Πέτρος Φαραντάκης
Tο ανθρώπινο σώμα, από παλιά, αλλά ιδιαίτερα στην εποχή μας, στην οποία επιδιώκεται η συμφιλίωση της εικόνας προς τους άλλους με τις πραγματικές μας, περιορισμένες, δυνατότητες, διέρχεται περιόδους έντονου φόρτου κατά τις οποίες πάσχει και θλίβεται. Στις περιπτώσεις αυτές, η ανθρώπινη σωματικότητα αφήνεται βαθμιαία στην ιατρική παρουσία και μαζί επιδίδονται στη διάνοιξη διεξόδου από τον μαστίζοντα πόνο. Έτσι στις βοήθειες, που, κατά κανόνα, προέρχονται από άλλους, συγκαταλέγεται και η απάλυνση ή ο μετριασμός της οδύνης. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο ασθενής συχνά ζητεί από τον θεραπευτή του περισσότερα από όσα μπορεί να του δώσει. Το ερώτημα, το οποίο δικαιωματικά αναφύεται είναι τι συμβαίνει με την απάλειψη του πόνου; Μήπως κάτι τέτοιο καθηλώνει την ύπαρξη σε ασυναισθησία εξορίζοντάς την από την ενεργό δράση; Μήπως στερεί από το νου την πρόκληση να στοχαστεί σε θέματα που μέχρι πρότινος θεωρούσε πεζά και ανούσια, ενώ τώρα αποκτούν καινούργια δυναμική; Ή είμαστε σε θέση να υποθέσουμε ότι, με την εκμηδένιση του πόνου – μεσάζοντα ανάμεσα στο γεγονός ότι απλώς επιβιώνουμε και ότι πράγματι υπάρχουμε - υποψιαζόμαστε τα όρια μας χωρίς να τα κατανοούμε;
Πέρα από το γεγονός ότι είναι δυσχερές, να δοθούν οριστικές απαντήσεις, στο επίμαχο θέμα, διαπιστώνουμε πως ενώ, με την υποχώρηση του πόνου, ηύπαρξη δίνει την εντύπωση πως ανδρώνεται και είναι έτοιμη να αποδυθεί σε νέες διεκδικήσεις, στην ουσία ο ρόλος της ελαχιστοποείται εφόσον τα γνωρίσματά της: αγωνία, θνητότητα, αυτοαμφισβήτηση και τάση για υπέρβαση, αδρανοποιούνται. Φθάνουμε, με άλλα λόγια, στο σημείο να αλλοτριωνόμαστε από το ίδιο μας το σώμα τη στιγμή που αυτό δεν αναμετριέται - και ίσως δεν αυτοεπιβεβαιώνεται - από τις κυρίαρχες αλλά και αντινομικές, ενστικτώδεις, δυνάμεις της ζωής, όπως αυτές είναι: η μοναξιά και η κοινωνικότητα, η στέρηση και η επιθυμία, η δέσμευση και η ελευθερία ή η θρησκευτική πίστη και η έλλειψή της. Η διαλεκτική αυτή της αμφιλογίας ή της αμφιθυμίας, όσον και εάν φαίνεται παράδοξη, ως προς την συνύπαρξη των μερών που την αποτελούν, είναι αρκετά αναγκαία για την ατομικότητα προκειμένου αυτή να συναισθανθεί τη μοναδικότητά της. Όποια και εάν είναι η ιατρική παρέμβαση που συντελείται στον πάσχοντα, διαμορφώνει πλέον το υποκείμενο σε αντικείμενο . από ξεχωριστή δηλαδή και συνάμα σύνθετη οντότητα, τη μεταβάλλει σε αποπροσωποιημένο πεδίο, στο οποίο η έρευνα πασχίζει να κερδίζει διαρκώς έδαφος. Σαγήνη και απέχθεια, έλξη και απώθηση είναι τα συναισθήματα που εκλύονται από τους ασθενείς κατά τη διαδικασία άσκησης της ιατρικής γνώσης σε αυτούς. Αναμφίβολα, για την ιατρική, ο πόνος δεν συνιστά θέαμα, αποτελεί ωστόσο θέμα με το οποίο η ίδια θα διέλθει από την επιφάνεια στο βάθος της οργανικής ύλης, αλλά όχι της ύπαρξης. Η έφεση της σημερινής ‘τεχνολογημένης’ νοοτροπίας να θεραπεύει αλλά να μην θεραπεύεται, συγκροτεί μια άκαμπτη και ενιαία ιατρική τεχνική, ιστάμενη, εντούτοις, αδύναμη να επινοήσει διαγνωστικούς ορούς αλήθειας για την αυθεντικότητα ή μη της ύπαρξης.
Η ανυπαρξία ‘αντικειμενικότητας’, στις διαστάσεις του βιούμενου πόνου μια και τούτος, σε ορισμένες περιπτώσεις, αγγίζει οριακές καταστάσεις, κάνει την αρρώστια πιο ανθρώπινη, καθιστώντας το έργο του θεράποντα δυσκολότερο και συνάμα επιβλητικό. Δύσκολο, λόγω του ότι πρέπει να αναθεωρηθούν τα φάρμακα τα οποία είναι συλλογικού και όχι ατομικού τύπου, και επιβλητικό επειδή προβάλλεται δραματικά η ίαση εις βάρος της ιδιοσυστασίας της ασθένειας. Παράλληλα, κατά τρόπο αδιάγνωστο, η υπόσταση, ενόσω απορεί αμήχανα στον πόνο, σπουδάζει σε αυτόν κατά τρόπο που δύσκολα μπορεί να εκφρασθεί. Συνειδητοποιεί ότι πασχίζει να υπερβεί έναν κόσμο με φύση πτωτική, συνεχώς φθειρόμενη. Προφανώς η αποδοχή της ροής του χρόνου και η συμμαχία μαζί του να είναι η καλλίτερη ένδειξη πειθαρχημένης αμφισβήτησης. Η περιρρέουσα συνθήκη αναγκάζει εδώ την ύπαρξη να αναλογισθεί κυρίως δύο ενδεχόμενα. Το πρώτο είναι να μην αξιολογεί καν τον κίνδυνο, ενώ το δεύτερο και σημαντικότερο είναι να τον φοβάται . να διστάζει τουτέστιν μπροστά στην ανάληψη ευθύνης και στο επερχόμενο αποτέλεσμα. Ο συντηρητισμός και ο σχολαστικισμός, συμπλέγματα ενός ατομικισμού που αρνείται να βρεθεί ‘εκτός εαυτού’, αναστέλλουν την πορεία της υπόστασης για ό, τι ξεπερνάει την επιστημονική γνώση. Όσο ευπρόσδεκτη μπορεί να είναι η ανακούφιση του πόνου από τον πάσχοντα, άλλο τόσο η διαστολή των παρεμφερών δεινών προσφέρεται ως πρόκληση για αυτογνωσία. Το μυστικό μιας πορείας με εγρήγορση απέναντι σε ενδεχόμενο αρρώστημα, ίσως να βρίσκεται στην ικανότητα συνδιαλλαγής με την όποια βιολογική αταξία, που αίφνης υπεισέρχεται στην πορεία της ζωής μας. Μιας ζωής, την οποία μέχρι πρότινος χαρακτήριζε η ευρωστία και η ζωτικότητα. Η τήρηση μιας τέτοιας στάσης, φαίνεται πολύ δύσκολη, εάν σκεφθούμε ότι τρωθείσες περιοχές του ανθρώπινου οργανισμού, διατίθενται πολλές φορές ως πεδία δοκιμών στον επαγγελματικό στίβο των ειδικών.
