Θεόδωρος Ι. Ζιάκας
Πρόλογος 2013
Οι αναλύσεις για την εξελισσόμενη εθνική κρίση είναι πλέον αναρίθμητες. Πολιτικές, οικονομικές και ηθικολογικές. Κοινός παρονομαστής τους το παραδοσιακό ερώτημα: «τις πταίει;». -Φταίει η πολιτική ηγεσία, λένε οι μεν. Φταίει ο λαός που τους ψηφίζει, συμπληρώνουν οι δε. Φταίει κι ο καθένας μας χωριστά, λένε όλοι, επειδή είμαστε καλοπερασάκηδες και απερίσκεπτοι αμοραλιστές. Ή αλλιώς: φταίτε και σεις οι δήθεν ανεύθυνοι, αφού «μαζί τα φάγαμε»... Πριν απ’ όλα βέβαια φταίει ο Ιμπεριαλισμός. Αλλά μαζί του φταίει κι ο λαός, που παρά τις εκκλήσεις δεν ξεσηκώνεται εναντίον του. Που αρνείται να δεχτεί ότι υπάρχει εναλλακτική λύση και είναι δεδομένη: ο σοσιαλισμός και ο εν συνεχεία κομμουνισμός...
Και ασφαλώς, εφόσον υπεύθυνοι για την καταστροφή είμαστε «εμείς οι ίδιοι», έπεται κατ’ ανάγκην ότι είμαστε και οι πλέον ακατάλληλοι να μας σώσουμε... Γι’ αυτό και εναποθέσαμε την πάσαν ελπίδα μας στα στιβαρά χέρια του γερμανικού Διευθυντηρίου της ευρωπαϊκής μας Οικογένειας. Άλλη λύση δεν βλέπουμε. Και ελπίζουμε, ότι είναι «θέμα χρόνου» να ολοκληρωθεί ο «κύκλος» της κρίσης και να «επιστρέψουμε στην ανάπτυξη». Άλλωστε, όπως ξέρουν και τα μικρά παιδιά, οι κρίσεις του καπιταλισμού δεν κρατούν για πάντα. Υπομονή λοιπόν και όλα θα πάνε καλά!
Αν και δεν βλέπω λογικό ειρμό σε όλα αυτά δεν θα τα κρίνω. Ούτε οικονομολόγος είμαι, ούτε πολιτικός επιστήμων και γενικά ούτε καν πανεπιστημιακός. Δεν αποκλείεται, εξ άλλου, να τα αποδελτιώνω και λάθος. Γι’ αυτό και στέκομαι αποκλειστικά στις μελέτες που έχω κάνει ο ίδιος, -παρότι αναφέρονται στον τελείως διαφορετικό γνωστικό χώρο της πολιτισμικής ανθρωπολογίας. Βέβαια στο γνωστικό αυτό πεδίο βλέπουμε τα φαινόμενα από τη σκοπιά της μεγάλης διάρκειας και είναι επισφαλές να κάνει κανείς εξειδικευτικές καταδύσεις στο επίπεδο της βραχείας διάρκειας.
Στο κείμενο που ακολουθεί θα παρουσιάσω την γενική εικόνα που λαμβάνει κανείς αν κοιτάξει την εποχή μας με τα γνωσιολογικά γυαλιά της εν λόγω ανθρωπολογίας. Το συμπέρασμα που βγάζω από την εικόνα της «μεγάλης κλίμακας» είναι εντελώς αντίθετο από τις κρατούσες στη «μικρή κλίμακα» και λέει ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα έτσι όπως είμαστε ... Πρόκειται βέβαια για το δικό μου συμπέρασμα. Ο αναγνώστης μπορεί να βγάλει το δικό του. Η ανάλυση έχει την αυτονομία της. Γράφτηκε άλλωστε αρκετά χρόνια πριν το 2009. (Σ’ αυτήν βασίστηκε, πιο συγκεκριμένα, το κεφ. 1 του μέρους ΙΙΙ του βιβλίου Αυτοείδωλον εγενόμην... Αρμός 2005.)
Η ΑΥΤΟΘΕΩΣΗ, Η ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΑΠΡΟΣΩΠΙΑ, Ο DIGITAL MAN ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ
H Νεωτερικότητα (ο νεωτερικός πολιτισμός) στηρίχτηκε σε δύο παραδόσεις: τη λατινική-κολεκτιβιστική και τη νορδική-ατομοκρατική, σε μια «αντιγραικική» (contra errores graecorum) αντιφατική συγκόλληση, υπό νορδική ηγεμονία. Το ανθρωπολογικό πρότυπο της νεωτερικής συγκόλλησης, ήταν το νεωτερικό Άτομο, -«άτομο» μεν αλλά πολύ διαφορετικό από την προηγούμενη ιστορική μορφή του, το ελληνικό Άτομο. Η ειδοποιός διαφορά του νεωτερικού Ατόμου είναι η συστημική απροσωπία της αυτοαναφορικότητάς του. Το Άτομο αυτό συγκροτήθηκε στη βάση μιας ακαταγώνιστης «προμηθεϊκής» ορμής για την «κατάκτηση του ουρανού», με αντίτιμο ακριβώς την αποπροσωποίησή του και την υπαρξιακή αποξένωσή του μέσα στον ασφυκτικό κλοιό των συστημικών προϋποθέσεών του. Τα στοιχεία αυτά, τα εντελώς ξένα προς την ελληνική ατομικότητα, καθόρισαν και την τραγική αδυναμία αυτής της τελευταίας να τα ενσωματώσει, ώστε να φτιάξει μια λειτουργική, μη σχιζοειδή, εκδοχή ελληνικής νεωτερικής ταυτότητας. Ας τα δούμε από πιο κοντά.
1. Η αυτοθέωση
Η αυτοαναφορικότητα νοηματοδοτεί, κατ’ αρχάς, τη νεωτερική σημασία της ατομικής ελευθερίας. Ελεύθερος είναι ο αυτοαναφορικός άνθρωπος: ο αυτο-νοηματοδοτούμενος, ο αυτο-προσδιοριζόμενος, ο αυτο-εφευρισκόμενος, ο αυτο-πραγματωνόμενος.
Η νεωτερική αυτοαναφορικότητα ορίζει την ατομική ελευθερία μου ως τρόπο να υπάρχω άσχετα-ανεξάρτητα από την παρουσία του Άλλου. Του Άλλου ως μεταφυσικού και φυσικού κόσμου, αλλά και ως συνανθρώπου-Πλησίον. Ως προς τα δύο πρώτα το πράγμα είναι κατανοητό και εμφανές στην ίδια την πολιτισμική μας πραγματικότητα: Έχουμε έναν παγκόσμιο πολιτισμό, ο οποίος δεν πιστεύει ότι υπάρχει κάτι που να τον υπερβαίνει. Έχει υποτάξει όλες τις προ αυτού υπέρτερες μεταφυσικές και φυσικές δυνάμεις. Τα μαύρα λάβαρα του Marlow είναι ήδη καρφωμένα στο στερέωμα. Και η σφαγή των θεών έχει πραγματοποιηθεί από καιρό. Ο κόσμος (ο φυσικός κι ο μεταφυσικός) έγινε ουδέτερος σωρός ύλης-ενέργειας. Ο νεωτερικός-τεχνοσυστημικός άνθρωπος είναι τώρα ο μοναδικός αληθινός θεός: ο Ανθρωποθεός. Η Ιστορία είναι η Βίβλος της Αποκάλυψής του.
Η πλέον απόλυτη μορφή συλλογικής αυτοαναφορικότητας-αυτονομίας ήδη επιτυγχάνεται, καθώς ο τεχνητός κόσμος επεκτείνει συνεχώς την κυριαρχία του πάνω στον φυσικό κόσμο. Τα όποια «κόστη» (οικολογικά κ.ά.) είναι «προσωρινά», αφού για τον «προμηθεϊκό» τούτον άνθρωπο δεν υπάρχει πρόβλημα που προοπτικά να μην είναι τεχνολογικώς αντιμετωπίσιμο. Μπρος στην κοινωνική πραγμάτωση της αυτοαναφορικότητάς του διαλύεται κάθε άλλη πραγματικότητα. Η ατομική αυτονομία, ως κλάσμα της τεχνολογικώς κεκτημένης και εκθετικώς αυξανόμενης συλλογικής αυτονομίας, έναντι της Φύσης και της Μεταφύσης, βλέπει τον ορίζοντά της να προεκτείνεται δυνητικά μέχρι το άπειρο. Η πλήρης και ουσιαστική εξατομίκευση της συλλογικής αυτονομίας, αναμένεται, αργά ή γρήγορα, να υπερβεί και το όριο-σκάνδαλο του θανάτου. Το νεωτερικό άτομο μπορεί να γίνει αθάνατο, χάρη στην ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας. Ξέρει ήδη καλά ότι η μηχανή δεν πεθαίνει, όταν για κάθε εξάρτημά της υπάρχουν ανταλλακτικά. Η προσδοκία της αυτοθέωσης, η μεσσιανική ουσία του νεωτερικού εξατομικευτικού μύθου, αναμένει αναπόφευκτη την επαλήθευσή της.
Τη Φύση μπορούμε να την παρακάμψουμε. Αρκεί να φτιάξουμε έτσι την κοινωνία, ώστε η Φύση να μην αποτελεί εμπόδιο στην πραγμάτωση της αυτοαναφορικής ατομικότητας. Αφ’ ης στιγμής η φύση είναι «απεριόριστα εκλογικεύσιμη» και άρα κυριαρχήσιμη, ο σκοπός δεν είναι ανέφικτος. Βασισμένοι στην αρχή αυτή μπορούμε να κατασκευάσουμε έναν τεχνητό κόσμο, να κλειστούμε μέσα σ’ αυτόν και τη Φύση να την αφήσουμε «απ’ έξω». Τι είναι η νεωτερική μεγαλούπολη, η χτισμένη μέσα στην Τεχνόσφαιρα και πάνω στη Βιόσφαιρα, έτσι ώστε η ενοχλητική παρουσία αυτής της τελευταίας να μην περιορίζει τον αυτοαναφορικό μας ορίζοντα;
Βεβαίως, για να πετύχει το στρατήγημα, ζωτική προϋπόθεση ήταν να ξεμαγευτεί-απομυθοποιηθεί ο Κόσμος. Ο αρχαιοελληνικός κόσμος, για παράδειγμα, ο «πλήρης θεών», με τίποτα δεν θα μπορούσε να δεχτεί το νεωτερικό εγχείρημα. Ήταν επίσης απαραίτητο να «απομυθοποιηθεί» το υποκείμενο, «να σφαχτούν οι θεοί» του, ώστε να απελευθερωθεί και να μεγαλουργήσει το αποτελεσματοκρατικό-χρησιμοθηρικό και πειραματικό-επιστημονικό πνεύμα. Παραδόξως, τότε μόνο θα ελευθερωνόταν από τα μεταφυσικά συμφραζόμενά της και η «αυτοαναφορικώς» μεθερμηνευόμενη χριστιανική αλήθεια για τη «βασιλεία του θεού» που είναι «μέσα» μας.
Αν η παρουσία της Φύσης και της Μεταφύσης επιδέχεται απαλοιφή, πώς ωστόσο παρακάμπτεται ο πανταχού παρόν Πλησίον-Άλλος; Το θέμα δεν είναι να τον εξαφανίσω, ως φυσική παρουσία, ούτε να κλείσω τα μάτια για να μην τον βλέπω. Ακόμα και στο νησί του αυτοαναφορικού Ροβινσώνα είναι απαραίτητος ο μαύρος, ο Παρασκευάς... Το θέμα είναι πώς ο αυτοαναφορικός μου ορίζοντας δεν θα απειλείται από την ενοχλητική παρουσία του Πλησίον-Άλλου. Πώς θα συνυπάρχουμε, ως αυτοαναφορικές - άσχετες μεταξύ τους ατομικότητες και οι αυτοαναφορικοί μας ορίζοντες δεν θα συμπλέκονται ούτε καν θα εφάπτονται.
Δύο αιώνες πλήρους Νεωτερικότητας απέδειξαν ότι το πρόβλημα επιδέχεται λύση. Αρκεί, πριν απ’ όλα, να συνομολογηθεί ότι η αγνόηση της προσωπικής ετερότητας είναι το θεμέλιο, το πρόταγμα, η πολιτισμική επιλογή, ο άξονας αναφοράς της κοινωνικής μας συγκρότησης. (Χρ. Γιανναράς, Η απροσωπία του δικαιώματος). Εφόσον είμαστε Άτομα, αποφασισμένα να αυτοεπιβεβαιώνονται ως απρόσωπη σχέση, η κοινωνία που θα συγκροτήσουμε πρέπει να μας εκδέχεται ως Άτομα απρόσωπα, ως κλώνους καλύτερα μιας απρόσωπης αυτοαναφορικής κοινωνικής ουσίας. Το δεύτερο προαπαιτούμενο, είναι η πάση θυσία αποφυγή της αμεσότητας των σχέσεων. Γιατί στην άμεση σχέση είναι αδύνατο να μην επισυμβεί η ανάδυση της επίφοβης προσωπικής ετερότητας. Η παρουσία της προσωπικής ετερότητας του πλησίον-άλλου κινδυνεύει να διατρήσει τον απρόσωπο πλακούντα, μέσα στον οποίο ενοικεί η αυτοαναφορική ατομικότητά μου. Οι σχέσεις μας πρέπει να είναι πάντοτε διαμεσολαβημένες, ώστε να λειτουργεί η τεχνητή αποπροσωποποίησή τους. Η απρόσωπη διαμεσολάβηση των σχέσεων, μαζί με την καταστατική απροσωπία του υποκειμένου, θα ήταν οι αναγκαίοι και ικανοί όροι για την εφικτότητα του αυτοαναφορικού κοινωνικού εγχειρήματος.
Στην ενόραση του Σαρτρ «κόλαση είναι ο άλλος». Πιο συγκεκριμένα: «όταν τρία άτομα μοιράζονται το ίδιο κελί». Είναι «κόλαση», γιατί οι σχέσεις είναι εκεί άμεσες και το πρόσωπο του νεωτερικού Ατόμου δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από ένα απρόσωπο εξατομικευμένο κοινωνικό προσωπείο. Η εγγύτητα εμποδίζει τη λειτουργία της απρόσωπης κοινωνικότητας. Οι συμπαραδηλώσεις στο κείμενο του Σαρτρ (Κεκλεισμένων των θυρών) είναι συγκλονιστικές: Είναι τρεις στο ίδιο κελί. Μιλάμε για ένα να κελί στην Κόλαση. Όπου μάλιστα τα κλειδιά είναι από μέσα, αλλά οι κολασμένοι δεν διανοούνται να ανοίξουν την πόρτα και να δραπετεύσουν. Και γιατί είναι κολασμένοι; Επειδή δεν μπορούν, συνασπιζόμενοι οι δύο εναντίον του τρίτου, να τον σκοτώσουν. Είναι ήδη νεκροί. Πιο νεκροί δεν γίνεται. Η διέπουσα τον ζωντανό μας κόσμο «σατανική τάξη», η βασισμένη κατά Ζιράρ στην αέναη πυροδότηση του θυσιαστικού μηχανισμού (της ενοχοποίησης-σταύρωσης του Άλλου) δεν μπορεί εκεί να λειτουργήσει...
