π. Ευάγγελος Γκανάς
Ακόμη και μία πολύ μερική εποπτεία του ογκώδους και πολυποίκιλου έργου του Καρλ Γιουνγκ, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε δύο βασικά συμπεράσματα. Το πρώτο έχει να κάνει με το γεγονός πως όσο κι αν ο Γιουνγκ επιμένει πως η μέθοδος που θα ακολουθήσει στη μελέτη των ψυχικών φαινομένων είναι αυστηρώς επιστημονική, στην πραγματικότητα, βαθιά μέσα του, μιλάει η φωνή του θρησκευτικού προφήτη.
Το δεύτερο συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα για όποιον έχει έστω και μικρή εξοικείωση με τη χριστιανική παράδοση, είναι ότι ο Γιουνγκ, όσο κι αν δεν αποποιείται ποτέ ριζικά και απερίφραστα το χριστιανισμό, και μάλιστα ενίοτε τον υπερασπίζεται ως ζωτική παράδοση του δυτικού κόσμου έναντι των ποικίλων ανατολικών δοξασιών και παραδόσεων που στην εποχή του κατακλύζουν τη Δύση, βρίσκεται ουσιαστικά σε βαθιά και ασυμφιλίωτη διάσταση με το χριστιανισμό. Αυτό που κατά βάθος επιχειρεί είναι να θέσει τα θεμέλια μιας ιδιότυπης, δικής του θρησκευτικότητας, που οι ρίζες της ξεκινούν από τη γνωστική παράδοση, στη συνέχεια εμβαπτίζονται στη μεσαιωνική αλχημεία, για να καταλήξουν στην ψυχολογία του ασυνειδήτου, όπως αυτός τη διαμόρφωσε μετά τη ρήξη του με την φροϋδική ψυχανάλυση.
Προσπαθώντας να ξετυλίξουμε το μίτο της ζωής και του έργου του, θα βασιστούμε κυρίως στην αυτοβιογραφία του, που εκδόθηκε με τον τίτλο Αναμνήσεις – Σκέψεις – Όνειρα, και γράφτηκε στο τέλος της ζωής του, μια που συνοψίζει με επάρκεια όλες τις δημιουργικές φάσεις που διήλθε ο Γιουνγκ μέχρι να φτάσει στην τελική σύνθεση του έργου του.
Το κλίμα της εποχής
Πριν όμως εισδύσουμε στο έργο του Γιουνγκ, και προκειμένου να το δούμε στις σωστές του διαστάσεις και μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο που το διέπει, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν δύο βασικά δεδομένα: αφ’ ενός την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής που γεννιέται και μεγαλώνει ο Γιουνγκ και, αφ’ ετέρου, την οικογενειακή καταβολή του, ως προϋπόθεση της ιδιάζουσας προσωπικότητάς του.
Ο κόσμος στον οποίο μεγαλώνει ο Γιουνγκ είναι ένας κόσμος εσωτερικά διχασμένος. Από τη μία μεριά συνεχίζεται η κυριαρχία του θετικιστικού κλίματος, που κατά τον 19ο αιώνα φτάνει στο απόγειο της ευφορίας του. Εδώ κυριαρχεί η ακλόνητη βεβαιότητα πως η επιστήμη είναι η βασιλική οδός που οδηγεί με ασφάλεια την ανθρωπότητα στην πραγμάτωση της ουτοπίας, τη δημιουργία δηλαδή ενός παραδείσου που θα βρίσκεται πια εντοπισμένος στη γη. Και είναι φανερό πως στη συνολική επίλυση των προβλημάτων του ανθρώπου που επαγγέλλεται η επιστήμη, συμπεριλαμβάνονται πλέον και τα ψυχολογικά προβλήματα που αρχίζουν να γίνονται εμφανή, κυρίως στις τάξεις της κοινωνικής ελίτ, και τα οποία καλούνται να αντιμετωπίσουν οι νεοφανείς επιστήμες της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας.
Από την άλλη μεριά όμως η αισιοδοξία αυτή του προγράμματος του Διαφωτισμού έχει αρχίσει να δέχεται ισχυρά πυρά από το αρχόμενο ρομαντικό κίνημα κι από ένα κύμα ευρύτερου ανορθολογισμού που αρχίζει να ταράζει τη, φαινομενικά, ακύμαντη επιφάνεια της ψυχής του δυτικού ανθρώπου. (Εντελώς συμβολικά ας επισημανθεί πως ο Γιουνγκ γεννιέται το 1865, χρονιά που η Μπλαβάτσκυ ιδρύει τη Θεοσοφική Εταιρεία).
Ο εσωτερικός αυτός διχασμός εμφανίζεται έντονα και στην προσωπικότητα του Γιουνγκ. Θα επιλέξει την ιατρική ως σπουδή και πρακτική δραστηριότητα της ζωής του, απορρίπτοντας τη μελέτη των αρχαίων πολιτισμών, που αποτέλεσε σταθερό νεανικό του πάθος, ή τη θεολογία, που ήταν οικογενειακή παράδοση, αλλά θα κατευθύνει τις έρευνες των ψυχικών φαινομένων προς μία κατεύθυνση εντελώς διαφορετική από αυτήν του μέντορά του Φρόιντ, φέρνοντάς την σε επαφή και αλληλεπίδραση με τον κόσμο του αποκρυφισμού και της παραψυχολογίας.
Μιλώντας στην αυτοβιογραφία του για τη γνωριμία του με τον Φρόιντ, ο Γιουνγκ αναφέρει ότι κατά την πρώτη τους συνάντηση και σε μία συζήτηση που κράτησε δεκατρείς ώρες, ο Φρόιντ του ζήτησε με επιμονή να του υποσχεθεί πως δεν θα απαρνούνταν ποτέ τη θεωρία του για τη σημασία της σεξουαλικότητας στην ψυχική εξέλιξη του ανθρώπου, θέτοντάς την ως το απαράβατο δόγμα πάνω στο οποίο θα συντρίβονταν η μαύρη πλημμύρα της λάσπης του αποκρυφισμού. Κατά τον Γιουνγκ, μιλώντας ο Φρόιντ για αποκρυφισμό, εννοούσε όσα είχαν μάθει η φιλοσοφία, η θρησκεία και η σύγχρονή τους παραψυχολογία για την ψυχή στο διάβα των αιώνων[01]. Η μονότονη επιμονή του Φρόιντ να βλέπει πίσω από κάθε τι το πνευματικό στοιχείο απωθημένης σεξουαλικότητας φανέρωνε, σύμφωνα με τον Γιουνγκ, μία φυγή του Φρόιντ από τον εαυτό του ή από εκείνη την πλευρά του που θα μπορούσε ίσως να αποκληθεί μυστικιστική. Με άλλα λόγια ο Γιουνγκ αντιστρέφει την ερμηνεία του Φρόιντ, βλέποντας πίσω από την υπερέξαρση της σεξουαλικότητας την ύπαρξη του μυστικιστικού στοιχείου. Η άρνηση του Φρόιντ να το συνειδητοποιήσει σήμαινε για τον Γιουνγκ ότι δεν μπόρεσε ποτέ να συμφιλιωθεί πλήρως με τον εαυτό του[02].
Αυτή ακριβώς τη συμφιλίωση έταξε ο Γιουνγκ ως σκοπό της ζωής του. Πριν όμως προχωρήσουμε προς την εξέταση του τρόπου με τον οποίο επεχείρησε να την πραγματοποιήσει, θα πρέπει να αναφερθούμε, έστω και λίγο, σε κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα των οικογενειακών καταβολών του Γιουνγκ και της πρώιμης ηλικίας του, τα οποία στάθηκαν καθοριστικά για τη μετέπειτα εξέλιξή του.
Ο Γιουνγκ ήταν γιος προτεστάντη πάστορα κι άλλοι οκτώ θείοι του ήταν επίσης πάστορες, η θρησκεία θα μπορούσε να πει κανείς κυκλοφορούσε στο αίμα του. Ο ίδιος όμως έζησε τη θρησκευτικότητα του περιβάλλοντός του ως καταπίεση, έβλεπε το Χριστό σαν ένα ματωμένο πτώμα που του προκαλούσε τρόμο και φρίκη, έναν θεό του θανάτου[03]. Στο πρόσωπο του πατέρα του δεν είδε παρά μόνο έναν άνθρωπο γεμάτο αμφιβολίες, χωρίς πραγματική πίστη, που όταν θα μεγάλωνε θα εξόρκιζε το μικρό Καρλ να μην σπουδάσει θεολογία. Η απογοητευτική κορύφωση της χριστιανικής του ζωής θα είναι η εμπειρία της πρώτης του μετάληψης. Λαμβάνοντας τον άρτο και τον οίνο, σύμβολα του σώματος και του αίματος του Χριστού κατά την προτεσταντική παράδοση, το μόνο που θα σκεφτεί είναι πως το ψωμί του φαίνεται άνοστο και το κρασί αραιό και ξινό. Όταν η λειτουργία θα τελειώσει και οι πιστοί αποχωρήσουν, νομίζει πως διαβάζει στο πρόσωπό τους τα λόγια: «πάει κι αυτό». Τους βλέπει έτοιμους να επιστρέψουν σε πιο σοβαρές ασχολίες. Αναλογιζόμενος αυτήν την υποτιθέμενη κορυφαία στιγμή της μύησής του στην πίστη του πατέρα του, θα δηλώσει πως δεν διέκρινε σ’ αυτήν ίχνος θεϊκής παρουσίας, τη συντριπτική εκείνη ανάταση και την εκπόρευση της χάρης που συνιστούσε γι’ αυτόν την ουσία του Θεού. «Μα αυτή δεν είναι καθόλου θρησκεία», συλλογίστηκε, «είναι η απουσία του Θεού»[04].
Φτάνει έτσι στο συμπέρασμα πως ο μόνος δρόμος που του απομένει είναι να ψάξει το Θεό μέσα του, μέσα σε μία σειρά από προσωπικές εμπειρίες, όνειρα και οπτασίες που τον κατακλύζουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, διαμορφώνοντας το έργο του, θεραπευτικό και συγγραφικό. Σ’ αυτές τις εμπειρίες και στον τρόπο που τις αντιμετώπισε ο Γιουνγκ θα στραφούμε τώρα.
Οι εμπειρίες
Ήδη από τις πρώτες σελίδες της αυτοβιογραφίας του ο Γιουνγκ καθιστά σαφές πως: «τελικά τα μόνα γεγονότα της ζωής μου που αξίζουν να ειπωθούν είναι εκείνα που έχουν σχέση με την ανάδυση του ακατάλυτου κόσμου μέσα στην εφήμερη ζωή. Γι’ αυτό αναφέρομαι βασικά σε εσωτερικές εμπειρίες. Ανάμεσα σ’ αυτές περιλαμβάνω τα όνειρα και τα οράματά μου. Αυτά συνιστούν την πρώτη ύλη του επιστημονικού μου έργου»[05].
Η διαρκής παρουσία τέτοιων εμπειριών στη ζωή του Γιουνγκ λειτούργησε συχνά ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία: «Ήμουνα διαρκώς σε επιφυλακή για κάτι το μυστηριώδες»[06].
Η λαχτάρα, ο βαθύς πόθος για εξαιρετικές εμπειρίες, ο οποίος σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση αποτελεί ολισθηρό δρόμο που οδηγεί στην επαφή με το δαιμονικό, υπήρξε σταθερό διακριτικό γνώρισμα της προσωπικότητας του Γιουνγκ. Πίστευε πως τα όνειρα είναι απεσταλμένοι του Θεού που καθοδηγούν τον άνθρωπο στη λύση την ώρα της πνευματικής κρίσης. Σε μία περίοδο που παρατηρούσε τον πατέρα του να παλεύει ανάμεσα σε πίστη και αμφιβολία, ο Γιουνγκ θεώρησε πως ήταν ο ίδιος ο πατέρας του που απέκλειε όλους τους δρόμους που θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν άμεσα στο Θεό, πέρα από κάθε αμφιβολία και αμφισβήτηση. Για το ποιους δρόμους εννοούσε και ποια ιδέα περί Θεού προϋπέθεταν, γράφει χαρακτηριστικά:
«Γιατί δεν φιλονικούσε με το Θεό, το σκοτεινό δημιουργό όλων των πλασμάτων, που αυτός και μόνο ήταν υπεύθυνος για τα μαρτύρια του κόσμου; Ο Θεός, ασφαλώς, θα του ‘στελνε σαν απάντηση ένα από εκείνα τα μαγικά όνειρα με το άπειρο βάθος που είχε στείλει και σε μένα χωρίς καν να του το ζητήσω και που είχαν σφραγίσει τη μοίρα μου. Δεν ήξερα γιατί, απλώς ήταν έτσι. Ναι, μου είχε μάλιστα επιτρέψει να ρίξω μία ματιά μέσα στο ίδιο Του το είναι. Αυτό ήταν ένα μεγάλο μυστικό που δεν τολμούσα και δεν μπορούσα να το φανερώσω στον πατέρα μου»[07].
Η τοποθέτηση αυτή του Γιουνγκ συνδυάζεται άρρηκτα με την επαφή του με τον πνευματισμό, η οποία του δημιούργησε τη βαθύτατη πεποίθηση ότι οι πνευματιστικές εμπειρίες ήταν γνήσιες και αυθεντικές, ασφαλείς οδηγοί του στην επαφή με το υπερφυσικό. Περιγράφοντας το πώς προέκυψε η συγγραφή του βιβλίου του Οι Επτά Ομιλίες των Νεκρών, γράφει: «Άρχισε με μίαν ανησυχία, που δεν ήξερα το νόημά της, ούτε το τι «ήθελε» από μένα. Γύρω μου υπήρχε μία δυσοίωνη ατμόσφαιρα. Είχα την αίσθηση ότι ο αέρας ήταν γεμάτος από φασματικές οντότητες. Ύστερα είχα την αίσθηση ότι το σπίτι μου είχε αρχίσει να στοιχειώνει. Η μεγάλη μου κόρη είδε μία λευκή μορφή να διασχίζει το δωμάτιο. Η δεύτερη κόρη μου, ανεξάρτητα από την πρώτη, είπε πως κάποιος ή κάτι είχε αρπάξει την κουβέρτα της δύο φορές τη νύχτα… Την Κυριακή το απόγευμα, γύρω στις πέντε, το κουδούνι της μπροστινής πόρτας άρχισε να κτυπά με δαιμονιώδη θόρυβο. Ήταν μία λαμπερή καλοκαιριάτικη ημέρα… Αμέσως όλοι κοιτάξαμε να δούμε ποιος ήταν, αλλά δεν φαινόταν κανείς. Καθόμουν κοντά στο κουδούνι της πόρτας, και όχι μόνο το άκουσα, αλλά είδα επίσης και την κίνησή του. Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο. Η ατμόσφαιρα ήταν πυκνή, πιστέψτε με! Ύστερα ένιωσα ότι κάτι θα γινόταν οπωσδήποτε. Ολόκληρο το σπίτι ήταν γεμάτο θαρρείς από πλήθη, ξέχειλο από πνεύματα. Ήταν στριμωγμένοι μέχρι την πόρτα και ο αέρας ήταν τόσο πυκνός που η αναπνοή είχε γίνει πολύ δύσκολη. Όσο για μένα, ήμουν ξεσηκωμένος από το ερώτημα: «Για όνομα του Θεού, τι συμβαίνει;» Τότε φώναξαν όλοι μαζί με μια φωνή: «Γυρίσαμε από την Ιερουσαλήμ όπου δεν βρήκαμε αυτό που ζητούσαμε». Έτσι αρχίζουν οι Επτά Ομιλίες των Νεκρών. Ύστερα άρχισε να βγαίνει από μέσα μου και μέσα σε τρία βράδια είχε κιόλας ολοκληρωθεί. Μόλις έπιασα την πένα, ολόκληρη η φασματική συνάθροιση εξατμίστηκε. Το δωμάτιο ηρέμησε και η ατμόσφαιρα καθάρισε. Το στοίχειωμα είχε τελειώσει»[08].
