Κώστας Ζάχος
Οι Διερευνήσεις της ιστορίας της επιστήμης και οι επισημάνσεις της σύγχρονης επιστημολογίας έχουν καταστήσει σαφή τον τρόπο αλλά και το μέγεθος της μεταφυσικής θεμελίωσης των λεγόμενων θετικών επιστημών. Οι επιστημονικές επαναστάσεις και οι αλλαγές παραδειγμάτων προϋποθέτουν κυρίως την αμφισβήτηση κάποιων αυτονόητων μέχρι τότε μεταφυσικών θέσεων[1]. Στη σύγχρονη Βιολογία υποβόσκει κάποια κρίση, που ενώ δεν χαρακτηρίζεται από την ένταση που συνόδευσε, για παράδειγμα, την θεμελίωση της κβαντικής φυσικής, δεν παύει να προβάλλει με σαφήνεια την ανάγκη ενός διαφορετικού τρόπου προσέγγισης του έμβιου. Η κρίση αφορά το ερώτημα σχετικά με την ουσιαστική ή όχι αυτονομία της Βιολογίας έναντι της μαθηματικής Φυσικής ή με άλλους όρους τη δυνατότητα παραγωγής όλων των φαινομένων του έμβιου από τους παγκόσμιους νόμους της Φυσικής[2].
Η σύγχρονη έρευνα έρχεται αντιμέτωπη με ανακαλύψεις και θεωρητικά προβλήματα που ευνοούν τη θέση ότι το φαινόμενο της ζωής υπερβαίνει τους νόμους της φυσικοχημείας. Στο τέλος του 20ου αιώνα η καχυποψία για κάθε μονομερή ερμηνεία συνοδεύει σταθερά πλέον κάθε ερμηνευτική απόπειρα του έμβιου ενώ αναζητούνται απαντήσεις σε πλαίσια όχι καθαρά υλιστικά όπως συνέβαινε μέχρι πρόσφατα. Τα θεμελιώδη ερωτήματα που συντηρούν τις σχετικές συζητήσεις διερευνούν αν τα παρατηρούμενα επίπεδα πραγματικότητας στα οποία αναπτύσσεται η ζωή των εμβίων πρέπει να εκληφθούν ως απλά επιφαινόμενα μιας θεμελιώδους πραγματικότητας ή ποια μπορεί να είναι η κύρια αιτία που οδηγεί στην ανάδυση των διαφόρων επιπέδων. Με άλλους όρους οι δραστηριότητες των εμβίων που αφορούν την δόμηση, την ομοιόσταση και την λειτουργία τους αποτελούν συντονισμένες κινήσεις υπό την καθοδήγηση του λόγου κάποιας ολότητας ή απλή ενεργοποίηση της αυτόνομης δυναμικής των μερών μέσα από ένα πολύπλοκο έστω δίκτυο αναδράσεων με το περιβάλλον[3] ;
Κατά τον φιλόσοφο Nagel με τον αναγωγισμό αποδίδεται η σχέση ανάμεσα σε δύο διαφορετικού επιπέδου θεωρίες, στις οποίες η μία, κατ’ αρχήν τουλάχιστον, μπορεί να προκύψει αιτιολογικά από την άλλη και επομένως να αναχθεί σ’ αυτή, αρκεί να καθορισθεί ο τρόπος σύνδεσης των τεχνικών όρων της μιας θεωρίας με της άλλης[4]. Ουσιαστικά με τον αναγωγισμό γίνεται δεκτό ότι κάθε φαινόμενο μπορεί να συναχθεί από την δράση απλούστερων στοιχείων, θέση που έχει οντολογικές και μεθοδολογικές συνέπειες. Οντολογικά προϋποτίθεται ότι η αιτιότητα δρα στα όντα και τα συστήματα κατά κάποιο τρόπο από μέσα προς τα έξω, καθώς η συμπεριφορά των ολοτήτων εκλαμβάνεται ως αιτιακό παράγωγο αντιδράσεων των μερών, πιθανώς εξαιρετικά σύνθετων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και στις υλιστικές θεωρίες, αν και γίνεται δεκτό ότι η ολότητα είναι κάτι διαφορετικό από τα μέρη, ούτε είναι κύρια αιτία ενεργοποίησης των μερών. Απλώς με την σύνδεση των μερών αναφαίνονται δράσεις και λειτουργίες εξαιτίας αυτής της ένωσης και εκδηλώνονται συμπεριφορές που δεν εμφανίζονται στα μέρη όταν είναι μόνα τους[5] . Η ύπαρξη μιας καθολικής οργανωτικής αρχής του συστήματος χαρακτηρίζεται συνήθως ως ιδεαλιστικός ολισμός ή συνδέεται με την αποδοχή της ύπαρξης ενός υπεροργανισμού.
Στην ασθενή εκδοχή του αναγωγισμού γίνεται δεκτό ότι αν και είναι κατ’ αρχήν δυνατή η έσχατη αναγωγή, είναι πολλές φορές ασύμφορο ερμηνευτικά και μεθοδολογικά να την αναζητούμε. Η παρούσα κατάσταση των γνώσεών μας – και όχι βέβαια η πραγματικότητα – θέτει όρια που δεν είναι φρόνιμο να τα υπερβαίνουμε. Είναι φανερό ότι με αυτή την έννοια η πρόταξη του είδους ή του συστήματος μπορεί αν έχει ερμηνευτικά πλεονεκτήματα, δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί ως η πρωταρχική αιτία της συμπεριφοράς των μερών. Μεθοδολογικά προτείνεται η έρευνα των αιτίων των ολοτήτων στα μέρη τους, πρόταση που υπονοεί τη θέση ότι τα όντα και τα φαινόμενα αποτελούν την αναγκαία εξέλιξη του συστήματος του κόσμου με βάση τις αρχικές συνθήκες και την δράση των θεμελιωδών νόμων της Φυσικής. Η θεμελίωση εν τούτοις του αναγωγισμού αναγνωρίζεται ότι είναι εξίσου μεταφυσική με αυτή του ολισμού, μόνο που στην πρώτη περίπτωση εφοδιάζεται με εκπληκτικές ικανότητες το κατώτερο μέρος της πραγματικότητας, όσον αφορά το επίπεδο τάξης. Κάποιοι επιστήμονες προσπαθώντας να υπερβούν τους περιορισμούς του αναγωγισμού προτείνουν την έννοια του μηχανισμού, όπου παίρνονται υπ’ όψιν οι πολύπλοκες αναδράσεις μέρους και συστήματος[6] .
Δεδομένα από το χώρο της Οικολογίας, της εμβρυολογίας, της βιολογίας του κυττάρου και του τρόπου ενεργοποίησης των γονιδίων έρχονται να θέσουν σε αμφισβήτηση τη μηχανιστική αντίληψη που θεμελιώθηκε από τον Newton και τον Laplace. Στην οντογένεση, για παράδειγμα, η θέση ενός κυττάρου στην διαδικασία της ανάπτυξης και η συνάφεια στην οποία βρίσκεται καθορίζουν την περαιτέρω ανάπτυξη και εξειδίκευσή του και όχι το πληροφοριακό ή ενεργειακό περιεχόμενο του ίδιου του κυττάρου. Είναι ιδιαίτερα εμφαντική η ανακάλυψη του P. Weiss στο χώρο της μορφογένεσης, όπου κύτταρα αποσπασμένα από συγκεκριμένα όργανα παύουν να αναπτύσσονται, παρόλο που περικλείουν τις απαραίτητες πληροφορίες του γενετικού υλικού, ενώ όταν τοποθετηθούν ξανά σε αυτό εντάσσονται σε μια προοπτική ανάπτυξης σύμφωνη με κάποιο σχέδιο που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο όργανο[7]. Φαίνεται σαν τα κύτταρα να προσανατολίζονται από το πεδίο της ολότητας στην οποία εντάσσονται.
Με την ανακάλυψη του γενετικού κώδικα επικράτησε η τάση να θεωρούνται σύγχρονες και γόνιμες μόνον οι έρευνες που αφορούσαν τα συμβαίνοντα στο μοριακό βιολογικό επίπεδο. Σύντομα όμως έγινε κατανοητό ότι η γνώση του DNA ήταν αποδοτική σε συγκεκριμένα πεδία ενώ άφηνε αναπάντητα ερωτήματα άλλου επιπέδου[8]. Τα γονίδια από μόνα τους χωρίς τη συγκεριμένη δράση του περιβάλλοντος, εσωτερικού και εξωτερικού για τον οργανισμό, ούτε αναπαράγονται ούτε καθορίζουν κάποια ιδιότητα. Είναι δηλαδή η ολότητα (οργανισμός, βιοκοινότητα, οικοσύστημα) που προσανατολίζει ή ενεργοποιεί συγκεκριμένες εκφράσεις των γονιδίων ή συμπεριφορές των οργανισμών.