Το αντίθετο ακριβώς διαπιστώνουμε να συμβαίνει στην παραδοσιακή ελληνική κοινωνικότητα. Κόλαση είναι εκεί η αδυναμία αλληλοπεριχώρησης των προσώπων. Στην ελληνική Κόλαση δεν βλέπει ο ένας το πρόσωπο του άλλου, βεβαιώνει το Γεροντικό, γιατί βρίσκονται πλάτη με πλάτη. Εκεί συν τρεις δεν κάθονται συν δυο δεν κουβεντιάζουν, επιμαρτυρεί η δημοτική μούσα. Κόλαση είναι η τεχνητή μη ορατότητα του προσώπου του Άλλου. Κόλαση είναι ο απρόσωπος άλλος, η απρόσωπη-διαμεσολαβημένη σχέση. Ακόμα χειρότερα: ο κλώνος-άλλος. Με άλλα λόγια: η Νεωτερικότητα είναι «Κόλαση» για την παραδοσιακή ελληνική ατομικότητα!
«Κόλαση» είναι ο Άλλος και για τον Φρόυντ, τον πατέρα της μοντέρνας - επιστημονικής ψυχολογίας. Η απρόσωπη σχέση αναλυτή-αναλυόμενου είναι η βάση της ψυχαναλυτικής θεραπείας: Ο ασθενής, ξαπλωμένος στο ντιβάνι κι ο γιατρός τοποθετημένος πίσω του, ώστε να μη βλέπει ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Η ψυχαναλυτική συνεδρία, εξηγεί ο ψυχίατρος Ι. Κ. Τσέγκος, είναι ένα τεχνητό ψυχόδραμα, όπου παίζονται ρόλοι. Η σχέση είναι πραγματική, αλλά τεχνητή. Όχι α-ληθινή. Δεν ανασύρει το Πρόσωπο από τη λήθη.
Παραπέρα: Η απαλοιφή του Άλλου ισοδυναμεί, στο υπαρξιακό επίπεδο, με φόνο του Άλλου. Όχι μόνο του απολύτου Άλλου (του Θεού) αλλά και του συγκεκριμένου απέναντί μου Πλησίον-Άλλου. Η ψυχική πηγή της ετεροφονικής ορμής είναι η νεκροφορία του κοινωνικώς απρόσωπου αυτοαναφορικού εγώ. Σύμφωνα με τον συνταρακτικό υπαινιγμό του Χ. Μέλβιλ (Η. Παπαγιαννόπουλος, Έξοδος θεάτρου.) η αυτοαναφορική προσωπικότητα λειτουργεί σαν φέρετρο, για τον υποκείμενο προσωπικό υποστατικό της πυρήνα. Ή αλλιώς: η περί εαυτού ιδέα, ως νεκροφόρα του εαυτού. Ο φόνος του Άλλου ως αναγκαία συνθήκη για την υπαρξιακή αυτοεπιβεβαίωση της νεωτερικής προσωπικότητας. Επειδή ακριβώς ο ρόλος της φονικότητας είναι οργανικός, για τη συγκρότηση και την αναπαραγωγή της αυτοαναφορικής ταυτότητας, ο νεωτερικός πολιτισμός θεσμοποιεί τον ανταγωνισμό και αποθεώνει τον καπιταλισμό. Αυτό που ήταν η χειρότερη κατάρα για τους προνεωτερικούς πολιτισμούς γίνεται ένας πανίσχυρος κοινωνικός κινητήρας για τη Νεωτερικότητα. Η αυτοσυντήρηση, ως διεκδίκηση επεκτεινόμενης ισχύος-κυριαρχίας, περιβάλλεται τώρα την περιωπή θεμελίου του όντος. (Π. Κονδύλης, Ισχύς και απόφαση.) Στον θεσμοποιημένο ελεύθερο διαγκωνισμό για την κυριαρχία, ο Άλλος υπεισέρχεται ως θήραμα. Το «κυνήγι» δεν είναι βέβαια αυτοσκοπός. Σκοπός είναι η επιβεβαίωση της αυτοαναφορικότητας, μέσω της παρουσίας του άλλου ως «καμακισμένου θηράματος». Ο θεσμισμένος ανταγωνισμός είναι το πεδίο, όπου η άσκηση της φονικότητας διηνεκώς επιβεβαιώνει και διηνεκώς αναπαράγει τον νεωτερικό άνθρωπο, ως ιδιαίτερη ιστορική μορφή ατομικότητας.
Η νεωτερική αυτοαναφορικότητα αντιστοιχεί σε έναν ειδικό τύπο νοηματοδότησης της αυθυπερβατικής τάσης του ανθρώπου. Η αυθυπέρβαση, με βασική της εκδήλωση την κοινωνικότητα, νοηματοδοτείται εδώ ως τέχνασμα της αυτοσυντήρησης: Κατά βάθος με συμφέρει να είμαι κοινωνικός. Και γι’ αυτό είμαι! Έτσι χτίζεται η κοινωνία-σκηνή, πάνω στην οποία παίζεται το θέατρο της απρόσωπης κοινωνικότητας. Και είναι τόσο μεγαλύτερη η «κοινωνικότητα» αυτή, όσο ισχυρότερος είναι ο υπαρξιακός αυτισμός και όσο καλύτερα εμπεδωμένος ο θεσμοποιημένος ανταγωνισμός. Η πλήθυνση των «θεματικών οργανώσεων» δεν είναι εδώ ένδειξη «σφύζουσας κοινωνικότητας». Η νεωτερική κοινωνικότητα είναι πλασματική-θεατρική. Είναι ο καθρέφτης, μέσα στον οποίο το νεωτερικό Άτομο μπορεί να αναγνωρίσει, σαν ένσαρκο αυτοείδωλο, την περί εαυτού ιδέα ως αυτοαναφορικού απολύτου. Φτιαγμένη, η απρόσωπη-θεατρική κοινωνικότητα, έτσι ώστε να προσδίδει υπόσταση στο Αυτοείδωλο, είναι συνθήκη ζωτική, εκ των ων ουκ άνευ, για την αναπαραγωγή του. Γι’ αυτό και η «ριζική κοινωνική αμφισβήτηση» είναι εδώ πάντοτε φαντασιώδης. Το Αυτοείδωλο δεν μπορεί «να ανατρέψει το Σύστημα», να καταστρέψει δηλαδή τον καθρέφτη, στον οποίο χρωστά την τεχνητή-αφύσικη παρουσία του.
Η αυτοειδωλοποίηση κρύβει έναν τρισδιάστατο οντολογικό μηδενισμό: Τον μηδενισμό της αυθυπερβατικής δυναμικής του προσώπου (: Θεός = 0. Δεν υπάρχει. Ή αν υπάρχει δεν παρεμβαίνει: κούρδισε το κοσμικό ρολόι και αποσύρθηκε.). Τον μηδενισμό της αυτονομίας του συλλογικού υποκειμένου (: Συλλογική ουσία = 0. Η ομάδα δεν έχει αυτόνομη υπόσταση, είναι άθροισμα Ατόμων. Ρουσωικό ή χομπσιανό «Συμβόλαιο».). Τον μηδενισμό της σημασίας των εμπροσώπων ενεργειών-σχέσεων (: Η ανθρώπινη φύση δεν επιδέχεται ούτε χρειάζεται βελτίωση. Οι ενέργειες του υποκειμένου δεν του δίνουν καμιά δυνατότητα να υπερβεί τη «φύση» του, διότι τα πάθη του είναι «φυσικά»).
Ο οντολογικός μηδενισμός είναι επικίνδυνος, γιατί εισάγει μια φυσιοκρατική κοινωνική οντολογία, όπου η φθορά και ο θάνατος ανάγονται σε θεμέλιο του όντος. Ένας κόσμος δεσποζόμενος από τη φθορά και τον θάνατο, υποβιβάζει το αυτοαναφορικό υποκείμενο σε φανταστικό. Επιπλέον το κάνει δυστυχισμένο, καθώς το φέρνει αντιμέτωπο με την απώλεια του νοήματος. Εδώ βρίσκεται και η συστατική αντίφαση και συγχρόνως η ανησυχία του διαφωτισικού αυτοαναφορικού λόγου, ο οποίος θέλει τον κόσμο φυσιοκρατικό-εξαντικειμενισμένο, ενώ μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο απλώς αδυνατεί ο ίδιος να δικαιολογήσει τη «φυσικότητα» της διεκδίκησής του για απόλυτη αυτοαναφορική ελευθερία. Αν εμμείνει στον φυσιοκρατισμό απειλείται από τον μηδενισμό. Αν ενδώσει στον μηδενισμό απειλείται η ψυχική του δύναμη και συνοχή. Πρόκειται για την αντίφαση που κυνηγά το νεωτερικό Άτομο από την πρώτη στιγμή της ανάδυσής του στο ιστορικό προσκήνιο. (Π. Κονδύλης, Ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός.)
Ο οντολογικός μηδενισμός δεν ήταν ούτε και είναι, ωστόσο, αυτοσκοπός. Το πρόβλημα της Νεωτερικότητας δεν είναι η αδυναμία της να τον συνειδητοποιήσει και να του ασκήσει κριτική. Ενώ στις απαρχές της προσπαθούσε να τον κρύψει κάτω από το χαλί, ήδη από την εποχή του Νίτσε και του Ντοστογιέφσκι, έχει σωρεύσει αρκετό τον οξύ προβληματισμό. Ο Χάϊντεγκερ θα προτείνει μάλιστα μια ολοκληρωμένη μηδενιστική οντολογία. (Τη μόνη, κατά τον Χρ. Γιανναρά, συνεκτική εναλλακτική αντιπρόταση στην ελληνική προσωποκεντρική οντολογία.) Ο νεωτερικός άνθρωπος θα πετούσε ευχαρίστως από πάνω του τον οντολογικό μηδενισμό, αν πετώντας τον μπορούσε να διατηρήσει την αγαπημένη του αυτοειδωλολατρική ταυτότητα. Αυτό, δηλαδή, που με τίποτα δεν θέλει να πετάξει είναι η απολύτως αυτοαναφορική νοηματοδότηση της ατομικής ελευθερίας του.
Πρέπει τέλος να σημειώσουμε ότι οι μηδενιστικές οντολογικές εξισώσεις δεν αναφέρονται στην ατομικότητα αυτή καθαυτή, αλλά στη νεωτερική ιστορική μορφή της. Η προέλευση τους είναι «πολεμική». Το δυτικό Άτομο «μηδένισε» τη μεσαιωνική θεότητα, για να απαλλαχθεί από τις κολεκτιβιστικές εξουσίες, που την είχαν κάνει όργανό τους. Το ελληνικό Άτομο δεν είχε ανάγκη ένα τέτοιο ριζικό διάβημα. Ναι μεν έκλεισε στον Τάρταρο την κολεκτιβιστική «γενιά του Κρόνου» (ανάλογη μορφή «μηδενισμού») αλλά δεν τα πήγαινε καθόλου άσχημα με τον Ολυμπιακό θίασο, που εγκαθίδρυσε στη θέση της. Μόνο στην κλασική εποχή, όταν η εξατομίκευση είχε ολοκληρωθεί, άρχισε να νιώθει άβολα με τους θεούς του και τους έθεσε εκτός πολιτικής σκηνής.
2. Η συστημική απροσωπία
Ο τύπος κοινωνίας, όπου μπορεί ο καθένας να υπάρχει αφ’ εαυτού του και για τον εαυτό του, έτσι, ώστε όλα και όλοι να είναι ουδέτερα αντικείμενα, επιτυγχάνεται με τη γενικευμένη αποπροσωποποίηση.
Αποπροσωποποιούνται, πριν απ’ όλα, οι ανάγκες. Η προσωπική-ιδιαίτερη ανάγκη υποκαθίσταται, κατ’ αρχάς, από την αδιαφοροποίητη ατομική ανάγκη: τη μαζική ανάγκη. Το πρόσωπο ανάγεται σε άθροισμα «φυσικών» αναγκών. Ο μηδενισμός της αυθυπερβατικής τάσης, η απαξίωση της αρετής, η άρση των προνεωτερικών επιφυλάξεων, ως προς τη «φυσική αγαθότητα» της επιθυμίας, η πίστη στη λογική ρύθμιση των παθών, όλα αυτά αποσκοπούν στην αποπροσωποποίηση των αναγκών και μέσω αυτής στην αποπροσωποποίηση των σχέσεων. Μαζί τους αποπροσωποποιείται και η γλώσσα. Οι ανυπότακτες σημασίες αποβάλλονται μαζί με το «ασαφές» λεξιλόγιό τους. Η γλώσσα γίνεται κώδικας και κατατείνει στο new speak του Όργουελ, όπου το κράτος του Μεγάλου Αδελφού έχει κάνει τόσο αποτελεσματική δουλειά πάνω στη γλώσσα, που οι άνθρωποι δεν χρειάζεται πια να σκέπτονται, προκειμένου να μιλήσουν. Οι λέξεις βγαίνουν κατ’ ευθείαν από το λαρύγγι τους. Χωρίς να περάσουν από τον εγκέφαλο. Η «νέα γλώσσα» στερεί από το συναίσθημα και την επιθυμία το εκφραστικό λεξιλόγιο, που θα τους επέτρεπε να υπεισέλθουν σε ζωντανή σχέση. Έτσι η σχέση τυποποιείται. Το προσωπικό, το έτερο και απροσδιόριστο, απωθείται έξω από τη σφαίρα των σχέσεων. Στο πουθενά.
Η απρόσωπη κοινωνικότητα υλοποιείται χάρη στη διαμεσολάβηση των σχέσεων με συστήματα. Σύστημα είναι μια λογική μηχανή, η οποία επεξεργάζεται και μετασχηματίζει ύλες, ενέργειες και πληροφορίες, με τέτοιον τρόπο ώστε τα πρόσωπα να παίζουν μέσα σ’ αυτήν προκαθορισμένους λογικά ιεραρχημένους και απρόσωπους ρόλους. Μια επιχείρηση, ένα σχολείο, ένα νοσοκομείο, είναι συστήματα. Σύστημα είναι επίσης το πολιτικό, το δικαστικό, ή το εκπαιδευτικό σύστημα. «Σύστημα» είναι γενικώς το Κράτος, η Αγορά, ο Καπιταλισμός. Η νεωτερική κοινωνία είναι ένα πολύπλοκο δίκτυο συστημάτων. Τόσο η εθνική όσο και η διεθνής. Η αναγνώριση του κοινωνικού πεδίου, ως δικτύου συστημάτων, είναι πλέον η κυρίαρχη αναγνώριση. Η θεωρία συστημάτων είναι η κυρίαρχη κοινωνική θεωρία. Σύμφωνα μ’ αυτήν η κοινωνία αποδελτιώνεται σε «προβλήματα» και κάθε «πρόβλημα» αντιμετωπίζεται με την κατασκευή ενός συστήματος. Τα «προβλήματα» γεννούν συστήματα και τα συστήματα γεννούν «προβλήματα», που με τη σειρά τους γεννούν νέα συστήματα. Ο εκσυστημισμός του κοινωνικού πεδίου, άπαξ και πυροδοτήθηκε, έγινε μια αυτόνομη και αυτοεπιταχυνόμενη διαδικασία, η οποία ανοίγει τον δρόμο της μέσω της ενσωμάτωσης/διαφοροποίησης των συστημάτων (Ι. Τσιβάκου).