Θα ήταν υπερβολικό άραγε να διακρίνουμε στο απόσπασμα αυτό την βαθύτατη πεποίθηση του Γιουνγκ ότι από την Ιερουσαλήμ, τόπο του Πάθους και της Ανάστασης του Χριστού, δεν μπορούσε να περιμένει τίποτα, κι έτσι δεν του απέμενε παρά να επωμιστεί ο ίδιος το ρόλο του προφήτη που θα οδηγούσε την ανθρωπότητα σε νέα βάθη συνειδητότητας και πνευματικότητας; Οι γραμμές που ακολουθούν το παραπάνω απόσπασμα στηρίζουν απόλυτα αυτήν την άποψη. Συγκεκριμένα ο Γιουνγκ αναφέρει πως λίγο πριν την παραπάνω εμπειρία είχε τη φαντασίωση ότι η ψυχή του είχε πετάξει από μέσα του. Ερμήνευσε το γεγονός αυτό ως μία επαφή της ψυχής με το ασυνείδητο, που για τον ίδιο αντιστοιχούσε στη μυθική χώρα των νεκρών, τη χώρα των προγόνων. Εκεί η ψυχή θα συναντηθεί με τους νεκρούς και τρόπον τινά θα τους ζωογονήσει, θα τους δώσει την ευκαιρία να εκδηλωθούν. Ως καρπό της επαφής αυτής θα θεωρήσει την έμπνευση που θα τον οδηγήσει στη συγγραφή των «Επτά Ομιλιών των Νεκρών». Γράφει ο ίδιος:
«Από κει κι έπειτα, οι νεκροί έγιναν όλο και πιο ευκρινείς για μένα ως οι φωνές των Αναπάντητων, των Αναποφάσιστων και των Αλύτρωτων. Γιατί αφού τα ερωτήματα και οι απαιτήσεις που ο προορισμός μου ήθελε να απαντήσω δεν μου έρχονταν απ’ έξω θα έπρεπε να ‘ρθουν από τον εσωτερικό κόσμο. Αυτές οι συνομιλίες με τους νεκρούς ήταν ένα είδος προοιμίου σ’ αυτά που θα έπρεπε να ανακοινώσω στον κόσμο για το ασυνείδητο»[09].
Διαβάζοντας κανείς αυτές τις γραμμές δυσκολεύεται να αντισταθεί στον πειρασμό να καταγράψει το όλο συμβάν ως την κατά Γιουνγκ κάθοδο στον Άδη για την ανάσταση του ανθρωπίνου γένους.
Φιλοσοφικές και θεολογικές προϋποθέσεις
Οι πνευματικές αυτές εμπειρίες του Γιουνγκ και ο τρόπος που τις ερμήνευσε πορεύονται παράλληλα με τις απαντήσεις που έδωσε στα φιλοσοφικά και θεολογικά ερωτήματα που τον βασάνιζαν από τα νεανικά του χρόνια. Τρομοκρατημένος από τη συνειδητοποίηση της αρνητικής πλευράς του ανθρώπου, της δυνατότητάς του να αντιταχθεί στο θέλημα του Θεού, ακόμη και να διαπράξει το βαρύτερο και μόνο ασυγχώρητο αμάρτημα, τη βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, ο Γιουνγκ αναρωτήθηκε επίμονα για τη γενεαλογία του κακού. Πώς έφτασαν να αμαρτήσουν ο Αδάμ και η Εύα, οι πρώτοι άνθρωποι που δεν είχαν γονείς για να φέρουν το φορτίο μιας βασανισμένης παιδικής ηλικίας; Η απάντηση που έδωσε ο νεαρός Γιουνγκ στο ερώτημα αυτό σφράγισε τη μετέπειτα εξέλιξή του: «ήταν η πρόθεση του Θεού να τους κάνει να αμαρτήσουν»[10]. Κατά τον Γιουνγκ ο Θεός θέλει να οδηγήσει τον άνθρωπο στη διάπραξη του κακού, στην περιπλάνηση σε σκέψεις μιαρές, για να μπορέσει τελικά να ζήσει τη χάρη Του. Αργότερα μάλιστα, σε ωριμότερη ηλικία, νόμισε πως βρήκε ακόμα και βιβλική θεμελίωση των απόψεών του στον παρακάτω στίχο από το βιβλίο του Ιώβ: «Λοιπόν με θέλει να είμαι ένοχος· τότε γιατί μάταια να κοπιάζω αθώος να αποδειχθώ; Κι αν με νερό πλυθώ από χιόνι, κι αν με αλισίβα καθαρίσω τα χέρια μου, αυτός θα με βουτήξει μες στη λάσπη, έτσι που και τα ίδια μου τα ρούχα να με σιχαθούν» (Ιώβ, 9, 29-31)[11]. Ο θεός του Γιουνγκ χαρακτηρίζεται από μία τραγική αντιφατικότητα. Αναφερόμενος σ’ αυτήν, μας λέει πως γράφοντας το βιβλίο του Απάντηση στον Ιώβ έθεσε ως κύριό του θέμα την παρουσίαση του ανθρώπου που ελπίζει ότι ο Θεός, υπό μία έννοια, θα του παρασταθεί ενάντια στον ίδιο το Θεό[12].
Την απάντηση αυτή, για την πρόθεση του Θεού να αμαρτήσουν οι άνθρωποι, ο Γιουνγκ τη βίωσε ως μία ανακουφιστική διέξοδο στην πνευματική του πορεία. Θεώρησε μάλιστα πως μέσα απ’ αυτήν την απάντηση φανερώνεται και η αιτία της βασανιστικής σχέσης του πατέρα του με το Θεό. Σύμφωνα με τον Γιουνγκ ο πατέρας του «πίστευε στο Θεό όπως όριζε η Βίβλος και όπως τον είχαν διδάξει οι πρόγονοί του. Αλλά δεν ήξερε τον άμεσο ζωντανό Θεό που στέκεται παντοδύναμος και ελεύθερος, επάνω από τη Βίβλο Του και την Εκκλησία Του, που καλεί τον άνθρωπο να συμμετάσχει στη δική Του ελευθερία και μπορεί αν τον εξαναγκάσει να απαρνηθεί τις δικές του απόψεις και πεποιθήσεις για να εκπληρώσει χωρίς επιφύλαξη την προσταγή του Θεού. Όταν ο Θεός δοκιμάζει το θάρρος των ανθρώπων αρνείται να εμμείνει στην παράδοση, όσο ιερή κι αν είναι»[13].
Η βαθύτερη αντιπαράθεση του Γιουνγκ με τη χριστιανική παράδοση εμφανίζεται χαρακτηριστικά σ’ ένα όνειρό του και στην ερμηνεία που ο ίδιος έδωσε. Στο όνειρο ο Γιουνγκ βρίσκεται να ανεβαίνει μία σκάλα μαζί με τον πατέρα του. Στην κορυφή της σκάλας υπάρχει μία πόρτα, ο πατέρας του θα του εξηγήσει πως η πόρτα οδηγεί στην ύψιστη παρουσία. Κατόπιν ο πατέρας του θα γονατίσει και θα αγγίξει το μέτωπό του στο πάτωμα. Ο μικρός Γιουνγκ τον μιμείται γονατίζοντας κι αυτός, διακατεχόμενος από μεγάλη συγκίνηση. Για κάποιο λόγο όμως δεν θα μπορέσει να αγγίξει με το μέτωπό του το πάτωμα, θα μείνει μέχρι τέλους μία απόσταση ενός χιλιοστού να τον χωρίζει απ’ αυτό[14]. Ο ίδιος δε θα διστάσει στην ερμηνεία του ονείρου: του είχε ζητηθεί η πλήρης υποταγή, η απόλυτη αποδοχή της παράδοσης, αυτός όμως την αρνήθηκε. Απέναντι στο Θεό και τις αποφάσεις του, ο Γιουνγκ πίστευε πως πρέπει να διατηρούμε πάντα κάποια επιφύλαξη. Με άλλα λόγια, θεώρησε από πολύ νωρίς στη ζωή του πως η διέξοδος απέναντι στην προτεσταντική χριστιανοσύνη της εποχής του συνίστατο στην προσφυγή σε μία εντελώς προσωπική, εσωτερική σχέση με το Θεό.
Δεν είναι δύσκολο βέβαια να διακρίνουμε πίσω από τις απόψεις αυτές του Γιουνγκ την ξεκάθαρη παρουσία βασικών μοτίβων του Γνωστικισμού. Γράφει σχετικά ο Γιουνγκ: «στον κόσμο του Θεού ανήκαν όλα τα πέρα από τον άνθρωπο – το εκτυφλωτικό φως, η σκοτεινιά της αβύσσου, η ψυχρή απάθεια του άπειρου χώρου και χρόνου και η μυστηριώδης ανοησία του παράλογου κόσμου της σύμπτωσης. “Θεός” για μένα ήταν τα πάντα – και κάθε άλλο παρά «εποικοδομητικός»»[15].
Οι απόψεις αυτές δεν προέκυψαν μόνο από τις ερμηνείες που έδωσε ο Γιουνγκ στις προσωπικές του εμπειρίες. Από το 1918 έως το 1926 ασχολήθηκε σοβαρά με τη μελέτη των γνωστικών συγγραφέων, θεωρώντας πως ήταν πρωτοπόροι στη συνάντηση με το χώρο του ασυνειδήτου[16].
Θέλησε όμως να βρει κι έναν ενδιάμεσο κρίκο που να ενώνει την εποχή του Γνωστικισμού με τη σύγχρονη εποχή και την ψυχολογία του ασυνειδήτου και θεώρησε πως τη βρήκε στους αλχημιστές του Μεσαίωνα. Μελετώντας το έργο τους, θεώρησε πως ο αλχημιστής αντιπροσώπευε ένα εσωτερικό, υπόγειο ρεύμα, μέσα στον επίσημο Xριστιανισμό, το οποίο προσπάθησε να εξαλείψει τις εσωτερικές συγκρούσεις που ο Γιουνγκ νόμιζε πως έβλεπε στο επίσημο δόγμα. Θεωρούσε πως στο παραδοσιακό δόγμα το Κακό αντιμετωπίζεται σαν κάτι έξω από τη Θεία Βούληση και ο Διάβολος σαν ο σκοτεινός ενάντιος ενός Θεού του φωτός. Αντίθετα ο Γιουνγκ πίστευε πως «Το Κακό πρέπει να εκτιμάται εξίσου, αφού Καλό και Κακό δεν είναι τελικά τίποτε άλλο από προεκτάσεις και συντμήσεις της δράσης και αποτελούν, αμφότερες, μέρος του φωτοσκιαστικού φαινομένου της ζωής. Συνεπώς δεν υπάρχει Καλό που να μην μπορεί να παράγει Κακό και Κακό από το οποίο να μην μπορεί να προέλθει κάποιο Καλό»[17].
Η επαφή με τη Σκιά, τη σκοτεινή-αρνητική όψη του ανθρώπου, μαζί με τη συγχώνευση της πλευράς αυτής, που ανήκει στην ολότητα της προσωπικότητας, αποτελεί ουσιαστικό μέρος της διαδικασίας που οδηγεί στην ψυχική ολοκλήρωση.
Αυτή την εσωτερική μεταμόρφωση θεωρούσε ο Γιουνγκ πως προσπαθεί να πραγματοποιήσει και ο αλχημιστής. Κατά το πρώτο στάδιο της διαδικασίας λαμβάνει χώρα το «μαύρισμα». Είναι το επικίνδυνο στάδιο που ο αλχημιστής εκλύει εσωτερικά καπνούς και δηλητήρια ή, με τη γλώσσα της ψυχολογίας του Γιουνγκ, έρχεται σε επαφή με τη «Σκιά». Το δεύτερο στάδιο ονομάζεται «λεύκανση» και συνίσταται στην ενοποίηση της ψυχικής εικόνας του αλχημιστή. Τέλος προχωρεί στο τρίτο στάδιο, το «κοκκίνισμα» ή «κιτρίνισμα», που δηλώνει τη μετατροπή σε χρυσάφι. Σ’ αυτήν τη φάση τα αντίθετα, πνεύμα και ύλη, φως και σκοτάδι, αρσενικό και θηλυκό ενώνονται[18]. Όταν η διαδικασία ολοκληρώνεται, ο αλχημιστής έχει παράγει ένα αιθέριο σώμα, το μεταμορφωμένο σώμα της ανάστασης, ένα σώμα που είναι ταυτόχρονα και πνεύμα. Συμπερασματικά, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε πως και η ανάλυση της πορείας του αλχημιστή καταλήγει στην ίδια βασική θρησκευτική ιδέα του Γιουνγκ: τη γνωστική ιδέα του Θεού ως ένωση όλων των αντιθέτων.
