις τών Αποστόλων: «παραχρήμα δ έπάταξεν αύτόν άγγελος Κυρίου και εξέψυξεν». Ο Μιχ. Γλυκός (12ος αιώνας), όταν είδε από τη στεριά ένα πλοίο να κινδυνεύει, είπε: «Εσύ λέγεις αϊλοίμονον κι εκεί θωρούν αγγέλους» (κινδυνεύουν να πνιγούν, «βλέπουν τον χάρο με τα μάτια τους»). Βλ. και στα Ερωτοπαίγνια (έκδ. Hesseling-Pernot) στίχ. 667: «ψυχήν, καρδίαν εσέν' έχω και άγγελον δεν φοβούμαι». Σύμφωνα πάλι με τον Φ. Κουκουλέ (Βυζαντ. βίος 1, 274-5) «λατρευτικού εθίμου κατάλοιπον είναι ότι έπεκαλούντο κατά τους βυζαντινούς χρόνους τό όνομα τού άγγέλου τών ποταμών και τών ύδάτων οι έν καιρώ νυκτός διαβαίνοντες ποταμόν ή πίνοντες ύδωρ».
Οι Δαίμονες
Δαίμονες, δαιμονικά ή δαιμόνια χαρακτηρίζει ο ελληνικός λαός αόριστα και αδιάκριτα όλα τα ποικιλώνυμα κακοποιό πνεύματα που ταλαιπωρούν τον άνθρωπο στον δεισιδαίμονα βίο του. Στη διαμόρφωση τής λαϊκής μυθολογίας περί δαιμόνων και δαιμονικού κόσμου συνέβαλαν δυο παραδόσεις: η χριστιανική και η προχριστιανική. Από τη χριστιανική παράδοση η λαϊκή φαντασία παρέλαβε τον διάβολο. Ο διάβολος, ο οποίος στις σχετικές λαϊκές παραδόσεις αναφέρεται και ως Σατανάς. Πειρασμός, Πονηρός. Καταραμένος, Αφορεσμένος κ.λπ., είναι το πνεύμα τού κακού που αντιμάχεται το πνεύμα τού καλού, δηλαδή τον Θεό. Παρουσιάζεται στον άνθρωπο με διάφορες μορφές και προσπαθεί με τεχνάσματα να τόν εξαπατήσει και να τόν παρασύρει στον δρόμο τής αμαρτίας. Αλλά από τότε που ο Χριστός με την Ανάστασή του συνέτριψε τον αρχι-δαίμονα. ο διάβολος μπορεί εύκολα να γίνει υποχείριο τού ανθρώπου και παρ' όλη την πονηριά του να εξαπατηθεί από αυτόν (βλ. σχετικές διηγήσεις στις Παραδόσεις. Α', σελ. 514 κ.εξ. τού Ν. Πολίτη).
Πνεύματα που συγγενεύουν με τον Σατανά θεωρούνται τα φαντάσματα. Τα φαντάσματα, δαιμονικά όντα ή και ψυχές νεκρών (ιδιαίτερα εκείνων που βρήκαν βίαιο θάνατο ή αβάπτιστων νηπίων) παρουσιάζονται τη νύχτα με μορφή ανθρώπου ή ζώου σε διάφορους τόπους, συνήθως σε σταυροδρόμια, κοντά σε μνήματα, χαράδρες, ποταμούς κ.α. Με τον διάβολο επίσης συνδέονται τα αερικά, τα οποία σε πολλούς τόπους τά συγχέουν με τα φαντάσματα ή τις νεράιδες. Τα αερικά, δαίμονες τού αέρα (ο ανεμοστρόβιλος και ο σίφουνας σε πολλά μέρη ονομάζονται αερικά) πιστεύεται ότι προξενούν στον άνθρωπο διάφορες ψυχικές ασθένειες, όπως την επιληψία.