Δεδομένου ότι στους οργανισμούς διακρίνουμε μέρη των οποίων η λειτουργία αναπτύσσεται σε διάφορα επίπεδα τάξης και οργάνωσης απαιτούνται οργανωτικές αρχές μη αναγώγιμες. Ο προτεινόμενος αντιαναγωγισμός προϋποθέτει την αποδοχή ύπαρξης αυτόνομων επιπέδων βιολογικής ερμηνείας. Η διαπίστωση κάποιου νοήματος στις μελετώμενες κάθε φορά βιολογικές λειτουργίες προϋποθέτει την σχεδόν ανεπαίσθητη μετατόπιση της προσοχής σ’ αυτές τις αρχές που δομούν και κατευθύνουν την ολότητα, καθώς οι καθαρές κινήσεις και ενώσεις των μορίων στερούνται οποιουδήποτε νοήματος. Με αυτόν τον τρόπο αποκτά ισχυρή εξηγητική ισχύ η διάκριση διαφόρων ιεραρχημένων επιπέδων ή στρωμάτων στο είναι των εμβίων. Η δραστηριότητα που εμφανίζεται σε κάθε επίπεδο εμφανίζει δυικό χαρακτήρα, καθώς διεξάγεται αφενός μεν με βάση τους νόμους της φυσικοχημείας, αφ’ ετέρου απαιτεί την ύπαρξη μιας σχεδιάζουσας αρχής που βρίσκεται σε ένα άλλο επίπεδο. Αυτή η αρχή είναι κάτι διαφορετικό από τα μέρη της καθώς έχει οργανωτικό χαρακτήρα. Η γνώση, για παράδειγμα, της λεπτότερης φυσικοχημικής δομής των μορίων και των μεταξύ τους αντιδράσεων δεν αρκεί για την κατανόηση της φυσιολογίας, αν δεν αναζητηθεί πάνω από αυτά κάποιο σχέδιο που να τα οργανώνει. Αυτό σημαίνει ότι οι δομές και οι κινήσεις που υπακούουν στους νόμους της φυσικοχημείας αποκτούν σημασία για τη δομή και τη φυσιολογία του εμβίου μόνον όταν εισέρχονται στο πεδίο της σημαντικής, όταν δηλαδή κωδικοποιούν ένα μήνυμα που φανερώνει το νόημά του μόνο με την αναφορά σε ένα άλλο επίπεδο που βρίσκεται πέραν των νόμων της φυσικοχημείας. Οι νόμοι χρησιμοποιούνται για την σύνθεση, την μεταβίβαση ή και την αποκωδικοποίηση ενός μηνύματος, το οποίο όμως δεν μπορεί να προκύψει από αυτούς.
Για να υπάρχει όμως η δυνατότητα δόμησης της πληροφορίας πρέπει η συγκεκριμένη δομή να μην προκύπτει αναγκαία με βάση κάποιο ελάχιστο ενεργειακό δυναμικό που καθορίζεται από την θερμοδυναμική των αντιδράσεων, αλλά να υφίστανται ισοδύναμες από άποψης φυσικοχημείας εκδοχές χημικών δεσμών και να επιλέγεται κάποια από αυτές. Δηλαδή η δυνατότητα συγκρότησης της πληροφορίας απαιτεί την μειωμένη πιθανότητα εμφάνισης της δομής που την συνθέτει. Αν υπάρχει η φυσική τάση να επιλέγονται κάποιες δομές, τότε περιορίζεται η δυνατότητα σύνθεσης του μηνύματος. Για παράδειγμα, στη δόμηση του DNA η κάθε μία από τις τέσσερις αζωτούσες βάσεις, που αποτελούν τα γράμματα του κώδικα, έχει από άποψη φυσικοχημείας την ίδια πιθανότητα εμφάνισης σε μια θέση. Αν αντίθετα οι νόμοι της χημείας ευνοούσαν συγκεκριμένες βάσεις, τότε θα προέκυπτε ίσως κάποια δομή με πολυπλοκότητα παρόμοια με αυτή ενός κρυστάλλου, χωρίς όμως ιδιαίτερο πληροφοριακό περιεχόμενο. Αυτό σημαίνει ότι η ακολουθία των βάσεων είναι κατά κάποιο τρόπο εξωτερική του πεδίου των νόμων της φυσικοχημείας.
Για να αποφευχθεί ακριβώς το χάος της τυχαιότητας, της συμβατής με τους νόμους της φυσικοχημείας και της έλλειψης πληροφορίας, είναι απαραίτητη η ύπαρξη κάποιων περιορισμών, καθώς η διακίνηση κάποιας πληροφορίας βασίζεται στη δόμηση μέσω οριακών συνθηκών ιεραρχημένων επιπέδων. Οι οριακές συνθήκες περιορίζουν την δράση των νόμων μέσα σε συγκεκριμένες τιμές των παραμέτρων που περιγράφουν το κάθε φαινόμενο. Η επιλογή αυτών των συνθηκών είναι γεγονός εξωτερικό ως προς τους νόμους, δηλαδή δεν τους επηρεάζει ούτε προκύπτει από αυτούς, με αποτέλεσμα η μορφολογία να υπερβαίνει τους νόμους της φυσικής και της χημείας[9]. Ετσι οι συχνότητες που παράγει μια τεταμένη χορδή δεν εξαρτώνται από τους νόμους της ταλάντωσης αλλά από το μήκος της χορδής, την τάση και την πυκνότητα της χορδής. Στη βιοφυσική, η συμπεριφορά της μεμβράνης ενός κυττάρου προκύπτει από τις συγκεκριμένες οριακές συνθήκες υπό τις οποίες εφαρμόζονται οι νόμοι της θερμοδυναμικής[10]. Παρόμοια, το λεξιλόγιο μιας γλώσσας θέτει τις οριακές συνθήκες για την εκφορά των ήχων που θα επενδυθούν με κάποια σημασία σε αυτή τη γλώσσα. Η γραμματική θέτει νέους όρους στον σχηματισμό προτάσεων, το προσωπικό ύφος αναδύεται σε ένα νέο επίπεδο πιο σύνθετο όταν τίθενται νέοι περιορισμοί, ενώ ο σχηματισμός του κειμένου προϋποθέτει την συναρμογή των προτάσεων υπό την καθοδήγηση και επομένως τον περιορισμό που θέτει το θέμα. Από τον μηχανισμό της φωνητικής δεν μπορεί να συναχθεί η γραμματική ούτε από τους νόμους της γραμματικής το νόημα του κειμένου[11]. Οι ατομικοί χαρακτήρες στα γλωσσικά μηνύματα, ενώ φέρουν ένα μεγάλο περιεχόμενο πληροφορίας, δεν μπορούν να αποκτήσουν κάποια σημασία, επειδή η σημασία εξαρτάται από τα συμφραζόμενα[12]. Παρόμοια η λειτουργικότητα ενός γονιδίου εξαρτάται από το μέρος τού γονιδιώματος στο οποίο ανήκει, που σημαίνει ότι η σημασία του καθορίζεται από την συνάφεια[13]. Γενικότερα η σημασία κάποιου γεγονότος αποδίδεται πληρέστερα όσο ευρύτερη είναι η ολότητα στην οποία αυτό εντάσσεται. Κάθε όμως υψηλότερος λόγος είναι δυσπρόσιτος ή και απρόσιτος από τα χαμηλότερα επίπεδα στα οποία αναφέρεται, καθώς υπακούει σε μια βαθύτερη λογικότητα από αυτή που ακολουθούν οι πιο φανερές και πιο προσιτές εκδηλώσεις καταστάσεων ή γεγονότων που βρίσκονται κάτω από αυτόν.
Επανερχόμαστε στην περίπτωση του DNA, αυτού του μορίου κλειδί για την ανάπτυξη και τη λειτουργία του οργανισμού. Σ’ αυτό, η συγκεκριμένη αλληλουχία βάσεων αποτελεί πρόσθετη οριακή συνθήκη, η οποία τίθεται με βάση τον λόγο που αφορά την σύνθεση συγκεκριμένων πρωτεϊνών. Αυτές πάλι συνδυάζονται και διαμορφώνονται στον χώρο με τέτοιο τρόπο ώστε να εκπληρώνεται ο καθορισμένος κάθε φορά ρόλος τους σε συγκεκριμένες λειτουργίες με βάση κάποιο υψηλότερο λόγο που αφορά συγκεκριμένη δραστηριότητα ή την ευρυθμία του όλου οργανισμού. Η συγκεκριένη ενεργοποίηση του όλου οργανισμού ερμηνεύεται πάλι με βάση κάποια ανώτερη αρχή η οποία με τη μορφή πρόθεσης, επιθυμίας ή αξίας προσανατολίζει το έμβιο ον. Αυτό σημαίνει ότι οι νόμοι της φυσικοχημείας και αυτό το ίδιο το μόριο του DNA δεν μπορούν να οδηγήσουν μονοσήμαντα σε συγκεκριμένες δραστηριότητες υψηλοτέρων επιπέδων τάξης, όπως δράση του νεοφλοιού, ή της αμυγδαλής του εγκεφάλου ή του ρυθμού σύσπασης της καρδιάς, παρόλου που είναι συμβατοί με αυτά. Οπως γίνεται ιδιαίτερα σαφές στην περίπτωση της οντογένεσης, το DNA μπορεί να προκαλέσει την ανάδυση ιεραρχημένων επιπέδων αλλά όχι και να τα προσδιορίσει. Αυτό το γεγονός της αίσθησης και της συνείδησης που καθιστά δυνατή την αντίληψη των διαφορών και των σημασιών δεν μπορεί να είναι κωδικοποιημένο μέσα στο DNA, όπως δεν μπορεί να βρίσκεται η αίσθηση μέσα σε μια σελίδα βιβλίου που μιλάει για την αίσθηση. Σε τελεταία ανάλυση αυτό σημαίνει ότι αυτά τα επίπεδα δεν μπορούν να προκύψουν, όπως διατείνεται η τρέχουσα θεωρία της εξέλιξης, από συμπτώσεις ατομικών ή μοριακών κινήσεων[14]. Επομένως η ανέλιξη των έμβιων όντων μπορεί να εκληφθεί ως χειραγώγηση του κατώτερου από το ανώτερο με βάση κάποιο λόγο προς εμφάνιση μιας νέας ποιότητας, ως σταδιακή δηλαδή ανάβαση σε κάποιο ανώτερο επίπεδο οργάνωσης και ιεραρχίας και όχι απλά ως αυθόρμητη τάση αύξησης της πολυπλοκότητας του έμβιου όντος ή απόκτησης μεγαλύτερης ανεξαρτησίας απέναντι στις περιβαλλοντικές αλλαγές.