Αρχή κατασκευής και λειτουργίας κάθε συστήματος είναι η έννοια του αλγορίθμου. Της τυποποιημένης, δηλαδή, επαναληπτικής διαδικασίας, η οποία λειτουργεί με βάση την ψηφιακή-δυαδική σκέψη. Το σύστημα είναι μηχανή. Η μηχανή είναι σύστημα. Υλικό και λογισμικό. Το ουσιαστικό στη μηχανή δεν είναι το υλικό, αλλά το λογισμικό, το σύστημα. Με το «σύστημα» επιτυγχάνεται η προσομοίωση του πραγματικού σε μηχανικό. Η αλγοριθμική σκέψη είναι η κυρίαρχη μορφή σκέψης στην κοινωνία των συστημάτων. Η επιστημονική σκέψη υπηρετεί την αλγοριθμική σκέψη. Ο «καθαρός λόγος» υπηρετεί τον «πρακτικό λόγο». Η Επιστήμη υπηρετεί την Τεχνική. Το σύστημα επιλύει την αντίφαση «χάους» και «τάξης», γραμμικού και μη γραμμικού χώρου, «μη λογικού» και «λογικού», δια της απαλοιφής του «χαοτικού», του μη γραμμικού και του «μη λογικού». Ό,τι δεν επιδέχεται προσομοίωση «αφήνεται απ’ έξω». Αλλά τι ακριβώς είναι το εκάστοτε «μη προσομοιώσιμο» δεν μπορεί να απαντηθεί, διότι η απάντηση οφείλει να είναι κι αυτή προσομοιωτική. Το ερώτημα, που έχει πρακτικό ενδιαφέρον, είναι αν υπάρχουν όρια στην προσομοίωση. Θεωρητικά δεν υπάρχουν, επειδή, όπως ξέρουμε, ενώ η πραγματικότητα δεν είναι λογική, επιδέχεται απεριόριστη εκλογικευτική προσομοίωση. Ξέρουμε όμως επίσης ότι στην πράξη υπάρχει όριο κι αυτό είναι η αντοχή της Βιόσφαιρας.
Αλλά ας εμβαθύνουμε στο «μη προσομοιώσιμο». Αξιοποιώντας τον Αριστοτέλη (και την Άρεντ), μπορούμε να επισημάνουμε ότι η διαφορά ανάμεσα σε μια συνηθισμένη λογική μηχανή και στην κοινωνική λογική μηχανή, εντοπίζεται στο εξής: Ενώ η πρώτη παράγεται από κατασκευαστική εργασία (ποίηση την ονομάζει ο Αριστοτέλης), η δεύτερη παράγεται από κατασκευαστική εργασία, συν ένα άλλο είδος δραστηριότητας, που δεν είναι εργασία-ποίηση, αλλά πράξη (πάλι κατ’ Αριστοτέλη). Η κατασκευαστική εργασία αποβλέπει με αυστηρό τρόπο σε προκαθορισμένο αποτέλεσμα, που όταν το επιτύχει η διαδικασία κωδικοποιείται σε νόρμα, σε γνώμονα και μπορεί να επαναληφθεί με εξασφαλισμένη την επιτυχία. Το αντίθετο συμβαίνει με την πράξη, η οποία έχει, κατά κανόνα, αποτέλεσμα αποκλίνον απ’ αυτό που ρητά ήταν ο σκοπός της. Επί πλέον δεν έχει τέλος, γιατί πυροδοτεί νέες διαδικασίες πράξης, που συχνά έρχονται να τροποποιήσουν ή και να αναιρέσουν το αποτέλεσμα των προγενέστερων. Για όλα αυτά η πράξη δεν μπορεί να τυποποιηθεί σε έναν γνώμονα ή ακόμα να προβλεφθεί πλήρως από έναν αριθμό κανόνων. Όταν μιλάμε για «συστήματα» εννοούμε κοινωνικές λογικές μηχανές παραγόμενες από εργασία και πράξη. Η μεικτή αυτή ενεργειακή βάση τους κάνει, προφανώς, την λειτουργική λογική τους ασαφή – μη ακριβή, γιατί στη βασική ρητή λογική τους εμπλέκονται ασύμβατες υπόρρητες και συνάμα πολυαιτιοκρατικές λογικές. Ενώ έχουν στατική λογική δομή και κατά τούτο είναι μηχανές, εμπεριέχουν αφανείς αντιφατικές και εν πολλοίς ασύμβατες δυναμικές λογικές, οι οποίες δημιουργούν παράπλευρους αφανείς ελκυστές, ασταθείς και μεταβαλλόμενους, αλλά πάντοτε υπαρκτούς. Από την άλλη πλευρά κάθε σύστημα συνδέεται με άλλα συστήματα, οπότε δέχεται και τις δικές τους απρόβλεπτες επιδράσεις, πράγμα που προσθέτει στην εγγενή χαοτικότητα και μια άλλη εξωγενή. Δεν είναι απλώς θέμα «πολυπλοκότητας» ή «περιπλοκότητας», αλλά «φυσιολογικής» χαοτικής συμπεριφοράς μιας κατά βάθος μη ελεγχόμενης κατασκευής.
Αυτό που πριν απ’ όλα δεν μπορεί, η (κατά Χάμπερμας) «ακούραστη συστημική φαγάνα», να το προσομοιώσει και να το «ξεσκαρτάρει σαν δύσπεπτο υπόλειμμα», είναι λοιπόν οι ανυπόταχτες αλυσίδες πραξιακών ενεργημάτων.
Για την κατανόηση του φαινομένου πολύτιμος αρωγός είναι η μαρξιστική ορολογία, παρά την προβληματικότητά της: Θεωρούμενη από τη σκοπιά της αξίας χρήσης του σκοπούμενου αποτελέσματος, η εργασία είναι συγκεκριμένη εργασία. Θεωρούμενη όμως από τη σκοπιά της ανταλλακτικής αξίας του είναι αφηρημένη εργασία και έχει ως μέτρο αναφοράς αυτό που ο Μαρξ ονόμασε «κοινωνικά αναγκαία εργασία», ως ενσάρκωση της οποίας αναγόρευσε το χρήμα. Ένα σύστημα οργανώνει συγκεκριμένες εργασίες (λειτουργικές θέσεις, ειδικότητες κ.τ.τ.) και αν θέλει να είναι πραγματικό σύστημα, με ελπίδα επιβίωσης και ανάπτυξης μέσα στον κόσμο των συστημάτων, πρέπει να έχει κάνει πρώτα την αναγωγή, των όποιων συγκεκριμένων συστατικών εργασιών, σε αφηρημένη κοινωνική εργασία. Η δύναμη, στην οποία ο νεωτερικός άνθρωπος οφείλει την πρωτοφανή ισχύ του, είναι η δύναμη της αφηρημένης-απρόσωπης κοινωνικής εργασίας, όταν αυτή μεταβληθεί σε σύστημα. Το βιομηχανικό κεφάλαιο, η νέα αυτή πηγή πλεονάσματος και ισχύος, που έκλεισε στο μουσείο τους πολιτισμούς που στηρίζονταν στο γεωργικό κεφάλαιο, αλλά και το «μεταβιομηχανικό» κεφάλαιο, η πατενταρισμένη εργαλειακή γνώση, είναι συστήματα, που «αξιοποιούν» την αφηρημένη κοινωνική εργασία. Το εντελώς καινούργιο σε σχέση με το παρελθόν είναι η αποδέσμευση της οικονομίας από την προσωπική-συγκεκριμένη εργασία. Είναι η σκέψη με όρους αφηρημένης-απρόσωπης εργασίας και η εφαρμογή στην οργάνωσή της των ορθολογικών μεθόδων της μηχανικής και της στατιστικής. Η δομική λίστα των εξαρτημάτων κάθε συστήματος συγκροτείται από τον συγκεκριμένο εργάσιμο χρόνο, των συγκεκριμένων ανθρώπων-εργαζομένων, ανηγμένο σε απρόσωπο (αφηρημένο) «κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας». Έχουμε έτσι μια απολύτως ορθολογική κατασκευή ριψοκίνδυνα αρθρωμένη πάνω σε μια στοχαστική δομή υποτιθέμενη ως πιθανώς ελεγχόμενη.
Το αρχικό μοντέλο του συστήματος ξεκινούσε από το απλό σχήμα μιας μηχανικής κατασκευής, τακτοποιημένης σε έναν περιορισμένο χώρο. Σήμερα βρίσκεται στο στάδιο της φιλοδοξίας να προσεγγίσει το πρότυπο των ζωντανών οργανισμών, που αναγνωρίζονται ως «αυτο-οργανωνόμενα συστήματα». Η επισήμανση του αστάθμητου παράγοντα, του παρεμβαλλόμενου στον συστημικό αναπαραγωγικό κύκλο, δηλαδή της εγγενούς και εξωγενούς χαοτικότητας, κάνει όλο και πιο προσφιλή την προσφυγή στο παράδειγμα του «ζωντανού συστήματος». Ένα «σύγχρονο σύστημα» πρέπει κανονικά να είναι εφοδιασμένο με μηχανισμούς ανασύλληψης και διαχείρισης του εμφιλοχωρούντος χαοτικού δυναμικού. Να έχει κεραίες ασκημένες να συλλαμβάνουν τις πιθανές αλλαγές του εξωτερικού (αλλά και του εσωτερικού) «περιβάλλοντος». Να έχει επίσης ειδικούς αναδραστικούς μηχανισμούς έγκαιρης επεξεργασίας των «αναγκαίων προσαρμογών». Η στοίχιση στο μοντέλο του αυτοοργανωνόμενου συστήματος σχετικοποιεί σήμερα την έμμονη προσήλωση στο μηχανικό υπόδειγμα, ως προς τη δομή των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων-συνεργών του. Οι βαριές πυραμιδικές δομές χάνουν σε υποστήριξη, έναντι των «ευέλικτων» σχημάτων, που ερωτοτροπούν με την ιδέα της αυτοοργάνωσης. Ήδη τα «προηγμένα συστήματα» προικίζονται, στον μεταμοντέρνο συστημικό λόγο, με «ατομικότητα», «ένστικτο αυτοσυντήρησης» και «ταυτοποιητικό» υποσύστημα προσανατολισμού. Για να γίνουν «η ακούραστη φαγάνα της εννοιολογικής ανασύλληψης (που) ξεσκαρτάρει σαν δύσπεπτο υπόλειμμα τον ‘‘ανεπαρκώς πολύπλοκο’’ κόσμο της ζωής».
Ότι η προσφυγή στα συστήματα είναι το διαχρονικότερο και το κεντρικό χαρακτηριστικό του νεωτερικού πολιτισμού, είναι πλέον ολοφάνερο. Ως τάση, υπήρχε βεβαίως και στις προνεωτερικές κοινωνίες, αλλά εκεί είχε μια δευτερεύουσα και συμπτωματική σημασία. Μόνο στον νεωτερικό πολιτισμό έγινε θεμελιώδης κοινωνική επιλογή. Η ιστορία του νεωτερικού πολιτισμού είναι μια εκθετική δυναμική συσσώρευσης συστημάτων πάνω στη Βιόσφαιρα. Και ήδη φτάσαμε στο σημείο να απειλείται η κατάρρευση της Βιόσφαιρας και να συζητιέται η ανάγκη δημιουργίας μιας «τρίτης σφαίρας», ικανής να επιλύει τις αντιφάσεις μεταξύ Τεχνόσφαιρας-Βιόσφαιρας. Η διερώτηση για τη φύση της ζητούμενης τρίτης σφαίρας είναι πλέον κεντρικό θέμα: Τι είδους ενέργειες θα την διαμορφώνουν, αν αυτή δεν μπορεί να είναι και πάλι σύνολο συστημάτων; Είναι εφικτή η δημιουργία της ή πρέπει να περιοριστούμε απλώς στη βαθμιαία επαναφορά της Τεχνόσφαιρας σε «υποφερτά» μεγέθη; Τα ερωτήματα αυτά δείχνουν ότι η ίδια η βάση της νεωτερικής ταυτότητας (η συστημική διαμεσολάβηση-αποπροσωποποίηση των σχέσεων) κατέληξε να γίνει το κεντρικό της πρόβλημα, επαληθεύοντας παραδόξως και εδώ το επιστημολογικό δόγμα του Κουν.
Όμως η οργάνωση των σχέσεων σε συστήματα είναι απλώς το αναγκαίο μέσο για να επιτευχθεί ο αυτοαναφορικός σκοπός: η αυτοθέωση, μέσω της Επιστήμης και της Τεχνικής και το περιεχόμενό της η απαλλαγή από τη βιοτική και την κοινωνική δουλεία.
Αν η πίστη στην τεχνολογική αυτοθέωση είναι ο πρώτος μυθικός κινητήρας της νεωτερικής εξατομίκευσης ο δεύτερος είναι η υπέρβαση της δουλείας. Η μηχανή λειτουργεί στο νεωτερικό φαντασιακό σαν το υποκατάστατο του δούλου. Φαίνεται ότι ο δυτικός άνθρωπος ενώ αποτίναξε τη δουλεία, δεν μπόρεσε να χειραφετηθεί από την ψυχική ανάγκη του να έχει δούλους. Γι’ αυτό άλλωστε και καθιέρωσε την προσαγόρευση όλων ως «κυρίων». Ταύτισε το Άτομο με τον Κύριο. (Και την ερωτική σχέση με «κατάκτηση» της γυναίκας από τον άνδρα...) Δεν χωρά αμφιβολία ότι το Σύστημα είναι ήδη ένας μηχανικός υπερδούλος. Υποκαθιστά των ανθρώπινο δούλο. Και απαλλάσσει, «αντικειμενικά», τον άνθρωπο από την επίμοχθη εργασία, προσφέροντάς του «άπειρο ελεύθερο χρόνο», για «ευτυχία» (ιδιωτική απόλαυση). «Άσχετα» βέβαια αν εμείς, για λόγους «κακής οργάνωσης», τον αφήνουμε να «χαθεί»...