Η πορεία προς την εξατομίκευση
Στο βαθμό τώρα που έχει σχηματιστεί η εικόνα του θεωρητικού συστήματος του Γιουνγκ, μπορούμε να στραφούμε και στην εξέταση της συνεισφοράς του στο πρόβλημα της θεραπείας της ανθρώπινης ψυχής. Αποφασιστικό βήμα στην πορεία του ανθρώπου προς την εξατομίκευση, όπως ονομάζει ο Γιουνγκ την ψυχική ενοποίηση και ολοκλήρωση, είναι η συνάντησή του με τη Σκιά, το αρνητικό μέρος της ψυχής του, το οποίο ο άνθρωπος θέλει να ξεχνά και να απωθεί γιατί του προκαλεί αμηχανία και ντροπή. Κι όχι μόνο να τολμήσει να συναντήσει τη Σκιά, αλλά και να τη ζήσει συνειδητά, έχοντας πειστεί ότι έτσι η ζωή του θα είναι πιο ολοκληρωμένη και πιο πλούσια, παρά αν μείνει προσκολλημένος στους συλλογικούς κανόνες που είναι δομημένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να καθιστούν ουδέτερη την πιο κρυφή, την πιο ιδιαίτερη διάσταση του ατόμου[19].
Ο Γιουνγκ έχει συνείδηση του γεγονότος ότι η συνάντηση με τη Σκιά και η βίωση των συνεπειών αυτής της συνάντησης μπορεί να είναι επικίνδυνη για τον άνθρωπο. Τη θεωρεί όμως αναγκαία προϋπόθεση μιας πλήρους και ολοκληρωμένης ζωής. Είναι μία συνάντηση με το πρόσωπο του Μεφιστοφελή, τον οποίο πρέπει να μπορέσουμε να κοιτάξουμε κατά πρόσωπο και να αποδεχθούμε την παρουσία του μέσα μας, ως μια πηγή κακού που απεργάζεται μακροπρόθεσμα το καλό του ανθρώπου.
Η πορεία αυτή προς την εξατομίκευση αποτελεί κατά τον Γιουνγκ μια καθαρά εσωτερική εμπειρία. Χρησιμοποιώντας φιλοσοφική γλώσσα, θα μπορούσαμε να πούμε πως η θρησκευτικότητα του Γιουνγκ είναι καθαρή ψυχική εμμένεια, δηλ. το θεϊκό στοιχείο υπάρχει και ενεργεί στα όρια της ψυχικής ζωής και μόνο. Γι’ αυτό και για τον Γιουνγκ η ενσάρκωση του Θεού δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, λειτουργεί σαν ένα ακόμη σύμβολο ή μία απλή εικόνα περί του Θεού. Όσο κι αν αναφέρεται σε θέματα θρησκευτικά, στην πραγματικότητα ο Γιουνγκ εστίαζε την προσοχή του αποκλειστικά στην εξατομίκευση, ακόμη κι όταν μιλούσε για το πλησίασμα στη συνειδητοποίηση του Θεού. Σκοπός της ζωής δεν είναι η συνάντηση με το Θεό, η υπακοή στο θέλημά Του και η μεταμόρφωση του ανθρώπου από τη συνάντηση αυτή, αλλά η επίτευξη της ολότητας του Εαυτού μέσα στον άνθρωπο μέσω της συγχώνευσης των αντιθέτων. Ο Εαυτός παίρνει έτσι τη θέση του Θεού. Αυτός ο Εαυτός είναι η στενή πύλη δια της οποίας φτάνει ο άνθρωπος στο βαθύτερο νόημα της ύπαρξής του. Εξίσου εσωτεριστικά ερμηνεύεται και η βιβλική ρήση «η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί»: η Βασιλεία του Θεού δεν συνίσταται σε τίποτε άλλο από την επίτευξη της εξατομίκευσης[20].
Στην πορεία αυτή προς την εξατομίκευση ο Θεός δεν αποκηρύσσεται απερίφραστα, αλλά καθίσταται περιττός. Δεν είναι πια ο Θεός που οδηγεί τον άνθρωπο με τη δύναμη της χάριτός Του στην ψυχική μεταμόρφωση. Μια μεταμόρφωση που προϋποθέτει την κάθαρση από τη Σκιά κι όχι την αποδοχή και το συμβιβασμό μαζί της και που ολοκληρώνεται μόνο όταν ο Χριστός και το θεϊκό Του θέλημα παίρνει τη θέση του ψυχικού εαυτού, σύμφωνα με την παύλεια διατύπωση «ζω δε ουκέτι εγώ, ζει δε εν εμοί Χριστός». Αντίθετα στην γιουνγκιανή προοπτική είναι ο ίδιος ο εσωτερικός Εαυτός που ρυθμίζει, ισορροπεί και εναρμονίζει τις εσωτερικές δυνάμεις του ανθρώπου. Με άλλα λόγια ο Εαυτός λαμβάνει στον άνθρωπο τη θέση και τη λειτουργία του Θεού των Γνωστικών[21].
Η κληρονομιά του Γιουνγκ στους χριστιανούς
Η σύντομη αυτή περιδιάβαση στο έργο του Γιουνγκ μοιάζει να καταδεικνύει το προφανές: ότι η θρησκευτική σκέψη του δεν μπορεί να είναι συμβατή με τη χριστιανική παράδοση κατά κανένα τρόπο. Αναλογιζόμενος λοιπόν κανείς την ευρύτατα διαδεδομένη προκατάληψη, πως ο Γιουνγκ δημιούργησε ένα ρεύμα μέσα στον κόσμο της ψυχανάλυσης ανοικτό προς το Χριστιανισμό και συμβατό μ’ αυτόν, οφείλει να αναρωτηθεί για τους λόγους που οδήγησαν σ’ αυτή την προκατάληψη. Θα αναφερθώ συνοπτικά σε τρεις.
Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με το ότι η γιουνγκιανή προοπτική προήλθε από τη ρήξη με τη φροϋδική ορθοδοξία, η οποία χαρακτηρίζεται από ένα ριζικό αθεϊσμό. Αν η φροϋδική ψυχανάλυση ήταν αποφασισμένη να απαλλάξει τον άνθρωπο από την παιδική, όπως θεωρούσε, αυταπάτη της θρησκείας, η ψυχολογία του Γιουνγκ είδε τη θρησκεία ως ένα αναγκαίο εξελικτικό παράγοντα στην ιστορία και την υγεία της ανθρώπινης ψυχής. Διατύπωσε μάλιστα την πρόβλεψη πως αποτελεί παράγοντα ιστορικά ανεξάλειπτο, που δεν μπορεί να παραθεωρηθεί παρά μόνο με βαρύτατες συνέπειες για την πορεία του ανθρώπου προς την ολοκλήρωση. Ως εκ τούτου, η γιουνγκιανή ψυχολογία αποτέλεσε πρόσφορο υλικό σε μία εποχή που οι απολογητικές μέριμνες και ανάγκες έκαναν πολύ έντονη την παρουσία τους στο χώρο του Χριστιανισμού.
Ο δεύτερος λόγος προέρχεται από το γεγονός ότι η γιουνγκιανή ψυχολογία συμπορεύτηκε με ποικίλα θρησκευτικά και μυστικιστικά ρεύματα που αναπτύσσονταν, παράλληλα με το έργο του Γιουνγκ, στο πλαίσιο της μαζικοδημοκρατικής κοινωνίας κι είχαν να κάνουν: α) με την πρόταξη της μυστικής εμπειρίας ενάντια στην τυραννία του ορθού Λόγου και β) την ανάλογη αναβίωση του ενδιαφέροντος για το άλογο στοιχείο της ανθρώπινης ψυχής. Σε μία εποχή που η ιδέα για το θάνατο του Θεού διαπότιζε τον αέρα της Ευρώπης τα παραπάνω ρεύματα δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση μιας επιστροφής στη θρησκεία.
Ο τρίτος λόγος σχετίζεται με την αόριστη ταύτιση Χριστιανισμού και θρησκείας, έτσι που κάθε θετική αναφορά στη θρησκεία να θεωρείται από κάποιους ως αυτόχρημα θετική στάση και απέναντι στο Χριστιανισμό. Η τάση αυτή, απολογητική κατ’ ουσία, δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τη ριζική κριτική της έννοιας της θρησκείας από χριστιανικής πλευράς, που κατά την εποχή μάλιστα του Γιουνγκ είχε ως εμβληματικό εκπρόσωπο ένα συγγραφέα γνώριμο και συμπατριώτη του, τον Καρλ Μπαρτ.
Κάνοντας λοιπόν κριτική στον Γιουνγκ από χριστιανικής πλευράς, μάλλον παραβιάζουμε ανοικτές θύρες καθώς ο ίδιος ποτέ δεν θεώρησε πως το έργο του είχε ουσιαστική σχέση με τη χριστιανική παράδοση. Η απήχηση του έργου του όμως πρέπει να μας κάνει να αναρωτηθούμε για τη γονιμότητα των θεμάτων που προέταξε, ανεξάρτητα από το κατά πόσον το περιεχόμενο των απαντήσεών του θεωρείται αποδεκτό κι επιτυχημένο. Θεωρώ έτσι πως μία κριτική εξέταση των θρησκευτικών ιδεών του Γιουνγκ θα ήταν ελλιπής και άγονη στο βαθμό που δεν θα εστίαζε στη σημασία που έχει για τη χριστιανική θεώρηση η αναμέτρηση με τα θέματα που ο Γιουνγκ έθεσε με τρόπο τόσο εμφατικό. Θα αρκεστώ στην επισήμανση τεσσάρων βασικών σημείων.
Α. Η ψυχανάλυση γενικότερα, και το έργο του Γιουνγκ ειδικότερα, προϋποθέτουν την απόσυρση της θρησκείας από το δημόσιο χώρο. Ο άνθρωπος περιστέλλεται στην ιδιωτικότητά του και το ενδιαφέρον εστιάζεται πλέον στις περιπέτειες και τις αρρώστιες της ψυχής. Η θρησκευτικότητά του περιορίζεται στο χώρο των πεποιθήσεων, χωρίς πλέον να μεταφράζεται σε αντίστοιχες δεσμεύσεις στον τρόπο ζωής, ούτε να σχετίζεται με τη δημόσια παρουσία του ατόμου. Είναι μία υπόθεση ανάμεσα στην ψυχή και σ’ ένα Θεό που γίνεται όλο και πιο αφηρημένος και αυθαίρετος, άρα και όλο και λιγότερο αναγκαίος. Η Εκκλησία δεν υπάρχει πια ως η ορατή κοινότητα που αμφισβητεί τις αρχές, τις εξουσίες, τους κοσμοκράτορες του αιώνος τούτου, που μπορούν έτσι πια ανενόχλητοι να εμφανίζονται ως η μόνη αξιόπιστη λύση για την επιβίωση των ανθρώπινων κοινωνιών.
Όσο η Εκκλησία δεν εμφανίζεται ως η εναλλακτική πόλις, μια άλλη, συνολική θέαση για τον κόσμο, τόσο η θρησκευτικότητα των ανθρώπων θα κατατρύχεται από τη θεραπευτική προσδοκία που προσφέρουν οι πάσης φύσεως ψυχοθεραπείες ή οι θρησκευτικές σέκτες. Εδώ θα πρέπει να γίνει σαφές πως παρουσία στο δημόσιο χώρο δε σημαίνει κατά κανένα τρόπο τη συμπόρευση με το κράτος ή τη συγκυριακή αντίθεση σ’ αυτό, με τον εκκοσμικευμένο τρόπο που το βλέπουμε να γίνεται στις μέρες μας. Ό,τι από τα δύο κι αν προκρίνεται κάθε φορά, πρόκειται κατά βάθος για την ίδια τάση συμμαχίας της σύγχρονης Εκκλησίας με τις δυνάμεις της εκκοσμίκευσης με αντάλλαγμα να παραμένει, κατά το δυνατόν, αποδεκτή και παρούσα, έστω και ασθμαίνουσα, στις εξελίξεις. Εκκλησία ως εναλλακτική πόλις σημαίνει βίωση του ευαγγελικού ήθους σύμφωνα με τη βιβλική ρήση: «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 5, 16).
Β. Από τη στιγμή που η θρησκεία χάνει το δημόσιο ρόλο της ανοίγει ο δρόμος για την ανατίμηση των πάσης φύσεως εσωτερικών εμπειριών, μια που τι είναι πιο ιδιωτικό από τις εμπειρίες; Ο Γιουνγκ προέταξε στο έργο του τη σημασία εμπειριών όπως τα όνειρα, τα οράματα, καθώς και φαινόμενα που υπάγονται στον κόσμο του αποκρυφισμού και της παραψυχολογίας, γιατί διείδε πως στο βαθμό που το άλογο στοιχείο του ανθρώπου παραγνωρίζεται, όπως επέβαλε ο Διαφωτισμός, τότε κάτι το βαθιά ανθρώπινο χάνεται με κόστος για την ψυχική υγεία.
Εδώ θα ήθελα να κάνω δύο παρατηρήσεις. Η πρώτη θα τεθεί υπό μορφή ερωτήματος. Η πληθώρα των αναφορών σε θαυμαστά γεγονότα και υπερφυσικές εμπειρίες που κατακλύζουν κείμενα που δημοσιεύονται τα τελευταία χρόνια και αναφέρονται σε βίους σύγχρονων ορθόδοξων ασκητών εναρμονίζονται άραγε με τη χριστιανική αγιολογική παράδοση που προέτασσε το στοιχείο της αγάπης, της ταπείνωσης και της θυσίας για τον αδελφό και υποβάθμιζε τη σημασία τέτοιων εμπειριών; Ή μήπως είναι, ανεπίγνωστα, διαποτισμένη από την ακόρεστη επιθυμία του σύγχρονου ανθρώπου να συναντήσει το υπερφυσικό, ακόμη και με τη μορφή του απόκρυφου και του δαιμονικού; Μήπως είμαστε περισσότερο επηρεασμένοι από εξελίξεις στο δυτικό πνευματικό κόσμο απ’ όσο θα θέλαμε να παραδεχθούμε, έτσι που κι όταν ακόμη επικαλούμαστε την ορθόδοξη παράδοσή μας βρισκόμαστε κάτω από τον ίσκιο της σύγχρονης (μαζικοδημοκρατικής) ιδεολογίας του ευδαιμονισμού που εισβάλλει στη σύγχρονη πνευματική ζωή;
Η δεύτερη παρατήρηση συνίσταται στο ότι ο κόσμος των εμπειριών που περιέγραψε ο Γιουνγκ δεν είναι άγνωστος στη χριστιανική παράδοση, απλώς αποτιμάται διαφορετικά. Συνοψίζοντας αιώνες ασκητικής εμπειρίας ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ γράφει στην πνευματική του αυτοβιογραφία:
«Αυτή αύτη η ζωή κατέδειξεν εις εμέ ότι άνευ της ζώσης πείρας του Θεού και της συναντήσεως μετά των αρχών και κοσμοκρατόρων του σκότους του αιώνος τούτου, των πνευμάτων της πονηρίας «εν τοις επουρανίοις», μόνη η διανοητική μάθησις δεν οδηγεί προς την οντολογικήν έννοιαν της πίστεως ημών»[22].