Γίνεται φανερό ότι η κατανόηση ενός έμβιου όντος είναι πληρέστερη στο μέτρο που οι μελετώμενες κάθε φορά λειτουργίες του υπάγονται σε κάποιο ανώτερο λόγο. Ενας τέτοιος λόγος φωτίζει ερμηνευτικά κάθε δραστηριότητα που συμβαίνει σε επίπεδα χαμηλότερα από αυτόν. Αν και επίσημα η τελεολογία δεν έχει θέση στον επιστημονικό λόγο, είναι ακριβώς αυτή που καθοδηγεί την επιλογή των δεδομένων και καθορίζει το είδος των προβλημάτων. Κάθε διαδικασία μέσα στο βιολογικό γίγνεσθαι καθίσταται αντιληπτή μόνο όταν χαρακτηρισθεί τελεολογικά, μόνο δηλαδή όταν γίνει δεκτό ότι κάτι που δεν είναι πραγματοποιημένο κατευθύνει την διαδικασία προς αυτό το τέλος[15]. Τέτοιοι λόγοι-‐αρχές δεν προσδιορίζουν μόνο τί επιδιώκει ο οργανισμός με τη συγκεκριμένη ενέργεια, αλλά και ποια είναι η συμβολή του στην ισορροπία του οικοσυστήματος ή ακόμη γενικότερα του πλανήτη. Στα πλαίσια της επιστημονικής έρευνας παραμένει αναπάντητο ή και ανεξέταστο το ερώτημα σχετικά με την φύση αυτών των αρχών και τον τρόπο με τον οποίο επιδρούν στο εκάστοτε επίπεδο, αν δηλαδή αποτελούν κάποια υλική πραγματικότητα που εκδηλώνεται με την μορφή κάποιου οργανωτικού «πεδίου», ή κάτι άλλο μη προσβάσιμο από τα παρόντα γνωστικά σχήματα. Στο εννοιολογικό πλαίσιο της θεωρίας της εξέλιξης δημιουργεί αμηχανία το ερώτημα γιατί αυτή η κίνηση προς ευρύτερες ενότητες και καθολικότερους λόγους, καθώς σ’ αυτή παραμένει αδιευκρίνιστο τί εξελίσσεται και προς τα πού. Αν και όπως έχει προταθεί είναι ακριβώς η υπονοούμενη τελεολογική δομή της θεωρίας της εξέλιξης που προσδίδει στη βιολογία αυτονομία σε σχέση με τις άλλες φυσικές επιστήμες, η υποτίμηση της έννοιας του είδους και η σύνδεση της κατεύθυνσης της εξέλιξης με την επιβίωση εισάγει την βιολογική σκέψη στο άγονο πεδίο της ταυτολογίας[16].
Είναι φανερό ότι ανερχόμενοι αυτή την κλίμακα των λόγων εισερχόμαστε σε ερωτήματα «μεταφυσικού» χαρακτήρα, που αφορούν τον λόγο για τον οποίο υπάρχει αυτό το ον. Υποστηρίζεται πλέον ευθέως ότι το γεγονός της συνείδησης υπερβαίνει όχι μόνο τους νόμους της φυσικοχημείας, αλλά και κάθε μηχανιστική αρχή. Αρχίζει επομένως να διαφαίνεται ότι το υλικό ή το σωματικό δεν μπορούν να κατανοηθούν αυτοτελώς παρά αναφερόμενα στην άλλη πραγματικότητα της ψυχής και του πνεύματος.
Στα πλαίσια αυτής της προβληματικής εμφανίζεται μια στροφή ή μάλλον μια ώριμη επιστροφή και επανεξέταση κάποιων θέσεων του φιλοσόφου-‐βιολόγου Αριστοτέλη[17]. Τα ερμηνευτικά σχήματα του τέλους, του «ου ένεκα», του «δυνάμει ενεργεία», της ύλης και του είδους, που είχαν απορριφθεί ως αντιεπιστημονικά στις απαρχές της σύγχρονης Βιολογίας, φαίνεται να διανοίγουν γόνιμες ερευνητικές και ερμηνευτικές προοπτικές. Στο συσχετισμό ύλης-‐είδους που μπορεί να εφαρμοστεί σε διάφορα επίπεδα οργάνωσης του έμβιου κόσμου, το ανώτερο επιπεδο προηγείται πάντοτε ερμηνευτικά. Η πλήρης βέβαια αποδοχή της θεωρία του Αριστοτέλη για τα έμβια είναι πλέον ανέφικτη, καθώς κάποιες θέσεις του θεωρούνται οριστικά ξεπερασμένες. Για παράδειγμα τα είδη κατά τον Αριστοτέλη είναι αιώνια ενώ στη σύγχρονη βιολογική σκέψη δεν αποτελούν παρά παροδικές αποκρυσταλλώσεις της αέναης και άσκοπης ροής της ύλης. Δεν φαίνεται όμως να αποτιμάται επαρκώς η σημασία αυτής της θέσης του Αριστοτέλη στη συνοχή του οικοδομήματος της σκέψης του.
Παρόλο το ενδιαφέρον αυτών των σύγχρονων τάσεων δεν θα ασχοληθούμε περισσότερο με αυτές. Θα στραφούμε στην έκθεση κάποιων θέσεων όχι πλέον ενός «φυσιολόγου», αλλά ενός αγίου-‐φιλοσόφου, του αγ. Μαξίμου του Ομολογητή, όπου από ένα διαφορετικό επίπεδο όρασης του κόσμου καθίσταται διαυγέστερη η σημασία των σύγχρονων διερευνήσεων.
Στη σκέψη του αγ. Μαξίμου δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην ιεράρχηση των διαφόρων επιπέδων του είναι με αναφορά στους λόγους αυτών των επιπέδων ή μερών της πραγματικότητας[18]. Αν και το ενδιαφέρον του εστιάζεται κυρίως στην πνευματική σημασία των όντων και των γεγονότων, η οποία κάποτε ίσως αποδειχθεί ο απαραίτητος όρος κατανόησης και αυτής της βιολογικής πραγματικότητας, είναι ιδιαίτερα επίκαιρος όταν τονίζει την αξιολογική προτεραιότητα του όλου έναντι του μέρους και τον καθοδηγητικό ρόλο του λόγου κάθε ενότητας ή κάθε συστήματος στις κινήσεις των μερών. Με την αναφορά του στους πνευματικότερους και θειότερους λόγους των όντων και των γεγονότων ή με την ανάβασή του σε υψηλότερες θεωρίες, ουσιαστικά μας εισάγει σε υψηλότερα επίπεδα πραγματικότητας και σημασίας. Ο λόγος κάθε ολότητας κατευθύνει, συνάγει και μυστικά ενώνει την πολλαπλότητα των λόγων, ενεργειών, γεγονότων και ατόμων. Ο λόγος της ολότητας υπάρχει σε κάθε μέρος[19] και σημαίνεται ανάλογα από αυτό, αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο την ψυχή της ολότητας που βρίσκεται αμερώς σε κάθε μέρος του σώματος.
Οι λόγοι που είναι τα θεία εννοήματα και οι θείες θελήσεις για τα όντα αποτελούν την μορφοποιητική αρχή των όντων. Αποδίδουν το σκοπό και την ύψιστη πραγματοποίηση των όντων και έχουν προτεραιότητα έναντι των ενδιάμεσων φάσεων της ανέλιξής τους, γι’ αυτό στην προγνωστική δύναμη του Θεού το κάθε ον «τω οικείω λόγω το τέλειον έχει»[20]. Οι δυνάμεις και οι εφέσεις με τις οποίες είναι εφοδιασμένα τα όντα καθιστούν εφικτή την «δια κινήσεως φυσικής» προσέγγιση των λόγων τους. Οι λογοι αναδεικνύονται ως η αρχή συνοχής, παγιότητος και αρμονίας των όντων. Η Σοφία του Θεού ενιδρύει τα όντα στους λόγους τους και παρέχει «την προς το είναι δύναμιν»[21]. Στο μέτρο που τα όντα συμμορφώνονται στους όρους των λόγων τους, συνέρχονται στο είναι ή μάλλον ανέρχονται στο αυθεντικό είναι[22]. Η αίσθηση της αναμονής και της έλλειψης που χαρακτηρίζει τα διάφορα επίπεδα της ύπαρξης πηγάζει από την μειωμένη ενεργοποίηση των δυνάμεων και εφέσεων των όντων προς το οικείο τους τέλος. Ο Χριστός, που είναι η Σοφία του Θεού και Πατρός, συνέχει τους γενικώτερους και καθολικώτερους λόγους των όντων και καθοδηγεί τα μέρη της ολότητας στη διάνοιξή τους προς την καθολικότητα με «την δια της προνοίας προς τα καθόλου των μερικών εξομοίωσιν»[23]. Ο Θεός ως αιτία αποτελεί τον ενικότερο λόγο που εμπνέει στα όντα την κίνηση προς την ύψιστη πραγμάτωσή τους[24]. Γι’ αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο κρυμμένος στα όντα και οδηγεί σε πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης-‐επίγνωσής Του[25].