Από την προχριστιανική παράδοση ο λαός παρέλαβε πλήθος δαιμονικά όντα, ανθρωπόμορφα. ζωόμορφα ή υβριδικά. Τα όντα αυτά, στον βαθμό που βρίσκονται έξω από το οικείο σύμπαν τής χριστιανικής θρησκευτικής παραδόσεως, ασκούν τρομακτική επίδραση πάνω στον άνθρωπο. Οι μελετητές τά κατατάσσουν σε δυο κατηγορίες: α) σε αυτά που πιστεύεται ότι δρουν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει μέσα στον χώρο όπου κατοικεί ο άνθρωπος και β) σε εκείνα που η λαϊκή φαντασία τοποθετεί τη δρα-στηριότητά τους έξω από αυτό τον χώρο. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται το στοιχειό (ό.τι περίπου ήταν ο οίκσυρός όφις τών αρχαίων), ο Βα-ρυχνάς (ή Βραχνάς ή Βαρυπνάς ή Μώρα), δαίμονας επίσης και στους αρχαίους με τα ονόματα Εφιάλτης, Πνιγαλίων, Τίφυς, Ηπίαλος. Ωφέλης και Επωφέλης. η Γελλού (ή Γελλώ τών αρχαίων), οι Στρίγγλες και οι Καλικάντζαροι (πιθανότατα οι Κή-ρες τών αρχαίων, δηλαδή οι ψυχές τών νεκρών, για τις οποίες πίστευαν ότι τις μέρες που συμπίπτουν με το τέλος τού σημερινού έτους ανέβαιναν από τον Αδη και συναναστρέφονταν μέσα στα σπίτια με τους ζωντανούς). Στη δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνονται οι Νεράιδες (απαντώνται και με πλήθος άλλα ονόματα, όπως ανεραΐδες, Καλές Κυράδες, Καλομοίρες, αρχόντισσες και αντιστοιχούν στις Νηρηίδες τών αρχαίων), η Γοργόνα. η μυθική αδελφή τού Μεγ. Αλεξάνδρου (στις σχετικές διηγήσεις έχουν συγχωνευθεί, κατά τον Ν. Πολίτη, οι αρχαίοι μύθοι για τις Σειρήνες, τη Σκύλλα και τις Γοργόνες), οι Αναακελάδες ή Ατζουμπάδες (επιβίωση τής αρχ. Ονοσκελίδος). τα Σμερδάκια ή Χαμοδράκια (στα οποία πιθανότατα επιβιώνει ο αρχαίος θεός Παν), οι Δράκοι, οιΛάμιες (στις διηγήσεις που τίς αφορούν έχουν συγχωνευθεί διάφοροι αρχαίοι μύθοι περί Λάμιας-Εμπούσης. τής Λάμιας τών υδάτων και τών Σειρήνων).
Σε ανάλογες δαιμονικές μορφές προσωποποίησε ο λαός και τις ασθένειες, ιδίως τις επιδημικές. Έτσι η πανούκλα παρουσιάζεται στις λαϊκές παραδόσεις με τη μορφή γριάς, δύσμορφης και μαυρο-φόρας. ή ζώου (γάτας, κουκουβάγιας), ακόμη και ως κόκκινη φωτιά. Σε καθεμιά από τις προσωποποιημένες ασθένειες αντιστοιχούσε και ένας αντίπαλος άγιος ή αγία. Στη χολέρα, λ.χ., η αγία Παρασκευή, στην ευλογιά η αγία Βαρβάρα ή η αγία Μαύρα. στην πανούκλα ο άγιος Χαράλαμπος ή ο άγιος Σπυρίδων, στη θέρμη (ελονοσία) ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος.
ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
Η χριστιανική αγιογραφία Ανατολής και Δύσης βρήκε στις εκκλησιαστικές παραδόσεις για αγγέλους και δαίμονες ένα πολύ αγαπητό θέμα. Το ίδιο συνέβη και με την κοσμική ζωγραφική, ιδίως από την Αναγέννηση και μετά, στα θέματά της που είχαν θρησκευτικό (ιδίως αποκαλυπτικό) χαρακτήρα.