Μήπως αυτό δεν ήταν, άλλωστε, και το πάγιο οραματικό ιδεολόγημα του αριστερού Διαφωτισμού; Από τους πρώτους ουτοπιστές, ως και τον επιστημονικότατο Μαρξ, η τέλεια κοινωνία ήταν η μηχανοποιημένη κοινωνία. Αυτόματοι φούρνοι θα συλλέγουν τις ηλιακές ακτίνες και θα βγάζουν λαχταριστές φραντζόλες, σύμφωνα με την προγραμματική εξαγγελία του Νικήτα Χρουτσώφ στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Στην κοινωνία της «ελεύθερης αυτοπραγμάτωσης του Ατόμου», όλες τις δουλειές θα τις κάνει η κοινωνική μηχανή και οι άνθρωποι θα παίζουν, θα ζωγραφίζουν, θα ψαρεύουν, θα κάνουν κριτική, -ό,τι τους αρέσει! Η αντίθεση ατομικού-συλλογικού θα έχει καταργηθεί, γιατί το συλλογικό, καθώς θα έχει μηχανοποιηθεί, θα είναι απολύτως διαφανές. Οπότε όλες οι ανάγκες, που υποτίθεται ότι «απορρέουν» από την αδιαφάνεια του συλλογικού πεδίου, θα έχουν εξαλειφθεί: η ανάγκη της πολιτικής, η ανάγκη της θρησκείας, η ανάγκη της φιλοσοφίας, ακόμα και η ανάγκη της τέχνης. Μόνο η παιδαριωδία δεν θα είχε λόγους να εγκαταλείψει το περίφημο αυτό «βασίλειο της Λογικής».
Το θέμα δεν προσφέρεται όμως καθόλου για αστεϊσμούς. Η ολοκληρωτική συστημοποίηση της δημόσιας σφαίρας απειλεί να καταργήσει την διάκριση/αντίθεση ατομικού-συλλογικού και να κάνει πράξη τον εφιάλτη του Μέτερλινγκ στο «Λευκό μυρμήγκι». Εκεί ο λευκός τερμίτης ήταν κάποτε έλλογο νοήμον ον, το οποίο κατόρθωσε τόσο καλά να επενδύσει τη νοημοσύνη του στο κοινωνικό του σύστημα, ώστε αυτή έπαψε πλέον να του χρειάζεται σε ατομικό επίπεδο και ατρόφησε. Με αποτέλεσμα την καθήλωση του είδους του στην απόλυτη κολεκτιβιστική κοινωνικότητα, την αντιπροσωπευόμενη από την υποδειγματική μυρμηγκοφωλιά του! Το απάνθρωπο ανάλογό του θα ήταν η ολοκλήρωση των ήδη εν εξελίξει διαδικασιών υποστροφής σ’ αυτό που ορισμένοι, μεταξύ των οποίων και ο γράφων, αναγνωρίζουν ως Τεχνοφασισμό.
3. Ο Digital Man
Το Σύστημα απαλλοτριώνει τον υπαρξιακό χρόνο και τον καταψύχει λοιπόν σε λογικές μηχανές. Η διαδικασία είναι συμμετρική: η μηχανοποίηση των κοινωνικών σχέσεων προκαλεί μια οιονεί μηχανοποίηση της προσωπικότητας και αντιστρόφως.
Η ψηφιακή σκέψη, με την οποία κατασκευάζονται τα συστήματα, έχει την ιδιομορφία να απαιτεί τον εθισμό στην παράλληλη ύπνωση του επιθυμητικού και του θυμικού, δημιουργώντας έτσι τον δικό της ανθρωπότυπο: τον ψηφιακό άνθρωπο, τον Digital Man. Το θυμικό του ψηφιακού ανθρώπου στρεβλώνεται και υπαναπτύσσεται, ενώ το επιθυμητικό του υποβιβάζεται στα «βασικά ένστικτα», ώσπου κι αυτά να εξατμιστούν: να διανοητικοποιηθούν και οπτικοποιηθούν. Η κατά φύσιν σχέση, όπου το λογιστικό, ελέγχει το θυμικό κι αυτό ελέγχει το επιθυμητικό, αντιστρέφεται σε παρά φύσιν. Το επιθυμητικό κυριαρχεί στο θυμικό και μαζί υπαγορεύουν τις «θελήσεις» τους στο υποτακτικό λογιστικό. Χάρη στην ιδιάζουσα αυτή ανωμαλία του ψυχισμού του ο ψηφιακός άνθρωπος δεν έχει αυτορρυθμιστικό σύστημα και το αναπληρώνει υποτασσόμενος στις ρυθμίσεις που του επιβάλλει η κατάτμηση του χρόνου του σε «χρονοανταλλακτικά» των υπερκείμενων συστημάτων που τον ενσωματώνουν. Τα υπερκείμενα συστήματα ελέγχουν το φαντασιακό του ψηφιακού ανθρώπου με τη βιομηχανία της εικόνας και την μελετημένη διαχείριση του μιμητισμού που διέπει την επιθυμία. Χειρίζονται άριστα την φοβικότητα του θυμικού, τον μιμητισμό του επιθυμητικού και την εικονοβορία του λογιστικού. Μπορούν έτσι να κατευθύνουν την επιθυμία, χρησιμοποιώντας ως ενδιάμεσο τον διανοητικό υπηρέτη της: την ψηφιακή σκέψη. Αυτή διατυπώνει τις «ανάγκες» της μιμητικής επιθυμίας στη 0-1 δυαδική γλώσσα που καταλαβαίνει ο συστημικός Λεβιάθαν κι αυτός αναλαμβάνει να τις ικανοποιήσει. Οι φυσικές γλώσσες του θυμικού και του επιθυμητικού δεν του λένε τίποτα. Με τον τρόπο αυτό το Σύστημα ικανοποιεί τις «ανάγκες» του ατόμου «ξεσκαρτάροντας σαν δύσπεπτο υπόλειμμα» ό,τι δεν μπορεί να εκφραστεί στην ψηφιακή γλώσσα. Η ηδονιστική ευδαιμονία, οριοθετημένη στο πεδίο της κατανάλωσης και διεμβλημένη ως «ιδία επιθυμία», μεταβάλλεται σε νοηματοδοτικό άξονα του εγώ.
Η περίφημη «εσωτερικότητα» του νεωτερικού ατόμου, η υμνολόγηση της οποίας δονεί ακόμη το νεωτερικό στερέωμα, χάνει κάθε πραγματικό αντίκρισμα, καθώς δεν ολοκληρώνεται παρά μέσω της κυριαρχικής παρεμβολής του εξωτερικού Συστήματος. Ήδη ο Μαρξ είχε αντιληφθεί την αυτοαναιρετική κατάληξη της νεωτερικής εξατομίκευσης, όταν έβλεπε τη βιομηχανία σαν το ανοιχτό βιβλίο της νεωτερικής ψυχής. Παρά την υστερική επιθυμία του ψηφιακού ανθρώπου «να είναι ο εαυτός του», τίποτα δεν διαφοροποιεί τον «εαυτό» του από τη συστημική ενδοβολή των συστημικών ρυθμίσεων που τον χειραγωγούν. Δεν είναι μόνο η παθητικοποιημένη μάζα, που υπακούει στον τύπο αυτό, αλλά και το περίφημο «διανοητικό κεφάλαιο». Και βέβαια ο superman που στελεχώνει το administration - κάτι που δεν είναι πλέον διοίκηση ανθρώπων, αλλά «διοίκηση συστημάτων» (: ημιαυτοματοματισμένη διαχείριση αυτομάτων). Είναι ο τύπος που κατασκευάζει και εξαπολύει τις «έξυπνες βόμβες» του εναντίον αόπλων. Και μάλιστα για «ανθρωπιστικούς» σκοπούς.
Το σύστημα απαλλοτριώνει τον υπαρξιακό χρόνο και τον καταψύχει σε λογικές μηχανές. Η διαδικασία είναι συμμετρική: η μηχανοποίηση της κοινωνίας προκαλεί την εκμηχάνιση της προσωπικότητας και αντιστρόφως. Η μόνη αρετή, που χρειάζεται εδώ, είναι η εργαλειακή σκέψη. Να αναπτυχθεί δηλαδή η ψηφιακή συσκευή του λογιστικού, ενώ τα άλλα μόρια να μείνουν στη «φυσικότητά» τους. Για το ανώτερο μέρος του λογιστικού, τον αθάνατο ποιητικό νου του Αριστοτέλη, φυσικά ουδείς λόγος. Αυτός έχει κηρυχθεί εξ αρχής ανυπόστατος (μηδενιστικές οντολογικές εξισώσεις). Κατά μείζονα λόγο δεν υπάρχει θέση για τη σφαιρική νόηση (Μήτις των αρχαίων, Νήψις των βυζαντινών). Ούτε βεβαίως για την απόλυτη δύναμη: τη σταυρική Αγάπη.
Ο άνθρωπος που φτιάχνεται με την συστημική μονοκαλλιέργεια είναι εντελώς χιμαιρικός. «Δράκος οπίσω, λέοντας εμπρός, στη μέσην αίγα, κι ήσαν τα σπλάχνα της φωτιά και φλόγες η πνοή της» (Ιλιάδα). Η φωτιά στα σπλάχνα της συστημικής Χίμαιρας είναι το απωθημένο χαοτικό δυναμικό, το οποίο συγκεντρώνεται στις διασυνδέσεις των συστημάτων και ξερνιέται περιοδικά, επί δικαίων και αδίκων. Η αθώα λέξη «κρίση» χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον εν λόγω τρομακτικό μηχανισμό, αλλά κρύβει την αληθινή του φύση.
Ξαναπιάνοντας τη συστημική λογική της αποπροσωποποίησης, αντιλαμβανόμαστε ότι κάθε σύστημα είναι στην ουσία μια «αντλία χάους». Αντλεί το «χάος», που εμπεριέχεται στις κοινωνικές σχέσεις, για να τις υπαγάγει σε μια τεχνητή-αλγοριθμική «τάξη». Το αντλούμενο διοχετεύεται στο «περιβάλλον» του συστήματος. Όμως το περιβάλλον δεν είναι πλέον μόνον ο «βιόκοσμος», η Βιόσφαιρα, στην οποία πετάμε τα κάθε λογής «απόβλητα». Είναι περιβάλλον συστημάτων. Το «αποδιωγμένο χάος», μη έχοντας πού να «πάει», συσσωρεύεται στο πεδίο των διασυστημικών σχέσεων, όπου και κινείται ανεξέλεγκτα, ώσπου να ξεσπάσει στον «κρίκο» που θα βρει «αδύνατο». Όσο περισσότερη «τάξη» εγκαθιδρύεται με τη «συστημοποίηση», τόσο περισσότερο είναι το χαοτικό δυναμικό που συσσωρεύεται στο «σύνολο» του Συστήματος και διαρρέει τα διασυστημικά δίκτυα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορεί να «συλληφθεί» το συνολικό χαοτικό δυναμικό, από ένα «υπερσύστημα», γιατί κάθε σύστημα είναι σε θέση μόνο να το παροχετεύει. Όχι να το εκμηδενίζει. Το πρόβλημα είναι άλυτο και κάθε σύστημα προσπαθεί να το φορτώσει στο διπλανό του. Ο σχετικός ανταγωνισμός, το ειδικό βάρος του οποίου αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου, αποβαίνει πάντοτε εις βάρος των πιο αδύνατων συστημάτων, που δεν είναι οπωσδήποτε και τα πιο μικρά. Αλλά το χαοτικό δυναμικό δεν εξαντλείται με τις αποφορτίσεις. Η αλγοριθμική τάξη δεν καταργεί το χάος, αλλά το προϋποθέτει και το αναπαράγει. Το κοινωνικό πεδίο δεν μπορεί να «καθαρθεί» από το χάος, επειδή το σύστημα, ως επαναληπτική διαδικασία, αναδημιουργεί το χαοτικό του υπόβαθρο, τυποποιώντας και αποσυνθέτοντας τα υποκείμενα που αποτελούν τους φορείς του.
Η τυποποίηση-κονιορτοποίηση του Ατόμου είναι η πηγή του χάους. Το κενό μέσα του δεν είναι «κενό» με την έννοια της Φυσικής. Είναι εκρηκτική δύναμη. Το διαλυμένο Άτομο είναι βόμβα χαοτικού δυναμικού, έτοιμη να εκραγεί. Ικανή να καταστρέψει τα πάντα, αν ο κατάλληλος καταλύτης-πυροκροτητής τη συντονίσει με τις υπόλοιπες. Πράγμα σύμφυτο με τη χιμαιρική δομή του ψηφιακού ατόμου, «που είναι τα σπλάχνα του φωτιά και φλόγες η πνοή του».
4. Στους αντίποδες
Όπως γνωρίζουμε η αυτονομία της ελληνικής ατομικότητας είναι αναφορική και στηρίζεται στην αμεσότητα των σχέσεων. Το αντίθετο δηλαδή από τη νεωτερική. Η συλλογική προβολή των διαφορών αυτών είναι φανερή στην απόλυτη ανομοιότητα της νεωτερικής και της ελληνικής πόλης.
Η νεωτερική πόλη είναι συσσωμάτωση αστών-επιχειρηματιών ενώ η αρχαιοελληνική πόλις ήταν συσσωμάτωση αστών-πολεμιστών. Βάση της μιας ο εργάτης-δούλος της βιομηχανίας, της άλλης ο εργάτης-δούλος της γης. Ο πολίτης-οπλίτης-δουλοκτήτης δεν υπάρχει στη νεωτερική εποχή. Με το να γίνει ο ελεύθερος εν μέρει δούλος και ο δούλος εν μέρει ελεύθερος, καταργήθηκε η οξεία διάκριση ελεύθερου-δούλου. Λέει ο Ρουσσώ: «Εσείς οι νεώτεροι λαοί δεν έχετε δούλους, μα είστε δούλοι εσείς οι ίδιοι. Εξαγοράζετε τη δική τους ελευθερία με τη δική σας ... Τη στιγμή που ένας λαός διορίζει εκπροσώπους του, δεν είναι πια ελεύθερος, παύει να υφίσταται». Συμφωνεί δε και ο Μαρξ: «Ο Ροβεσπιέρος, ο Σαιν Ζυστ και το κόμμα τους, υπέκυψαν γιατί μπέρδεψαν την αρχαία πολιτεία, που ήταν ρεαλιστική και δημοκρατική και στηριζόταν στα θεμέλια της πραγματικής δουλείας, με το νεώτερο αντιπροσωπευτικό κράτος, που είναι πνευματοκρατικό και δημοκρατικό και στηρίζεται στη χειράφετο δουλεία, την αστική κοινωνία». Ενώ για τον Μπενζαμέν Κονστάν η αντιπροσωπευτικότητα είναι η «εγγύηση της ατομικής ελευθερίας», από τον Μαρξ αναγνωρίζεται ως φενάκη.