Οσο υψηλότερος είναι κάποιος λόγος, τόσο περιεκτικότερος είναι και τόσο διαυγέστερα και πληρέστερα φωτίζει την αιτία υπάρξεως των κινήσεων ή των διαφόρων επιπέδων τού είναι των όντων. Ο λόγος της ολότητας, ανάλογα με το επίπεδο της πραγματικότητας στο οποίο βρίσκεται, ουσιαστικά καθορίζει και προσδίδει σημασία στην κίνηση αλλά και την δυσκινησία των μερών, καθώς αποτελεί την αναφορά τους[26]. Η δύναμη που φέρει τα όντα προς αυτή την ολότητα των ολοτήτων, προς αυτό «το εν της όλης κτίσεως» είναι η θεμελιώδης για τα όντα σχέση προς τον Θεό που αποτελεί την αιτία, την αρχή και το τέλος τους[27].
Ο λόγος της ολότητας ενός επιπέδου έχει την αναφορά σε κάποιο λόγο υψηλότερου επιπέδου στον οποίο μαζί με τους λόγους άλλων ενοτήτων αναφέρεται. Οι εντολές αναφέρονται στον καθόλου λόγο των εντολών και η κάθε αρετή αποκτάει νόημα με βάση τον βαθύτερο λόγο της. Ολοι οι λόγοι των επιμέρους αρετών συνέχονται μυστικά από τον καθολικότερο λόγο τους που είναι η αγάπη[28]. Τα γεγονότα και τα ιερά λόγια της Παλαιάς Διαθήκης ερμηνεύονται υπό το φως των λόγων και των γεγονότων της Καινής, όλη η παρούσα πραγματικότητα ερμηνεύεται με βάση την μέλλουσα αλήθεια, και όλοι οι ρητοί ή νοητοί λόγοι με βάση τους άρρητους λόγους.
Περιοριζόμενοι στα αισθητά αδυνατούμε να προσδιορίσουμε τον λόγο τους παρόλο που μπορούμε να τα αναλύσουμε επιστημονικά ή να τα προσεγγίσουμε χρηστικά ή αισθητικά. Πρέπει να ανέλθουμε στα νοητά, την πνευματική τους δηλαδή σημασία, για να φανερωθεί ο βαθύτερος σκοπός τους. Για να αντιληφθούμε την σχέση και τον τρόπο σύνδεσης αισθητών και νοητών πρέπει να γνωρίσουμε τον βαθύτερο λόγο τους που βρίσκεται πέρα από αυτά και αποτελεί το μυστήριο του Χριστού. Ο Χριστός φανέρωσε τους καθολικώτερους λόγους των όντων και έδειξε ότι όλη η κτίση στο πνευματικό της βάθος είναι ενωμένη και αλληλοπεριχωρούμενη[29]. Με αυτό τον τρόπο ανακεφαλαίωσε τα πάντα στον Εαυτό Του πραγματοποιώντας την μεγάλη βουλή του Θεού και Πατρός. Το μήνυμα του ευαγγελίου αποτελεί πρόσκληση, δια της τηρήσεως των εντολών του Χριστού, ανάβασης στην κορυφήν των λόγων[30]. Το γεγονός ότι όλα περικλείονται στο μυστήριο της της ενσαρκώσεως του Θεού Λόγου, που αποτελεί τον αρχικότατο και καθολικότατο λόγο της κτίσεως, σημαίνει ότι οποιοσδήποτε λόγος ή αρχή μέσα στον κόσμο γίνονται ουσιαστικά κατανοητοί μόνο στο μέτρο που αναφέρονται σε αυτό [31]
Σημειώσεις
Βλέπε ενδεικτικά, T.S. Kuhn, Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, Θεσσαλονίκη 1981, P. Feyerabend, Ενάντια στη μέθοδο, Θεσσαλονίκη 1983 και του ίδιου, Γνώση για ελεύθερους ανθρώπους, Θεσσσαλονίκη 1986, Συνοπτική παρουσίαση των εξελίξεων στην επιστημολογία, βλέπε Β. Κάλφα, Επιστημονική πρόοδος και Ορθολογικότητα, Σύγχρονα θέματα, Θεσσαλονίκη 1983 και Ευθ. Παπαδημητρίου, Θεωρία της επιστήμης και ιστορία της φιλοσοφίας, Gutenberg, Αθήνα 1988. Βλέπε ακόμη A. Koyre, Από τον κλειστό κόσμο στο άπειρο σύμπαν, (μετ. Π. Λάμψα), Ευρύαλος, Αθήνα 1989. Ακόμη το άρθρο του, «Περί της επιρροής των φιλοσοφικών αντιλήψεων στην εξέλιξη των επιστημονικών θεωριών», στο Επιστημολογία, (επιμ.) Γεράσιμος Κουλέλης, Νήσος, Αθήνα 1993.
Βλέπε Marjorie Grene, The understanding of nature, D. Reidel Publishing Company, 1974, σ σ. 35, 37.
Βλέπε Richard Levins – Richard Lewontin, “Dialecties and reductionism in ecology” , στο Conceptual issues in ecology, edited by Esa Saarinen, D. Reidel Publishing Company, 1982, σ. 111.
Βλέπε Robert N. Brandon, Concepts and methods in Evolutionary Biology, Cambridge, U.S.A. 1996, σ. 180 κ.ε.
Αυτές οι θέσεις διατυπώθηκαν παλαιότερα από τους υπέρμαχους του ολισμού στα βιολογικά συστήματα Smuts και Haldane. Βλέπε ο.π. , σ. 185.
Βλέπε Robert N. Brandon, Concepts and methods in Evolutionary Biology, Cambridge, U.S.A. 1996, σ. 192 κ.ε.
Βλέπε το άρθρο του Michael Polanyi, “Life’s irreducible structure”, στο Topics in the philosophy of Biology, edited by Marjorie Grene and Everett Mendelsohn, D. Reidel Publishing Company, Holland-Boston, 1976, σ. 135.
8 Βλέπε το συλλογικό έργο, Talking the Naturalistic turn or How real philosophy of Science is done, (organized and moderated by Werner Callebant). The University of Chicago Press, 1993, σ. 260 κ.ε.
9 Βλέπε το άρθρο του Michael Polanyi, “Life’s irreducible structure”, στο Topics in the philosophy of Biology, edited by Marjorie Grene and Everett Mendelsohn, D. Reidel Publishing Company, Holland-Boston, 1976, σ. 130.
10 Βλέπε Richard Levins – Richard Lewontin, “Dialectics and reductionism in ecology”, στο Conceptual issues in ecology, edited by Esa Saarinem, D. Reidel Publishing Company, 1982, σ. 117.
11 Βλέπε το άρθρο του Michael Polanyi, “Life’s irreducible structure”, στο Topics in the philosophy of Biology, edited by Marjorie Grene and Everett Mendelsohn, D. Reidel Publishing Company, Holland-Boston, 1976, σ. 128 κ.ε.
12 Βλέπε Antony Wildem, Επιστημολογία και οικολογία, (μετ. Φ. Τερζάκης), Παρουσία, Αθήνα 1997, σ. 73.
13 Wilke Helmut, Εισαγωγή στη συστημική θεωρία, (μετ. Ν. Λίβος), Κριτική, Αθήνα 1996, σ. 190 κ.ε.
14 Βλέπε το άρθρο του Michael Polanyi, “Life’s irreducible structure”, στο Topics in the philosophy of Biology, edited by Marjorie Grene and Everett Mendelsohn, D. Reidel Publishing Company, Holland-Boston, 1976, σ. 137.
15 Βλέπε Marjorie Grene, The understanding of nature, D. Reidel Publishing Company, 1974, σ. 173.
16 Βλέπε Marjorie Grene, The understanding of nature, D. Reidel Publishing Company, 1974, σσ. 80, 85.
17 Βλέπε Marjorie Grene, The understanding of nature, D. Reidel Publishing Company, 1974, σ. 74 κ.ε.
18 Αναλυτικότερη παρουσίαση βλέπε στο έργο μας, Η χαμένη οικειότητα, Η οικολογική κρίση υπό το φως της σκέψης του αγ. Μαξίμου του Ομολογητή, εκδόσεις Έλλα, Λάρισα 1998.
19 «Παν γαρ γενικόν κατά τον οικείον λόγον όλον όλοις αδιαιρέτως τοις υπ’ αυτό ενικώς ενυπάρχει», Περί αποριών 41, PG 91, 1312C.
20 Περί αποριών 42, PG 91, 1340Α.
21 Περί αποριών 42, PG 91, 1329C. Περί αποριών 10, PG 91, 1192Β. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων 4, 7, PG 3, 704C.
22 Περί αποριών 42, PG 91, 1329Α.
23 Προς Θαλάσσιον 2, PG 90, 272AB. Περί αποριών 41, PG 91, 1313A-1313B.
24 Περί αποριών 23, PG 91, 1260ΑΒ.
25 Περί αποριών 33, PG 91, 1258D.
26 «...οι των επιμέρους λόγοι...τοις καθόλου προσχωρούντες, τας των διηρημένων ενώσεις ποιούνται διότι των μερικωτέρων ενοειδώς οι καθολικώτεροι τους λόγους περιλαμβάνουσι, προς ους φυσικώς την αναφοράν έχει το κατά μέρος». Προς Θαλάσσιον 48, Laga-Steel, σ. 349, PG 90, 445B.
27 Μυσταγωγία 4, PG 91, 664D.
28 Επιστολή 2, PG 91, 393C. Προς Θαλάσσιον 40, Laga-Steel, σσ. 269-271, PG 90, 397B.
29 Περί αποριών 41, PG 91, 1312AB.
30 Μυσταγωγία 23, PG 91, 700B.
31 Μυσταγωγία 23, PG 91, 700B.