Οι Αγγελοι
Η χριστιανική αγιογραφία, ήδη από την εποχή τής τέχνης τών κατακομβών, εισήγαγε τις μορφές τών αγγέλων, κατ' αρχήν σε απεικονίσεις, που είχαν ως θέμα τους περιστατικά τα οποία μνημονεύονταν στην Αγία Γραφή. Οι πρώτοι αυτοί άγγελοι παριστάνονταν χωρίς φτερά. Από τον 4ο όμως αιώνα. υπό την επίδραση τών φτερωτών Νικών τής αρχαίας ελληνικής τέχνης, διαμορφώνεται ο φτερωτός τύπος αγγέλου. Σε γενικές γραμμές ο άγγελος αυτού τού τύπου παριστάνεται ως νέος πτερο-φόρος, ντυμένος στα λευκά, με όμορφα και αρμονικά χαρακτηριστικά και σγουρά μαλλιά, δεμένα με ταινία, που τα άκρα της παριστάνονται να ανεμίζουν. Στο δεξί τού χέρι κρατά σκήπτρο ή κοντάρι (σύμβολο εξουσίας) και στο αριστερό σφαίρα με το μονόγραμμα τού Ιησού Χριστού. Κοντάρι κρατά τη στιγμή τού Ευαγγελισμού και ο αρχάγγελος Γαβριήλ και όχι κρίνο, όπως εισήγαγαν στην τέχνη τών μεταγενέστερων χρόνων αγιογράφοι τής Δυτικής Εκκλησίας. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους οι άγγελοι απεικονίζονται ντυμένοι με μεγαλόπρεπες τελετουργικές στολές, όμοιες με τη στολή τού διακόνου. ενώ στα πόδια φορούν βυζαντινά πέδιλα. Τους εικονογραφικούς τύπους τών αγγέλων περιγράφει η Ερμηνεία τής ζωγραφικής τέχνης Διονυσίου τού εκ Φουρνά (έκδοση Α. Παπαδοπούλου-Κεραμέως. εν Πετρουπόλει 1909. σ. 45) ως εξής: «Τά τάγματα τών άγιων άγγέλων είσίν έννέα κατά τόν άγιον Διονύσιον τόν Αρεοπαγίτην, τά όποια διαιρούνται εις τρεις τάξεις. Η πρώτη τάξις· Θρόνοι, Χερουβίμ, Σεραφίμ. Οί μέν Θρόνοι ίοτορίζονται ώς τροχοί πύρινοι έχοντες γύρωθεν πτερά και μέσον τών πτερύγων έχοντες όμματα, περιπεπλεγμένοι άλλήλοις και σχηματιζόμενοι ώς θρόνος βασιλικός· τά δέ Χερουβίμ μέ κεφαλήν μόνην και δύο πτέρυγας. τά δέ Σεραφίμ μέ έξ πτέρυγας, μέ τάς δύο σκεπάζοντα τά πρόσωπά των και μέ τάς άλλας δύο τούς πόδας και μέ τάς άλλας δύο πετώμενα και βαστάζοντα εις τάς χεϊράς των ριπίδια μέ τοιαύτα γράμματα: "Αγιος "Αγιος "Αγιος. Ούτως εϊδεν αύτά ό προφήτης Ησαΐας (στ'. 1-3). Τά δέ τετράμορφα ίοτορίζονται ούτως. Εξαπτέρυγα μέ στέφανον εις τήν κεφαλήν, έχοντα άγγέλου πρόσωπον και βα-στώντα μέ τά δύο χέρια Ευαγγέλιον έμπροσθεν τού στήθους των και έν μέσω τών δύο πτερύγων τών έπάνω τής κεφαλής των έχοντα άετόν και εις τήν πλαγίαν πτέρυγα, τήν δεξιάν, λέοντα και εις τήν αριστεράν μόσχον, βλέποντας άνω και βαστάζοντας εις τούς πόδας των ευαγγέλια. Ούτως εϊδεν αυτά ό προφήτης Ιεζεκιήλ (α-. 5-13). Η δευτέρα τάξις, ήτις λέγεται διακόσμησις: Κυριότητες, Δυνάμεις. Εξουσίαι. Αύται ίοτορίζονται φορούσαι στιχάρια έως τούς πόδας και εζωομέναι μέ χρυσο-πράσινα οράρια. και εις μέν τά δεξιά των χέρια βα-στάζουσαι ραβδία χρυαά. εις δέ τά αριστερά ταύ-την τήν σφραγίδα (σφραγίδα Θεού ζώντος). Η τρίτη τάξις' Αρχαί, Αρχάγγελοι. "Αγγελοι. Ούτοι ίοτορίζονται φορούντες στρατιωτικά φορέματα και έζωσμένοι μέ ζώνας χρυσάς και βαστούντες εις τάς χείράς των κοντάρια μέ πελέκεις και λόγχας εις τάς κορυφάς τών κονταριών».
Στην τέχνη τής Δύσης η απεικόνιση τών αγγέλων απαντάται από τον 10ο αιώνα. Σπουδαία έργα με απεικονίσεις αγγέλων συναντώνται ιδιαίτερα κατά τον 15ο αιώνα (με διαπρεπέστερο εκπρόσωπο τον Φρα Αντζέλικο). τον 16ο αιώνα (με τον Ραφαήλ) και τον 17ο αιώνα (με τον Ρέμπραντ). Εντελώς ξεχωριστή θέση στη δυτικοευρωπαϊκή παράδοση έργων ζωγραφικής με παρόμοια θέματα, κατέχει η περίφημη αναπαράσταση Η συναυλία τών αγγέλων τού Χανς Μέμλινγκ (15ος αιώνας). Το έργο αποτελεί τμήμα τής μεγάλης συνθέσεως τού διάσημου Φλαμονδού ζωγράφου Ο Χριστός περιστοιχιζόμενος από αγγέλους που παίζουν μουσική, η οποία φυλάσσεται στο μουσείο τής Αμβέρσας.