Κάθε εποχή έχει τις δικές της βλέψεις. Μία από αυτές, στις μέρες που διανύουμε, είναι ότι ο άνθρωπος επιθυμεί να ελέγχει τη γέννησή του και να καθυστερεί το θάνατό του. Δυστυχώς όμως όλες οι απόπειρες οι οποίες γίνονται για τον σκοπό αυτό, έχουν και το αντίστοιχο τίμημα στον βαθμό της ‘προόδου’ που σημειώνουν. Είμαστε άραγε σε θέση να υποστηρίξουμε ότι το γίγνεσθαι του πόνου είναι λιγότερο επώδυνο στη διάρκεια αυτής της προσπάθειας; Πέρα από κάθε εσπευσμένη απάντηση, παρατηρούμε ότι σήμερα, εφόσον μιλάμε για ολιστική αντιμετώπιση του ασθενή, ο πόνος είναι συνθετικός και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι η μορφολογία του συνδέεται με όλες τις όψεις μιας, από, κάθε άποψη, ρευστής πραγματικότητας. Συνεπώς η συγκρότηση και ο ερχομός του άλγους συντελείται αδιαίρετα τόσο στον σωματικό όσο και στον ψυχικό παράγοντα. Ακυρώνεται, αναπόδραστα, ο άκαμπτος δυϊσμός ανάμεσα σε ψυχή και σώμα, σε ομαλό και ανώμαλο, σε γενικό και επιμέρους. Τούτο, φυσικά, δεν αμνηστεύει τα προβλήματα του περιοχικού και τις αποσπασματικές δυσλειτουργίες του οργανισμού, οι οποίες εκδηλώνονται ως δυσφορία από τον πάσχοντα. Ο ενοποιητικός, με άλλες λέξεις, και ολομερής παρεμβατισμός του λειτουργού της υγείας είναι επιβεβλημένος σήμερα παρά ποτέ άλλοτε. Ο ίδιος, άλλωστε, ο θεραπευτής, δεν παύει να αντανακλά τη δύναμη που πάλαι ποτέ ασκούσαν οι μάγοι και οι ιερείς, ανεξάρτητα από το εάν συνιστά ή όχι σε κάποιους ασθενείς σημείο αναφοράς με θρησκευτικό περιεχόμενο. Ας μη λησμονούμε πάντως, ότι μέσα από μια διαδικασία επικοινωνίας ανάμεσα στον γιατρό και τον ασθενή, με αφορμή την αρρώστια, αναδεικνύεται, προπαντός για τον ασθενή, ένα σύνολο προσδοκιών, πεποιθήσεων και οραμάτων, το οποίο σχετίζεται δυναμικά με τη ζωή καθεαυτήν και μάλιστα με τη δράση της επόμενης, μετά τη θεραπεία, ημέρας.
Οδηγούμαστε, με τον τρόπο αυτόν, σε μια μη στατική αντίληψη περί ζωής, πολλώ μάλλον όταν η ανάλυση του πόνου μας φέρνει ενώπιον της συνάφειας τουενδογενούς με αυτό που το υπερβαίνει. Εάν στην περιοχή της υπόστασης ενσαρκώνεται η πρακτική του δυνατού, τότε, με τη σειρά του, αυτό εμπνέεται από τον ανοικτό ορίζοντα του δυνητικού, το οποίο όλο και περισσότερο επίκειται χωρίς ακόμη να είναι. Μιλώντας έτσι για την έξοδο της συνείδησης από τον εαυτό της (υπέρβαση), διακριτικό γνώρισμα, όπως αναφέραμε, της ύπαρξης, εννοούμε κάτι ασφαλώς το οποίο δύσκολα περιγράφεται και επιβεβαιώνεται από την έξωθεν παρατήρηση και για το οποίο μόνο με πλεοναστικές ταυτολογίες μπορούμε να εκφραστούμε. Πρόκειται λοιπόν για ένα κατηγόρημα του τρόπου ζωής το οποίο τείνει να αποκληθεί προνομιακό στο βαθμό που μας αποκαλύπτει κλάσματα του εαυτού μας, τα οποία έχουν περιπέσει στη λήθη του είναι. Όταν ο τρόπος αυτός του ζην συνοδεύεται από χρονική περίοδο σωματικής κακοπάθειας, δικαιούμαστε να υποστηρίξουμε, ότι ο ίδιος μας χειραφετεί σε έναν κόσμο ο οποίος δεν θα έπρεπε, εκ πρώτης όψεως να θεωρείται παρακμιακός. Μια τέτοια βιοτή ειδικά, κάτω από το πρίσμα αυτό, του χρόνιου ιδίως πόνου, προσλαμβάνει διαφορετική απόχρωση, αφού καλούμαστε πλέον να λειτουργούμε όχι όπως ήμασταν αλλά να εξελιχθούμε ή να τελειοποιηθούμε όπως δεν ήμασταν. Οι πιο αυθεντικές ίσως εκφράσεις μιας τέτοιας πορείας, στην ουσία μιας νέας κατάστασης, είναι η δράση των εγγενών ή επίκτητων ορμών μας, η οποία είναι αμφίβολο εάν καταστέλλεται πλήρως από τις σωματικές παθογένειες. Κατά βάθος, μια αδυσώπητη έλξη συνδέει το πραγματικό αλλά δυσδιάκριτο ζήτημα, της αίσθησης του άλγους, με ό,τι πρότινος ήταν αποσυρμένο υπό την προφάνεια των συμβεβηκότων: την υπαρκτική οντότητα.