Ευχαριστίες βαθύκαρδες στον Βασίλη Μούσκουρη για την πληκτρολόγηση.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Σύναξη" τχ 68 (Οκτ. - Δεκ. 1998)
πηγή: Aντίφωνο
Οι Διερευνήσεις της ιστορίας της επιστήμης και οι επισημάνσεις της σύγχρονης επιστημολογίας έχουν καταστήσει σαφή τον τρόπο αλλά και το μέγεθος της μεταφυσικής θεμελίωσης των λεγόμενων θετικών επιστημών. Οι επιστημονικές επαναστάσεις και οι αλλαγές παραδειγμάτων προϋποθέτουν κυρίως την αμφισβήτηση κάποιων αυτονόητων μέχρι τότε μεταφυσικών θέσεων[1]. Στη σύγχρονη Βιολογία υποβόσκει κάποια κρίση, που ενώ δεν χαρακτηρίζεται από την ένταση που συνόδευσε, για παράδειγμα, την θεμελίωση της κβαντικής φυσικής, δεν παύει να προβάλλει με σαφήνεια την ανάγκη ενός διαφορετικού τρόπου προσέγγισης του έμβιου. Η κρίση αφορά το ερώτημα σχετικά με την ουσιαστική ή όχι αυτονομία της Βιολογίας έναντι της μαθηματικής Φυσικής ή με άλλους όρους τη δυνατότητα παραγωγής όλων των φαινομένων του έμβιου από τους παγκόσμιους νόμους της Φυσικής[2].
Η σύγχρονη έρευνα έρχεται αντιμέτωπη με ανακαλύψεις και θεωρητικά προβλήματα που ευνοούν τη θέση ότι το φαινόμενο της ζωής υπερβαίνει τους νόμους της φυσικοχημείας. Στο τέλος του 20ου αιώνα η καχυποψία για κάθε μονομερή ερμηνεία συνοδεύει σταθερά πλέον κάθε ερμηνευτική απόπειρα του έμβιου ενώ αναζητούνται απαντήσεις σε πλαίσια όχι καθαρά υλιστικά όπως συνέβαινε μέχρι πρόσφατα. Τα θεμελιώδη ερωτήματα που συντηρούν τις σχετικές συζητήσεις διερευνούν αν τα παρατηρούμενα επίπεδα πραγματικότητας στα οποία αναπτύσσεται η ζωή των εμβίων πρέπει να εκληφθούν ως απλά επιφαινόμενα μιας θεμελιώδους πραγματικότητας ή ποια μπορεί να είναι η κύρια αιτία που οδηγεί στην ανάδυση των διαφόρων επιπέδων. Με άλλους όρους οι δραστηριότητες των εμβίων που αφορούν την δόμηση, την ομοιόσταση και την λειτουργία τους αποτελούν συντονισμένες κινήσεις υπό την καθοδήγηση του λόγου κάποιας ολότητας ή απλή ενεργοποίηση της αυτόνομης δυναμικής των μερών μέσα από ένα πολύπλοκο έστω δίκτυο αναδράσεων με το περιβάλλον[3] ;
Κατά τον φιλόσοφο Nagel με τον αναγωγισμό αποδίδεται η σχέση ανάμεσα σε δύο διαφορετικού επιπέδου θεωρίες, στις οποίες η μία, κατ’ αρχήν τουλάχιστον, μπορεί να προκύψει αιτιολογικά από την άλλη και επομένως να αναχθεί σ’ αυτή, αρκεί να καθορισθεί ο τρόπος σύνδεσης των τεχνικών όρων της μιας θεωρίας με της άλλης[4]. Ουσιαστικά με τον αναγωγισμό γίνεται δεκτό ότι κάθε φαινόμενο μπορεί να συναχθεί από την δράση απλούστερων στοιχείων, θέση που έχει οντολογικές και μεθοδολογικές συνέπειες. Οντολογικά προϋποτίθεται ότι η αιτιότητα δρα στα όντα και τα συστήματα κατά κάποιο τρόπο από μέσα προς τα έξω, καθώς η συμπεριφορά των ολοτήτων εκλαμβάνεται ως αιτιακό παράγωγο αντιδράσεων των μερών, πιθανώς εξαιρετικά σύνθετων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και στις υλιστικές θεωρίες, αν και γίνεται δεκτό ότι η ολότητα είναι κάτι διαφορετικό από τα μέρη, ούτε είναι κύρια αιτία ενεργοποίησης των μερών. Απλώς με την σύνδεση των μερών αναφαίνονται δράσεις και λειτουργίες εξαιτίας αυτής της ένωσης και εκδηλώνονται συμπεριφορές που δεν εμφανίζονται στα μέρη όταν είναι μόνα τους[5] . Η ύπαρξη μιας καθολικής οργανωτικής αρχής του συστήματος χαρακτηρίζεται συνήθως ως ιδεαλιστικός ολισμός ή συνδέεται με την αποδοχή της ύπαρξης ενός υπεροργανισμού.
Στην ασθενή εκδοχή του αναγωγισμού γίνεται δεκτό ότι αν και είναι κατ’ αρχήν δυνατή η έσχατη αναγωγή, είναι πολλές φορές ασύμφορο ερμηνευτικά και μεθοδολογικά να την αναζητούμε. Η παρούσα κατάσταση των γνώσεών μας – και όχι βέβαια η πραγματικότητα – θέτει όρια που δεν είναι φρόνιμο να τα υπερβαίνουμε. Είναι φανερό ότι με αυτή την έννοια η πρόταξη του είδους ή του συστήματος μπορεί αν έχει ερμηνευτικά πλεονεκτήματα, δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί ως η πρωταρχική αιτία της συμπεριφοράς των μερών. Μεθοδολογικά προτείνεται η έρευνα των αιτίων των ολοτήτων στα μέρη τους, πρόταση που υπονοεί τη θέση ότι τα όντα και τα φαινόμενα αποτελούν την αναγκαία εξέλιξη του συστήματος του κόσμου με βάση τις αρχικές συνθήκες και την δράση των θεμελιωδών νόμων της Φυσικής. Η θεμελίωση εν τούτοις του αναγωγισμού αναγνωρίζεται ότι είναι εξίσου μεταφυσική με αυτή του ολισμού, μόνο που στην πρώτη περίπτωση εφοδιάζεται με εκπληκτικές ικανότητες το κατώτερο μέρος της πραγματικότητας, όσον αφορά το επίπεδο τάξης. Κάποιοι επιστήμονες προσπαθώντας να υπερβούν τους περιορισμούς του αναγωγισμού προτείνουν την έννοια του μηχανισμού, όπου παίρνονται υπ’ όψιν οι πολύπλοκες αναδράσεις μέρους και συστήματος[6] .
Δεδομένα από το χώρο της Οικολογίας, της εμβρυολογίας, της βιολογίας του κυττάρου και του τρόπου ενεργοποίησης των γονιδίων έρχονται να θέσουν σε αμφισβήτηση τη μηχανιστική αντίληψη που θεμελιώθηκε από τον Newton και τον Laplace. Στην οντογένεση, για παράδειγμα, η θέση ενός κυττάρου στην διαδικασία της ανάπτυξης και η συνάφεια στην οποία βρίσκεται καθορίζουν την περαιτέρω ανάπτυξη και εξειδίκευσή του και όχι το πληροφοριακό ή ενεργειακό περιεχόμενο του ίδιου του κυττάρου. Είναι ιδιαίτερα εμφαντική η ανακάλυψη του P. Weiss στο χώρο της μορφογένεσης, όπου κύτταρα αποσπασμένα από συγκεκριμένα όργανα παύουν να αναπτύσσονται, παρόλο που περικλείουν τις απαραίτητες πληροφορίες του γενετικού υλικού, ενώ όταν τοποθετηθούν ξανά σε αυτό εντάσσονται σε μια προοπτική ανάπτυξης σύμφωνη με κάποιο σχέδιο που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο όργανο[7]. Φαίνεται σαν τα κύτταρα να προσανατολίζονται από το πεδίο της ολότητας στην οποία εντάσσονται.
Με την ανακάλυψη του γενετικού κώδικα επικράτησε η τάση να θεωρούνται σύγχρονες και γόνιμες μόνον οι έρευνες που αφορούσαν τα συμβαίνοντα στο μοριακό βιολογικό επίπεδο. Σύντομα όμως έγινε κατανοητό ότι η γνώση του DNA ήταν αποδοτική σε συγκεκριμένα πεδία ενώ άφηνε αναπάντητα ερωτήματα άλλου επιπέδου[8]. Τα γονίδια από μόνα τους χωρίς τη συγκεριμένη δράση του περιβάλλοντος, εσωτερικού και εξωτερικού για τον οργανισμό, ούτε αναπαράγονται ούτε καθορίζουν κάποια ιδιότητα. Είναι δηλαδή η ολότητα (οργανισμός, βιοκοινότητα, οικοσύστημα) που προσανατολίζει ή ενεργοποιεί συγκεκριμένες εκφράσεις των γονιδίων ή συμπεριφορές των οργανισμών.