Η αρχαία πόλις, όπως άλλωστε και η μεσαιωνική (societas civilis), στηρίζονταν στο αγροτικό οικονομικό πλεόνασμα, ενώ η νεωτερική στο βιομηχανικό. Πίσω από το δεύτερο βρίσκεται, κατά Μαρξ πάντα, η μεγαλύτερη παραγωγική επανάσταση της ιστορίας: η μετάβαση από τη συγκεκριμένη (προσωπική) εργασία στην αφηρημένη (απρόσωπη) κοινωνική εργασία. Η συστημική αξιοποίηση της αφηρημένης κοινωνικής εργασίας δημιούργησε μια τρομακτική ισχύ, ασυγκρίτως υπέρτερη της ισχύος που μπορούσε να εξαχθεί από την αξιοποίηση της συγκεκριμένης εργασίας. Στα συγκριτικά πολυώνυμα της ισχύος (ιδεολογικής, οικονομικής, στρατιωτικής) η υπεροχή της νεωτερικότητας καταδείχτηκε πολλαπλάσια. Η τύχη του προνεωτερικού κόσμου ήταν πια προδιαγεγραμμένη: η καταστροφή, ο κατακερματισμός, ο ευνουχισμός και η ενσωμάτωσή του. Ο νεωτερικός ατομικισμός άλλαξε άρδην αυτό που ήταν η αναπόδραστη μοίρα του ελληνικού ατομικισμού: το να είναι δηλαδή μια ευάλωτη νησίδα στον ωκεανό της κολεκτιβιστικής «βαρβαρότητας». Το πρόβλημα της κοινωνικής αναπαραγωγής και της ηγεμονίας του Ατόμου πάνω στον κολεκτιβιστικό άνθρωπο, λύθηκε ως δια μαγείας. Βάση της εσωτερικής κοινωνικής αναπαραγωγής και συνάμα της εξωτερικής ηγεμονίας, είναι το Σύστημα. Ως κοινωνικός σχηματισμός το Σύστημα δεν είναι ένας περιφερειακός σχηματισμός. Είναι εξαρχής κεντρικός και μετασχηματίζει τους άλλους σε περιφέρειά του, γιατί εκτός από ισχύ, έχει εξ αρχής δυνητικά μέσα του τη δική του οικουμένη, με έτοιμο το σύστημα της διαχείρισής της. Πράγματι, για να λειτουργήσει επεκτατική συσσωμάτωση, βασισμένη στην αρχή της ηγεμονίας, πρέπει ο επεκτεινόμενος να είναι σε θέση να αναπαράγει, προς όφελός του, μια άνιση κατανομή ισχύος. Η ηγεμονία, στη νεωτερική εκδοχή της, βασίζεται σε κάτι το καινοφανές, αλλά και κατ’ αρχήν πολύ απλό: αν κατορθώσω να καθορίζω εγώ τις ανάγκες σου, με μέσα που μόνο εγώ διαθέτω, ή με μέσα όπου εγώ κρατώ το προβάδισμα, σε διατηρώ συνεχώς σε εξαρτημένη σχέση. Ελέγχω έτσι με ένα σταθερό τρόπο προς όφελός μου τον ανισοκατανεμητή της ισχύος. Βεβαίως το πρόβλημα της ηγεμονίας στις σχέσεις των κρατών στο εσωτερικό της νεωτερικότητας παραμένει άλυτο.
Το Σύστημα κατορθώνει, επιπλέον, μια εκπληκτική «εξημέρωση» του πολέμου, δια της μετατροπής του σε οικονομικό πόλεμο, πράγμα που τον μεταβάλλει σε παραγωγική δύναμη ζωτική για την ανάπτυξη του ως Σύστημα. Ο ηρακλείτειος Πόλεμος δεν παύει, βέβαια, να είναι «πάντων πατήρ». Αρχικά έχουμε τον απηνή πόλεμο εναντίον των αγροτών, κεντρικών και περιφερειακών: «πρωταρχική συσσώρευση» και λεηλασία των κατακτημένων (οι «σταυροφορίες» ανήκουν πάντα σ’ αυτή την κατηγορία). Στη συνέχεια ο στρατιωτικά κερδισμένος συσχετισμός δυνάμεων κατοχυρώνεται θεσμικά και το κέντρο βάρους της κοινωνικής αναπαραγωγής μετατοπίζεται στον οικονομικό πόλεμο. Ο επιχειρηματίας δεν είναι πολίτης-οπλίτης, αλλά δεν παύει να είναι ένα είδος πολεμιστή. Η Αγορά είναι θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά ο κλασικός πόλεμος ποτέ δεν χάνει τον λειτουργικό ρόλο του. Η παλιά αρχή, ότι η στρατιωτική ισχύς είναι η εγγύηση της πολιτικής και της οικονομικής ισχύος, εξακολουθεί να ισχύει. Το βούτυρο και τα κανόνια πηγαίνουν μαζί. Ηθικολογούν ασύστολα οι ιππότες του οικονομικού πολέμου, αλλά δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να καταφύγουν στον κλασικό πόλεμο, αν δουν ότι χάνουν τον οικονομικό πόλεμο. Βέβαια, σήμερα, που ο πλανήτης έχει γίνει οικουμένη-χωριό και οι «βάρβαροι» (που πάντα ήταν «μια κάποια λύσις») έχουν εξολοθρευτεί, είναι κάπως δύσκολο να χρησιμοποιηθεί ο πατέρας-πόλεμος, στην έκταση που «χρειάζεται».
Η σημερινή πραγματικότητα του μεταμοντέρνου παθητικού μηδενισμού, του μαζικού ηδονισμού και της εικονικής δημοκρατίας, δεν αλλάζει το ηρακλείτειο δεδομένο. Στα κέντρα του το νεωτερικό Άτομο σκάει από το πάχος και το άγχος, ενώ στην περιφέρειά του (την εσωτερική και εξωτερική) πνίγεται στον ωκεανό της ανομίας και της εξαθλίωσης. Η αντίφαση το τοποθετεί αδυσώπητα στην ηρακλείτεια σφαίρα. Καθώς έχει ολοκληρώσει την ανοδική εξελικτική διαδρομή του και υπερώριμο πλέον αρχίζει να αποσυντίθεται, δεν πρέπει εμάς τους Έλληνες να μας καταθλίβει και τόσο πολύ η αποτυχία μας να του «μοιάσουμε». Καιρός να συνειδητοποιήσει ο σύγχρονος Έλληνας (ελθών εις εαυτόν) ότι στη βάση του δορυφορικού και νόθου χαρακτήρα της ελληνικής νεωτερικότητας, βρίσκεται η ασυμβατότητα των δύο αξόνων της ελληνικής ταυτότητας, του προνεωτερικού και του νεωτερικού, η αντίθετη εξελικτική τροπή του ελληνικού και του νεωτερικού Ατόμου. Ότι δηλαδή η ελληνική ατομικότητα είναι βιωματική και οικοδομεί συμβίωση στην αμεσότητα των σχέσεων μεταξύ προσώπων όψει γνωστών και γι’ αυτό δεν μπορεί να ενσωματώσει τη νεωτερική, που είναι αποπροσωποποιητική και μηχανιστική. Τώρα όμως, που το νεωτερικό μας ίνδαλμα έχει χάσει την «προμηθεϊκή» ορμή του και αισθάνεται όλο και περισσότερο αιχμάλωτο των συστημάτων που κατασκεύασε, ανήμπορο να υψωθεί πάνω απ’ αυτά και να λύσει τις αντιφάσεις Τεχνόσφαιρας – Βιόσφαιρας, Συστημάτων και Εξατομίκευσης, βλέπουμε και τις δυό μας, τη νεωτερική και την ελληνική ατομικότητα, να έρχονται επιτέλους στον ίδιο παρονομαστή. Στο ίδιο γνωστό δίλημμα: ή προς τα μπρος, προς το Πρόσωπο ή προς τα πίσω: προς έναν νέο κολεκτιβισμό, τεχνοφασιστικό αυτή τη φορά.
Συμπερασματικά: Ενώ η συστημική απροσωπία επελέχθη ως αναγκαία προϋπόθεση για την κατάκτηση της απόλυτης αυτοαναφορικής ελευθερίας, η ανάπτυξη των συστημάτων έρχεται τελικά να την αναιρέσει εκ των έσω. Με τη σειρά της αυτή η «έκλειψη του υποκειμένου», υπονομεύει την ικανότητά του να διαχειρίζεται την αναπαραγωγή των συστημάτων και τις κρίσεις τους. Πρόκειται για κανονικό φαύλο κύκλο. Οι προτεινόμενες απαντήσεις από το αδιέξοδο αυτό είναι τρεις: α) Η φουνταμενταλιστική «επιστροφή» στην προνεωτερική-προτεχνολογική εποχή. β) Η εκσυγχρονιστική εμμονή στον τεχνολογικό μεσσιανισμό. Και γ) η μετανεωτερική αναζήτηση μιας «Τρίτης σφαίρας», όπου θα λύνεται η αντίφαση Βιόσφαιρας-Τεχνόσφαιρας. Ή όπως εμβληματικά το έχει διατυπώσει ο Μάμφορντ: «Η δυνατότητά μας να πάμε πέρα από τη μηχανή βασίζεται στη δύναμή μας να αφομοιώσουμε τη μηχανή. Μέχρι να αφομοιώσουμε τις γνώσεις της αντικειμενικότητας, της απροσωπίας και της ουδετερότητας και τα μαθήματα από το μηχανικό βασίλειο, η εξέλιξή μας δεν μπορεί να προχωρήσει προς την πιο πλούσια οργανική, βαθύτερη ανθρώπινη υπόσταση». Η ύπαρξη όμως της δυνατότητας αυτής βασίζεται στην υπόθεση ότι υπάρχει ανθρωπολογικός τόπος πέρα από το Άτομο. Ότι μπορεί να αναδυθεί ένας άλλος τύπος ανθρώπου, ελεύθερος τόσο από τη φυσική όσο και από την τεχνολογική-συστημική μηχανικότητα. Αλλιώς οι σχετικές σκέψεις εκφυλίζονται σε ρομαντικές ονειροπολήσεις.
πηγή: Aντίφωνο
Πρόλογος 2013
Οι αναλύσεις για την εξελισσόμενη εθνική κρίση είναι πλέον αναρίθμητες. Πολιτικές, οικονομικές και ηθικολογικές. Κοινός παρονομαστής τους το παραδοσιακό ερώτημα: «τις πταίει;». -Φταίει η πολιτική ηγεσία, λένε οι μεν. Φταίει ο λαός που τους ψηφίζει, συμπληρώνουν οι δε. Φταίει κι ο καθένας μας χωριστά, λένε όλοι, επειδή είμαστε καλοπερασάκηδες και απερίσκεπτοι αμοραλιστές. Ή αλλιώς: φταίτε και σεις οι δήθεν ανεύθυνοι, αφού «μαζί τα φάγαμε»... Πριν απ’ όλα βέβαια φταίει ο Ιμπεριαλισμός. Αλλά μαζί του φταίει κι ο λαός, που παρά τις εκκλήσεις δεν ξεσηκώνεται εναντίον του. Που αρνείται να δεχτεί ότι υπάρχει εναλλακτική λύση και είναι δεδομένη: ο σοσιαλισμός και ο εν συνεχεία κομμουνισμός...
Και ασφαλώς, εφόσον υπεύθυνοι για την καταστροφή είμαστε «εμείς οι ίδιοι», έπεται κατ’ ανάγκην ότι είμαστε και οι πλέον ακατάλληλοι να μας σώσουμε... Γι’ αυτό και εναποθέσαμε την πάσαν ελπίδα μας στα στιβαρά χέρια του γερμανικού Διευθυντηρίου της ευρωπαϊκής μας Οικογένειας. Άλλη λύση δεν βλέπουμε. Και ελπίζουμε, ότι είναι «θέμα χρόνου» να ολοκληρωθεί ο «κύκλος» της κρίσης και να «επιστρέψουμε στην ανάπτυξη». Άλλωστε, όπως ξέρουν και τα μικρά παιδιά, οι κρίσεις του καπιταλισμού δεν κρατούν για πάντα. Υπομονή λοιπόν και όλα θα πάνε καλά!
Αν και δεν βλέπω λογικό ειρμό σε όλα αυτά δεν θα τα κρίνω. Ούτε οικονομολόγος είμαι, ούτε πολιτικός επιστήμων και γενικά ούτε καν πανεπιστημιακός. Δεν αποκλείεται, εξ άλλου, να τα αποδελτιώνω και λάθος. Γι’ αυτό και στέκομαι αποκλειστικά στις μελέτες που έχω κάνει ο ίδιος, -παρότι αναφέρονται στον τελείως διαφορετικό γνωστικό χώρο της πολιτισμικής ανθρωπολογίας. Βέβαια στο γνωστικό αυτό πεδίο βλέπουμε τα φαινόμενα από τη σκοπιά της μεγάλης διάρκειας και είναι επισφαλές να κάνει κανείς εξειδικευτικές καταδύσεις στο επίπεδο της βραχείας διάρκειας.
Στο κείμενο που ακολουθεί θα παρουσιάσω την γενική εικόνα που λαμβάνει κανείς αν κοιτάξει την εποχή μας με τα γνωσιολογικά γυαλιά της εν λόγω ανθρωπολογίας. Το συμπέρασμα που βγάζω από την εικόνα της «μεγάλης κλίμακας» είναι εντελώς αντίθετο από τις κρατούσες στη «μικρή κλίμακα» και λέει ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα έτσι όπως είμαστε ... Πρόκειται βέβαια για το δικό μου συμπέρασμα. Ο αναγνώστης μπορεί να βγάλει το δικό του. Η ανάλυση έχει την αυτονομία της. Γράφτηκε άλλωστε αρκετά χρόνια πριν το 2009. (Σ’ αυτήν βασίστηκε, πιο συγκεκριμένα, το κεφ. 1 του μέρους ΙΙΙ του βιβλίου Αυτοείδωλον εγενόμην... Αρμός 2005.)
Η ΑΥΤΟΘΕΩΣΗ, Η ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΑΠΡΟΣΩΠΙΑ, Ο DIGITAL MAN ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ
H Νεωτερικότητα (ο νεωτερικός πολιτισμός) στηρίχτηκε σε δύο παραδόσεις: τη λατινική-κολεκτιβιστική και τη νορδική-ατομοκρατική, σε μια «αντιγραικική» (contra errores graecorum) αντιφατική συγκόλληση, υπό νορδική ηγεμονία. Το ανθρωπολογικό πρότυπο της νεωτερικής συγκόλλησης, ήταν το νεωτερικό Άτομο, -«άτομο» μεν αλλά πολύ διαφορετικό από την προηγούμενη ιστορική μορφή του, το ελληνικό Άτομο. Η ειδοποιός διαφορά του νεωτερικού Ατόμου είναι η συστημική απροσωπία της αυτοαναφορικότητάς του. Το Άτομο αυτό συγκροτήθηκε στη βάση μιας ακαταγώνιστης «προμηθεϊκής» ορμής για την «κατάκτηση του ουρανού», με αντίτιμο ακριβώς την αποπροσωποίησή του και την υπαρξιακή αποξένωσή του μέσα στον ασφυκτικό κλοιό των συστημικών προϋποθέσεών του. Τα στοιχεία αυτά, τα εντελώς ξένα προς την ελληνική ατομικότητα, καθόρισαν και την τραγική αδυναμία αυτής της τελευταίας να τα ενσωματώσει, ώστε να φτιάξει μια λειτουργική, μη σχιζοειδή, εκδοχή ελληνικής νεωτερικής ταυτότητας. Ας τα δούμε από πιο κοντά.
1. Η αυτοθέωση
Η αυτοαναφορικότητα νοηματοδοτεί, κατ’ αρχάς, τη νεωτερική σημασία της ατομικής ελευθερίας. Ελεύθερος είναι ο αυτοαναφορικός άνθρωπος: ο αυτο-νοηματοδοτούμενος, ο αυτο-προσδιοριζόμενος, ο αυτο-εφευρισκόμενος, ο αυτο-πραγματωνόμενος.