Ωστόσο, η καθημερινότητα του γιατρού και αυτή του αρρώστου διαγράφουν βίους παράλληλους. Ο πόνος φέρνει τον άρρωστο κοντά στον γιατρό αλλά και ο γιατρός, εξετάζοντας τον ασθενή, ασκείται στον ίδιο του τον εαυτό. Με τη μόνη διαφορά ότι, επειδή έρχεται αντιμέτωπος με τον εργονομικό χρόνο, δεν αναλώνεται σε πολλές συγκινήσεις και δεν αφήνεται να παρασυρθεί από το ιδιαίτερο κλίμα που επιβάλλουν οι συνθήκες μιας διαπροσωπικής σχέσης ανάμεσα σε αυτόν και τον άρρωστο. Ο θεράποντας, ενεργώντας αρκετές φορές υπό το βάρος μιας αναμενόμενης και επιβεβλημένης ανακούφισης, μεταβάλλεται σε κοινωνίατρο, καλούμενος να τηρήσει μεσότητες ανάμεσα στην ευθύνη του απέναντι στον θεραπευόμενο και στα σιωπηρά status quo που κυριαρχούν στους θαλάμους κλινικών και νοσοκομείων. Στην προσπάθειά του να εξωτερικεύσει ή να αποσιωπήσει δυσοίωνες προοπτικές για την πορεία του ασθενή, πειθαρχεί περισσότερο σε καταστατικές αρχές του χώρου εργασίας, και λιγότερο στο προσωπικό, ατομικό του ήθος. Η ποικιλότητα, η ανομοιομορφία και η μοναδικότητα του ανθρώπινου προσώπου των ασθενών, αποτελούν τις καθημερινές εμπειρίες του ιατρικού κόσμου. Ενός κόσμου, ο οποίος αρκετές φορές είναι συνήγορος αλλά και κατήγορος του εαυτού του. Έτσι, προκειμένου να διασφαλιστεί ο κώδικας της ιατρικής τέχνης, επιστρατεύεται η ομαδική συνηγορία σε όλη της τη λεπτότητα. Από την άλλη, το κατηγορητήριο και η ανάκριση ενός εκάστου αντιπροσώπου της υγείας προς τον εαυτόν του, είναι ανελέητο όταν η πληγή ιδωμένη μετά την ίαση είναι χειρότερη από πριν.
Τούτο επ` ουδενί δεν σημαίνει πως ο γιατρός φυγομαχεί μπροστά στην αποφασιστική πρόκληση των θεμάτων που τον περιβάλλουν. Στο μέτρο που επιθυμεί να δώσει προτεραιότητα σε μία ουμανιστική ιατρική, προσπαθεί να αξιοποιήσει την υπερβολική αφοσίωση και την προσήλωση στο έργο του, προλειαίνοντας έτσι το έδαφος για τη θεώρηση ερωτημάτων τα οποία γονιμοποιούνται μέσα του και σχετίζονται με την αποκάλυψη της δικής εσωτερικότητας. Η σταθερότητα των επιλογών του, αναφορικά πάντοτε με την ακολουθούμενη μέθοδο για τη θεραπεία του συνανθρώπου του, δεν αναιρεί το πνεύμα σχετικότητας της εποχής του. Δημώδης και ατομική ηθική, αναδιατάσσουν ιεραρχίες και αξίες με το πρίσμα των οποίων βλέπει πέρα από τον ορίζοντα που διαγράφεται στα συγκεκριμένα πλαίσια του εργασιακού του χρόνου. Επιπλέον, ο γιατρός, εκτός από δότης συγκεκριμένων τεχνικών και παρηγορητικών υπηρεσιών στον ασθενή, καθίσταται και λήπτης συναισθημάτων και συμπεριφορών, αφορμές που τον αναγκάζουν να ‘επιστρέψει’ στην ίδια του την ύπαρξη, διερωτώμενος για την εστία ή την ανεστιότητά της. Διλήμματα όπως είναι: η απόρριψη ή η αποδοχή επιμέρους υπευθυνοτήτων ή η αιχμή της αποφασιστικότητάς του για το πρακτέο – με σκοπό ο ίδιος να παρέμβει δραστικά στη βιολογική εξέλιξη του άλλου - δίνουν νέα τροπή στη βιομέριμνα του γιατρού, ο οποίος μέχρι πρότινος συγκατένευε, ως νεοφώτιστος, αφελώς στη ‘βεβαιότητα’ των πραγμάτων. Η δοτικότητα και η δημιουργικότητα του διευρύνονται και τη θέση των καθιερωμένων ιατρικών πρακτικών, συμπληρώνει ενίοτε η προσωπική του προσφορά και η επιδοκιμασία της.
Ο συνωστισμός στα ιατρεία πόνου και η προτεραιότητα που πρέπει να δοθεί στην φαρμακολογική απάλυνση του πόνου του πάσχοντα από τον θεράποντα, αναγκάζουν, ωστόσο, ορισμένες φορές τον γιατρό να θυσιάσει ένα ικανό τμήμα των επιθυμιών του, για χάρη της κατανόησης της κατάστασης του ασθενή. Αυτό βέβαια μεταφράζεται και με την απώλεια ενός ουσιαστικού μέρους του είναι του και ίσως με την παραίτηση από ζωτικές διεκδικήσεις του, ως κοινωνικού ζώου. Η παρατηρούμενη εξάλλου ενασχόληση μεγάλου μέρους του ιατρικού κόσμου με τα γράμματα και τις τέχνες δεν είναι καθόλου συμπτωματική. Προπαντός στις μέρες μας, ο αντιπρόσωπος της υγείας, μη δυνάμενος να εκτονώσει τη φόρτιση που σωρεύεται σε χώρους αποκατάστασης της υγείας, αντιδρά προσφεύγοντας σε καλλιτεχνικές και εικαστικές δραστηριότητες, δραπετεύοντας παροδικά, από την επίπονη επαγγελματική του ατμόσφαιρα. Και όμως ενώπιον του ‘κακού’ που μαστίζει το ανθρώπινο σώμα, του άλγους και του θανάτου, με τα οποία ο γιατρός έρχεται σε καθημερινή πάλη, είναι πρόσφορο να κατανοήσει πως ο ίδιος υφ - ίσταται επειδή ακριβώς υπάρχει ένας άλλος σκόπελος, μια άλλη προϋπόθεση στην οποία αναπότρεπτα προσκρούει και ενώπιον της καλό θα ήταν να αναρωτηθεί. Κάτι τέτοιο είναι η υπέρβαση. Στον χώρο της τελευταίας, δεν πρωτοστατεί η παραγωγικότητα, η οποία οφείλει να υπακούει σε συμβατότητες, αλλά η επινοητική δημιουργικότητα, ισοδύναμη με μία μετάσταση από την κατηγορική ηθική στη διερεύνηση των γνωρισμάτων της προσωπικής μας ταυτότητας.