Δεδομένου ότι στους οργανισμούς διακρίνουμε μέρη των οποίων η λειτουργία αναπτύσσεται σε διάφορα επίπεδα τάξης και οργάνωσης απαιτούνται οργανωτικές αρχές μη αναγώγιμες. Ο προτεινόμενος αντιαναγωγισμός προϋποθέτει την αποδοχή ύπαρξης αυτόνομων επιπέδων βιολογικής ερμηνείας. Η διαπίστωση κάποιου νοήματος στις μελετώμενες κάθε φορά βιολογικές λειτουργίες προϋποθέτει την σχεδόν ανεπαίσθητη μετατόπιση της προσοχής σ’ αυτές τις αρχές που δομούν και κατευθύνουν την ολότητα, καθώς οι καθαρές κινήσεις και ενώσεις των μορίων στερούνται οποιουδήποτε νοήματος. Με αυτόν τον τρόπο αποκτά ισχυρή εξηγητική ισχύ η διάκριση διαφόρων ιεραρχημένων επιπέδων ή στρωμάτων στο είναι των εμβίων. Η δραστηριότητα που εμφανίζεται σε κάθε επίπεδο εμφανίζει δυικό χαρακτήρα, καθώς διεξάγεται αφενός μεν με βάση τους νόμους της φυσικοχημείας, αφ’ ετέρου απαιτεί την ύπαρξη μιας σχεδιάζουσας αρχής που βρίσκεται σε ένα άλλο επίπεδο. Αυτή η αρχή είναι κάτι διαφορετικό από τα μέρη της καθώς έχει οργανωτικό χαρακτήρα. Η γνώση, για παράδειγμα, της λεπτότερης φυσικοχημικής δομής των μορίων και των μεταξύ τους αντιδράσεων δεν αρκεί για την κατανόηση της φυσιολογίας, αν δεν αναζητηθεί πάνω από αυτά κάποιο σχέδιο που να τα οργανώνει. Αυτό σημαίνει ότι οι δομές και οι κινήσεις που υπακούουν στους νόμους της φυσικοχημείας αποκτούν σημασία για τη δομή και τη φυσιολογία του εμβίου μόνον όταν εισέρχονται στο πεδίο της σημαντικής, όταν δηλαδή κωδικοποιούν ένα μήνυμα που φανερώνει το νόημά του μόνο με την αναφορά σε ένα άλλο επίπεδο που βρίσκεται πέραν των νόμων της φυσικοχημείας. Οι νόμοι χρησιμοποιούνται για την σύνθεση, την μεταβίβαση ή και την αποκωδικοποίηση ενός μηνύματος, το οποίο όμως δεν μπορεί να προκύψει από αυτούς.
Για να υπάρχει όμως η δυνατότητα δόμησης της πληροφορίας πρέπει η συγκεκριμένη δομή να μην προκύπτει αναγκαία με βάση κάποιο ελάχιστο ενεργειακό δυναμικό που καθορίζεται από την θερμοδυναμική των αντιδράσεων, αλλά να υφίστανται ισοδύναμες από άποψης φυσικοχημείας εκδοχές χημικών δεσμών και να επιλέγεται κάποια από αυτές. Δηλαδή η δυνατότητα συγκρότησης της πληροφορίας απαιτεί την μειωμένη πιθανότητα εμφάνισης της δομής που την συνθέτει. Αν υπάρχει η φυσική τάση να επιλέγονται κάποιες δομές, τότε περιορίζεται η δυνατότητα σύνθεσης του μηνύματος. Για παράδειγμα, στη δόμηση του DNA η κάθε μία από τις τέσσερις αζωτούσες βάσεις, που αποτελούν τα γράμματα του κώδικα, έχει από άποψη φυσικοχημείας την ίδια πιθανότητα εμφάνισης σε μια θέση. Αν αντίθετα οι νόμοι της χημείας ευνοούσαν συγκεκριμένες βάσεις, τότε θα προέκυπτε ίσως κάποια δομή με πολυπλοκότητα παρόμοια με αυτή ενός κρυστάλλου, χωρίς όμως ιδιαίτερο πληροφοριακό περιεχόμενο. Αυτό σημαίνει ότι η ακολουθία των βάσεων είναι κατά κάποιο τρόπο εξωτερική του πεδίου των νόμων της φυσικοχημείας.
Για να αποφευχθεί ακριβώς το χάος της τυχαιότητας, της συμβατής με τους νόμους της φυσικοχημείας και της έλλειψης πληροφορίας, είναι απαραίτητη η ύπαρξη κάποιων περιορισμών, καθώς η διακίνηση κάποιας πληροφορίας βασίζεται στη δόμηση μέσω οριακών συνθηκών ιεραρχημένων επιπέδων. Οι οριακές συνθήκες περιορίζουν την δράση των νόμων μέσα σε συγκεκριμένες τιμές των παραμέτρων που περιγράφουν το κάθε φαινόμενο. Η επιλογή αυτών των συνθηκών είναι γεγονός εξωτερικό ως προς τους νόμους, δηλαδή δεν τους επηρεάζει ούτε προκύπτει από αυτούς, με αποτέλεσμα η μορφολογία να υπερβαίνει τους νόμους της φυσικής και της χημείας[9]. Ετσι οι συχνότητες που παράγει μια τεταμένη χορδή δεν εξαρτώνται από τους νόμους της ταλάντωσης αλλά από το μήκος της χορδής, την τάση και την πυκνότητα της χορδής. Στη βιοφυσική, η συμπεριφορά της μεμβράνης ενός κυττάρου προκύπτει από τις συγκεκριμένες οριακές συνθήκες υπό τις οποίες εφαρμόζονται οι νόμοι της θερμοδυναμικής[10]. Παρόμοια, το λεξιλόγιο μιας γλώσσας θέτει τις οριακές συνθήκες για την εκφορά των ήχων που θα επενδυθούν με κάποια σημασία σε αυτή τη γλώσσα. Η γραμματική θέτει νέους όρους στον σχηματισμό προτάσεων, το προσωπικό ύφος αναδύεται σε ένα νέο επίπεδο πιο σύνθετο όταν τίθενται νέοι περιορισμοί, ενώ ο σχηματισμός του κειμένου προϋποθέτει την συναρμογή των προτάσεων υπό την καθοδήγηση και επομένως τον περιορισμό που θέτει το θέμα. Από τον μηχανισμό της φωνητικής δεν μπορεί να συναχθεί η γραμματική ούτε από τους νόμους της γραμματικής το νόημα του κειμένου[11]. Οι ατομικοί χαρακτήρες στα γλωσσικά μηνύματα, ενώ φέρουν ένα μεγάλο περιεχόμενο πληροφορίας, δεν μπορούν να αποκτήσουν κάποια σημασία, επειδή η σημασία εξαρτάται από τα συμφραζόμενα[12]. Παρόμοια η λειτουργικότητα ενός γονιδίου εξαρτάται από το μέρος τού γονιδιώματος στο οποίο ανήκει, που σημαίνει ότι η σημασία του καθορίζεται από την συνάφεια[13]. Γενικότερα η σημασία κάποιου γεγονότος αποδίδεται πληρέστερα όσο ευρύτερη είναι η ολότητα στην οποία αυτό εντάσσεται. Κάθε όμως υψηλότερος λόγος είναι δυσπρόσιτος ή και απρόσιτος από τα χαμηλότερα επίπεδα στα οποία αναφέρεται, καθώς υπακούει σε μια βαθύτερη λογικότητα από αυτή που ακολουθούν οι πιο φανερές και πιο προσιτές εκδηλώσεις καταστάσεων ή γεγονότων που βρίσκονται κάτω από αυτόν.
Επανερχόμαστε στην περίπτωση του DNA, αυτού του μορίου κλειδί για την ανάπτυξη και τη λειτουργία του οργανισμού. Σ’ αυτό, η συγκεκριμένη αλληλουχία βάσεων αποτελεί πρόσθετη οριακή συνθήκη, η οποία τίθεται με βάση τον λόγο που αφορά την σύνθεση συγκεκριμένων πρωτεϊνών. Αυτές πάλι συνδυάζονται και διαμορφώνονται στον χώρο με τέτοιο τρόπο ώστε να εκπληρώνεται ο καθορισμένος κάθε φορά ρόλος τους σε συγκεκριμένες λειτουργίες με βάση κάποιο υψηλότερο λόγο που αφορά συγκεκριμένη δραστηριότητα ή την ευρυθμία του όλου οργανισμού. Η συγκεκριένη ενεργοποίηση του όλου οργανισμού ερμηνεύεται πάλι με βάση κάποια ανώτερη αρχή η οποία με τη μορφή πρόθεσης, επιθυμίας ή αξίας προσανατολίζει το έμβιο ον. Αυτό σημαίνει ότι οι νόμοι της φυσικοχημείας και αυτό το ίδιο το μόριο του DNA δεν μπορούν να οδηγήσουν μονοσήμαντα σε συγκεκριμένες δραστηριότητες υψηλοτέρων επιπέδων τάξης, όπως δράση του νεοφλοιού, ή της αμυγδαλής του εγκεφάλου ή του ρυθμού σύσπασης της καρδιάς, παρόλου που είναι συμβατοί με αυτά. Οπως γίνεται ιδιαίτερα σαφές στην περίπτωση της οντογένεσης, το DNA μπορεί να προκαλέσει την ανάδυση ιεραρχημένων επιπέδων αλλά όχι και να τα προσδιορίσει. Αυτό το γεγονός της αίσθησης και της συνείδησης που καθιστά δυνατή την αντίληψη των διαφορών και των σημασιών δεν μπορεί να είναι κωδικοποιημένο μέσα στο DNA, όπως δεν μπορεί να βρίσκεται η αίσθηση μέσα σε μια σελίδα βιβλίου που μιλάει για την αίσθηση. Σε τελεταία ανάλυση αυτό σημαίνει ότι αυτά τα επίπεδα δεν μπορούν να προκύψουν, όπως διατείνεται η τρέχουσα θεωρία της εξέλιξης, από συμπτώσεις ατομικών ή μοριακών κινήσεων[14]. Επομένως η ανέλιξη των έμβιων όντων μπορεί να εκληφθεί ως χειραγώγηση του κατώτερου από το ανώτερο με βάση κάποιο λόγο προς εμφάνιση μιας νέας ποιότητας, ως σταδιακή δηλαδή ανάβαση σε κάποιο ανώτερο επίπεδο οργάνωσης και ιεραρχίας και όχι απλά ως αυθόρμητη τάση αύξησης της πολυπλοκότητας του έμβιου όντος ή απόκτησης μεγαλύτερης ανεξαρτησίας απέναντι στις περιβαλλοντικές αλλαγές.