Σύγχρονοι θεολόγοι είδαν πίσω από την παύλεια έννοια των αρχών και των κοσμοκρατόρων του αιώνος τούτου ανθρώπινους δεσμούς, ιδεολογίες και κατασκευές που επιχειρούν να δημιουργήσουν μία επίπλαστη τάξη στον κόσμο. Μία τάξη που βασίζεται στη βία και το ψεύδος και διαιωνίζεται μέσα από ποταμούς αίματος και δακρύων, αλλά που ταυτόχρονα κατορθώνει να πείσει τον άνθρωπο ότι αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική και βιώσιμη λύση, συκοφαντώντας τη Βασιλεία του Θεού ως αποτυχημένη ουτοπία[23].
Έτσι η συνάντηση με τις αρχές και εξουσίες του αιώνος τούτου συνίσταται σε δύο διαφορετικές πνευματικές καταστάσεις. Η πρώτη έχει να κάνει με τις «εκ των έξω» προσβολές των δαιμονικών δυνάμεων, στην οποία αναφέρθηκε ο π. Σωφρόνιος, και την οποία μαρτυρούν οι βίοι των αγίων. Η δεύτερη αναφέρεται στην κοινή ανθρώπινη εμπειρία της «εκ των έσω» υποδούλωσης της ψυχής στις δαιμονικές δυνάμεις.
Και στις δυο περιπτώσεις μοιάζει επιτακτική η ανάγκη η Εκκλησία να δείξει με έμφαση στο σημερινό άνθρωπο αυτό που μοιάζει αδιανόητο στη σκέψη του και αόρατο στην οπτική του. Τη διαρκή παρουσία της διαβολικής ενέργειας στον κόσμο και την καταστροφική της επίδραση παρά τις όποιες μεταμφιέσεις της. Ο εκκλησιαστικός λόγος δεν πρέπει να εξαντλείται σε αισθηματολογίες και ευχολόγια, αλλά να αναδεικνύει το κόστος της συσταύρωσης με το Χριστό στην οποία καλείται ο πιστός. Το να αρνούμαστε το Σταυρό του Χριστού ή να τον αποσιωπούμε, δεν οδηγεί στην απελευθέρωση της επιθυμίας και την ευδαιμονία, όπως διακήρυξαν και επαγγέλθηκαν ποικίλα σύγχρονα ιδεολογικά ρεύματα, αλλά στην ανωριμότητα απέναντι στην αντιμετώπιση του πόνου και της οδύνης, στοιχείων που κυριαρχούν στον μεταπτωτικό κόσμο, ανεξάρτητα από το αν θέλουμε να τα βλέπουμε ή αν επιλέγουμε να εθελοτυφλούμε.
Γ. Ο Γιουνγκ επέμεινε πως ο άνθρωπος, μέσα από την ψυχαναλυτική θεραπεία, πορεύεται προς το ιδανικό της εξατομίκευσης, της ανακάλυψης του βαθύτερου εαυτού του, την πραγμάτωση των δικών του προσωπικών πόθων, ανεξάρτητα από το βάρος της παράδοσης, οικογενειακής, κοινωνικής, θρησκευτικής ή οποιασδήποτε άλλης. Η πορεία αυτή, στο βαθμό που πραγματώνεται, είναι κατά τον Γιουνγκ, μια πορεία μεταμόρφωσης που οδηγεί τον άνθρωπο στην ωριμότητα.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ψυχαναλυτική αυτή προοπτική, η Εκκλησία οφείλει να προβληματιστεί σοβαρά σχετικά με το αν και σε ποιο βαθμό τα μέλη της εξελίσσονται πνευματικά, οδεύοντας σε μία κατά Χριστόν ενηλικίωση ή, αντίθετα, παραμένουν καθηλωμένα σε μία πνευματική νηπιακή ανωριμότητα. Σε μία εποχή που η κατάθλιψη, η επώδυνη απουσία νοήματος και οι ποικίλες ψυχικές νόσοι μαστίζουν, δίκην επιδημίας, το σύγχρονο κόσμο, η μελλοντική παρουσία της Εκκλησίας στην κοινωνία θα κριθεί κατά πολύ από το κατά πόσον θα φανεί ικανή να προσφέρει πραγματική πνευματική προοπτική στον πάσχοντα άνθρωπο.
Ας μου επιτραπεί η απλή αναφορά σ’ ένα σχετικό ιστορικό παράδειγμα από το απώτερο παρελθόν της εκκλησιαστικής ιστορίας. Αφορά στον τρόπο αντιμετώπισης των επιδημιών που ξέσπασαν στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία το 165 μ.Χ. και το 251 μ.Χ. και τη σημασία που είχε για την εξάπλωση και εδραίωση του Χριστιανισμού. Σύγχρονοι ιστορικοί και κοινωνιολόγοι αντιδιαστέλλουν τον πανικό, την αδιαφορία και την τάση φυγής και εγκατάλειψης των αρρώστων που επέδειξε ο παγανιστικός κόσμος με τη στάση της οργανωμένης, ανιδιοτελούς και θυσιαστικής φροντίδας που επέδειξε η χριστιανική Εκκλησία. Η εμφανής, ακόμα και στα πιο εχθρικώς διακείμενα μάτια των εθνικών, παρουσία της Εκκλησίας ως της κοινότητας που αφ ‘ενός φροντίζει, μεριμνά και διακονεί τους πάσχοντες και, αφ’ ετέρου, δίνει απάντηση σχετικά με το νόημα και τη θεραπευτική αξία της οδύνης υπήρξε καταλυτική για την εδραίωση της Εκκλησίας στον κόσμο της Ύστερης Αρχαιότητας[24]. Το μέλλον του χριστιανισμού θα εξαρτηθεί κατά πολύ από το βαθμό που η σύγχρονη Εκκλησία θα μπορέσει να αντιμετωπίσει με ανάλογη επιτυχία τη σύγχρονη επιδημία της έλλειψης νοήματος, που ο Γιουνγκ είδε να έρχεται και σήμερα πια κατακλύζει όχι μόνο το δυτικό αλλά, μέσω της παγκοσμιοποίησης, ολόκληρο τον κόσμο.
Δ. Ο Γιουνγκ, νοιώθοντας πως ζει σε μία εποχή που χάνει όλο και πιο πολύ την ιστορική της συνείδηση, έκανε τη δική του προσπάθεια να ενσωματώσει στο έργο του φάσεις της ιστορικής πορείας του ανθρώπου που του φαίνονταν συναφείς με το δικό του εγχείρημα. Συνδέοντας τις αρχαίες μυθολογίες, το Γνωστικισμό, τον αλχημισμό και την ψυχολογία του ασυνειδήτου, προσπάθησε να δώσει μία συνολική μεγάλη αφήγηση στο δυτικό άνθρωπο. Ανεξάρτητα από την επιτυχία ή μη του εγχειρήματος, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στη σημασία του.
Κι αυτό, γιατί ζούμε σε μία εποχή που κυρίαρχο πάθος της είναι να ζεις για τη στιγμή, να ζεις για τον εαυτό σου, χωρίς μνήμη των προγόνων και μέριμνα για τους απογόνους. Χάνουμε γοργά την αίσθηση της ιστορικής συνέχειας, την αίσθηση ότι ανήκουμε σε μία διαδοχή γενεών, που ξεκίνησαν από το παρελθόν και προεκτείνονται στο μέλλον. Στο βαθμό που θεωρούμε πως η κοινωνία δεν έχει μέλλον και η γέννηση απογόνων σε μία τέτοια κοινωνία δεν έχει νόημα, καλλιεργούμε μία σχεδόν υπερβατική προσοχή για τον εαυτό μας, όπως καταδεικνύει και η εσωτεριστική διάσταση του έργου του Γιουνγκ[25].
Μιλώντας θεολογικά, μπορούμε να πούμε πως χάνεται η αίσθηση της ιστορίας της σωτηρίας. Της σημασίας που έχει το γεγονός πως ο Θεός των χριστιανών είναι ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Ο Θεός που έβγαλε το λαό Του, τον Ισραήλ, από την Αίγυπτο και τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ο Θεός που εισήλθε στην ιστορία, έγινε άνθρωπος, σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Ο Θεός που ίδρυσε την Εκκλησία Του στην οποία καλούμαστε κι εμείς σήμερα να γίνουμε μέλη. Αυτή την ιστορία δεν αρκεί να την επικαλούμαστε αφηρημένα, αλλά προέχει να εγγράψουμε και τη δική μας σημερινή ιστορία, τις δικές μας ζωές, μέσα σ’ αυτήν τη μεγάλη αφήγηση της Εκκλησίας. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει όσο παραμένουμε εγκλωβισμένοι σε μία ανιστορική προσκόλληση στην περίοδο εκείνη της εκκλησιαστικής ιστορίας που αναγάγουμε εσφαλμένα σε χρυσή εποχή της, τον «ένδοξόν μας βυζαντινισμό», μια περίοδος που ποτέ δεν υπήρξε στην πραγματικότητα με τον ιδεολογικό τρόπο που την προτάσσουμε σήμερα.
Εδώ όμως θα πρέπει να ολοκληρώσουμε το λόγο μας. Σκιαγραφήσαμε την προσπάθεια του Καρλ Γιουνγκ να συνδέσει την ψυχαναλυτική θεραπεία με διάφορες θρησκευτικές δοξασίες που τις θεώρησε συμβατές μ’ αυτήν. Πίσω από την προσπάθεια αυτή κρυβόταν η βαθύτατη πεποίθησή του, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την άποψη του ιδρυτή της ψυχανάλυσης και αρχικού μέντορά του Φρόιντ, πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει κάτω από έναν άδειο ουρανό. Η πρόταση του Γιουνγκ είναι ένας ιδιότυπος και αμφίλογος εσωτερισμός: το κενό στον ουρανό πληρώνεται με την ολοκλήρωση του Εαυτού. Η βιβλική παράδοση είδε πίσω από κάθε προσπάθεια να πληρωθεί η θέση του ουράνιου θρόνου με ανθρώπινες κατασκευές, οσοδήποτε φιλοσοφικές και εκλεπτυσμένες, την ειδωλολατρία, την κατάφωρη παράβαση των δύο πρώτων εντολών του Δεκαλόγου. Η Εκκλησία δεν πρέπει όμως να αρκεστεί στην ανάδειξη των αδιεξόδων που έχουν προσπάθειες όπως αυτή του Γιουνγκ. Οφείλει πρωτίστως να μαρτυρεί στον κόσμο, με την παρουσία και τη ζωή της, πως ενσαρκώνει σε κάθε εποχή μία παράδοση που είναι η ζωντανή πίστη των κεκοιμημένων και όχι η νεκρή πίστη των ζωντανών[26].
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[01]. Καρλ Γιουνγκ, Αναμνήσεις, Σκέψεις, Όνειρα, μτφρ. Σοφία Άντζακα, Εκδόσεις Σπαγειρία, Πτολεμαΐδα 2001, σ. 218. .
[02]. Ό.π., σ. 221. .
[03]. Ό.π., σ. 30-31.
[04]. Ο.π., σ. 88-89.
[05]. Ό.π., σ.19. Η υπογράμμιση δική μου.
[06]. Ό.π., σ. 43.
[07]. Ό.π., σ. 140-1.
[08]. Ό.π., σ. 270-1.
[09]. Ό.π., σ. 272-3. Η έμφαση δική μου.
[10]. Ό.π., σ. 65.
[11]. Ό.π., σ. 70-71.
[12]. Ό.π., σ. 305.
[13]. Ό.π., σ. 68.
[14]. Βλ. ό.π., σ. 308.
[15]. Ό.π., σ.112.
[16]. Ό.π., σ. 284-5.
[17]. Προέρχεται από το έργο του Γιουνγκ, Ψυχολογία και Αλχημεία, παρατίθεται στο Gerhard Wehr, Καρλ Γιουνγκ. Η Ζωή και το Έργο του, μτφρ. Αργυρώ Πατσού – Ματθαίος Βελούδος, εκδ. Αρχέτυπο, Αθήνα 2003, σ. 314.
[18]. Ό.π., σ.323.
[19]. Βλ. Aldo Carotenuto, Έρως και Πάθος. Τα όρια της αγάπης και του πόνου, μτφρ. Κούλα Καφετζή, εκδ. Ίταμος, Αθήνα 1995, σ. 135.
[20]. Βλ. Aldo Carotenuto, Αγάπη και Προδοσία, Εγκώμιο σχεδόν της Προδοσίας, μτφρ. Κούλα Καφετζή, εκδ. Ίταμος, Αθήνα 1999, σ. 46 κ.ε.
[21]. Η κριτική των θρησκευτικών απόψεων του Γιουνγκ που επιχειρείται εδώ οφείλει πολλά στο δοκίμιο του Philip Sherrard, Christianity and the Religious Thought of C.G. Jung. Βρίσκεται στο Philip Sherrard, Christianity. Lineaments of a Sacred Tradition, Holy Cross Orthodox Press, Brookline Massachusetts 1988, p. 134-157.
[22]. Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σ. 13.
[23]. Βλ. John Howard Yoder, The Politics of Jesus, Eerdmans 1994. Επίσης την τριλογία του Walter Wink, Naming the Powers, Fortress Press 1984, Unmasking the Powers, Fortress Press 1986, Engaging the Powers, Fortress Press 1992.
[24]. Βλ. σχετικά Rodney Stark, Η εξάπλωση του Χριστιανισμού, μτφρ. Μαρία Λουκά, Άρτος Ζωής, Αθήνα 2005, σ. 115-147.
[25]. Βλ. Κρίστοφερ Λας, Η κουλτούρα του ναρκισσισμού, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, Αθήνα χ.χ., σ. 18-19.
[26]. Πρβλ. Jaroslav Pelikan, The Vindication of Tradition, Yale University Press, New Haven and London, 1984, σελ. 65.
(Πηγή: Εσωτερισμός - Πρακτικά ΙΘ’ Πανορθοδόξου Συνδιασκέψεως εντεταλμένων Ορθοδόξων Εκκλησιών και Ιερών Μητροπόλεων για θέματα αιρέσεων και παραθρησκείας, Ε.Μ.Υ.Ε.Ε. , 2008.)
