Τα Κβάντα του Έρωτα

Σ’ αυτή τη ζωή υπάρχουν πράγματα που μπορούν να μετρηθούν και άλλα που βρίσκονται εκτός δικαιοδοσίας των μετρητικών μηχανισμών. Για παράδειγμα, μπορούμε να μετρήσουμε το βάρος, το μήκος, τη μάζα, το φορτίο, τις αποστάσεις κ.α., σε άλλα πράγματα μπορούμε να μετρήσουμε μόνο διαφορές, όπως είναι η εντροπία και το δυναμικό, ενώ κάποια άλλα τα αποδεχόμαστε στο περίπου, χωρίς να έχουν ακόμα εφευρεθεί κάποιες μέθοδοι ποσοτικής αποτίμησής τους.
Αν, για παράδειγμα ρωτήσουμε τον καλό μας πόσο μας αγαπά, το πιο πιθανό είναι να απαντήσει «τόσο». Πόσο όμως είναι το «τόσο»; Πόσο ευχαριστημένοι μένουμε αναγκάζοντάς τον να τεντώνει στην έκταση, έως εκεί που δεν παίρνει άλλο πια, τα χέρια του ή να προσθέτει όλο και πιο πολλά όμικρον στη λέξη «τόσοοοοο» στα γράμματά του; Ό,τι και να κάνει, δεν υπάρχει κάποιος αντικειμενικός τρόπος να πειστούμε ότι μας αγαπάει πιο πολύ απ’ την Τασία που τον γυροφέρνει, και να αποκτήσουμε έτσι την πολυπόθητη εσωτερική μας ηρεμία.
Η εποχή μας, που έχει την τάση να κατατάσσει, να ομαδοποιεί, να ιεραρχεί και να διαβαθμίζει, πλέον, με τρόπο ποσοτικό πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις και συναισθήματα, που έως πρόσφατα κινούνταν στο χώρο του άϋλου και αποτιμώντο με κριτήρια ποιοτικά και σχετικά ασαφή, δεν θα μπορούσε να αφήσει απ’ έξω και το συναίσθημα του Έρωτα, αυτό που ο μη ακριβής προσδιορισμός του μεγέθους του αποτελεί πρόξενο μεγάλης ψυχικής αστάθειας και βασανιστικής αϋπνίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, δεν έχουμε παρά να προσφύγουμε στα φώτα της Επιστήμης, η οποία αντί να τρέχει τριάντα και βαλε χρόνια να κβαντώνει με το στανιό και ανεπιτυχώς το πεδίο της βαρύτητας, [πράγμα που θα άνοιγε το δρόμο για την ενοποίηση των θεμελιωδών δυνάμεων], θα μπορούσε κάλλιστα να επιδοθεί σε κάτι απείρως χρησιμότερο, όπως ο ποσοτικός προσδιορισμός του μεγέθους του έρωτα για να λύσει επί τέλους τα βασανιστικά άγχη των πανταχού ερωτευμένων.
Η πρόταση που θέλω να καταθέσω είναι ότι υπάρχει τρόπος να το αποτιμήσουμε με την εισαγωγή αντίστοιχων κβάντων (όπως π.χ. τα κβάντα ενέργειας), υπό την προϋπόθεση ότι ο Έρωτας:

1. συνιστά ενεργειακό πεδίο εντός του οποίου και ανταλλάσσεται ανάμεσα στους άμεσα ενδιαφερόμενους με τη βοήθεια στοιχειωδών σωματιδίων, των κβάντων του Έρωτα, και

2. ότι η κβάντωση μπορεί να επιτευχθεί με τις γνωστές μαθηματικές μεθόδους.

Για ιστορικούς λόγους, η σχέση Αγάπης με κβάντωση είναι πολύ παλιά, αρκεί να σας θυμίσω τους στίχους «..λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω..» από δημοφιλές άσμα περασμένης εποχής, οι οποίοι καταδεικνύουν τον λαϊκό προϊδεασμό για το κβαντικό υπόστρωμα της Αγάπης, εφ’ όσον τα ψίχουλα, σαν αυτόνομες μετρητικές μονάδες αποτελούν τον προσφορότερο τρόπο εκλαΐκευσης του φαινομένου της κβάντωσης στον γενικό και αμύητο πληθυσμό.
Από την άλλη μεριά, η Αγάπη είναι και κύμα. Θα έχετε προφανώς ακούσει, αλλά κυρίως νοιώσει την έκφραση «ένα ζεστό κύμα αγάπης ήρθε και με πλημμύρισε», πράγμα που σημαίνει ότι, σύμφωνα με τον κυματο-σωματιδιακό δυϊσμό, η Αγάπη δεν μπορεί παρά να ανήκει στο Κβαντικό Βασίλειο.