Γίνεται φανερό ότι η κατανόηση ενός έμβιου όντος είναι πληρέστερη στο μέτρο που οι μελετώμενες κάθε φορά λειτουργίες του υπάγονται σε κάποιο ανώτερο λόγο. Ενας τέτοιος λόγος φωτίζει ερμηνευτικά κάθε δραστηριότητα που συμβαίνει σε επίπεδα χαμηλότερα από αυτόν. Αν και επίσημα η τελεολογία δεν έχει θέση στον επιστημονικό λόγο, είναι ακριβώς αυτή που καθοδηγεί την επιλογή των δεδομένων και καθορίζει το είδος των προβλημάτων. Κάθε διαδικασία μέσα στο βιολογικό γίγνεσθαι καθίσταται αντιληπτή μόνο όταν χαρακτηρισθεί τελεολογικά, μόνο δηλαδή όταν γίνει δεκτό ότι κάτι που δεν είναι πραγματοποιημένο κατευθύνει την διαδικασία προς αυτό το τέλος[15]. Τέτοιοι λόγοι-‐αρχές δεν προσδιορίζουν μόνο τί επιδιώκει ο οργανισμός με τη συγκεκριμένη ενέργεια, αλλά και ποια είναι η συμβολή του στην ισορροπία του οικοσυστήματος ή ακόμη γενικότερα του πλανήτη. Στα πλαίσια της επιστημονικής έρευνας παραμένει αναπάντητο ή και ανεξέταστο το ερώτημα σχετικά με την φύση αυτών των αρχών και τον τρόπο με τον οποίο επιδρούν στο εκάστοτε επίπεδο, αν δηλαδή αποτελούν κάποια υλική πραγματικότητα που εκδηλώνεται με την μορφή κάποιου οργανωτικού «πεδίου», ή κάτι άλλο μη προσβάσιμο από τα παρόντα γνωστικά σχήματα. Στο εννοιολογικό πλαίσιο της θεωρίας της εξέλιξης δημιουργεί αμηχανία το ερώτημα γιατί αυτή η κίνηση προς ευρύτερες ενότητες και καθολικότερους λόγους, καθώς σ’ αυτή παραμένει αδιευκρίνιστο τί εξελίσσεται και προς τα πού. Αν και όπως έχει προταθεί είναι ακριβώς η υπονοούμενη τελεολογική δομή της θεωρίας της εξέλιξης που προσδίδει στη βιολογία αυτονομία σε σχέση με τις άλλες φυσικές επιστήμες, η υποτίμηση της έννοιας του είδους και η σύνδεση της κατεύθυνσης της εξέλιξης με την επιβίωση εισάγει την βιολογική σκέψη στο άγονο πεδίο της ταυτολογίας[16].
Είναι φανερό ότι ανερχόμενοι αυτή την κλίμακα των λόγων εισερχόμαστε σε ερωτήματα «μεταφυσικού» χαρακτήρα, που αφορούν τον λόγο για τον οποίο υπάρχει αυτό το ον. Υποστηρίζεται πλέον ευθέως ότι το γεγονός της συνείδησης υπερβαίνει όχι μόνο τους νόμους της φυσικοχημείας, αλλά και κάθε μηχανιστική αρχή. Αρχίζει επομένως να διαφαίνεται ότι το υλικό ή το σωματικό δεν μπορούν να κατανοηθούν αυτοτελώς παρά αναφερόμενα στην άλλη πραγματικότητα της ψυχής και του πνεύματος.
Στα πλαίσια αυτής της προβληματικής εμφανίζεται μια στροφή ή μάλλον μια ώριμη επιστροφή και επανεξέταση κάποιων θέσεων του φιλοσόφου-‐βιολόγου Αριστοτέλη[17]. Τα ερμηνευτικά σχήματα του τέλους, του «ου ένεκα», του «δυνάμει ενεργεία», της ύλης και του είδους, που είχαν απορριφθεί ως αντιεπιστημονικά στις απαρχές της σύγχρονης Βιολογίας, φαίνεται να διανοίγουν γόνιμες ερευνητικές και ερμηνευτικές προοπτικές. Στο συσχετισμό ύλης-‐είδους που μπορεί να εφαρμοστεί σε διάφορα επίπεδα οργάνωσης του έμβιου κόσμου, το ανώτερο επιπεδο προηγείται πάντοτε ερμηνευτικά. Η πλήρης βέβαια αποδοχή της θεωρία του Αριστοτέλη για τα έμβια είναι πλέον ανέφικτη, καθώς κάποιες θέσεις του θεωρούνται οριστικά ξεπερασμένες. Για παράδειγμα τα είδη κατά τον Αριστοτέλη είναι αιώνια ενώ στη σύγχρονη βιολογική σκέψη δεν αποτελούν παρά παροδικές αποκρυσταλλώσεις της αέναης και άσκοπης ροής της ύλης. Δεν φαίνεται όμως να αποτιμάται επαρκώς η σημασία αυτής της θέσης του Αριστοτέλη στη συνοχή του οικοδομήματος της σκέψης του.
Παρόλο το ενδιαφέρον αυτών των σύγχρονων τάσεων δεν θα ασχοληθούμε περισσότερο με αυτές. Θα στραφούμε στην έκθεση κάποιων θέσεων όχι πλέον ενός «φυσιολόγου», αλλά ενός αγίου-‐φιλοσόφου, του αγ. Μαξίμου του Ομολογητή, όπου από ένα διαφορετικό επίπεδο όρασης του κόσμου καθίσταται διαυγέστερη η σημασία των σύγχρονων διερευνήσεων.
Στη σκέψη του αγ. Μαξίμου δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην ιεράρχηση των διαφόρων επιπέδων του είναι με αναφορά στους λόγους αυτών των επιπέδων ή μερών της πραγματικότητας[18]. Αν και το ενδιαφέρον του εστιάζεται κυρίως στην πνευματική σημασία των όντων και των γεγονότων, η οποία κάποτε ίσως αποδειχθεί ο απαραίτητος όρος κατανόησης και αυτής της βιολογικής πραγματικότητας, είναι ιδιαίτερα επίκαιρος όταν τονίζει την αξιολογική προτεραιότητα του όλου έναντι του μέρους και τον καθοδηγητικό ρόλο του λόγου κάθε ενότητας ή κάθε συστήματος στις κινήσεις των μερών. Με την αναφορά του στους πνευματικότερους και θειότερους λόγους των όντων και των γεγονότων ή με την ανάβασή του σε υψηλότερες θεωρίες, ουσιαστικά μας εισάγει σε υψηλότερα επίπεδα πραγματικότητας και σημασίας. Ο λόγος κάθε ολότητας κατευθύνει, συνάγει και μυστικά ενώνει την πολλαπλότητα των λόγων, ενεργειών, γεγονότων και ατόμων. Ο λόγος της ολότητας υπάρχει σε κάθε μέρος[19] και σημαίνεται ανάλογα από αυτό, αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο την ψυχή της ολότητας που βρίσκεται αμερώς σε κάθε μέρος του σώματος.
Οι λόγοι που είναι τα θεία εννοήματα και οι θείες θελήσεις για τα όντα αποτελούν την μορφοποιητική αρχή των όντων. Αποδίδουν το σκοπό και την ύψιστη πραγματοποίηση των όντων και έχουν προτεραιότητα έναντι των ενδιάμεσων φάσεων της ανέλιξής τους, γι’ αυτό στην προγνωστική δύναμη του Θεού το κάθε ον «τω οικείω λόγω το τέλειον έχει»[20]. Οι δυνάμεις και οι εφέσεις με τις οποίες είναι εφοδιασμένα τα όντα καθιστούν εφικτή την «δια κινήσεως φυσικής» προσέγγιση των λόγων τους. Οι λογοι αναδεικνύονται ως η αρχή συνοχής, παγιότητος και αρμονίας των όντων. Η Σοφία του Θεού ενιδρύει τα όντα στους λόγους τους και παρέχει «την προς το είναι δύναμιν»[21]. Στο μέτρο που τα όντα συμμορφώνονται στους όρους των λόγων τους, συνέρχονται στο είναι ή μάλλον ανέρχονται στο αυθεντικό είναι[22]. Η αίσθηση της αναμονής και της έλλειψης που χαρακτηρίζει τα διάφορα επίπεδα της ύπαρξης πηγάζει από την μειωμένη ενεργοποίηση των δυνάμεων και εφέσεων των όντων προς το οικείο τους τέλος. Ο Χριστός, που είναι η Σοφία του Θεού και Πατρός, συνέχει τους γενικώτερους και καθολικώτερους λόγους των όντων και καθοδηγεί τα μέρη της ολότητας στη διάνοιξή τους προς την καθολικότητα με «την δια της προνοίας προς τα καθόλου των μερικών εξομοίωσιν»[23]. Ο Θεός ως αιτία αποτελεί τον ενικότερο λόγο που εμπνέει στα όντα την κίνηση προς την ύψιστη πραγμάτωσή τους[24]. Γι’ αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο κρυμμένος στα όντα και οδηγεί σε πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης-‐επίγνωσής Του[25].