πηγή: http://www.imglyfadas.gr/portal/gr/details.asp?cdPro={3FB8B345-7ED0-46F6-A925-4ABB92CD277C}
Ακόμη και μία πολύ μερική εποπτεία του ογκώδους και πολυποίκιλου έργου του Καρλ Γιουνγκ, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε δύο βασικά συμπεράσματα. Το πρώτο έχει να κάνει με το γεγονός πως όσο κι αν ο Γιουνγκ επιμένει πως η μέθοδος που θα ακολουθήσει στη μελέτη των ψυχικών φαινομένων είναι αυστηρώς επιστημονική, στην πραγματικότητα, βαθιά μέσα του, μιλάει η φωνή του θρησκευτικού προφήτη.
Το δεύτερο συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα για όποιον έχει έστω και μικρή εξοικείωση με τη χριστιανική παράδοση, είναι ότι ο Γιουνγκ, όσο κι αν δεν αποποιείται ποτέ ριζικά και απερίφραστα το χριστιανισμό, και μάλιστα ενίοτε τον υπερασπίζεται ως ζωτική παράδοση του δυτικού κόσμου έναντι των ποικίλων ανατολικών δοξασιών και παραδόσεων που στην εποχή του κατακλύζουν τη Δύση, βρίσκεται ουσιαστικά σε βαθιά και ασυμφιλίωτη διάσταση με το χριστιανισμό. Αυτό που κατά βάθος επιχειρεί είναι να θέσει τα θεμέλια μιας ιδιότυπης, δικής του θρησκευτικότητας, που οι ρίζες της ξεκινούν από τη γνωστική παράδοση, στη συνέχεια εμβαπτίζονται στη μεσαιωνική αλχημεία, για να καταλήξουν στην ψυχολογία του ασυνειδήτου, όπως αυτός τη διαμόρφωσε μετά τη ρήξη του με την φροϋδική ψυχανάλυση.
Προσπαθώντας να ξετυλίξουμε το μίτο της ζωής και του έργου του, θα βασιστούμε κυρίως στην αυτοβιογραφία του, που εκδόθηκε με τον τίτλο Αναμνήσεις – Σκέψεις – Όνειρα, και γράφτηκε στο τέλος της ζωής του, μια που συνοψίζει με επάρκεια όλες τις δημιουργικές φάσεις που διήλθε ο Γιουνγκ μέχρι να φτάσει στην τελική σύνθεση του έργου του.
Το κλίμα της εποχής
Πριν όμως εισδύσουμε στο έργο του Γιουνγκ, και προκειμένου να το δούμε στις σωστές του διαστάσεις και μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο που το διέπει, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν δύο βασικά δεδομένα: αφ’ ενός την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής που γεννιέται και μεγαλώνει ο Γιουνγκ και, αφ’ ετέρου, την οικογενειακή καταβολή του, ως προϋπόθεση της ιδιάζουσας προσωπικότητάς του.
Ο κόσμος στον οποίο μεγαλώνει ο Γιουνγκ είναι ένας κόσμος εσωτερικά διχασμένος. Από τη μία μεριά συνεχίζεται η κυριαρχία του θετικιστικού κλίματος, που κατά τον 19ο αιώνα φτάνει στο απόγειο της ευφορίας του. Εδώ κυριαρχεί η ακλόνητη βεβαιότητα πως η επιστήμη είναι η βασιλική οδός που οδηγεί με ασφάλεια την ανθρωπότητα στην πραγμάτωση της ουτοπίας, τη δημιουργία δηλαδή ενός παραδείσου που θα βρίσκεται πια εντοπισμένος στη γη. Και είναι φανερό πως στη συνολική επίλυση των προβλημάτων του ανθρώπου που επαγγέλλεται η επιστήμη, συμπεριλαμβάνονται πλέον και τα ψυχολογικά προβλήματα που αρχίζουν να γίνονται εμφανή, κυρίως στις τάξεις της κοινωνικής ελίτ, και τα οποία καλούνται να αντιμετωπίσουν οι νεοφανείς επιστήμες της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας.
Από την άλλη μεριά όμως η αισιοδοξία αυτή του προγράμματος του Διαφωτισμού έχει αρχίσει να δέχεται ισχυρά πυρά από το αρχόμενο ρομαντικό κίνημα κι από ένα κύμα ευρύτερου ανορθολογισμού που αρχίζει να ταράζει τη, φαινομενικά, ακύμαντη επιφάνεια της ψυχής του δυτικού ανθρώπου. (Εντελώς συμβολικά ας επισημανθεί πως ο Γιουνγκ γεννιέται το 1865, χρονιά που η Μπλαβάτσκυ ιδρύει τη Θεοσοφική Εταιρεία).
Ο εσωτερικός αυτός διχασμός εμφανίζεται έντονα και στην προσωπικότητα του Γιουνγκ. Θα επιλέξει την ιατρική ως σπουδή και πρακτική δραστηριότητα της ζωής του, απορρίπτοντας τη μελέτη των αρχαίων πολιτισμών, που αποτέλεσε σταθερό νεανικό του πάθος, ή τη θεολογία, που ήταν οικογενειακή παράδοση, αλλά θα κατευθύνει τις έρευνες των ψυχικών φαινομένων προς μία κατεύθυνση εντελώς διαφορετική από αυτήν του μέντορά του Φρόιντ, φέρνοντάς την σε επαφή και αλληλεπίδραση με τον κόσμο του αποκρυφισμού και της παραψυχολογίας.
Μιλώντας στην αυτοβιογραφία του για τη γνωριμία του με τον Φρόιντ, ο Γιουνγκ αναφέρει ότι κατά την πρώτη τους συνάντηση και σε μία συζήτηση που κράτησε δεκατρείς ώρες, ο Φρόιντ του ζήτησε με επιμονή να του υποσχεθεί πως δεν θα απαρνούνταν ποτέ τη θεωρία του για τη σημασία της σεξουαλικότητας στην ψυχική εξέλιξη του ανθρώπου, θέτοντάς την ως το απαράβατο δόγμα πάνω στο οποίο θα συντρίβονταν η μαύρη πλημμύρα της λάσπης του αποκρυφισμού. Κατά τον Γιουνγκ, μιλώντας ο Φρόιντ για αποκρυφισμό, εννοούσε όσα είχαν μάθει η φιλοσοφία, η θρησκεία και η σύγχρονή τους παραψυχολογία για την ψυχή στο διάβα των αιώνων[01]. Η μονότονη επιμονή του Φρόιντ να βλέπει πίσω από κάθε τι το πνευματικό στοιχείο απωθημένης σεξουαλικότητας φανέρωνε, σύμφωνα με τον Γιουνγκ, μία φυγή του Φρόιντ από τον εαυτό του ή από εκείνη την πλευρά του που θα μπορούσε ίσως να αποκληθεί μυστικιστική. Με άλλα λόγια ο Γιουνγκ αντιστρέφει την ερμηνεία του Φρόιντ, βλέποντας πίσω από την υπερέξαρση της σεξουαλικότητας την ύπαρξη του μυστικιστικού στοιχείου. Η άρνηση του Φρόιντ να το συνειδητοποιήσει σήμαινε για τον Γιουνγκ ότι δεν μπόρεσε ποτέ να συμφιλιωθεί πλήρως με τον εαυτό του[02].
Αυτή ακριβώς τη συμφιλίωση έταξε ο Γιουνγκ ως σκοπό της ζωής του. Πριν όμως προχωρήσουμε προς την εξέταση του τρόπου με τον οποίο επεχείρησε να την πραγματοποιήσει, θα πρέπει να αναφερθούμε, έστω και λίγο, σε κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα των οικογενειακών καταβολών του Γιουνγκ και της πρώιμης ηλικίας του, τα οποία στάθηκαν καθοριστικά για τη μετέπειτα εξέλιξή του.
Ο Γιουνγκ ήταν γιος προτεστάντη πάστορα κι άλλοι οκτώ θείοι του ήταν επίσης πάστορες, η θρησκεία θα μπορούσε να πει κανείς κυκλοφορούσε στο αίμα του. Ο ίδιος όμως έζησε τη θρησκευτικότητα του περιβάλλοντός του ως καταπίεση, έβλεπε το Χριστό σαν ένα ματωμένο πτώμα που του προκαλούσε τρόμο και φρίκη, έναν θεό του θανάτου[03]. Στο πρόσωπο του πατέρα του δεν είδε παρά μόνο έναν άνθρωπο γεμάτο αμφιβολίες, χωρίς πραγματική πίστη, που όταν θα μεγάλωνε θα εξόρκιζε το μικρό Καρλ να μην σπουδάσει θεολογία. Η απογοητευτική κορύφωση της χριστιανικής του ζωής θα είναι η εμπειρία της πρώτης του μετάληψης. Λαμβάνοντας τον άρτο και τον οίνο, σύμβολα του σώματος και του αίματος του Χριστού κατά την προτεσταντική παράδοση, το μόνο που θα σκεφτεί είναι πως το ψωμί του φαίνεται άνοστο και το κρασί αραιό και ξινό. Όταν η λειτουργία θα τελειώσει και οι πιστοί αποχωρήσουν, νομίζει πως διαβάζει στο πρόσωπό τους τα λόγια: «πάει κι αυτό». Τους βλέπει έτοιμους να επιστρέψουν σε πιο σοβαρές ασχολίες. Αναλογιζόμενος αυτήν την υποτιθέμενη κορυφαία στιγμή της μύησής του στην πίστη του πατέρα του, θα δηλώσει πως δεν διέκρινε σ’ αυτήν ίχνος θεϊκής παρουσίας, τη συντριπτική εκείνη ανάταση και την εκπόρευση της χάρης που συνιστούσε γι’ αυτόν την ουσία του Θεού. «Μα αυτή δεν είναι καθόλου θρησκεία», συλλογίστηκε, «είναι η απουσία του Θεού»[04].
Φτάνει έτσι στο συμπέρασμα πως ο μόνος δρόμος που του απομένει είναι να ψάξει το Θεό μέσα του, μέσα σε μία σειρά από προσωπικές εμπειρίες, όνειρα και οπτασίες που τον κατακλύζουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, διαμορφώνοντας το έργο του, θεραπευτικό και συγγραφικό. Σ’ αυτές τις εμπειρίες και στον τρόπο που τις αντιμετώπισε ο Γιουνγκ θα στραφούμε τώρα.
Οι εμπειρίες
Ήδη από τις πρώτες σελίδες της αυτοβιογραφίας του ο Γιουνγκ καθιστά σαφές πως: «τελικά τα μόνα γεγονότα της ζωής μου που αξίζουν να ειπωθούν είναι εκείνα που έχουν σχέση με την ανάδυση του ακατάλυτου κόσμου μέσα στην εφήμερη ζωή. Γι’ αυτό αναφέρομαι βασικά σε εσωτερικές εμπειρίες. Ανάμεσα σ’ αυτές περιλαμβάνω τα όνειρα και τα οράματά μου. Αυτά συνιστούν την πρώτη ύλη του επιστημονικού μου έργου»[05].
Η διαρκής παρουσία τέτοιων εμπειριών στη ζωή του Γιουνγκ λειτούργησε συχνά ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία: «Ήμουνα διαρκώς σε επιφυλακή για κάτι το μυστηριώδες»[06].
Η λαχτάρα, ο βαθύς πόθος για εξαιρετικές εμπειρίες, ο οποίος σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση αποτελεί ολισθηρό δρόμο που οδηγεί στην επαφή με το δαιμονικό, υπήρξε σταθερό διακριτικό γνώρισμα της προσωπικότητας του Γιουνγκ. Πίστευε πως τα όνειρα είναι απεσταλμένοι του Θεού που καθοδηγούν τον άνθρωπο στη λύση την ώρα της πνευματικής κρίσης. Σε μία περίοδο που παρατηρούσε τον πατέρα του να παλεύει ανάμεσα σε πίστη και αμφιβολία, ο Γιουνγκ θεώρησε πως ήταν ο ίδιος ο πατέρας του που απέκλειε όλους τους δρόμους που θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν άμεσα στο Θεό, πέρα από κάθε αμφιβολία και αμφισβήτηση. Για το ποιους δρόμους εννοούσε και ποια ιδέα περί Θεού προϋπέθεταν, γράφει χαρακτηριστικά:
«Γιατί δεν φιλονικούσε με το Θεό, το σκοτεινό δημιουργό όλων των πλασμάτων, που αυτός και μόνο ήταν υπεύθυνος για τα μαρτύρια του κόσμου; Ο Θεός, ασφαλώς, θα του ‘στελνε σαν απάντηση ένα από εκείνα τα μαγικά όνειρα με το άπειρο βάθος που είχε στείλει και σε μένα χωρίς καν να του το ζητήσω και που είχαν σφραγίσει τη μοίρα μου. Δεν ήξερα γιατί, απλώς ήταν έτσι. Ναι, μου είχε μάλιστα επιτρέψει να ρίξω μία ματιά μέσα στο ίδιο Του το είναι. Αυτό ήταν ένα μεγάλο μυστικό που δεν τολμούσα και δεν μπορούσα να το φανερώσω στον πατέρα μου»[07].
Η τοποθέτηση αυτή του Γιουνγκ συνδυάζεται άρρηκτα με την επαφή του με τον πνευματισμό, η οποία του δημιούργησε τη βαθύτατη πεποίθηση ότι οι πνευματιστικές εμπειρίες ήταν γνήσιες και αυθεντικές, ασφαλείς οδηγοί του στην επαφή με το υπερφυσικό. Περιγράφοντας το πώς προέκυψε η συγγραφή του βιβλίου του Οι Επτά Ομιλίες των Νεκρών, γράφει: «Άρχισε με μίαν ανησυχία, που δεν ήξερα το νόημά της, ούτε το τι «ήθελε» από μένα. Γύρω μου υπήρχε μία δυσοίωνη ατμόσφαιρα. Είχα την αίσθηση ότι ο αέρας ήταν γεμάτος από φασματικές οντότητες. Ύστερα είχα την αίσθηση ότι το σπίτι μου είχε αρχίσει να στοιχειώνει. Η μεγάλη μου κόρη είδε μία λευκή μορφή να διασχίζει το δωμάτιο. Η δεύτερη κόρη μου, ανεξάρτητα από την πρώτη, είπε πως κάποιος ή κάτι είχε αρπάξει την κουβέρτα της δύο φορές τη νύχτα… Την Κυριακή το απόγευμα, γύρω στις πέντε, το κουδούνι της μπροστινής πόρτας άρχισε να κτυπά με δαιμονιώδη θόρυβο. Ήταν μία λαμπερή καλοκαιριάτικη ημέρα… Αμέσως όλοι κοιτάξαμε να δούμε ποιος ήταν, αλλά δεν φαινόταν κανείς. Καθόμουν κοντά στο κουδούνι της πόρτας, και όχι μόνο το άκουσα, αλλά είδα επίσης και την κίνησή του. Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο. Η ατμόσφαιρα ήταν πυκνή, πιστέψτε με! Ύστερα ένιωσα ότι κάτι θα γινόταν οπωσδήποτε. Ολόκληρο το σπίτι ήταν γεμάτο θαρρείς από πλήθη, ξέχειλο από πνεύματα. Ήταν στριμωγμένοι μέχρι την πόρτα και ο αέρας ήταν τόσο πυκνός που η αναπνοή είχε γίνει πολύ δύσκολη. Όσο για μένα, ήμουν ξεσηκωμένος από το ερώτημα: «Για όνομα του Θεού, τι συμβαίνει;» Τότε φώναξαν όλοι μαζί με μια φωνή: «Γυρίσαμε από την Ιερουσαλήμ όπου δεν βρήκαμε αυτό που ζητούσαμε». Έτσι αρχίζουν οι Επτά Ομιλίες των Νεκρών. Ύστερα άρχισε να βγαίνει από μέσα μου και μέσα σε τρία βράδια είχε κιόλας ολοκληρωθεί. Μόλις έπιασα την πένα, ολόκληρη η φασματική συνάθροιση εξατμίστηκε. Το δωμάτιο ηρέμησε και η ατμόσφαιρα καθάρισε. Το στοίχειωμα είχε τελειώσει»[08].