Έχει παρατηρηθεί ότι όσο λιγότερο ένας ‘εαυτός’ είναι πλούσιος σε συνθετικά τόσο λιγότερο εξαντλείται. Ο εαυτός μας άλλοτε ‘φυσικός’, άλλοτε ‘συναισθηματικός’ και άλλοτε ‘πνευματικός’, με εξαιρετικά διαφοροποιημένες όψεις και εκδηλώσεις, δεν πρέπει να οχυρώνεται πίσω από την αντιπαράθεση και, γιατί όχι, από την απευθείας σύγκρουση με την οξύτητα του πόνου. Από τη σύγκρουση αυτή, θα καταδειχθεί ότι ο πόνος δεν είναι ένα μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά κάτι που αγκαλιάζει, χωρίς διάκριση, και τον κόσμο των θεραπευτών. Οι μεταλλάξεις όμως και οι μεταμφιέσεις του πόνου, διευρύνουν το χάσμα ανάμεσα στην ατομική ‘ενόχληση’ και την κατανόησή της και δεν συμβάλλoυν εύκολα στη σύλληψη ή την οικειοποίηση της αγωνίας του ιώμενου εκ μέρους του γιατρού. Τούτο έχει ως συνέπεια, το παρηγορητικό έργο να αναλαμβάνεται από καθαρά τεχνητά μέσα ή, στην καλλίτερη περίπτωση, από ανακλαστικά λόγια που απέχουν από τη θέρμη της ανθρώπινης εμπειρίας. Χάνεται δηλαδή ένας στυλοβάτης του παρηγορητικού μοντέλου το οποίο, από τη φύση του, προσανατολίζεται στην τόνωση του ηθικού δυναμικού του ασθενή. Αντίθετα, η διαλλακτικότητα ανάμεσα στον γιατρό και τον πάσχοντα, διευκολύνεται από την, καταρχήν τουλάχιστον, υποδοχή και τη συμμετοχή τους στο άλγος και από το εύρος ανοχής που του επιφυλάσσουν. Ένας κλειστός, φερ` ειπείν, κόσμος ανάμεσα στον πάσχοντα και τον γιατρό του και κατ` επέκταση ανάμεσα στον πόνο και τον απρεπή χειρισμό του, διέπεται από εξελίξεις μη ευνοϊκές και για τα δύο μέρη. Έχει ειπωθεί πως οι επιστήμονες διαθέτουν τον περισσότερο χρόνο τους σε παρατηρήσεις και σε πειράματα, τα οποία, με τη σειρά τους, σχετίζονται με την αποδοχή, την απόρριψη ή με την τροποποίηση μιας υπόθεσης. Κάτι τέτοιο είναι αναπόφευκτα αναμενόμενο και στον χώρο της ίασης, εφόσον το αντίθετο θα οδηγούσε προπαντός την ιατρική σε αποτυχία και σε στασιμότητα. Κρίνεται, ωστόσο, επωφελές όπως η επινοητική ιατρική φαντασία, η οποία μεσολαβεί στη διαδικασία αυτή, αξιοποιηθεί και σε έναν άλλο στόχο. στην ανίχνευση της προσωπικότητας του φορέα του πόνου, αφαιρώντας από τον πόνο την απρόσωπη αυτοτέλεια.
Ταυτόχρονα ας υπογραμμισθεί ότι η βίωση της αγωνίας εκ μέρους του γιατρού δεν ισοδυναμεί με αδράνεια και εφησυχασμό. Πρόκειται για μια αγωνία που του αναγνωρίζει το γεγονός, ότι, ως εκπρόσωπος της υγείας, είναι επιφορτισμένος να επιστρατεύει ευθύνες στον κόσμο που αναμένει ανάκτηση υγείας. Γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει καμία ηθική καθολικά αποδεκτή, αποδεχόμαστε πως δεν υπάρχει φωνή, η οποία καταστέλλει το μέγεθος της ιατρικής ανησυχίας – το οποίο και η ίδιο εξελίσσεται ανάλογα με τον δείκτη του πολιτισμού - όπως τούτο αναδύεται από τα συμβάντα της θεραπευτικής πρακτικής. Αναφερόμαστε σε μιαν ανησυχία που ολοένα πλέον παγκοσμιοποιείται, αλλά και εξατομικεύεται, που δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε δρώντες και σε θεατές, λόγω του ότι, συν τοις άλλοις, είναι αποτέλεσμα μοιραίων όσο και παραγωγικών συγκρούσεων ανάμεσα σε καλόβουλες επιστημονικές προθέσεις και τις παρεκκλίσεις τους. Το ακριβώς αντίθετο έπρεπε να μας προβληματίζει ακόμα περισσότερο. Η απουσία δηλαδή οποιασδήποτε κρίσης που προξενεί ρήξεις, η οποία θα σήμαινε την προσκόλλησή μας αποκλειστικά στην προφάνεια της ύπαρξης. Γεγονός που, βαθμιαία, θα εξισωνόταν με την απώλεια της ελπίδας και μάλλον την επειγόμενη ‘επινόησή’ της.
Βιβλιογραφία
Κ. ΑΞΕΛΟΣ, «‘Ο ιατρικός μύθος’ τον 20ό αιώνα», από το βιβλίο του: Προς την Πλανητική Σκέψη,4η ανατύπωση, Εστία, Αθήνα, 1996, σσ. 292 – 314.
Α. ΒΑΛΑΒΑΝΙΔΗΣ, «Γιατί γερνάμε;», Scientific American, ελληνική έκδοση, 2, τεύχ., 7,(2004), σσ. 16 – 18.
Χ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, «Έναυσμα ‘περι-γραφής μιας κριτικής οντολογίας’», Ανάτυπο από τον τόμο: Ελληνογαλλικά. Αφιέρωμα στον Roger Milliex, Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα, 1990, σσ.159-164.
Χ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ, «Η βιολογία της γήρανσης», Περισκόπιο της Επιστήμης, 118,(1989),σσ. 55 – 59.
Ι. ΚΥΡΙΟΠΟΥΛΟΣ, «Η ‘κατακερματισμένη’ ιατρική», Ελεγεία, 10, τεύχ., 4,(1998), σσ.165 – 171.
Χ. Μ. ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Π. Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. ΣΑΜΑΡΚΟΣ, «Για την αναμόρφωση των υπηρεσιών υγείας στην σύγχρονη Ελλάδα», Scientific American, ό. π., σσ. 47 – 53.
Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, (Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια), Παράκελσος. Ο Λαβύρινθος των Πλανημένων Γιατρών, Παπαζήσης, Αθήνα, 2002.
P. MEDAWAR, Τα Όρια της Επιστήμης, μτφ., Α. Τσουκαλαδάκης, Τροχαλία, Αθήνα, 1992.
K. PLUMMER, Τεκμήρια Ζωής. Εισαγωγή στα Προβλήματα και τη Βιβλιογραφία μιας Ανθρωπιστικής Μεθόδου, μτφ., Χ. Λιαναντωνάκη, Gutenberg, Αθήνα, 2000.
J.WAHL, Εισαγωγή στις Φιλοσοφίες του Υπαρξισμού, 3η έκδ., εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Χ. Μαλεβίτση,
Δωδώνη, Αθήνα, ά. χρ.