ΟΛΙΓΗ ΦΥΣΙΚΗ

Για να πάρουμε μια ιδέα περί κβαντικών πεδίων θα σας αναφέρω ότι στη φύση τα σώματα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους ανταλλάσσοντας τα κατάλληλα μποζόνια-σωματίδια τα οποία διαφέρουν ανάλογα με τον τύπο της αλληλεπίδρασης. Οι βασικές αλληλεπιδράσεις στη φύση είναι τέσσερις: ηλεκτρομαγνητικές, βαρυτικές, ασθενείς και ισχυρές πυρηνικές, η δε έννοια του πεδίου εισήχθη για να αποφύγουμε την ενοχλητική εκδοχή της ακαριαίας δράσης που ως γνωστόν απαγορεύεται από την Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας του Einstein. Για παράδειγμα στην περίπτωση των ηλεκτρομαγνητικών δυνάμεων δια των οποίων αλληλεπιδρούν φορτισμένα σωματίδια, τα σωματίδια-μποζόνια που ανταλλάσσονται και καθιστούν δυνατή την αλληλεπίδραση, είναι τα γνωστά μας φωτόνια. Οι βαρυτικές αλληλεπιδράσεις πραγματοποιούνται με την ανταλλαγή βαρυτονίων (που ακόμα τα ψάχνουμε), ενώ στις ισχυρές πυρηνικές δυνάμεις που υφίστανται ανάμεσα στα quarks η αλληλεπίδραση γίνεται με την ανταλλαγή των γλουονίων. Στις ασθενείς, τα αντίστοιχα μποζόνια είναι τα W και Ζ τα οποία και βρήκαμε.
Με την μικρή αυτή εισαγωγή το τοπίο αρχίζει να ξεκαθαρίζει αρκετά, ενώ με την επίκληση της Θεωρίας των Φερομονών, νομίζω ότι το θέμα θα έχει πλήρως διασαφηνισθεί.
Είναι γνωστό ότι κάποια είδη ζώων εκλύουν ορισμένου τύπου ορμόνες, τις φερομόνες, μεγάλα μη πτητικά μόρια, δια μέσου των οποίων ανταλλάσσουν με τα όμοιά τους χημικά σήματα και πληροφορίες, ανάμεσα στα άλλα και την ερωτική τους διάθεση. Χάρις όμως τις φιλότιμες προσπάθειες των βιολόγων, που παρά τις αντίξοες συνθήκες και τα προβλήματα εντοπισμού του αντίστοιχου οργάνου ανίχνευσης φερομονών στον άνθρωπο, (Vomeronasal Organ, VNO), συνεχίζουν ακάθεκτοι να ερευνούν, σήμερα μπορούμε να πούμε ότι είμαστε σε καλό δρόμο, όχι όμως και στο τέρμα, ως προς την κατανόηση του τρόπου δράσης και ανταλλαγής τους.
Η θεωρία που εισηγούμαι, δηλαδή η εισαγωγή ενός κβαντικού ερωτικού πεδίου, εντός του οποίου ο έρωτας ανάμεσα στα άτομα διαμεσολαβείται από την ανταλλαγή πακέτων μορίων φερομονών, νομίζω πως πρόκειται να λειτουργήσει προς τη σωστή κατεύθυνση. Στην περίπτωση αυτή, νομίζω ότι θα είμαστε σε θέση να προβούμε σε έναν ακριβή ΠΟΣΟΤΙΚΟ προσδιορισμού του ερωτικού περιεχομένου μιας σχέσης, και να απαλλάξουμε από την αγωνία τους απανταχού ερωτευμένους.

Τι μεγαλύτερη υπηρεσία θα μπορούσε να προσφέρει η Επιστήμη στον Άνθρωπο;