Θα ήταν υπερβολικό άραγε να διακρίνουμε στο απόσπασμα αυτό την βαθύτατη πεποίθηση του Γιουνγκ ότι από την Ιερουσαλήμ, τόπο του Πάθους και της Ανάστασης του Χριστού, δεν μπορούσε να περιμένει τίποτα, κι έτσι δεν του απέμενε παρά να επωμιστεί ο ίδιος το ρόλο του προφήτη που θα οδηγούσε την ανθρωπότητα σε νέα βάθη συνειδητότητας και πνευματικότητας; Οι γραμμές που ακολουθούν το παραπάνω απόσπασμα στηρίζουν απόλυτα αυτήν την άποψη. Συγκεκριμένα ο Γιουνγκ αναφέρει πως λίγο πριν την παραπάνω εμπειρία είχε τη φαντασίωση ότι η ψυχή του είχε πετάξει από μέσα του. Ερμήνευσε το γεγονός αυτό ως μία επαφή της ψυχής με το ασυνείδητο, που για τον ίδιο αντιστοιχούσε στη μυθική χώρα των νεκρών, τη χώρα των προγόνων. Εκεί η ψυχή θα συναντηθεί με τους νεκρούς και τρόπον τινά θα τους ζωογονήσει, θα τους δώσει την ευκαιρία να εκδηλωθούν. Ως καρπό της επαφής αυτής θα θεωρήσει την έμπνευση που θα τον οδηγήσει στη συγγραφή των «Επτά Ομιλιών των Νεκρών». Γράφει ο ίδιος:
«Από κει κι έπειτα, οι νεκροί έγιναν όλο και πιο ευκρινείς για μένα ως οι φωνές των Αναπάντητων, των Αναποφάσιστων και των Αλύτρωτων. Γιατί αφού τα ερωτήματα και οι απαιτήσεις που ο προορισμός μου ήθελε να απαντήσω δεν μου έρχονταν απ’ έξω θα έπρεπε να ‘ρθουν από τον εσωτερικό κόσμο. Αυτές οι συνομιλίες με τους νεκρούς ήταν ένα είδος προοιμίου σ’ αυτά που θα έπρεπε να ανακοινώσω στον κόσμο για το ασυνείδητο»[09].
Διαβάζοντας κανείς αυτές τις γραμμές δυσκολεύεται να αντισταθεί στον πειρασμό να καταγράψει το όλο συμβάν ως την κατά Γιουνγκ κάθοδο στον Άδη για την ανάσταση του ανθρωπίνου γένους.
Φιλοσοφικές και θεολογικές προϋποθέσεις
Οι πνευματικές αυτές εμπειρίες του Γιουνγκ και ο τρόπος που τις ερμήνευσε πορεύονται παράλληλα με τις απαντήσεις που έδωσε στα φιλοσοφικά και θεολογικά ερωτήματα που τον βασάνιζαν από τα νεανικά του χρόνια. Τρομοκρατημένος από τη συνειδητοποίηση της αρνητικής πλευράς του ανθρώπου, της δυνατότητάς του να αντιταχθεί στο θέλημα του Θεού, ακόμη και να διαπράξει το βαρύτερο και μόνο ασυγχώρητο αμάρτημα, τη βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, ο Γιουνγκ αναρωτήθηκε επίμονα για τη γενεαλογία του κακού. Πώς έφτασαν να αμαρτήσουν ο Αδάμ και η Εύα, οι πρώτοι άνθρωποι που δεν είχαν γονείς για να φέρουν το φορτίο μιας βασανισμένης παιδικής ηλικίας; Η απάντηση που έδωσε ο νεαρός Γιουνγκ στο ερώτημα αυτό σφράγισε τη μετέπειτα εξέλιξή του: «ήταν η πρόθεση του Θεού να τους κάνει να αμαρτήσουν»[10]. Κατά τον Γιουνγκ ο Θεός θέλει να οδηγήσει τον άνθρωπο στη διάπραξη του κακού, στην περιπλάνηση σε σκέψεις μιαρές, για να μπορέσει τελικά να ζήσει τη χάρη Του. Αργότερα μάλιστα, σε ωριμότερη ηλικία, νόμισε πως βρήκε ακόμα και βιβλική θεμελίωση των απόψεών του στον παρακάτω στίχο από το βιβλίο του Ιώβ: «Λοιπόν με θέλει να είμαι ένοχος· τότε γιατί μάταια να κοπιάζω αθώος να αποδειχθώ; Κι αν με νερό πλυθώ από χιόνι, κι αν με αλισίβα καθαρίσω τα χέρια μου, αυτός θα με βουτήξει μες στη λάσπη, έτσι που και τα ίδια μου τα ρούχα να με σιχαθούν» (Ιώβ, 9, 29-31)[11]. Ο θεός του Γιουνγκ χαρακτηρίζεται από μία τραγική αντιφατικότητα. Αναφερόμενος σ’ αυτήν, μας λέει πως γράφοντας το βιβλίο του Απάντηση στον Ιώβ έθεσε ως κύριό του θέμα την παρουσίαση του ανθρώπου που ελπίζει ότι ο Θεός, υπό μία έννοια, θα του παρασταθεί ενάντια στον ίδιο το Θεό[12].
Την απάντηση αυτή, για την πρόθεση του Θεού να αμαρτήσουν οι άνθρωποι, ο Γιουνγκ τη βίωσε ως μία ανακουφιστική διέξοδο στην πνευματική του πορεία. Θεώρησε μάλιστα πως μέσα απ’ αυτήν την απάντηση φανερώνεται και η αιτία της βασανιστικής σχέσης του πατέρα του με το Θεό. Σύμφωνα με τον Γιουνγκ ο πατέρας του «πίστευε στο Θεό όπως όριζε η Βίβλος και όπως τον είχαν διδάξει οι πρόγονοί του. Αλλά δεν ήξερε τον άμεσο ζωντανό Θεό που στέκεται παντοδύναμος και ελεύθερος, επάνω από τη Βίβλο Του και την Εκκλησία Του, που καλεί τον άνθρωπο να συμμετάσχει στη δική Του ελευθερία και μπορεί αν τον εξαναγκάσει να απαρνηθεί τις δικές του απόψεις και πεποιθήσεις για να εκπληρώσει χωρίς επιφύλαξη την προσταγή του Θεού. Όταν ο Θεός δοκιμάζει το θάρρος των ανθρώπων αρνείται να εμμείνει στην παράδοση, όσο ιερή κι αν είναι»[13].
Η βαθύτερη αντιπαράθεση του Γιουνγκ με τη χριστιανική παράδοση εμφανίζεται χαρακτηριστικά σ’ ένα όνειρό του και στην ερμηνεία που ο ίδιος έδωσε. Στο όνειρο ο Γιουνγκ βρίσκεται να ανεβαίνει μία σκάλα μαζί με τον πατέρα του. Στην κορυφή της σκάλας υπάρχει μία πόρτα, ο πατέρας του θα του εξηγήσει πως η πόρτα οδηγεί στην ύψιστη παρουσία. Κατόπιν ο πατέρας του θα γονατίσει και θα αγγίξει το μέτωπό του στο πάτωμα. Ο μικρός Γιουνγκ τον μιμείται γονατίζοντας κι αυτός, διακατεχόμενος από μεγάλη συγκίνηση. Για κάποιο λόγο όμως δεν θα μπορέσει να αγγίξει με το μέτωπό του το πάτωμα, θα μείνει μέχρι τέλους μία απόσταση ενός χιλιοστού να τον χωρίζει απ’ αυτό[14]. Ο ίδιος δε θα διστάσει στην ερμηνεία του ονείρου: του είχε ζητηθεί η πλήρης υποταγή, η απόλυτη αποδοχή της παράδοσης, αυτός όμως την αρνήθηκε. Απέναντι στο Θεό και τις αποφάσεις του, ο Γιουνγκ πίστευε πως πρέπει να διατηρούμε πάντα κάποια επιφύλαξη. Με άλλα λόγια, θεώρησε από πολύ νωρίς στη ζωή του πως η διέξοδος απέναντι στην προτεσταντική χριστιανοσύνη της εποχής του συνίστατο στην προσφυγή σε μία εντελώς προσωπική, εσωτερική σχέση με το Θεό.
Δεν είναι δύσκολο βέβαια να διακρίνουμε πίσω από τις απόψεις αυτές του Γιουνγκ την ξεκάθαρη παρουσία βασικών μοτίβων του Γνωστικισμού. Γράφει σχετικά ο Γιουνγκ: «στον κόσμο του Θεού ανήκαν όλα τα πέρα από τον άνθρωπο – το εκτυφλωτικό φως, η σκοτεινιά της αβύσσου, η ψυχρή απάθεια του άπειρου χώρου και χρόνου και η μυστηριώδης ανοησία του παράλογου κόσμου της σύμπτωσης. “Θεός” για μένα ήταν τα πάντα – και κάθε άλλο παρά «εποικοδομητικός»»[15].
Οι απόψεις αυτές δεν προέκυψαν μόνο από τις ερμηνείες που έδωσε ο Γιουνγκ στις προσωπικές του εμπειρίες. Από το 1918 έως το 1926 ασχολήθηκε σοβαρά με τη μελέτη των γνωστικών συγγραφέων, θεωρώντας πως ήταν πρωτοπόροι στη συνάντηση με το χώρο του ασυνειδήτου[16].
Θέλησε όμως να βρει κι έναν ενδιάμεσο κρίκο που να ενώνει την εποχή του Γνωστικισμού με τη σύγχρονη εποχή και την ψυχολογία του ασυνειδήτου και θεώρησε πως τη βρήκε στους αλχημιστές του Μεσαίωνα. Μελετώντας το έργο τους, θεώρησε πως ο αλχημιστής αντιπροσώπευε ένα εσωτερικό, υπόγειο ρεύμα, μέσα στον επίσημο Xριστιανισμό, το οποίο προσπάθησε να εξαλείψει τις εσωτερικές συγκρούσεις που ο Γιουνγκ νόμιζε πως έβλεπε στο επίσημο δόγμα. Θεωρούσε πως στο παραδοσιακό δόγμα το Κακό αντιμετωπίζεται σαν κάτι έξω από τη Θεία Βούληση και ο Διάβολος σαν ο σκοτεινός ενάντιος ενός Θεού του φωτός. Αντίθετα ο Γιουνγκ πίστευε πως «Το Κακό πρέπει να εκτιμάται εξίσου, αφού Καλό και Κακό δεν είναι τελικά τίποτε άλλο από προεκτάσεις και συντμήσεις της δράσης και αποτελούν, αμφότερες, μέρος του φωτοσκιαστικού φαινομένου της ζωής. Συνεπώς δεν υπάρχει Καλό που να μην μπορεί να παράγει Κακό και Κακό από το οποίο να μην μπορεί να προέλθει κάποιο Καλό»[17].
Η επαφή με τη Σκιά, τη σκοτεινή-αρνητική όψη του ανθρώπου, μαζί με τη συγχώνευση της πλευράς αυτής, που ανήκει στην ολότητα της προσωπικότητας, αποτελεί ουσιαστικό μέρος της διαδικασίας που οδηγεί στην ψυχική ολοκλήρωση.
Αυτή την εσωτερική μεταμόρφωση θεωρούσε ο Γιουνγκ πως προσπαθεί να πραγματοποιήσει και ο αλχημιστής. Κατά το πρώτο στάδιο της διαδικασίας λαμβάνει χώρα το «μαύρισμα». Είναι το επικίνδυνο στάδιο που ο αλχημιστής εκλύει εσωτερικά καπνούς και δηλητήρια ή, με τη γλώσσα της ψυχολογίας του Γιουνγκ, έρχεται σε επαφή με τη «Σκιά». Το δεύτερο στάδιο ονομάζεται «λεύκανση» και συνίσταται στην ενοποίηση της ψυχικής εικόνας του αλχημιστή. Τέλος προχωρεί στο τρίτο στάδιο, το «κοκκίνισμα» ή «κιτρίνισμα», που δηλώνει τη μετατροπή σε χρυσάφι. Σ’ αυτήν τη φάση τα αντίθετα, πνεύμα και ύλη, φως και σκοτάδι, αρσενικό και θηλυκό ενώνονται[18]. Όταν η διαδικασία ολοκληρώνεται, ο αλχημιστής έχει παράγει ένα αιθέριο σώμα, το μεταμορφωμένο σώμα της ανάστασης, ένα σώμα που είναι ταυτόχρονα και πνεύμα. Συμπερασματικά, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε πως και η ανάλυση της πορείας του αλχημιστή καταλήγει στην ίδια βασική θρησκευτική ιδέα του Γιουνγκ: τη γνωστική ιδέα του Θεού ως ένωση όλων των αντιθέτων.