(Ανακοίνωση στην ημερίδα: «Αντιμετώπιση του πόνου και παρηγορητική αγωγή. Ιατρεία πόνου στα επαρχιακά νοσοκομεία», που διοργανώθηκε υπό την Αιγίδα της Ελληνικής Εταιρείας Συμπτωματικής και Παρηγορητικής Φροντίδας Καρκινοπαθών και μη Ασθενών και του Αναισθησιολογικού Τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Θηβών, στο Συνεδριακό Κέντρο Θηβών την 19η Μαρτίου 2005)
πηγή: Aντίφωνο
Tο ανθρώπινο σώμα, από παλιά, αλλά ιδιαίτερα στην εποχή μας, στην οποία επιδιώκεται η συμφιλίωση της εικόνας προς τους άλλους με τις πραγματικές μας, περιορισμένες, δυνατότητες, διέρχεται περιόδους έντονου φόρτου κατά τις οποίες πάσχει και θλίβεται. Στις περιπτώσεις αυτές, η ανθρώπινη σωματικότητα αφήνεται βαθμιαία στην ιατρική παρουσία και μαζί επιδίδονται στη διάνοιξη διεξόδου από τον μαστίζοντα πόνο. Έτσι στις βοήθειες, που, κατά κανόνα, προέρχονται από άλλους, συγκαταλέγεται και η απάλυνση ή ο μετριασμός της οδύνης. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο ασθενής συχνά ζητεί από τον θεραπευτή του περισσότερα από όσα μπορεί να του δώσει. Το ερώτημα, το οποίο δικαιωματικά αναφύεται είναι τι συμβαίνει με την απάλειψη του πόνου; Μήπως κάτι τέτοιο καθηλώνει την ύπαρξη σε ασυναισθησία εξορίζοντάς την από την ενεργό δράση; Μήπως στερεί από το νου την πρόκληση να στοχαστεί σε θέματα που μέχρι πρότινος θεωρούσε πεζά και ανούσια, ενώ τώρα αποκτούν καινούργια δυναμική; Ή είμαστε σε θέση να υποθέσουμε ότι, με την εκμηδένιση του πόνου – μεσάζοντα ανάμεσα στο γεγονός ότι απλώς επιβιώνουμε και ότι πράγματι υπάρχουμε - υποψιαζόμαστε τα όρια μας χωρίς να τα κατανοούμε;
Πέρα από το γεγονός ότι είναι δυσχερές, να δοθούν οριστικές απαντήσεις, στο επίμαχο θέμα, διαπιστώνουμε πως ενώ, με την υποχώρηση του πόνου, ηύπαρξη δίνει την εντύπωση πως ανδρώνεται και είναι έτοιμη να αποδυθεί σε νέες διεκδικήσεις, στην ουσία ο ρόλος της ελαχιστοποείται εφόσον τα γνωρίσματά της: αγωνία, θνητότητα, αυτοαμφισβήτηση και τάση για υπέρβαση, αδρανοποιούνται. Φθάνουμε, με άλλα λόγια, στο σημείο να αλλοτριωνόμαστε από το ίδιο μας το σώμα τη στιγμή που αυτό δεν αναμετριέται - και ίσως δεν αυτοεπιβεβαιώνεται - από τις κυρίαρχες αλλά και αντινομικές, ενστικτώδεις, δυνάμεις της ζωής, όπως αυτές είναι: η μοναξιά και η κοινωνικότητα, η στέρηση και η επιθυμία, η δέσμευση και η ελευθερία ή η θρησκευτική πίστη και η έλλειψή της. Η διαλεκτική αυτή της αμφιλογίας ή της αμφιθυμίας, όσον και εάν φαίνεται παράδοξη, ως προς την συνύπαρξη των μερών που την αποτελούν, είναι αρκετά αναγκαία για την ατομικότητα προκειμένου αυτή να συναισθανθεί τη μοναδικότητά της. Όποια και εάν είναι η ιατρική παρέμβαση που συντελείται στον πάσχοντα, διαμορφώνει πλέον το υποκείμενο σε αντικείμενο . από ξεχωριστή δηλαδή και συνάμα σύνθετη οντότητα, τη μεταβάλλει σε αποπροσωποιημένο πεδίο, στο οποίο η έρευνα πασχίζει να κερδίζει διαρκώς έδαφος. Σαγήνη και απέχθεια, έλξη και απώθηση είναι τα συναισθήματα που εκλύονται από τους ασθενείς κατά τη διαδικασία άσκησης της ιατρικής γνώσης σε αυτούς. Αναμφίβολα, για την ιατρική, ο πόνος δεν συνιστά θέαμα, αποτελεί ωστόσο θέμα με το οποίο η ίδια θα διέλθει από την επιφάνεια στο βάθος της οργανικής ύλης, αλλά όχι της ύπαρξης. Η έφεση της σημερινής ‘τεχνολογημένης’ νοοτροπίας να θεραπεύει αλλά να μην θεραπεύεται, συγκροτεί μια άκαμπτη και ενιαία ιατρική τεχνική, ιστάμενη, εντούτοις, αδύναμη να επινοήσει διαγνωστικούς ορούς αλήθειας για την αυθεντικότητα ή μη της ύπαρξης.
Η ανυπαρξία ‘αντικειμενικότητας’, στις διαστάσεις του βιούμενου πόνου μια και τούτος, σε ορισμένες περιπτώσεις, αγγίζει οριακές καταστάσεις, κάνει την αρρώστια πιο ανθρώπινη, καθιστώντας το έργο του θεράποντα δυσκολότερο και συνάμα επιβλητικό. Δύσκολο, λόγω του ότι πρέπει να αναθεωρηθούν τα φάρμακα τα οποία είναι συλλογικού και όχι ατομικού τύπου, και επιβλητικό επειδή προβάλλεται δραματικά η ίαση εις βάρος της ιδιοσυστασίας της ασθένειας. Παράλληλα, κατά τρόπο αδιάγνωστο, η υπόσταση, ενόσω απορεί αμήχανα στον πόνο, σπουδάζει σε αυτόν κατά τρόπο που δύσκολα μπορεί να εκφρασθεί. Συνειδητοποιεί ότι πασχίζει να υπερβεί έναν κόσμο με φύση πτωτική, συνεχώς φθειρόμενη. Προφανώς η αποδοχή της ροής του χρόνου και η συμμαχία μαζί του να είναι η καλλίτερη ένδειξη πειθαρχημένης αμφισβήτησης. Η περιρρέουσα συνθήκη αναγκάζει εδώ την ύπαρξη να αναλογισθεί κυρίως δύο ενδεχόμενα. Το πρώτο είναι να μην αξιολογεί καν τον κίνδυνο, ενώ το δεύτερο και σημαντικότερο είναι να τον φοβάται . να διστάζει τουτέστιν μπροστά στην ανάληψη ευθύνης και στο επερχόμενο αποτέλεσμα. Ο συντηρητισμός και ο σχολαστικισμός, συμπλέγματα ενός ατομικισμού που αρνείται να βρεθεί ‘εκτός εαυτού’, αναστέλλουν την πορεία της υπόστασης για ό, τι ξεπερνάει την επιστημονική γνώση. Όσο ευπρόσδεκτη μπορεί να είναι η ανακούφιση του πόνου από τον πάσχοντα, άλλο τόσο η διαστολή των παρεμφερών δεινών προσφέρεται ως πρόκληση για αυτογνωσία. Το μυστικό μιας πορείας με εγρήγορση απέναντι σε ενδεχόμενο αρρώστημα, ίσως να βρίσκεται στην ικανότητα συνδιαλλαγής με την όποια βιολογική αταξία, που αίφνης υπεισέρχεται στην πορεία της ζωής μας. Μιας ζωής, την οποία μέχρι πρότινος χαρακτήριζε η ευρωστία και η ζωτικότητα. Η τήρηση μιας τέτοιας στάσης, φαίνεται πολύ δύσκολη, εάν σκεφθούμε ότι τρωθείσες περιοχές του ανθρώπινου οργανισμού, διατίθενται πολλές φορές ως πεδία δοκιμών στον επαγγελματικό στίβο των ειδικών.