Η νεωτερική αυτοαναφορικότητα ορίζει την ατομική ελευθερία μου ως τρόπο να υπάρχω άσχετα-ανεξάρτητα από την παρουσία του Άλλου. Του Άλλου ως μεταφυσικού και φυσικού κόσμου, αλλά και ως συνανθρώπου-Πλησίον. Ως προς τα δύο πρώτα το πράγμα είναι κατανοητό και εμφανές στην ίδια την πολιτισμική μας πραγματικότητα: Έχουμε έναν παγκόσμιο πολιτισμό, ο οποίος δεν πιστεύει ότι υπάρχει κάτι που να τον υπερβαίνει. Έχει υποτάξει όλες τις προ αυτού υπέρτερες μεταφυσικές και φυσικές δυνάμεις. Τα μαύρα λάβαρα του Marlow είναι ήδη καρφωμένα στο στερέωμα. Και η σφαγή των θεών έχει πραγματοποιηθεί από καιρό. Ο κόσμος (ο φυσικός κι ο μεταφυσικός) έγινε ουδέτερος σωρός ύλης-ενέργειας. Ο νεωτερικός-τεχνοσυστημικός άνθρωπος είναι τώρα ο μοναδικός αληθινός θεός: ο Ανθρωποθεός. Η Ιστορία είναι η Βίβλος της Αποκάλυψής του.
Η πλέον απόλυτη μορφή συλλογικής αυτοαναφορικότητας-αυτονομίας ήδη επιτυγχάνεται, καθώς ο τεχνητός κόσμος επεκτείνει συνεχώς την κυριαρχία του πάνω στον φυσικό κόσμο. Τα όποια «κόστη» (οικολογικά κ.ά.) είναι «προσωρινά», αφού για τον «προμηθεϊκό» τούτον άνθρωπο δεν υπάρχει πρόβλημα που προοπτικά να μην είναι τεχνολογικώς αντιμετωπίσιμο. Μπρος στην κοινωνική πραγμάτωση της αυτοαναφορικότητάς του διαλύεται κάθε άλλη πραγματικότητα. Η ατομική αυτονομία, ως κλάσμα της τεχνολογικώς κεκτημένης και εκθετικώς αυξανόμενης συλλογικής αυτονομίας, έναντι της Φύσης και της Μεταφύσης, βλέπει τον ορίζοντά της να προεκτείνεται δυνητικά μέχρι το άπειρο. Η πλήρης και ουσιαστική εξατομίκευση της συλλογικής αυτονομίας, αναμένεται, αργά ή γρήγορα, να υπερβεί και το όριο-σκάνδαλο του θανάτου. Το νεωτερικό άτομο μπορεί να γίνει αθάνατο, χάρη στην ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας. Ξέρει ήδη καλά ότι η μηχανή δεν πεθαίνει, όταν για κάθε εξάρτημά της υπάρχουν ανταλλακτικά. Η προσδοκία της αυτοθέωσης, η μεσσιανική ουσία του νεωτερικού εξατομικευτικού μύθου, αναμένει αναπόφευκτη την επαλήθευσή της.
Τη Φύση μπορούμε να την παρακάμψουμε. Αρκεί να φτιάξουμε έτσι την κοινωνία, ώστε η Φύση να μην αποτελεί εμπόδιο στην πραγμάτωση της αυτοαναφορικής ατομικότητας. Αφ’ ης στιγμής η φύση είναι «απεριόριστα εκλογικεύσιμη» και άρα κυριαρχήσιμη, ο σκοπός δεν είναι ανέφικτος. Βασισμένοι στην αρχή αυτή μπορούμε να κατασκευάσουμε έναν τεχνητό κόσμο, να κλειστούμε μέσα σ’ αυτόν και τη Φύση να την αφήσουμε «απ’ έξω». Τι είναι η νεωτερική μεγαλούπολη, η χτισμένη μέσα στην Τεχνόσφαιρα και πάνω στη Βιόσφαιρα, έτσι ώστε η ενοχλητική παρουσία αυτής της τελευταίας να μην περιορίζει τον αυτοαναφορικό μας ορίζοντα;
Βεβαίως, για να πετύχει το στρατήγημα, ζωτική προϋπόθεση ήταν να ξεμαγευτεί-απομυθοποιηθεί ο Κόσμος. Ο αρχαιοελληνικός κόσμος, για παράδειγμα, ο «πλήρης θεών», με τίποτα δεν θα μπορούσε να δεχτεί το νεωτερικό εγχείρημα. Ήταν επίσης απαραίτητο να «απομυθοποιηθεί» το υποκείμενο, «να σφαχτούν οι θεοί» του, ώστε να απελευθερωθεί και να μεγαλουργήσει το αποτελεσματοκρατικό-χρησιμοθηρικό και πειραματικό-επιστημονικό πνεύμα. Παραδόξως, τότε μόνο θα ελευθερωνόταν από τα μεταφυσικά συμφραζόμενά της και η «αυτοαναφορικώς» μεθερμηνευόμενη χριστιανική αλήθεια για τη «βασιλεία του θεού» που είναι «μέσα» μας.
Αν η παρουσία της Φύσης και της Μεταφύσης επιδέχεται απαλοιφή, πώς ωστόσο παρακάμπτεται ο πανταχού παρόν Πλησίον-Άλλος; Το θέμα δεν είναι να τον εξαφανίσω, ως φυσική παρουσία, ούτε να κλείσω τα μάτια για να μην τον βλέπω. Ακόμα και στο νησί του αυτοαναφορικού Ροβινσώνα είναι απαραίτητος ο μαύρος, ο Παρασκευάς... Το θέμα είναι πώς ο αυτοαναφορικός μου ορίζοντας δεν θα απειλείται από την ενοχλητική παρουσία του Πλησίον-Άλλου. Πώς θα συνυπάρχουμε, ως αυτοαναφορικές - άσχετες μεταξύ τους ατομικότητες και οι αυτοαναφορικοί μας ορίζοντες δεν θα συμπλέκονται ούτε καν θα εφάπτονται.
Δύο αιώνες πλήρους Νεωτερικότητας απέδειξαν ότι το πρόβλημα επιδέχεται λύση. Αρκεί, πριν απ’ όλα, να συνομολογηθεί ότι η αγνόηση της προσωπικής ετερότητας είναι το θεμέλιο, το πρόταγμα, η πολιτισμική επιλογή, ο άξονας αναφοράς της κοινωνικής μας συγκρότησης. (Χρ. Γιανναράς, Η απροσωπία του δικαιώματος). Εφόσον είμαστε Άτομα, αποφασισμένα να αυτοεπιβεβαιώνονται ως απρόσωπη σχέση, η κοινωνία που θα συγκροτήσουμε πρέπει να μας εκδέχεται ως Άτομα απρόσωπα, ως κλώνους καλύτερα μιας απρόσωπης αυτοαναφορικής κοινωνικής ουσίας. Το δεύτερο προαπαιτούμενο, είναι η πάση θυσία αποφυγή της αμεσότητας των σχέσεων. Γιατί στην άμεση σχέση είναι αδύνατο να μην επισυμβεί η ανάδυση της επίφοβης προσωπικής ετερότητας. Η παρουσία της προσωπικής ετερότητας του πλησίον-άλλου κινδυνεύει να διατρήσει τον απρόσωπο πλακούντα, μέσα στον οποίο ενοικεί η αυτοαναφορική ατομικότητά μου. Οι σχέσεις μας πρέπει να είναι πάντοτε διαμεσολαβημένες, ώστε να λειτουργεί η τεχνητή αποπροσωποποίησή τους. Η απρόσωπη διαμεσολάβηση των σχέσεων, μαζί με την καταστατική απροσωπία του υποκειμένου, θα ήταν οι αναγκαίοι και ικανοί όροι για την εφικτότητα του αυτοαναφορικού κοινωνικού εγχειρήματος.
Στην ενόραση του Σαρτρ «κόλαση είναι ο άλλος». Πιο συγκεκριμένα: «όταν τρία άτομα μοιράζονται το ίδιο κελί». Είναι «κόλαση», γιατί οι σχέσεις είναι εκεί άμεσες και το πρόσωπο του νεωτερικού Ατόμου δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από ένα απρόσωπο εξατομικευμένο κοινωνικό προσωπείο. Η εγγύτητα εμποδίζει τη λειτουργία της απρόσωπης κοινωνικότητας. Οι συμπαραδηλώσεις στο κείμενο του Σαρτρ (Κεκλεισμένων των θυρών) είναι συγκλονιστικές: Είναι τρεις στο ίδιο κελί. Μιλάμε για ένα να κελί στην Κόλαση. Όπου μάλιστα τα κλειδιά είναι από μέσα, αλλά οι κολασμένοι δεν διανοούνται να ανοίξουν την πόρτα και να δραπετεύσουν. Και γιατί είναι κολασμένοι; Επειδή δεν μπορούν, συνασπιζόμενοι οι δύο εναντίον του τρίτου, να τον σκοτώσουν. Είναι ήδη νεκροί. Πιο νεκροί δεν γίνεται. Η διέπουσα τον ζωντανό μας κόσμο «σατανική τάξη», η βασισμένη κατά Ζιράρ στην αέναη πυροδότηση του θυσιαστικού μηχανισμού (της ενοχοποίησης-σταύρωσης του Άλλου) δεν μπορεί εκεί να λειτουργήσει...
Το αντίθετο ακριβώς διαπιστώνουμε να συμβαίνει στην παραδοσιακή ελληνική κοινωνικότητα. Κόλαση είναι εκεί η αδυναμία αλληλοπεριχώρησης των προσώπων. Στην ελληνική Κόλαση δεν βλέπει ο ένας το πρόσωπο του άλλου, βεβαιώνει το Γεροντικό, γιατί βρίσκονται πλάτη με πλάτη. Εκεί συν τρεις δεν κάθονται συν δυο δεν κουβεντιάζουν, επιμαρτυρεί η δημοτική μούσα. Κόλαση είναι η τεχνητή μη ορατότητα του προσώπου του Άλλου. Κόλαση είναι ο απρόσωπος άλλος, η απρόσωπη-διαμεσολαβημένη σχέση. Ακόμα χειρότερα: ο κλώνος-άλλος. Με άλλα λόγια: η Νεωτερικότητα είναι «Κόλαση» για την παραδοσιακή ελληνική ατομικότητα!
«Κόλαση» είναι ο Άλλος και για τον Φρόυντ, τον πατέρα της μοντέρνας - επιστημονικής ψυχολογίας. Η απρόσωπη σχέση αναλυτή-αναλυόμενου είναι η βάση της ψυχαναλυτικής θεραπείας: Ο ασθενής, ξαπλωμένος στο ντιβάνι κι ο γιατρός τοποθετημένος πίσω του, ώστε να μη βλέπει ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Η ψυχαναλυτική συνεδρία, εξηγεί ο ψυχίατρος Ι. Κ. Τσέγκος, είναι ένα τεχνητό ψυχόδραμα, όπου παίζονται ρόλοι. Η σχέση είναι πραγματική, αλλά τεχνητή. Όχι α-ληθινή. Δεν ανασύρει το Πρόσωπο από τη λήθη.
Παραπέρα: Η απαλοιφή του Άλλου ισοδυναμεί, στο υπαρξιακό επίπεδο, με φόνο του Άλλου. Όχι μόνο του απολύτου Άλλου (του Θεού) αλλά και του συγκεκριμένου απέναντί μου Πλησίον-Άλλου. Η ψυχική πηγή της ετεροφονικής ορμής είναι η νεκροφορία του κοινωνικώς απρόσωπου αυτοαναφορικού εγώ. Σύμφωνα με τον συνταρακτικό υπαινιγμό του Χ. Μέλβιλ (Η. Παπαγιαννόπουλος, Έξοδος θεάτρου.) η αυτοαναφορική προσωπικότητα λειτουργεί σαν φέρετρο, για τον υποκείμενο προσωπικό υποστατικό της πυρήνα. Ή αλλιώς: η περί εαυτού ιδέα, ως νεκροφόρα του εαυτού. Ο φόνος του Άλλου ως αναγκαία συνθήκη για την υπαρξιακή αυτοεπιβεβαίωση της νεωτερικής προσωπικότητας. Επειδή ακριβώς ο ρόλος της φονικότητας είναι οργανικός, για τη συγκρότηση και την αναπαραγωγή της αυτοαναφορικής ταυτότητας, ο νεωτερικός πολιτισμός θεσμοποιεί τον ανταγωνισμό και αποθεώνει τον καπιταλισμό. Αυτό που ήταν η χειρότερη κατάρα για τους προνεωτερικούς πολιτισμούς γίνεται ένας πανίσχυρος κοινωνικός κινητήρας για τη Νεωτερικότητα. Η αυτοσυντήρηση, ως διεκδίκηση επεκτεινόμενης ισχύος-κυριαρχίας, περιβάλλεται τώρα την περιωπή θεμελίου του όντος. (Π. Κονδύλης, Ισχύς και απόφαση.) Στον θεσμοποιημένο ελεύθερο διαγκωνισμό για την κυριαρχία, ο Άλλος υπεισέρχεται ως θήραμα. Το «κυνήγι» δεν είναι βέβαια αυτοσκοπός. Σκοπός είναι η επιβεβαίωση της αυτοαναφορικότητας, μέσω της παρουσίας του άλλου ως «καμακισμένου θηράματος». Ο θεσμισμένος ανταγωνισμός είναι το πεδίο, όπου η άσκηση της φονικότητας διηνεκώς επιβεβαιώνει και διηνεκώς αναπαράγει τον νεωτερικό άνθρωπο, ως ιδιαίτερη ιστορική μορφή ατομικότητας.
Η νεωτερική αυτοαναφορικότητα αντιστοιχεί σε έναν ειδικό τύπο νοηματοδότησης της αυθυπερβατικής τάσης του ανθρώπου. Η αυθυπέρβαση, με βασική της εκδήλωση την κοινωνικότητα, νοηματοδοτείται εδώ ως τέχνασμα της αυτοσυντήρησης: Κατά βάθος με συμφέρει να είμαι κοινωνικός. Και γι’ αυτό είμαι! Έτσι χτίζεται η κοινωνία-σκηνή, πάνω στην οποία παίζεται το θέατρο της απρόσωπης κοινωνικότητας. Και είναι τόσο μεγαλύτερη η «κοινωνικότητα» αυτή, όσο ισχυρότερος είναι ο υπαρξιακός αυτισμός και όσο καλύτερα εμπεδωμένος ο θεσμοποιημένος ανταγωνισμός. Η πλήθυνση των «θεματικών οργανώσεων» δεν είναι εδώ ένδειξη «σφύζουσας κοινωνικότητας». Η νεωτερική κοινωνικότητα είναι πλασματική-θεατρική. Είναι ο καθρέφτης, μέσα στον οποίο το νεωτερικό Άτομο μπορεί να αναγνωρίσει, σαν ένσαρκο αυτοείδωλο, την περί εαυτού ιδέα ως αυτοαναφορικού απολύτου. Φτιαγμένη, η απρόσωπη-θεατρική κοινωνικότητα, έτσι ώστε να προσδίδει υπόσταση στο Αυτοείδωλο, είναι συνθήκη ζωτική, εκ των ων ουκ άνευ, για την αναπαραγωγή του. Γι’ αυτό και η «ριζική κοινωνική αμφισβήτηση» είναι εδώ πάντοτε φαντασιώδης. Το Αυτοείδωλο δεν μπορεί «να ανατρέψει το Σύστημα», να καταστρέψει δηλαδή τον καθρέφτη, στον οποίο χρωστά την τεχνητή-αφύσικη παρουσία του.