Η πορεία προς την εξατομίκευση
Στο βαθμό τώρα που έχει σχηματιστεί η εικόνα του θεωρητικού συστήματος του Γιουνγκ, μπορούμε να στραφούμε και στην εξέταση της συνεισφοράς του στο πρόβλημα της θεραπείας της ανθρώπινης ψυχής. Αποφασιστικό βήμα στην πορεία του ανθρώπου προς την εξατομίκευση, όπως ονομάζει ο Γιουνγκ την ψυχική ενοποίηση και ολοκλήρωση, είναι η συνάντησή του με τη Σκιά, το αρνητικό μέρος της ψυχής του, το οποίο ο άνθρωπος θέλει να ξεχνά και να απωθεί γιατί του προκαλεί αμηχανία και ντροπή. Κι όχι μόνο να τολμήσει να συναντήσει τη Σκιά, αλλά και να τη ζήσει συνειδητά, έχοντας πειστεί ότι έτσι η ζωή του θα είναι πιο ολοκληρωμένη και πιο πλούσια, παρά αν μείνει προσκολλημένος στους συλλογικούς κανόνες που είναι δομημένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να καθιστούν ουδέτερη την πιο κρυφή, την πιο ιδιαίτερη διάσταση του ατόμου[19].
Ο Γιουνγκ έχει συνείδηση του γεγονότος ότι η συνάντηση με τη Σκιά και η βίωση των συνεπειών αυτής της συνάντησης μπορεί να είναι επικίνδυνη για τον άνθρωπο. Τη θεωρεί όμως αναγκαία προϋπόθεση μιας πλήρους και ολοκληρωμένης ζωής. Είναι μία συνάντηση με το πρόσωπο του Μεφιστοφελή, τον οποίο πρέπει να μπορέσουμε να κοιτάξουμε κατά πρόσωπο και να αποδεχθούμε την παρουσία του μέσα μας, ως μια πηγή κακού που απεργάζεται μακροπρόθεσμα το καλό του ανθρώπου.
Η πορεία αυτή προς την εξατομίκευση αποτελεί κατά τον Γιουνγκ μια καθαρά εσωτερική εμπειρία. Χρησιμοποιώντας φιλοσοφική γλώσσα, θα μπορούσαμε να πούμε πως η θρησκευτικότητα του Γιουνγκ είναι καθαρή ψυχική εμμένεια, δηλ. το θεϊκό στοιχείο υπάρχει και ενεργεί στα όρια της ψυχικής ζωής και μόνο. Γι’ αυτό και για τον Γιουνγκ η ενσάρκωση του Θεού δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, λειτουργεί σαν ένα ακόμη σύμβολο ή μία απλή εικόνα περί του Θεού. Όσο κι αν αναφέρεται σε θέματα θρησκευτικά, στην πραγματικότητα ο Γιουνγκ εστίαζε την προσοχή του αποκλειστικά στην εξατομίκευση, ακόμη κι όταν μιλούσε για το πλησίασμα στη συνειδητοποίηση του Θεού. Σκοπός της ζωής δεν είναι η συνάντηση με το Θεό, η υπακοή στο θέλημά Του και η μεταμόρφωση του ανθρώπου από τη συνάντηση αυτή, αλλά η επίτευξη της ολότητας του Εαυτού μέσα στον άνθρωπο μέσω της συγχώνευσης των αντιθέτων. Ο Εαυτός παίρνει έτσι τη θέση του Θεού. Αυτός ο Εαυτός είναι η στενή πύλη δια της οποίας φτάνει ο άνθρωπος στο βαθύτερο νόημα της ύπαρξής του. Εξίσου εσωτεριστικά ερμηνεύεται και η βιβλική ρήση «η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί»: η Βασιλεία του Θεού δεν συνίσταται σε τίποτε άλλο από την επίτευξη της εξατομίκευσης[20].
Στην πορεία αυτή προς την εξατομίκευση ο Θεός δεν αποκηρύσσεται απερίφραστα, αλλά καθίσταται περιττός. Δεν είναι πια ο Θεός που οδηγεί τον άνθρωπο με τη δύναμη της χάριτός Του στην ψυχική μεταμόρφωση. Μια μεταμόρφωση που προϋποθέτει την κάθαρση από τη Σκιά κι όχι την αποδοχή και το συμβιβασμό μαζί της και που ολοκληρώνεται μόνο όταν ο Χριστός και το θεϊκό Του θέλημα παίρνει τη θέση του ψυχικού εαυτού, σύμφωνα με την παύλεια διατύπωση «ζω δε ουκέτι εγώ, ζει δε εν εμοί Χριστός». Αντίθετα στην γιουνγκιανή προοπτική είναι ο ίδιος ο εσωτερικός Εαυτός που ρυθμίζει, ισορροπεί και εναρμονίζει τις εσωτερικές δυνάμεις του ανθρώπου. Με άλλα λόγια ο Εαυτός λαμβάνει στον άνθρωπο τη θέση και τη λειτουργία του Θεού των Γνωστικών[21].
Η κληρονομιά του Γιουνγκ στους χριστιανούς
Η σύντομη αυτή περιδιάβαση στο έργο του Γιουνγκ μοιάζει να καταδεικνύει το προφανές: ότι η θρησκευτική σκέψη του δεν μπορεί να είναι συμβατή με τη χριστιανική παράδοση κατά κανένα τρόπο. Αναλογιζόμενος λοιπόν κανείς την ευρύτατα διαδεδομένη προκατάληψη, πως ο Γιουνγκ δημιούργησε ένα ρεύμα μέσα στον κόσμο της ψυχανάλυσης ανοικτό προς το Χριστιανισμό και συμβατό μ’ αυτόν, οφείλει να αναρωτηθεί για τους λόγους που οδήγησαν σ’ αυτή την προκατάληψη. Θα αναφερθώ συνοπτικά σε τρεις.
Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με το ότι η γιουνγκιανή προοπτική προήλθε από τη ρήξη με τη φροϋδική ορθοδοξία, η οποία χαρακτηρίζεται από ένα ριζικό αθεϊσμό. Αν η φροϋδική ψυχανάλυση ήταν αποφασισμένη να απαλλάξει τον άνθρωπο από την παιδική, όπως θεωρούσε, αυταπάτη της θρησκείας, η ψυχολογία του Γιουνγκ είδε τη θρησκεία ως ένα αναγκαίο εξελικτικό παράγοντα στην ιστορία και την υγεία της ανθρώπινης ψυχής. Διατύπωσε μάλιστα την πρόβλεψη πως αποτελεί παράγοντα ιστορικά ανεξάλειπτο, που δεν μπορεί να παραθεωρηθεί παρά μόνο με βαρύτατες συνέπειες για την πορεία του ανθρώπου προς την ολοκλήρωση. Ως εκ τούτου, η γιουνγκιανή ψυχολογία αποτέλεσε πρόσφορο υλικό σε μία εποχή που οι απολογητικές μέριμνες και ανάγκες έκαναν πολύ έντονη την παρουσία τους στο χώρο του Χριστιανισμού.
Ο δεύτερος λόγος προέρχεται από το γεγονός ότι η γιουνγκιανή ψυχολογία συμπορεύτηκε με ποικίλα θρησκευτικά και μυστικιστικά ρεύματα που αναπτύσσονταν, παράλληλα με το έργο του Γιουνγκ, στο πλαίσιο της μαζικοδημοκρατικής κοινωνίας κι είχαν να κάνουν: α) με την πρόταξη της μυστικής εμπειρίας ενάντια στην τυραννία του ορθού Λόγου και β) την ανάλογη αναβίωση του ενδιαφέροντος για το άλογο στοιχείο της ανθρώπινης ψυχής. Σε μία εποχή που η ιδέα για το θάνατο του Θεού διαπότιζε τον αέρα της Ευρώπης τα παραπάνω ρεύματα δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση μιας επιστροφής στη θρησκεία.
Ο τρίτος λόγος σχετίζεται με την αόριστη ταύτιση Χριστιανισμού και θρησκείας, έτσι που κάθε θετική αναφορά στη θρησκεία να θεωρείται από κάποιους ως αυτόχρημα θετική στάση και απέναντι στο Χριστιανισμό. Η τάση αυτή, απολογητική κατ’ ουσία, δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τη ριζική κριτική της έννοιας της θρησκείας από χριστιανικής πλευράς, που κατά την εποχή μάλιστα του Γιουνγκ είχε ως εμβληματικό εκπρόσωπο ένα συγγραφέα γνώριμο και συμπατριώτη του, τον Καρλ Μπαρτ.
Κάνοντας λοιπόν κριτική στον Γιουνγκ από χριστιανικής πλευράς, μάλλον παραβιάζουμε ανοικτές θύρες καθώς ο ίδιος ποτέ δεν θεώρησε πως το έργο του είχε ουσιαστική σχέση με τη χριστιανική παράδοση. Η απήχηση του έργου του όμως πρέπει να μας κάνει να αναρωτηθούμε για τη γονιμότητα των θεμάτων που προέταξε, ανεξάρτητα από το κατά πόσον το περιεχόμενο των απαντήσεών του θεωρείται αποδεκτό κι επιτυχημένο. Θεωρώ έτσι πως μία κριτική εξέταση των θρησκευτικών ιδεών του Γιουνγκ θα ήταν ελλιπής και άγονη στο βαθμό που δεν θα εστίαζε στη σημασία που έχει για τη χριστιανική θεώρηση η αναμέτρηση με τα θέματα που ο Γιουνγκ έθεσε με τρόπο τόσο εμφατικό. Θα αρκεστώ στην επισήμανση τεσσάρων βασικών σημείων.
Α. Η ψυχανάλυση γενικότερα, και το έργο του Γιουνγκ ειδικότερα, προϋποθέτουν την απόσυρση της θρησκείας από το δημόσιο χώρο. Ο άνθρωπος περιστέλλεται στην ιδιωτικότητά του και το ενδιαφέρον εστιάζεται πλέον στις περιπέτειες και τις αρρώστιες της ψυχής. Η θρησκευτικότητά του περιορίζεται στο χώρο των πεποιθήσεων, χωρίς πλέον να μεταφράζεται σε αντίστοιχες δεσμεύσεις στον τρόπο ζωής, ούτε να σχετίζεται με τη δημόσια παρουσία του ατόμου. Είναι μία υπόθεση ανάμεσα στην ψυχή και σ’ ένα Θεό που γίνεται όλο και πιο αφηρημένος και αυθαίρετος, άρα και όλο και λιγότερο αναγκαίος. Η Εκκλησία δεν υπάρχει πια ως η ορατή κοινότητα που αμφισβητεί τις αρχές, τις εξουσίες, τους κοσμοκράτορες του αιώνος τούτου, που μπορούν έτσι πια ανενόχλητοι να εμφανίζονται ως η μόνη αξιόπιστη λύση για την επιβίωση των ανθρώπινων κοινωνιών.
Όσο η Εκκλησία δεν εμφανίζεται ως η εναλλακτική πόλις, μια άλλη, συνολική θέαση για τον κόσμο, τόσο η θρησκευτικότητα των ανθρώπων θα κατατρύχεται από τη θεραπευτική προσδοκία που προσφέρουν οι πάσης φύσεως ψυχοθεραπείες ή οι θρησκευτικές σέκτες. Εδώ θα πρέπει να γίνει σαφές πως παρουσία στο δημόσιο χώρο δε σημαίνει κατά κανένα τρόπο τη συμπόρευση με το κράτος ή τη συγκυριακή αντίθεση σ’ αυτό, με τον εκκοσμικευμένο τρόπο που το βλέπουμε να γίνεται στις μέρες μας. Ό,τι από τα δύο κι αν προκρίνεται κάθε φορά, πρόκειται κατά βάθος για την ίδια τάση συμμαχίας της σύγχρονης Εκκλησίας με τις δυνάμεις της εκκοσμίκευσης με αντάλλαγμα να παραμένει, κατά το δυνατόν, αποδεκτή και παρούσα, έστω και ασθμαίνουσα, στις εξελίξεις. Εκκλησία ως εναλλακτική πόλις σημαίνει βίωση του ευαγγελικού ήθους σύμφωνα με τη βιβλική ρήση: «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 5, 16).
Β. Από τη στιγμή που η θρησκεία χάνει το δημόσιο ρόλο της ανοίγει ο δρόμος για την ανατίμηση των πάσης φύσεως εσωτερικών εμπειριών, μια που τι είναι πιο ιδιωτικό από τις εμπειρίες; Ο Γιουνγκ προέταξε στο έργο του τη σημασία εμπειριών όπως τα όνειρα, τα οράματα, καθώς και φαινόμενα που υπάγονται στον κόσμο του αποκρυφισμού και της παραψυχολογίας, γιατί διείδε πως στο βαθμό που το άλογο στοιχείο του ανθρώπου παραγνωρίζεται, όπως επέβαλε ο Διαφωτισμός, τότε κάτι το βαθιά ανθρώπινο χάνεται με κόστος για την ψυχική υγεία.
Εδώ θα ήθελα να κάνω δύο παρατηρήσεις. Η πρώτη θα τεθεί υπό μορφή ερωτήματος. Η πληθώρα των αναφορών σε θαυμαστά γεγονότα και υπερφυσικές εμπειρίες που κατακλύζουν κείμενα που δημοσιεύονται τα τελευταία χρόνια και αναφέρονται σε βίους σύγχρονων ορθόδοξων ασκητών εναρμονίζονται άραγε με τη χριστιανική αγιολογική παράδοση που προέτασσε το στοιχείο της αγάπης, της ταπείνωσης και της θυσίας για τον αδελφό και υποβάθμιζε τη σημασία τέτοιων εμπειριών; Ή μήπως είναι, ανεπίγνωστα, διαποτισμένη από την ακόρεστη επιθυμία του σύγχρονου ανθρώπου να συναντήσει το υπερφυσικό, ακόμη και με τη μορφή του απόκρυφου και του δαιμονικού; Μήπως είμαστε περισσότερο επηρεασμένοι από εξελίξεις στο δυτικό πνευματικό κόσμο απ’ όσο θα θέλαμε να παραδεχθούμε, έτσι που κι όταν ακόμη επικαλούμαστε την ορθόδοξη παράδοσή μας βρισκόμαστε κάτω από τον ίσκιο της σύγχρονης (μαζικοδημοκρατικής) ιδεολογίας του ευδαιμονισμού που εισβάλλει στη σύγχρονη πνευματική ζωή;
Η δεύτερη παρατήρηση συνίσταται στο ότι ο κόσμος των εμπειριών που περιέγραψε ο Γιουνγκ δεν είναι άγνωστος στη χριστιανική παράδοση, απλώς αποτιμάται διαφορετικά. Συνοψίζοντας αιώνες ασκητικής εμπειρίας ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ γράφει στην πνευματική του αυτοβιογραφία:
«Αυτή αύτη η ζωή κατέδειξεν εις εμέ ότι άνευ της ζώσης πείρας του Θεού και της συναντήσεως μετά των αρχών και κοσμοκρατόρων του σκότους του αιώνος τούτου, των πνευμάτων της πονηρίας «εν τοις επουρανίοις», μόνη η διανοητική μάθησις δεν οδηγεί προς την οντολογικήν έννοιαν της πίστεως ημών»[22].