Οι Δαίμονες
Η παράσταση τών κακών πνευμάτων διαδραμάτισε σπουδαιότατο ρόλο στην τέχνη τού μεσαίωνα, ιδιαίτερα στη δυτική Ευρώπη. Στο Βυζάντιο, όπου κυριαρχούσαν οι αρχαίες ελληνικές καλλιτεχνικές παραδόσεις, οι τερατώδεις εμπνεύσεις τής φαντασίας είχαν πολύ περιορισμένες εφαρμογές και οι δαιμονικές απεικονίσεις έπαιρναν συχνά τον δρόμο τού ανθρωπομορφισμού. Έτσι, ο κύριος τού Σκότους, ο Αδης, ο οποίος εικονίζεται στα ψηφιδωτά τής μονής τού Δαφνιού (11ος αιώνας) πεσμένος κάτω από τα πόδια τού -αναστάντος» Χριστού, παριστάνεται ως άνθρωπος, με πρόσωπο αγροίκο, αλλά πάντως υπερήφανο και αγωνιστικό. Συχνά στις μικρογραφίες που συνοδεύουν τα διάφορα χειρόγραφα (ευαγγέλια, βίους αγίων κ.ά.) ο διάβολος παριστάνεται άλλοτε ως πτερωτό πλάσμα (ψυχή) κατά τον τρόπο τής ελληνικής επιτάφιας αγγειογραφίας, άλλοτε πάλι ως ελκυστική γυναίκα, ενσάρκωση τού πειρασμού τών Πατέρων τής ερήμου (άγιος Παχώμιος. άγιος Αντώνιος κ.ά.).
Στη Δύση από τον 11ο αιώνα διαμορφώθηκε μία παράδοση απεικονίσεως τών δαιμονικών όντων με τις πλέον τερατώδεις, ειδεχθείς και εξωανθρώ-πίνες μορφές. Τέτοιες παραστάσεις -συνήθως γλυπτές- συναντά κανείς στα διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη τών μεσαιωνικών εκκλησιών: στα κιονόκρανα. στα τύμπανα (τρίγωνα τού μετωπιδίου), στα στασίδια τών εκκλησιών, στα στόμια τών υδρορρο-ών κ.ά. Οι αρχιτεκτονικές αυτές διακοσμήσεις είχαν αργότερα σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη τής εικονογραφίας που αντλούσε θέματα από τον δαιμονικό κόσμο.
Ορισμένα περιστατικά από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, καθώς και ορισμένοι ευσεβείς θρύλοι. βοήθησαν ώστε να δημιουργηθεί με τον καιρό μια καλλιτεχνική παράδοση στην επιλογή και τη μεταχείριση παρόμοιων θεμάτων. Συνηθισμένα θέματα ήταν: η πτώση τών αποστατών αγγέλων (,Αποκάλυψη, τού Α. Ντύρερ, 1498- τοιχογραφίες τού Φρεμινέ στο Φονταινεμπλώ' ζωγραφική τού Ρούμπενς στο Μόναχο), ο πειρασμός τού Αδάμ και τής Εύας, ο πειρασμός τού Ιώβ, ο πειρασμός τού Χριστού, η κάθοδος τού Χριστού στον Άδη. η μέλλουσα κρίση (πυλώνες τού καθεδρικού ναού τής Ωτέν τού αβαείου τής Κονκ. τών καθεδρικών ναών τής Μπουρζ και τού Παρισιού, έργα τών Στ. Λό-χνερ. Βαν ντε Βάυντεν, τοιχογραφίες τού καθεδρικού ναού τού Αλμπί), οι πειρασμοί τού αγίου Αντωνίου (Μπρέχελ, Σόνγκαουερ. Γκρύνεβαλντ. Καλό. Μπος. Ένσορ). Πρέπει, ακόμη, να μνημονευτούν τα έργα τού Ντύρερ (Ο Ιππότης, Ο Θάνατος και ο Διάβολος), καθώς και οι σκηνές οι εμπνευσμένες από τη μαγεία στα έργα τών Τενιέ. Μπρέχελ (τού νεώτερου), Ρόζα. Γκόγια. Ντελακρουά.