Κάθε εποχή έχει τις δικές της βλέψεις. Μία από αυτές, στις μέρες που διανύουμε, είναι ότι ο άνθρωπος επιθυμεί να ελέγχει τη γέννησή του και να καθυστερεί το θάνατό του. Δυστυχώς όμως όλες οι απόπειρες οι οποίες γίνονται για τον σκοπό αυτό, έχουν και το αντίστοιχο τίμημα στον βαθμό της ‘προόδου’ που σημειώνουν. Είμαστε άραγε σε θέση να υποστηρίξουμε ότι το γίγνεσθαι του πόνου είναι λιγότερο επώδυνο στη διάρκεια αυτής της προσπάθειας; Πέρα από κάθε εσπευσμένη απάντηση, παρατηρούμε ότι σήμερα, εφόσον μιλάμε για ολιστική αντιμετώπιση του ασθενή, ο πόνος είναι συνθετικός και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι η μορφολογία του συνδέεται με όλες τις όψεις μιας, από, κάθε άποψη, ρευστής πραγματικότητας. Συνεπώς η συγκρότηση και ο ερχομός του άλγους συντελείται αδιαίρετα τόσο στον σωματικό όσο και στον ψυχικό παράγοντα. Ακυρώνεται, αναπόδραστα, ο άκαμπτος δυϊσμός ανάμεσα σε ψυχή και σώμα, σε ομαλό και ανώμαλο, σε γενικό και επιμέρους. Τούτο, φυσικά, δεν αμνηστεύει τα προβλήματα του περιοχικού και τις αποσπασματικές δυσλειτουργίες του οργανισμού, οι οποίες εκδηλώνονται ως δυσφορία από τον πάσχοντα. Ο ενοποιητικός, με άλλες λέξεις, και ολομερής παρεμβατισμός του λειτουργού της υγείας είναι επιβεβλημένος σήμερα παρά ποτέ άλλοτε. Ο ίδιος, άλλωστε, ο θεραπευτής, δεν παύει να αντανακλά τη δύναμη που πάλαι ποτέ ασκούσαν οι μάγοι και οι ιερείς, ανεξάρτητα από το εάν συνιστά ή όχι σε κάποιους ασθενείς σημείο αναφοράς με θρησκευτικό περιεχόμενο. Ας μη λησμονούμε πάντως, ότι μέσα από μια διαδικασία επικοινωνίας ανάμεσα στον γιατρό και τον ασθενή, με αφορμή την αρρώστια, αναδεικνύεται, προπαντός για τον ασθενή, ένα σύνολο προσδοκιών, πεποιθήσεων και οραμάτων, το οποίο σχετίζεται δυναμικά με τη ζωή καθεαυτήν και μάλιστα με τη δράση της επόμενης, μετά τη θεραπεία, ημέρας.
Οδηγούμαστε, με τον τρόπο αυτόν, σε μια μη στατική αντίληψη περί ζωής, πολλώ μάλλον όταν η ανάλυση του πόνου μας φέρνει ενώπιον της συνάφειας τουενδογενούς με αυτό που το υπερβαίνει. Εάν στην περιοχή της υπόστασης ενσαρκώνεται η πρακτική του δυνατού, τότε, με τη σειρά του, αυτό εμπνέεται από τον ανοικτό ορίζοντα του δυνητικού, το οποίο όλο και περισσότερο επίκειται χωρίς ακόμη να είναι. Μιλώντας έτσι για την έξοδο της συνείδησης από τον εαυτό της (υπέρβαση), διακριτικό γνώρισμα, όπως αναφέραμε, της ύπαρξης, εννοούμε κάτι ασφαλώς το οποίο δύσκολα περιγράφεται και επιβεβαιώνεται από την έξωθεν παρατήρηση και για το οποίο μόνο με πλεοναστικές ταυτολογίες μπορούμε να εκφραστούμε. Πρόκειται λοιπόν για ένα κατηγόρημα του τρόπου ζωής το οποίο τείνει να αποκληθεί προνομιακό στο βαθμό που μας αποκαλύπτει κλάσματα του εαυτού μας, τα οποία έχουν περιπέσει στη λήθη του είναι. Όταν ο τρόπος αυτός του ζην συνοδεύεται από χρονική περίοδο σωματικής κακοπάθειας, δικαιούμαστε να υποστηρίξουμε, ότι ο ίδιος μας χειραφετεί σε έναν κόσμο ο οποίος δεν θα έπρεπε, εκ πρώτης όψεως να θεωρείται παρακμιακός. Μια τέτοια βιοτή ειδικά, κάτω από το πρίσμα αυτό, του χρόνιου ιδίως πόνου, προσλαμβάνει διαφορετική απόχρωση, αφού καλούμαστε πλέον να λειτουργούμε όχι όπως ήμασταν αλλά να εξελιχθούμε ή να τελειοποιηθούμε όπως δεν ήμασταν. Οι πιο αυθεντικές ίσως εκφράσεις μιας τέτοιας πορείας, στην ουσία μιας νέας κατάστασης, είναι η δράση των εγγενών ή επίκτητων ορμών μας, η οποία είναι αμφίβολο εάν καταστέλλεται πλήρως από τις σωματικές παθογένειες. Κατά βάθος, μια αδυσώπητη έλξη συνδέει το πραγματικό αλλά δυσδιάκριτο ζήτημα, της αίσθησης του άλγους, με ό,τι πρότινος ήταν αποσυρμένο υπό την προφάνεια των συμβεβηκότων: την υπαρκτική οντότητα.