Σύγχρονοι θεολόγοι είδαν πίσω από την παύλεια έννοια των αρχών και των κοσμοκρατόρων του αιώνος τούτου ανθρώπινους δεσμούς, ιδεολογίες και κατασκευές που επιχειρούν να δημιουργήσουν μία επίπλαστη τάξη στον κόσμο. Μία τάξη που βασίζεται στη βία και το ψεύδος και διαιωνίζεται μέσα από ποταμούς αίματος και δακρύων, αλλά που ταυτόχρονα κατορθώνει να πείσει τον άνθρωπο ότι αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική και βιώσιμη λύση, συκοφαντώντας τη Βασιλεία του Θεού ως αποτυχημένη ουτοπία[23].
Έτσι η συνάντηση με τις αρχές και εξουσίες του αιώνος τούτου συνίσταται σε δύο διαφορετικές πνευματικές καταστάσεις. Η πρώτη έχει να κάνει με τις «εκ των έξω» προσβολές των δαιμονικών δυνάμεων, στην οποία αναφέρθηκε ο π. Σωφρόνιος, και την οποία μαρτυρούν οι βίοι των αγίων. Η δεύτερη αναφέρεται στην κοινή ανθρώπινη εμπειρία της «εκ των έσω» υποδούλωσης της ψυχής στις δαιμονικές δυνάμεις.
Και στις δυο περιπτώσεις μοιάζει επιτακτική η ανάγκη η Εκκλησία να δείξει με έμφαση στο σημερινό άνθρωπο αυτό που μοιάζει αδιανόητο στη σκέψη του και αόρατο στην οπτική του. Τη διαρκή παρουσία της διαβολικής ενέργειας στον κόσμο και την καταστροφική της επίδραση παρά τις όποιες μεταμφιέσεις της. Ο εκκλησιαστικός λόγος δεν πρέπει να εξαντλείται σε αισθηματολογίες και ευχολόγια, αλλά να αναδεικνύει το κόστος της συσταύρωσης με το Χριστό στην οποία καλείται ο πιστός. Το να αρνούμαστε το Σταυρό του Χριστού ή να τον αποσιωπούμε, δεν οδηγεί στην απελευθέρωση της επιθυμίας και την ευδαιμονία, όπως διακήρυξαν και επαγγέλθηκαν ποικίλα σύγχρονα ιδεολογικά ρεύματα, αλλά στην ανωριμότητα απέναντι στην αντιμετώπιση του πόνου και της οδύνης, στοιχείων που κυριαρχούν στον μεταπτωτικό κόσμο, ανεξάρτητα από το αν θέλουμε να τα βλέπουμε ή αν επιλέγουμε να εθελοτυφλούμε.
Γ. Ο Γιουνγκ επέμεινε πως ο άνθρωπος, μέσα από την ψυχαναλυτική θεραπεία, πορεύεται προς το ιδανικό της εξατομίκευσης, της ανακάλυψης του βαθύτερου εαυτού του, την πραγμάτωση των δικών του προσωπικών πόθων, ανεξάρτητα από το βάρος της παράδοσης, οικογενειακής, κοινωνικής, θρησκευτικής ή οποιασδήποτε άλλης. Η πορεία αυτή, στο βαθμό που πραγματώνεται, είναι κατά τον Γιουνγκ, μια πορεία μεταμόρφωσης που οδηγεί τον άνθρωπο στην ωριμότητα.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ψυχαναλυτική αυτή προοπτική, η Εκκλησία οφείλει να προβληματιστεί σοβαρά σχετικά με το αν και σε ποιο βαθμό τα μέλη της εξελίσσονται πνευματικά, οδεύοντας σε μία κατά Χριστόν ενηλικίωση ή, αντίθετα, παραμένουν καθηλωμένα σε μία πνευματική νηπιακή ανωριμότητα. Σε μία εποχή που η κατάθλιψη, η επώδυνη απουσία νοήματος και οι ποικίλες ψυχικές νόσοι μαστίζουν, δίκην επιδημίας, το σύγχρονο κόσμο, η μελλοντική παρουσία της Εκκλησίας στην κοινωνία θα κριθεί κατά πολύ από το κατά πόσον θα φανεί ικανή να προσφέρει πραγματική πνευματική προοπτική στον πάσχοντα άνθρωπο.
Ας μου επιτραπεί η απλή αναφορά σ’ ένα σχετικό ιστορικό παράδειγμα από το απώτερο παρελθόν της εκκλησιαστικής ιστορίας. Αφορά στον τρόπο αντιμετώπισης των επιδημιών που ξέσπασαν στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία το 165 μ.Χ. και το 251 μ.Χ. και τη σημασία που είχε για την εξάπλωση και εδραίωση του Χριστιανισμού. Σύγχρονοι ιστορικοί και κοινωνιολόγοι αντιδιαστέλλουν τον πανικό, την αδιαφορία και την τάση φυγής και εγκατάλειψης των αρρώστων που επέδειξε ο παγανιστικός κόσμος με τη στάση της οργανωμένης, ανιδιοτελούς και θυσιαστικής φροντίδας που επέδειξε η χριστιανική Εκκλησία. Η εμφανής, ακόμα και στα πιο εχθρικώς διακείμενα μάτια των εθνικών, παρουσία της Εκκλησίας ως της κοινότητας που αφ ‘ενός φροντίζει, μεριμνά και διακονεί τους πάσχοντες και, αφ’ ετέρου, δίνει απάντηση σχετικά με το νόημα και τη θεραπευτική αξία της οδύνης υπήρξε καταλυτική για την εδραίωση της Εκκλησίας στον κόσμο της Ύστερης Αρχαιότητας[24]. Το μέλλον του χριστιανισμού θα εξαρτηθεί κατά πολύ από το βαθμό που η σύγχρονη Εκκλησία θα μπορέσει να αντιμετωπίσει με ανάλογη επιτυχία τη σύγχρονη επιδημία της έλλειψης νοήματος, που ο Γιουνγκ είδε να έρχεται και σήμερα πια κατακλύζει όχι μόνο το δυτικό αλλά, μέσω της παγκοσμιοποίησης, ολόκληρο τον κόσμο.
Δ. Ο Γιουνγκ, νοιώθοντας πως ζει σε μία εποχή που χάνει όλο και πιο πολύ την ιστορική της συνείδηση, έκανε τη δική του προσπάθεια να ενσωματώσει στο έργο του φάσεις της ιστορικής πορείας του ανθρώπου που του φαίνονταν συναφείς με το δικό του εγχείρημα. Συνδέοντας τις αρχαίες μυθολογίες, το Γνωστικισμό, τον αλχημισμό και την ψυχολογία του ασυνειδήτου, προσπάθησε να δώσει μία συνολική μεγάλη αφήγηση στο δυτικό άνθρωπο. Ανεξάρτητα από την επιτυχία ή μη του εγχειρήματος, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στη σημασία του.
Κι αυτό, γιατί ζούμε σε μία εποχή που κυρίαρχο πάθος της είναι να ζεις για τη στιγμή, να ζεις για τον εαυτό σου, χωρίς μνήμη των προγόνων και μέριμνα για τους απογόνους. Χάνουμε γοργά την αίσθηση της ιστορικής συνέχειας, την αίσθηση ότι ανήκουμε σε μία διαδοχή γενεών, που ξεκίνησαν από το παρελθόν και προεκτείνονται στο μέλλον. Στο βαθμό που θεωρούμε πως η κοινωνία δεν έχει μέλλον και η γέννηση απογόνων σε μία τέτοια κοινωνία δεν έχει νόημα, καλλιεργούμε μία σχεδόν υπερβατική προσοχή για τον εαυτό μας, όπως καταδεικνύει και η εσωτεριστική διάσταση του έργου του Γιουνγκ[25].
Μιλώντας θεολογικά, μπορούμε να πούμε πως χάνεται η αίσθηση της ιστορίας της σωτηρίας. Της σημασίας που έχει το γεγονός πως ο Θεός των χριστιανών είναι ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Ο Θεός που έβγαλε το λαό Του, τον Ισραήλ, από την Αίγυπτο και τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ο Θεός που εισήλθε στην ιστορία, έγινε άνθρωπος, σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Ο Θεός που ίδρυσε την Εκκλησία Του στην οποία καλούμαστε κι εμείς σήμερα να γίνουμε μέλη. Αυτή την ιστορία δεν αρκεί να την επικαλούμαστε αφηρημένα, αλλά προέχει να εγγράψουμε και τη δική μας σημερινή ιστορία, τις δικές μας ζωές, μέσα σ’ αυτήν τη μεγάλη αφήγηση της Εκκλησίας. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει όσο παραμένουμε εγκλωβισμένοι σε μία ανιστορική προσκόλληση στην περίοδο εκείνη της εκκλησιαστικής ιστορίας που αναγάγουμε εσφαλμένα σε χρυσή εποχή της, τον «ένδοξόν μας βυζαντινισμό», μια περίοδος που ποτέ δεν υπήρξε στην πραγματικότητα με τον ιδεολογικό τρόπο που την προτάσσουμε σήμερα.
Εδώ όμως θα πρέπει να ολοκληρώσουμε το λόγο μας. Σκιαγραφήσαμε την προσπάθεια του Καρλ Γιουνγκ να συνδέσει την ψυχαναλυτική θεραπεία με διάφορες θρησκευτικές δοξασίες που τις θεώρησε συμβατές μ’ αυτήν. Πίσω από την προσπάθεια αυτή κρυβόταν η βαθύτατη πεποίθησή του, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την άποψη του ιδρυτή της ψυχανάλυσης και αρχικού μέντορά του Φρόιντ, πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει κάτω από έναν άδειο ουρανό. Η πρόταση του Γιουνγκ είναι ένας ιδιότυπος και αμφίλογος εσωτερισμός: το κενό στον ουρανό πληρώνεται με την ολοκλήρωση του Εαυτού. Η βιβλική παράδοση είδε πίσω από κάθε προσπάθεια να πληρωθεί η θέση του ουράνιου θρόνου με ανθρώπινες κατασκευές, οσοδήποτε φιλοσοφικές και εκλεπτυσμένες, την ειδωλολατρία, την κατάφωρη παράβαση των δύο πρώτων εντολών του Δεκαλόγου. Η Εκκλησία δεν πρέπει όμως να αρκεστεί στην ανάδειξη των αδιεξόδων που έχουν προσπάθειες όπως αυτή του Γιουνγκ. Οφείλει πρωτίστως να μαρτυρεί στον κόσμο, με την παρουσία και τη ζωή της, πως ενσαρκώνει σε κάθε εποχή μία παράδοση που είναι η ζωντανή πίστη των κεκοιμημένων και όχι η νεκρή πίστη των ζωντανών[26].
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[01]. Καρλ Γιουνγκ, Αναμνήσεις, Σκέψεις, Όνειρα, μτφρ. Σοφία Άντζακα, Εκδόσεις Σπαγειρία, Πτολεμαΐδα 2001, σ. 218. .
[02]. Ό.π., σ. 221. .
[03]. Ό.π., σ. 30-31.
[04]. Ο.π., σ. 88-89.
[05]. Ό.π., σ.19. Η υπογράμμιση δική μου.
[06]. Ό.π., σ. 43.
[07]. Ό.π., σ. 140-1.
[08]. Ό.π., σ. 270-1.
[09]. Ό.π., σ. 272-3. Η έμφαση δική μου.
[10]. Ό.π., σ. 65.
[11]. Ό.π., σ. 70-71.
[12]. Ό.π., σ. 305.
[13]. Ό.π., σ. 68.
[14]. Βλ. ό.π., σ. 308.
[15]. Ό.π., σ.112.
[16]. Ό.π., σ. 284-5.
[17]. Προέρχεται από το έργο του Γιουνγκ, Ψυχολογία και Αλχημεία, παρατίθεται στο Gerhard Wehr, Καρλ Γιουνγκ. Η Ζωή και το Έργο του, μτφρ. Αργυρώ Πατσού – Ματθαίος Βελούδος, εκδ. Αρχέτυπο, Αθήνα 2003, σ. 314.
[18]. Ό.π., σ.323.
[19]. Βλ. Aldo Carotenuto, Έρως και Πάθος. Τα όρια της αγάπης και του πόνου, μτφρ. Κούλα Καφετζή, εκδ. Ίταμος, Αθήνα 1995, σ. 135.
[20]. Βλ. Aldo Carotenuto, Αγάπη και Προδοσία, Εγκώμιο σχεδόν της Προδοσίας, μτφρ. Κούλα Καφετζή, εκδ. Ίταμος, Αθήνα 1999, σ. 46 κ.ε.
[21]. Η κριτική των θρησκευτικών απόψεων του Γιουνγκ που επιχειρείται εδώ οφείλει πολλά στο δοκίμιο του Philip Sherrard, Christianity and the Religious Thought of C.G. Jung. Βρίσκεται στο Philip Sherrard, Christianity. Lineaments of a Sacred Tradition, Holy Cross Orthodox Press, Brookline Massachusetts 1988, p. 134-157.
[22]. Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σ. 13.
[23]. Βλ. John Howard Yoder, The Politics of Jesus, Eerdmans 1994. Επίσης την τριλογία του Walter Wink, Naming the Powers, Fortress Press 1984, Unmasking the Powers, Fortress Press 1986, Engaging the Powers, Fortress Press 1992.
[24]. Βλ. σχετικά Rodney Stark, Η εξάπλωση του Χριστιανισμού, μτφρ. Μαρία Λουκά, Άρτος Ζωής, Αθήνα 2005, σ. 115-147.
[25]. Βλ. Κρίστοφερ Λας, Η κουλτούρα του ναρκισσισμού, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, Αθήνα χ.χ., σ. 18-19.
[26]. Πρβλ. Jaroslav Pelikan, The Vindication of Tradition, Yale University Press, New Haven and London, 1984, σελ. 65.
(Πηγή: Εσωτερισμός - Πρακτικά ΙΘ’ Πανορθοδόξου Συνδιασκέψεως εντεταλμένων Ορθοδόξων Εκκλησιών και Ιερών Μητροπόλεων για θέματα αιρέσεων και παραθρησκείας, Ε.Μ.Υ.Ε.Ε. , 2008.)
πηγή: http://www.imglyfadas.gr/portal/gr/details.asp?cdPro={3FB8B345-7ED0-46F6-A925-4ABB92CD277C}