Οσο υψηλότερος είναι κάποιος λόγος, τόσο περιεκτικότερος είναι και τόσο διαυγέστερα και πληρέστερα φωτίζει την αιτία υπάρξεως των κινήσεων ή των διαφόρων επιπέδων τού είναι των όντων. Ο λόγος της ολότητας, ανάλογα με το επίπεδο της πραγματικότητας στο οποίο βρίσκεται, ουσιαστικά καθορίζει και προσδίδει σημασία στην κίνηση αλλά και την δυσκινησία των μερών, καθώς αποτελεί την αναφορά τους[26]. Η δύναμη που φέρει τα όντα προς αυτή την ολότητα των ολοτήτων, προς αυτό «το εν της όλης κτίσεως» είναι η θεμελιώδης για τα όντα σχέση προς τον Θεό που αποτελεί την αιτία, την αρχή και το τέλος τους[27].
Ο λόγος της ολότητας ενός επιπέδου έχει την αναφορά σε κάποιο λόγο υψηλότερου επιπέδου στον οποίο μαζί με τους λόγους άλλων ενοτήτων αναφέρεται. Οι εντολές αναφέρονται στον καθόλου λόγο των εντολών και η κάθε αρετή αποκτάει νόημα με βάση τον βαθύτερο λόγο της. Ολοι οι λόγοι των επιμέρους αρετών συνέχονται μυστικά από τον καθολικότερο λόγο τους που είναι η αγάπη[28]. Τα γεγονότα και τα ιερά λόγια της Παλαιάς Διαθήκης ερμηνεύονται υπό το φως των λόγων και των γεγονότων της Καινής, όλη η παρούσα πραγματικότητα ερμηνεύεται με βάση την μέλλουσα αλήθεια, και όλοι οι ρητοί ή νοητοί λόγοι με βάση τους άρρητους λόγους.
Περιοριζόμενοι στα αισθητά αδυνατούμε να προσδιορίσουμε τον λόγο τους παρόλο που μπορούμε να τα αναλύσουμε επιστημονικά ή να τα προσεγγίσουμε χρηστικά ή αισθητικά. Πρέπει να ανέλθουμε στα νοητά, την πνευματική τους δηλαδή σημασία, για να φανερωθεί ο βαθύτερος σκοπός τους. Για να αντιληφθούμε την σχέση και τον τρόπο σύνδεσης αισθητών και νοητών πρέπει να γνωρίσουμε τον βαθύτερο λόγο τους που βρίσκεται πέρα από αυτά και αποτελεί το μυστήριο του Χριστού. Ο Χριστός φανέρωσε τους καθολικώτερους λόγους των όντων και έδειξε ότι όλη η κτίση στο πνευματικό της βάθος είναι ενωμένη και αλληλοπεριχωρούμενη[29]. Με αυτό τον τρόπο ανακεφαλαίωσε τα πάντα στον Εαυτό Του πραγματοποιώντας την μεγάλη βουλή του Θεού και Πατρός. Το μήνυμα του ευαγγελίου αποτελεί πρόσκληση, δια της τηρήσεως των εντολών του Χριστού, ανάβασης στην κορυφήν των λόγων[30]. Το γεγονός ότι όλα περικλείονται στο μυστήριο της της ενσαρκώσεως του Θεού Λόγου, που αποτελεί τον αρχικότατο και καθολικότατο λόγο της κτίσεως, σημαίνει ότι οποιοσδήποτε λόγος ή αρχή μέσα στον κόσμο γίνονται ουσιαστικά κατανοητοί μόνο στο μέτρο που αναφέρονται σε αυτό [31]
Σημειώσεις
Βλέπε ενδεικτικά, T.S. Kuhn, Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, Θεσσαλονίκη 1981, P. Feyerabend, Ενάντια στη μέθοδο, Θεσσαλονίκη 1983 και του ίδιου, Γνώση για ελεύθερους ανθρώπους, Θεσσσαλονίκη 1986, Συνοπτική παρουσίαση των εξελίξεων στην επιστημολογία, βλέπε Β. Κάλφα, Επιστημονική πρόοδος και Ορθολογικότητα, Σύγχρονα θέματα, Θεσσαλονίκη 1983 και Ευθ. Παπαδημητρίου, Θεωρία της επιστήμης και ιστορία της φιλοσοφίας, Gutenberg, Αθήνα 1988. Βλέπε ακόμη A. Koyre, Από τον κλειστό κόσμο στο άπειρο σύμπαν, (μετ. Π. Λάμψα), Ευρύαλος, Αθήνα 1989. Ακόμη το άρθρο του, «Περί της επιρροής των φιλοσοφικών αντιλήψεων στην εξέλιξη των επιστημονικών θεωριών», στο Επιστημολογία, (επιμ.) Γεράσιμος Κουλέλης, Νήσος, Αθήνα 1993.
Βλέπε Marjorie Grene, The understanding of nature, D. Reidel Publishing Company, 1974, σ σ. 35, 37.
Βλέπε Richard Levins – Richard Lewontin, “Dialecties and reductionism in ecology” , στο Conceptual issues in ecology, edited by Esa Saarinen, D. Reidel Publishing Company, 1982, σ. 111.
Βλέπε Robert N. Brandon, Concepts and methods in Evolutionary Biology, Cambridge, U.S.A. 1996, σ. 180 κ.ε.
Αυτές οι θέσεις διατυπώθηκαν παλαιότερα από τους υπέρμαχους του ολισμού στα βιολογικά συστήματα Smuts και Haldane. Βλέπε ο.π. , σ. 185.
Βλέπε Robert N. Brandon, Concepts and methods in Evolutionary Biology, Cambridge, U.S.A. 1996, σ. 192 κ.ε.
Βλέπε το άρθρο του Michael Polanyi, “Life’s irreducible structure”, στο Topics in the philosophy of Biology, edited by Marjorie Grene and Everett Mendelsohn, D. Reidel Publishing Company, Holland-Boston, 1976, σ. 135.
8 Βλέπε το συλλογικό έργο, Talking the Naturalistic turn or How real philosophy of Science is done, (organized and moderated by Werner Callebant). The University of Chicago Press, 1993, σ. 260 κ.ε.
9 Βλέπε το άρθρο του Michael Polanyi, “Life’s irreducible structure”, στο Topics in the philosophy of Biology, edited by Marjorie Grene and Everett Mendelsohn, D. Reidel Publishing Company, Holland-Boston, 1976, σ. 130.
10 Βλέπε Richard Levins – Richard Lewontin, “Dialectics and reductionism in ecology”, στο Conceptual issues in ecology, edited by Esa Saarinem, D. Reidel Publishing Company, 1982, σ. 117.
11 Βλέπε το άρθρο του Michael Polanyi, “Life’s irreducible structure”, στο Topics in the philosophy of Biology, edited by Marjorie Grene and Everett Mendelsohn, D. Reidel Publishing Company, Holland-Boston, 1976, σ. 128 κ.ε.
12 Βλέπε Antony Wildem, Επιστημολογία και οικολογία, (μετ. Φ. Τερζάκης), Παρουσία, Αθήνα 1997, σ. 73.
13 Wilke Helmut, Εισαγωγή στη συστημική θεωρία, (μετ. Ν. Λίβος), Κριτική, Αθήνα 1996, σ. 190 κ.ε.
14 Βλέπε το άρθρο του Michael Polanyi, “Life’s irreducible structure”, στο Topics in the philosophy of Biology, edited by Marjorie Grene and Everett Mendelsohn, D. Reidel Publishing Company, Holland-Boston, 1976, σ. 137.
15 Βλέπε Marjorie Grene, The understanding of nature, D. Reidel Publishing Company, 1974, σ. 173.
16 Βλέπε Marjorie Grene, The understanding of nature, D. Reidel Publishing Company, 1974, σσ. 80, 85.
17 Βλέπε Marjorie Grene, The understanding of nature, D. Reidel Publishing Company, 1974, σ. 74 κ.ε.
18 Αναλυτικότερη παρουσίαση βλέπε στο έργο μας, Η χαμένη οικειότητα, Η οικολογική κρίση υπό το φως της σκέψης του αγ. Μαξίμου του Ομολογητή, εκδόσεις Έλλα, Λάρισα 1998.
19 «Παν γαρ γενικόν κατά τον οικείον λόγον όλον όλοις αδιαιρέτως τοις υπ’ αυτό ενικώς ενυπάρχει», Περί αποριών 41, PG 91, 1312C.
20 Περί αποριών 42, PG 91, 1340Α.
21 Περί αποριών 42, PG 91, 1329C. Περί αποριών 10, PG 91, 1192Β. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων 4, 7, PG 3, 704C.
22 Περί αποριών 42, PG 91, 1329Α.
23 Προς Θαλάσσιον 2, PG 90, 272AB. Περί αποριών 41, PG 91, 1313A-1313B.
24 Περί αποριών 23, PG 91, 1260ΑΒ.
25 Περί αποριών 33, PG 91, 1258D.
26 «...οι των επιμέρους λόγοι...τοις καθόλου προσχωρούντες, τας των διηρημένων ενώσεις ποιούνται διότι των μερικωτέρων ενοειδώς οι καθολικώτεροι τους λόγους περιλαμβάνουσι, προς ους φυσικώς την αναφοράν έχει το κατά μέρος». Προς Θαλάσσιον 48, Laga-Steel, σ. 349, PG 90, 445B.
27 Μυσταγωγία 4, PG 91, 664D.
28 Επιστολή 2, PG 91, 393C. Προς Θαλάσσιον 40, Laga-Steel, σσ. 269-271, PG 90, 397B.
29 Περί αποριών 41, PG 91, 1312AB.
30 Μυσταγωγία 23, PG 91, 700B.
31 Μυσταγωγία 23, PG 91, 700B.
Ευχαριστίες βαθύκαρδες στον Βασίλη Μούσκουρη για την πληκτρολόγηση.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Σύναξη" τχ 68 (Οκτ. - Δεκ. 1998)
πηγή: Aντίφωνο