Η αυτοειδωλοποίηση κρύβει έναν τρισδιάστατο οντολογικό μηδενισμό: Τον μηδενισμό της αυθυπερβατικής δυναμικής του προσώπου (: Θεός = 0. Δεν υπάρχει. Ή αν υπάρχει δεν παρεμβαίνει: κούρδισε το κοσμικό ρολόι και αποσύρθηκε.). Τον μηδενισμό της αυτονομίας του συλλογικού υποκειμένου (: Συλλογική ουσία = 0. Η ομάδα δεν έχει αυτόνομη υπόσταση, είναι άθροισμα Ατόμων. Ρουσωικό ή χομπσιανό «Συμβόλαιο».). Τον μηδενισμό της σημασίας των εμπροσώπων ενεργειών-σχέσεων (: Η ανθρώπινη φύση δεν επιδέχεται ούτε χρειάζεται βελτίωση. Οι ενέργειες του υποκειμένου δεν του δίνουν καμιά δυνατότητα να υπερβεί τη «φύση» του, διότι τα πάθη του είναι «φυσικά»).
Ο οντολογικός μηδενισμός είναι επικίνδυνος, γιατί εισάγει μια φυσιοκρατική κοινωνική οντολογία, όπου η φθορά και ο θάνατος ανάγονται σε θεμέλιο του όντος. Ένας κόσμος δεσποζόμενος από τη φθορά και τον θάνατο, υποβιβάζει το αυτοαναφορικό υποκείμενο σε φανταστικό. Επιπλέον το κάνει δυστυχισμένο, καθώς το φέρνει αντιμέτωπο με την απώλεια του νοήματος. Εδώ βρίσκεται και η συστατική αντίφαση και συγχρόνως η ανησυχία του διαφωτισικού αυτοαναφορικού λόγου, ο οποίος θέλει τον κόσμο φυσιοκρατικό-εξαντικειμενισμένο, ενώ μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο απλώς αδυνατεί ο ίδιος να δικαιολογήσει τη «φυσικότητα» της διεκδίκησής του για απόλυτη αυτοαναφορική ελευθερία. Αν εμμείνει στον φυσιοκρατισμό απειλείται από τον μηδενισμό. Αν ενδώσει στον μηδενισμό απειλείται η ψυχική του δύναμη και συνοχή. Πρόκειται για την αντίφαση που κυνηγά το νεωτερικό Άτομο από την πρώτη στιγμή της ανάδυσής του στο ιστορικό προσκήνιο. (Π. Κονδύλης, Ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός.)
Ο οντολογικός μηδενισμός δεν ήταν ούτε και είναι, ωστόσο, αυτοσκοπός. Το πρόβλημα της Νεωτερικότητας δεν είναι η αδυναμία της να τον συνειδητοποιήσει και να του ασκήσει κριτική. Ενώ στις απαρχές της προσπαθούσε να τον κρύψει κάτω από το χαλί, ήδη από την εποχή του Νίτσε και του Ντοστογιέφσκι, έχει σωρεύσει αρκετό τον οξύ προβληματισμό. Ο Χάϊντεγκερ θα προτείνει μάλιστα μια ολοκληρωμένη μηδενιστική οντολογία. (Τη μόνη, κατά τον Χρ. Γιανναρά, συνεκτική εναλλακτική αντιπρόταση στην ελληνική προσωποκεντρική οντολογία.) Ο νεωτερικός άνθρωπος θα πετούσε ευχαρίστως από πάνω του τον οντολογικό μηδενισμό, αν πετώντας τον μπορούσε να διατηρήσει την αγαπημένη του αυτοειδωλολατρική ταυτότητα. Αυτό, δηλαδή, που με τίποτα δεν θέλει να πετάξει είναι η απολύτως αυτοαναφορική νοηματοδότηση της ατομικής ελευθερίας του.
Πρέπει τέλος να σημειώσουμε ότι οι μηδενιστικές οντολογικές εξισώσεις δεν αναφέρονται στην ατομικότητα αυτή καθαυτή, αλλά στη νεωτερική ιστορική μορφή της. Η προέλευση τους είναι «πολεμική». Το δυτικό Άτομο «μηδένισε» τη μεσαιωνική θεότητα, για να απαλλαχθεί από τις κολεκτιβιστικές εξουσίες, που την είχαν κάνει όργανό τους. Το ελληνικό Άτομο δεν είχε ανάγκη ένα τέτοιο ριζικό διάβημα. Ναι μεν έκλεισε στον Τάρταρο την κολεκτιβιστική «γενιά του Κρόνου» (ανάλογη μορφή «μηδενισμού») αλλά δεν τα πήγαινε καθόλου άσχημα με τον Ολυμπιακό θίασο, που εγκαθίδρυσε στη θέση της. Μόνο στην κλασική εποχή, όταν η εξατομίκευση είχε ολοκληρωθεί, άρχισε να νιώθει άβολα με τους θεούς του και τους έθεσε εκτός πολιτικής σκηνής.
2. Η συστημική απροσωπία
Ο τύπος κοινωνίας, όπου μπορεί ο καθένας να υπάρχει αφ’ εαυτού του και για τον εαυτό του, έτσι, ώστε όλα και όλοι να είναι ουδέτερα αντικείμενα, επιτυγχάνεται με τη γενικευμένη αποπροσωποποίηση.
Αποπροσωποποιούνται, πριν απ’ όλα, οι ανάγκες. Η προσωπική-ιδιαίτερη ανάγκη υποκαθίσταται, κατ’ αρχάς, από την αδιαφοροποίητη ατομική ανάγκη: τη μαζική ανάγκη. Το πρόσωπο ανάγεται σε άθροισμα «φυσικών» αναγκών. Ο μηδενισμός της αυθυπερβατικής τάσης, η απαξίωση της αρετής, η άρση των προνεωτερικών επιφυλάξεων, ως προς τη «φυσική αγαθότητα» της επιθυμίας, η πίστη στη λογική ρύθμιση των παθών, όλα αυτά αποσκοπούν στην αποπροσωποποίηση των αναγκών και μέσω αυτής στην αποπροσωποποίηση των σχέσεων. Μαζί τους αποπροσωποποιείται και η γλώσσα. Οι ανυπότακτες σημασίες αποβάλλονται μαζί με το «ασαφές» λεξιλόγιό τους. Η γλώσσα γίνεται κώδικας και κατατείνει στο new speak του Όργουελ, όπου το κράτος του Μεγάλου Αδελφού έχει κάνει τόσο αποτελεσματική δουλειά πάνω στη γλώσσα, που οι άνθρωποι δεν χρειάζεται πια να σκέπτονται, προκειμένου να μιλήσουν. Οι λέξεις βγαίνουν κατ’ ευθείαν από το λαρύγγι τους. Χωρίς να περάσουν από τον εγκέφαλο. Η «νέα γλώσσα» στερεί από το συναίσθημα και την επιθυμία το εκφραστικό λεξιλόγιο, που θα τους επέτρεπε να υπεισέλθουν σε ζωντανή σχέση. Έτσι η σχέση τυποποιείται. Το προσωπικό, το έτερο και απροσδιόριστο, απωθείται έξω από τη σφαίρα των σχέσεων. Στο πουθενά.
Η απρόσωπη κοινωνικότητα υλοποιείται χάρη στη διαμεσολάβηση των σχέσεων με συστήματα. Σύστημα είναι μια λογική μηχανή, η οποία επεξεργάζεται και μετασχηματίζει ύλες, ενέργειες και πληροφορίες, με τέτοιον τρόπο ώστε τα πρόσωπα να παίζουν μέσα σ’ αυτήν προκαθορισμένους λογικά ιεραρχημένους και απρόσωπους ρόλους. Μια επιχείρηση, ένα σχολείο, ένα νοσοκομείο, είναι συστήματα. Σύστημα είναι επίσης το πολιτικό, το δικαστικό, ή το εκπαιδευτικό σύστημα. «Σύστημα» είναι γενικώς το Κράτος, η Αγορά, ο Καπιταλισμός. Η νεωτερική κοινωνία είναι ένα πολύπλοκο δίκτυο συστημάτων. Τόσο η εθνική όσο και η διεθνής. Η αναγνώριση του κοινωνικού πεδίου, ως δικτύου συστημάτων, είναι πλέον η κυρίαρχη αναγνώριση. Η θεωρία συστημάτων είναι η κυρίαρχη κοινωνική θεωρία. Σύμφωνα μ’ αυτήν η κοινωνία αποδελτιώνεται σε «προβλήματα» και κάθε «πρόβλημα» αντιμετωπίζεται με την κατασκευή ενός συστήματος. Τα «προβλήματα» γεννούν συστήματα και τα συστήματα γεννούν «προβλήματα», που με τη σειρά τους γεννούν νέα συστήματα. Ο εκσυστημισμός του κοινωνικού πεδίου, άπαξ και πυροδοτήθηκε, έγινε μια αυτόνομη και αυτοεπιταχυνόμενη διαδικασία, η οποία ανοίγει τον δρόμο της μέσω της ενσωμάτωσης/διαφοροποίησης των συστημάτων (Ι. Τσιβάκου).
Αρχή κατασκευής και λειτουργίας κάθε συστήματος είναι η έννοια του αλγορίθμου. Της τυποποιημένης, δηλαδή, επαναληπτικής διαδικασίας, η οποία λειτουργεί με βάση την ψηφιακή-δυαδική σκέψη. Το σύστημα είναι μηχανή. Η μηχανή είναι σύστημα. Υλικό και λογισμικό. Το ουσιαστικό στη μηχανή δεν είναι το υλικό, αλλά το λογισμικό, το σύστημα. Με το «σύστημα» επιτυγχάνεται η προσομοίωση του πραγματικού σε μηχανικό. Η αλγοριθμική σκέψη είναι η κυρίαρχη μορφή σκέψης στην κοινωνία των συστημάτων. Η επιστημονική σκέψη υπηρετεί την αλγοριθμική σκέψη. Ο «καθαρός λόγος» υπηρετεί τον «πρακτικό λόγο». Η Επιστήμη υπηρετεί την Τεχνική. Το σύστημα επιλύει την αντίφαση «χάους» και «τάξης», γραμμικού και μη γραμμικού χώρου, «μη λογικού» και «λογικού», δια της απαλοιφής του «χαοτικού», του μη γραμμικού και του «μη λογικού». Ό,τι δεν επιδέχεται προσομοίωση «αφήνεται απ’ έξω». Αλλά τι ακριβώς είναι το εκάστοτε «μη προσομοιώσιμο» δεν μπορεί να απαντηθεί, διότι η απάντηση οφείλει να είναι κι αυτή προσομοιωτική. Το ερώτημα, που έχει πρακτικό ενδιαφέρον, είναι αν υπάρχουν όρια στην προσομοίωση. Θεωρητικά δεν υπάρχουν, επειδή, όπως ξέρουμε, ενώ η πραγματικότητα δεν είναι λογική, επιδέχεται απεριόριστη εκλογικευτική προσομοίωση. Ξέρουμε όμως επίσης ότι στην πράξη υπάρχει όριο κι αυτό είναι η αντοχή της Βιόσφαιρας.
Αλλά ας εμβαθύνουμε στο «μη προσομοιώσιμο». Αξιοποιώντας τον Αριστοτέλη (και την Άρεντ), μπορούμε να επισημάνουμε ότι η διαφορά ανάμεσα σε μια συνηθισμένη λογική μηχανή και στην κοινωνική λογική μηχανή, εντοπίζεται στο εξής: Ενώ η πρώτη παράγεται από κατασκευαστική εργασία (ποίηση την ονομάζει ο Αριστοτέλης), η δεύτερη παράγεται από κατασκευαστική εργασία, συν ένα άλλο είδος δραστηριότητας, που δεν είναι εργασία-ποίηση, αλλά πράξη (πάλι κατ’ Αριστοτέλη). Η κατασκευαστική εργασία αποβλέπει με αυστηρό τρόπο σε προκαθορισμένο αποτέλεσμα, που όταν το επιτύχει η διαδικασία κωδικοποιείται σε νόρμα, σε γνώμονα και μπορεί να επαναληφθεί με εξασφαλισμένη την επιτυχία. Το αντίθετο συμβαίνει με την πράξη, η οποία έχει, κατά κανόνα, αποτέλεσμα αποκλίνον απ’ αυτό που ρητά ήταν ο σκοπός της. Επί πλέον δεν έχει τέλος, γιατί πυροδοτεί νέες διαδικασίες πράξης, που συχνά έρχονται να τροποποιήσουν ή και να αναιρέσουν το αποτέλεσμα των προγενέστερων. Για όλα αυτά η πράξη δεν μπορεί να τυποποιηθεί σε έναν γνώμονα ή ακόμα να προβλεφθεί πλήρως από έναν αριθμό κανόνων. Όταν μιλάμε για «συστήματα» εννοούμε κοινωνικές λογικές μηχανές παραγόμενες από εργασία και πράξη. Η μεικτή αυτή ενεργειακή βάση τους κάνει, προφανώς, την λειτουργική λογική τους ασαφή – μη ακριβή, γιατί στη βασική ρητή λογική τους εμπλέκονται ασύμβατες υπόρρητες και συνάμα πολυαιτιοκρατικές λογικές. Ενώ έχουν στατική λογική δομή και κατά τούτο είναι μηχανές, εμπεριέχουν αφανείς αντιφατικές και εν πολλοίς ασύμβατες δυναμικές λογικές, οι οποίες δημιουργούν παράπλευρους αφανείς ελκυστές, ασταθείς και μεταβαλλόμενους, αλλά πάντοτε υπαρκτούς. Από την άλλη πλευρά κάθε σύστημα συνδέεται με άλλα συστήματα, οπότε δέχεται και τις δικές τους απρόβλεπτες επιδράσεις, πράγμα που προσθέτει στην εγγενή χαοτικότητα και μια άλλη εξωγενή. Δεν είναι απλώς θέμα «πολυπλοκότητας» ή «περιπλοκότητας», αλλά «φυσιολογικής» χαοτικής συμπεριφοράς μιας κατά βάθος μη ελεγχόμενης κατασκευής.
Αυτό που πριν απ’ όλα δεν μπορεί, η (κατά Χάμπερμας) «ακούραστη συστημική φαγάνα», να το προσομοιώσει και να το «ξεσκαρτάρει σαν δύσπεπτο υπόλειμμα», είναι λοιπόν οι ανυπόταχτες αλυσίδες πραξιακών ενεργημάτων.