Ωστόσο, η καθημερινότητα του γιατρού και αυτή του αρρώστου διαγράφουν βίους παράλληλους. Ο πόνος φέρνει τον άρρωστο κοντά στον γιατρό αλλά και ο γιατρός, εξετάζοντας τον ασθενή, ασκείται στον ίδιο του τον εαυτό. Με τη μόνη διαφορά ότι, επειδή έρχεται αντιμέτωπος με τον εργονομικό χρόνο, δεν αναλώνεται σε πολλές συγκινήσεις και δεν αφήνεται να παρασυρθεί από το ιδιαίτερο κλίμα που επιβάλλουν οι συνθήκες μιας διαπροσωπικής σχέσης ανάμεσα σε αυτόν και τον άρρωστο. Ο θεράποντας, ενεργώντας αρκετές φορές υπό το βάρος μιας αναμενόμενης και επιβεβλημένης ανακούφισης, μεταβάλλεται σε κοινωνίατρο, καλούμενος να τηρήσει μεσότητες ανάμεσα στην ευθύνη του απέναντι στον θεραπευόμενο και στα σιωπηρά status quo που κυριαρχούν στους θαλάμους κλινικών και νοσοκομείων. Στην προσπάθειά του να εξωτερικεύσει ή να αποσιωπήσει δυσοίωνες προοπτικές για την πορεία του ασθενή, πειθαρχεί περισσότερο σε καταστατικές αρχές του χώρου εργασίας, και λιγότερο στο προσωπικό, ατομικό του ήθος. Η ποικιλότητα, η ανομοιομορφία και η μοναδικότητα του ανθρώπινου προσώπου των ασθενών, αποτελούν τις καθημερινές εμπειρίες του ιατρικού κόσμου. Ενός κόσμου, ο οποίος αρκετές φορές είναι συνήγορος αλλά και κατήγορος του εαυτού του. Έτσι, προκειμένου να διασφαλιστεί ο κώδικας της ιατρικής τέχνης, επιστρατεύεται η ομαδική συνηγορία σε όλη της τη λεπτότητα. Από την άλλη, το κατηγορητήριο και η ανάκριση ενός εκάστου αντιπροσώπου της υγείας προς τον εαυτόν του, είναι ανελέητο όταν η πληγή ιδωμένη μετά την ίαση είναι χειρότερη από πριν.
Τούτο επ` ουδενί δεν σημαίνει πως ο γιατρός φυγομαχεί μπροστά στην αποφασιστική πρόκληση των θεμάτων που τον περιβάλλουν. Στο μέτρο που επιθυμεί να δώσει προτεραιότητα σε μία ουμανιστική ιατρική, προσπαθεί να αξιοποιήσει την υπερβολική αφοσίωση και την προσήλωση στο έργο του, προλειαίνοντας έτσι το έδαφος για τη θεώρηση ερωτημάτων τα οποία γονιμοποιούνται μέσα του και σχετίζονται με την αποκάλυψη της δικής εσωτερικότητας. Η σταθερότητα των επιλογών του, αναφορικά πάντοτε με την ακολουθούμενη μέθοδο για τη θεραπεία του συνανθρώπου του, δεν αναιρεί το πνεύμα σχετικότητας της εποχής του. Δημώδης και ατομική ηθική, αναδιατάσσουν ιεραρχίες και αξίες με το πρίσμα των οποίων βλέπει πέρα από τον ορίζοντα που διαγράφεται στα συγκεκριμένα πλαίσια του εργασιακού του χρόνου. Επιπλέον, ο γιατρός, εκτός από δότης συγκεκριμένων τεχνικών και παρηγορητικών υπηρεσιών στον ασθενή, καθίσταται και λήπτης συναισθημάτων και συμπεριφορών, αφορμές που τον αναγκάζουν να ‘επιστρέψει’ στην ίδια του την ύπαρξη, διερωτώμενος για την εστία ή την ανεστιότητά της. Διλήμματα όπως είναι: η απόρριψη ή η αποδοχή επιμέρους υπευθυνοτήτων ή η αιχμή της αποφασιστικότητάς του για το πρακτέο – με σκοπό ο ίδιος να παρέμβει δραστικά στη βιολογική εξέλιξη του άλλου - δίνουν νέα τροπή στη βιομέριμνα του γιατρού, ο οποίος μέχρι πρότινος συγκατένευε, ως νεοφώτιστος, αφελώς στη ‘βεβαιότητα’ των πραγμάτων. Η δοτικότητα και η δημιουργικότητα του διευρύνονται και τη θέση των καθιερωμένων ιατρικών πρακτικών, συμπληρώνει ενίοτε η προσωπική του προσφορά και η επιδοκιμασία της.
Ο συνωστισμός στα ιατρεία πόνου και η προτεραιότητα που πρέπει να δοθεί στην φαρμακολογική απάλυνση του πόνου του πάσχοντα από τον θεράποντα, αναγκάζουν, ωστόσο, ορισμένες φορές τον γιατρό να θυσιάσει ένα ικανό τμήμα των επιθυμιών του, για χάρη της κατανόησης της κατάστασης του ασθενή. Αυτό βέβαια μεταφράζεται και με την απώλεια ενός ουσιαστικού μέρους του είναι του και ίσως με την παραίτηση από ζωτικές διεκδικήσεις του, ως κοινωνικού ζώου. Η παρατηρούμενη εξάλλου ενασχόληση μεγάλου μέρους του ιατρικού κόσμου με τα γράμματα και τις τέχνες δεν είναι καθόλου συμπτωματική. Προπαντός στις μέρες μας, ο αντιπρόσωπος της υγείας, μη δυνάμενος να εκτονώσει τη φόρτιση που σωρεύεται σε χώρους αποκατάστασης της υγείας, αντιδρά προσφεύγοντας σε καλλιτεχνικές και εικαστικές δραστηριότητες, δραπετεύοντας παροδικά, από την επίπονη επαγγελματική του ατμόσφαιρα. Και όμως ενώπιον του ‘κακού’ που μαστίζει το ανθρώπινο σώμα, του άλγους και του θανάτου, με τα οποία ο γιατρός έρχεται σε καθημερινή πάλη, είναι πρόσφορο να κατανοήσει πως ο ίδιος υφ - ίσταται επειδή ακριβώς υπάρχει ένας άλλος σκόπελος, μια άλλη προϋπόθεση στην οποία αναπότρεπτα προσκρούει και ενώπιον της καλό θα ήταν να αναρωτηθεί. Κάτι τέτοιο είναι η υπέρβαση. Στον χώρο της τελευταίας, δεν πρωτοστατεί η παραγωγικότητα, η οποία οφείλει να υπακούει σε συμβατότητες, αλλά η επινοητική δημιουργικότητα, ισοδύναμη με μία μετάσταση από την κατηγορική ηθική στη διερεύνηση των γνωρισμάτων της προσωπικής μας ταυτότητας.
Έχει παρατηρηθεί ότι όσο λιγότερο ένας ‘εαυτός’ είναι πλούσιος σε συνθετικά τόσο λιγότερο εξαντλείται. Ο εαυτός μας άλλοτε ‘φυσικός’, άλλοτε ‘συναισθηματικός’ και άλλοτε ‘πνευματικός’, με εξαιρετικά διαφοροποιημένες όψεις και εκδηλώσεις, δεν πρέπει να οχυρώνεται πίσω από την αντιπαράθεση και, γιατί όχι, από την απευθείας σύγκρουση με την οξύτητα του πόνου. Από τη σύγκρουση αυτή, θα καταδειχθεί ότι ο πόνος δεν είναι ένα μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά κάτι που αγκαλιάζει, χωρίς διάκριση, και τον κόσμο των θεραπευτών. Οι μεταλλάξεις όμως και οι μεταμφιέσεις του πόνου, διευρύνουν το χάσμα ανάμεσα στην ατομική ‘ενόχληση’ και την κατανόησή της και δεν συμβάλλoυν εύκολα στη σύλληψη ή την οικειοποίηση της αγωνίας του ιώμενου εκ μέρους του γιατρού. Τούτο έχει ως συνέπεια, το παρηγορητικό έργο να αναλαμβάνεται από καθαρά τεχνητά μέσα ή, στην καλλίτερη περίπτωση, από ανακλαστικά λόγια που απέχουν από τη θέρμη της ανθρώπινης εμπειρίας. Χάνεται δηλαδή ένας στυλοβάτης του παρηγορητικού μοντέλου το οποίο, από τη φύση του, προσανατολίζεται στην τόνωση του ηθικού δυναμικού του ασθενή. Αντίθετα, η διαλλακτικότητα ανάμεσα στον γιατρό και τον πάσχοντα, διευκολύνεται από την, καταρχήν τουλάχιστον, υποδοχή και τη συμμετοχή τους στο άλγος και από το εύρος ανοχής που του επιφυλάσσουν. Ένας κλειστός, φερ` ειπείν, κόσμος ανάμεσα στον πάσχοντα και τον γιατρό του και κατ` επέκταση ανάμεσα στον πόνο και τον απρεπή χειρισμό του, διέπεται από εξελίξεις μη ευνοϊκές και για τα δύο μέρη. Έχει ειπωθεί πως οι επιστήμονες διαθέτουν τον περισσότερο χρόνο τους σε παρατηρήσεις και σε πειράματα, τα οποία, με τη σειρά τους, σχετίζονται με την αποδοχή, την απόρριψη ή με την τροποποίηση μιας υπόθεσης. Κάτι τέτοιο είναι αναπόφευκτα αναμενόμενο και στον χώρο της ίασης, εφόσον το αντίθετο θα οδηγούσε προπαντός την ιατρική σε αποτυχία και σε στασιμότητα. Κρίνεται, ωστόσο, επωφελές όπως η επινοητική ιατρική φαντασία, η οποία μεσολαβεί στη διαδικασία αυτή, αξιοποιηθεί και σε έναν άλλο στόχο. στην ανίχνευση της προσωπικότητας του φορέα του πόνου, αφαιρώντας από τον πόνο την απρόσωπη αυτοτέλεια.
Ταυτόχρονα ας υπογραμμισθεί ότι η βίωση της αγωνίας εκ μέρους του γιατρού δεν ισοδυναμεί με αδράνεια και εφησυχασμό. Πρόκειται για μια αγωνία που του αναγνωρίζει το γεγονός, ότι, ως εκπρόσωπος της υγείας, είναι επιφορτισμένος να επιστρατεύει ευθύνες στον κόσμο που αναμένει ανάκτηση υγείας. Γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει καμία ηθική καθολικά αποδεκτή, αποδεχόμαστε πως δεν υπάρχει φωνή, η οποία καταστέλλει το μέγεθος της ιατρικής ανησυχίας – το οποίο και η ίδιο εξελίσσεται ανάλογα με τον δείκτη του πολιτισμού - όπως τούτο αναδύεται από τα συμβάντα της θεραπευτικής πρακτικής. Αναφερόμαστε σε μιαν ανησυχία που ολοένα πλέον παγκοσμιοποιείται, αλλά και εξατομικεύεται, που δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε δρώντες και σε θεατές, λόγω του ότι, συν τοις άλλοις, είναι αποτέλεσμα μοιραίων όσο και παραγωγικών συγκρούσεων ανάμεσα σε καλόβουλες επιστημονικές προθέσεις και τις παρεκκλίσεις τους. Το ακριβώς αντίθετο έπρεπε να μας προβληματίζει ακόμα περισσότερο. Η απουσία δηλαδή οποιασδήποτε κρίσης που προξενεί ρήξεις, η οποία θα σήμαινε την προσκόλλησή μας αποκλειστικά στην προφάνεια της ύπαρξης. Γεγονός που, βαθμιαία, θα εξισωνόταν με την απώλεια της ελπίδας και μάλλον την επειγόμενη ‘επινόησή’ της.
Βιβλιογραφία
Κ. ΑΞΕΛΟΣ, «‘Ο ιατρικός μύθος’ τον 20ό αιώνα», από το βιβλίο του: Προς την Πλανητική Σκέψη,4η ανατύπωση, Εστία, Αθήνα, 1996, σσ. 292 – 314.
Α. ΒΑΛΑΒΑΝΙΔΗΣ, «Γιατί γερνάμε;», Scientific American, ελληνική έκδοση, 2, τεύχ., 7,(2004), σσ. 16 – 18.
Χ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, «Έναυσμα ‘περι-γραφής μιας κριτικής οντολογίας’», Ανάτυπο από τον τόμο: Ελληνογαλλικά. Αφιέρωμα στον Roger Milliex, Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα, 1990, σσ.159-164.
Χ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ, «Η βιολογία της γήρανσης», Περισκόπιο της Επιστήμης, 118,(1989),σσ. 55 – 59.
Ι. ΚΥΡΙΟΠΟΥΛΟΣ, «Η ‘κατακερματισμένη’ ιατρική», Ελεγεία, 10, τεύχ., 4,(1998), σσ.165 – 171.
Χ. Μ. ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Π. Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. ΣΑΜΑΡΚΟΣ, «Για την αναμόρφωση των υπηρεσιών υγείας στην σύγχρονη Ελλάδα», Scientific American, ό. π., σσ. 47 – 53.
Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, (Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια), Παράκελσος. Ο Λαβύρινθος των Πλανημένων Γιατρών, Παπαζήσης, Αθήνα, 2002.
P. MEDAWAR, Τα Όρια της Επιστήμης, μτφ., Α. Τσουκαλαδάκης, Τροχαλία, Αθήνα, 1992.
K. PLUMMER, Τεκμήρια Ζωής. Εισαγωγή στα Προβλήματα και τη Βιβλιογραφία μιας Ανθρωπιστικής Μεθόδου, μτφ., Χ. Λιαναντωνάκη, Gutenberg, Αθήνα, 2000.
J.WAHL, Εισαγωγή στις Φιλοσοφίες του Υπαρξισμού, 3η έκδ., εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Χ. Μαλεβίτση,
Δωδώνη, Αθήνα, ά. χρ.
(Ανακοίνωση στην ημερίδα: «Αντιμετώπιση του πόνου και παρηγορητική αγωγή. Ιατρεία πόνου στα επαρχιακά νοσοκομεία», που διοργανώθηκε υπό την Αιγίδα της Ελληνικής Εταιρείας Συμπτωματικής και Παρηγορητικής Φροντίδας Καρκινοπαθών και μη Ασθενών και του Αναισθησιολογικού Τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Θηβών, στο Συνεδριακό Κέντρο Θηβών την 19η Μαρτίου 2005)
πηγή: Aντίφωνο