Για την κατανόηση του φαινομένου πολύτιμος αρωγός είναι η μαρξιστική ορολογία, παρά την προβληματικότητά της: Θεωρούμενη από τη σκοπιά της αξίας χρήσης του σκοπούμενου αποτελέσματος, η εργασία είναι συγκεκριμένη εργασία. Θεωρούμενη όμως από τη σκοπιά της ανταλλακτικής αξίας του είναι αφηρημένη εργασία και έχει ως μέτρο αναφοράς αυτό που ο Μαρξ ονόμασε «κοινωνικά αναγκαία εργασία», ως ενσάρκωση της οποίας αναγόρευσε το χρήμα. Ένα σύστημα οργανώνει συγκεκριμένες εργασίες (λειτουργικές θέσεις, ειδικότητες κ.τ.τ.) και αν θέλει να είναι πραγματικό σύστημα, με ελπίδα επιβίωσης και ανάπτυξης μέσα στον κόσμο των συστημάτων, πρέπει να έχει κάνει πρώτα την αναγωγή, των όποιων συγκεκριμένων συστατικών εργασιών, σε αφηρημένη κοινωνική εργασία. Η δύναμη, στην οποία ο νεωτερικός άνθρωπος οφείλει την πρωτοφανή ισχύ του, είναι η δύναμη της αφηρημένης-απρόσωπης κοινωνικής εργασίας, όταν αυτή μεταβληθεί σε σύστημα. Το βιομηχανικό κεφάλαιο, η νέα αυτή πηγή πλεονάσματος και ισχύος, που έκλεισε στο μουσείο τους πολιτισμούς που στηρίζονταν στο γεωργικό κεφάλαιο, αλλά και το «μεταβιομηχανικό» κεφάλαιο, η πατενταρισμένη εργαλειακή γνώση, είναι συστήματα, που «αξιοποιούν» την αφηρημένη κοινωνική εργασία. Το εντελώς καινούργιο σε σχέση με το παρελθόν είναι η αποδέσμευση της οικονομίας από την προσωπική-συγκεκριμένη εργασία. Είναι η σκέψη με όρους αφηρημένης-απρόσωπης εργασίας και η εφαρμογή στην οργάνωσή της των ορθολογικών μεθόδων της μηχανικής και της στατιστικής. Η δομική λίστα των εξαρτημάτων κάθε συστήματος συγκροτείται από τον συγκεκριμένο εργάσιμο χρόνο, των συγκεκριμένων ανθρώπων-εργαζομένων, ανηγμένο σε απρόσωπο (αφηρημένο) «κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας». Έχουμε έτσι μια απολύτως ορθολογική κατασκευή ριψοκίνδυνα αρθρωμένη πάνω σε μια στοχαστική δομή υποτιθέμενη ως πιθανώς ελεγχόμενη.
Το αρχικό μοντέλο του συστήματος ξεκινούσε από το απλό σχήμα μιας μηχανικής κατασκευής, τακτοποιημένης σε έναν περιορισμένο χώρο. Σήμερα βρίσκεται στο στάδιο της φιλοδοξίας να προσεγγίσει το πρότυπο των ζωντανών οργανισμών, που αναγνωρίζονται ως «αυτο-οργανωνόμενα συστήματα». Η επισήμανση του αστάθμητου παράγοντα, του παρεμβαλλόμενου στον συστημικό αναπαραγωγικό κύκλο, δηλαδή της εγγενούς και εξωγενούς χαοτικότητας, κάνει όλο και πιο προσφιλή την προσφυγή στο παράδειγμα του «ζωντανού συστήματος». Ένα «σύγχρονο σύστημα» πρέπει κανονικά να είναι εφοδιασμένο με μηχανισμούς ανασύλληψης και διαχείρισης του εμφιλοχωρούντος χαοτικού δυναμικού. Να έχει κεραίες ασκημένες να συλλαμβάνουν τις πιθανές αλλαγές του εξωτερικού (αλλά και του εσωτερικού) «περιβάλλοντος». Να έχει επίσης ειδικούς αναδραστικούς μηχανισμούς έγκαιρης επεξεργασίας των «αναγκαίων προσαρμογών». Η στοίχιση στο μοντέλο του αυτοοργανωνόμενου συστήματος σχετικοποιεί σήμερα την έμμονη προσήλωση στο μηχανικό υπόδειγμα, ως προς τη δομή των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων-συνεργών του. Οι βαριές πυραμιδικές δομές χάνουν σε υποστήριξη, έναντι των «ευέλικτων» σχημάτων, που ερωτοτροπούν με την ιδέα της αυτοοργάνωσης. Ήδη τα «προηγμένα συστήματα» προικίζονται, στον μεταμοντέρνο συστημικό λόγο, με «ατομικότητα», «ένστικτο αυτοσυντήρησης» και «ταυτοποιητικό» υποσύστημα προσανατολισμού. Για να γίνουν «η ακούραστη φαγάνα της εννοιολογικής ανασύλληψης (που) ξεσκαρτάρει σαν δύσπεπτο υπόλειμμα τον ‘‘ανεπαρκώς πολύπλοκο’’ κόσμο της ζωής».
Ότι η προσφυγή στα συστήματα είναι το διαχρονικότερο και το κεντρικό χαρακτηριστικό του νεωτερικού πολιτισμού, είναι πλέον ολοφάνερο. Ως τάση, υπήρχε βεβαίως και στις προνεωτερικές κοινωνίες, αλλά εκεί είχε μια δευτερεύουσα και συμπτωματική σημασία. Μόνο στον νεωτερικό πολιτισμό έγινε θεμελιώδης κοινωνική επιλογή. Η ιστορία του νεωτερικού πολιτισμού είναι μια εκθετική δυναμική συσσώρευσης συστημάτων πάνω στη Βιόσφαιρα. Και ήδη φτάσαμε στο σημείο να απειλείται η κατάρρευση της Βιόσφαιρας και να συζητιέται η ανάγκη δημιουργίας μιας «τρίτης σφαίρας», ικανής να επιλύει τις αντιφάσεις μεταξύ Τεχνόσφαιρας-Βιόσφαιρας. Η διερώτηση για τη φύση της ζητούμενης τρίτης σφαίρας είναι πλέον κεντρικό θέμα: Τι είδους ενέργειες θα την διαμορφώνουν, αν αυτή δεν μπορεί να είναι και πάλι σύνολο συστημάτων; Είναι εφικτή η δημιουργία της ή πρέπει να περιοριστούμε απλώς στη βαθμιαία επαναφορά της Τεχνόσφαιρας σε «υποφερτά» μεγέθη; Τα ερωτήματα αυτά δείχνουν ότι η ίδια η βάση της νεωτερικής ταυτότητας (η συστημική διαμεσολάβηση-αποπροσωποποίηση των σχέσεων) κατέληξε να γίνει το κεντρικό της πρόβλημα, επαληθεύοντας παραδόξως και εδώ το επιστημολογικό δόγμα του Κουν.
Όμως η οργάνωση των σχέσεων σε συστήματα είναι απλώς το αναγκαίο μέσο για να επιτευχθεί ο αυτοαναφορικός σκοπός: η αυτοθέωση, μέσω της Επιστήμης και της Τεχνικής και το περιεχόμενό της η απαλλαγή από τη βιοτική και την κοινωνική δουλεία.
Αν η πίστη στην τεχνολογική αυτοθέωση είναι ο πρώτος μυθικός κινητήρας της νεωτερικής εξατομίκευσης ο δεύτερος είναι η υπέρβαση της δουλείας. Η μηχανή λειτουργεί στο νεωτερικό φαντασιακό σαν το υποκατάστατο του δούλου. Φαίνεται ότι ο δυτικός άνθρωπος ενώ αποτίναξε τη δουλεία, δεν μπόρεσε να χειραφετηθεί από την ψυχική ανάγκη του να έχει δούλους. Γι’ αυτό άλλωστε και καθιέρωσε την προσαγόρευση όλων ως «κυρίων». Ταύτισε το Άτομο με τον Κύριο. (Και την ερωτική σχέση με «κατάκτηση» της γυναίκας από τον άνδρα...) Δεν χωρά αμφιβολία ότι το Σύστημα είναι ήδη ένας μηχανικός υπερδούλος. Υποκαθιστά των ανθρώπινο δούλο. Και απαλλάσσει, «αντικειμενικά», τον άνθρωπο από την επίμοχθη εργασία, προσφέροντάς του «άπειρο ελεύθερο χρόνο», για «ευτυχία» (ιδιωτική απόλαυση). «Άσχετα» βέβαια αν εμείς, για λόγους «κακής οργάνωσης», τον αφήνουμε να «χαθεί»...
Μήπως αυτό δεν ήταν, άλλωστε, και το πάγιο οραματικό ιδεολόγημα του αριστερού Διαφωτισμού; Από τους πρώτους ουτοπιστές, ως και τον επιστημονικότατο Μαρξ, η τέλεια κοινωνία ήταν η μηχανοποιημένη κοινωνία. Αυτόματοι φούρνοι θα συλλέγουν τις ηλιακές ακτίνες και θα βγάζουν λαχταριστές φραντζόλες, σύμφωνα με την προγραμματική εξαγγελία του Νικήτα Χρουτσώφ στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Στην κοινωνία της «ελεύθερης αυτοπραγμάτωσης του Ατόμου», όλες τις δουλειές θα τις κάνει η κοινωνική μηχανή και οι άνθρωποι θα παίζουν, θα ζωγραφίζουν, θα ψαρεύουν, θα κάνουν κριτική, -ό,τι τους αρέσει! Η αντίθεση ατομικού-συλλογικού θα έχει καταργηθεί, γιατί το συλλογικό, καθώς θα έχει μηχανοποιηθεί, θα είναι απολύτως διαφανές. Οπότε όλες οι ανάγκες, που υποτίθεται ότι «απορρέουν» από την αδιαφάνεια του συλλογικού πεδίου, θα έχουν εξαλειφθεί: η ανάγκη της πολιτικής, η ανάγκη της θρησκείας, η ανάγκη της φιλοσοφίας, ακόμα και η ανάγκη της τέχνης. Μόνο η παιδαριωδία δεν θα είχε λόγους να εγκαταλείψει το περίφημο αυτό «βασίλειο της Λογικής».
Το θέμα δεν προσφέρεται όμως καθόλου για αστεϊσμούς. Η ολοκληρωτική συστημοποίηση της δημόσιας σφαίρας απειλεί να καταργήσει την διάκριση/αντίθεση ατομικού-συλλογικού και να κάνει πράξη τον εφιάλτη του Μέτερλινγκ στο «Λευκό μυρμήγκι». Εκεί ο λευκός τερμίτης ήταν κάποτε έλλογο νοήμον ον, το οποίο κατόρθωσε τόσο καλά να επενδύσει τη νοημοσύνη του στο κοινωνικό του σύστημα, ώστε αυτή έπαψε πλέον να του χρειάζεται σε ατομικό επίπεδο και ατρόφησε. Με αποτέλεσμα την καθήλωση του είδους του στην απόλυτη κολεκτιβιστική κοινωνικότητα, την αντιπροσωπευόμενη από την υποδειγματική μυρμηγκοφωλιά του! Το απάνθρωπο ανάλογό του θα ήταν η ολοκλήρωση των ήδη εν εξελίξει διαδικασιών υποστροφής σ’ αυτό που ορισμένοι, μεταξύ των οποίων και ο γράφων, αναγνωρίζουν ως Τεχνοφασισμό.
3. Ο Digital Man
Το Σύστημα απαλλοτριώνει τον υπαρξιακό χρόνο και τον καταψύχει λοιπόν σε λογικές μηχανές. Η διαδικασία είναι συμμετρική: η μηχανοποίηση των κοινωνικών σχέσεων προκαλεί μια οιονεί μηχανοποίηση της προσωπικότητας και αντιστρόφως.
Η ψηφιακή σκέψη, με την οποία κατασκευάζονται τα συστήματα, έχει την ιδιομορφία να απαιτεί τον εθισμό στην παράλληλη ύπνωση του επιθυμητικού και του θυμικού, δημιουργώντας έτσι τον δικό της ανθρωπότυπο: τον ψηφιακό άνθρωπο, τον Digital Man. Το θυμικό του ψηφιακού ανθρώπου στρεβλώνεται και υπαναπτύσσεται, ενώ το επιθυμητικό του υποβιβάζεται στα «βασικά ένστικτα», ώσπου κι αυτά να εξατμιστούν: να διανοητικοποιηθούν και οπτικοποιηθούν. Η κατά φύσιν σχέση, όπου το λογιστικό, ελέγχει το θυμικό κι αυτό ελέγχει το επιθυμητικό, αντιστρέφεται σε παρά φύσιν. Το επιθυμητικό κυριαρχεί στο θυμικό και μαζί υπαγορεύουν τις «θελήσεις» τους στο υποτακτικό λογιστικό. Χάρη στην ιδιάζουσα αυτή ανωμαλία του ψυχισμού του ο ψηφιακός άνθρωπος δεν έχει αυτορρυθμιστικό σύστημα και το αναπληρώνει υποτασσόμενος στις ρυθμίσεις που του επιβάλλει η κατάτμηση του χρόνου του σε «χρονοανταλλακτικά» των υπερκείμενων συστημάτων που τον ενσωματώνουν. Τα υπερκείμενα συστήματα ελέγχουν το φαντασιακό του ψηφιακού ανθρώπου με τη βιομηχανία της εικόνας και την μελετημένη διαχείριση του μιμητισμού που διέπει την επιθυμία. Χειρίζονται άριστα την φοβικότητα του θυμικού, τον μιμητισμό του επιθυμητικού και την εικονοβορία του λογιστικού. Μπορούν έτσι να κατευθύνουν την επιθυμία, χρησιμοποιώντας ως ενδιάμεσο τον διανοητικό υπηρέτη της: την ψηφιακή σκέψη. Αυτή διατυπώνει τις «ανάγκες» της μιμητικής επιθυμίας στη 0-1 δυαδική γλώσσα που καταλαβαίνει ο συστημικός Λεβιάθαν κι αυτός αναλαμβάνει να τις ικανοποιήσει. Οι φυσικές γλώσσες του θυμικού και του επιθυμητικού δεν του λένε τίποτα. Με τον τρόπο αυτό το Σύστημα ικανοποιεί τις «ανάγκες» του ατόμου «ξεσκαρτάροντας σαν δύσπεπτο υπόλειμμα» ό,τι δεν μπορεί να εκφραστεί στην ψηφιακή γλώσσα. Η ηδονιστική ευδαιμονία, οριοθετημένη στο πεδίο της κατανάλωσης και διεμβλημένη ως «ιδία επιθυμία», μεταβάλλεται σε νοηματοδοτικό άξονα του εγώ.
Η περίφημη «εσωτερικότητα» του νεωτερικού ατόμου, η υμνολόγηση της οποίας δονεί ακόμη το νεωτερικό στερέωμα, χάνει κάθε πραγματικό αντίκρισμα, καθώς δεν ολοκληρώνεται παρά μέσω της κυριαρχικής παρεμβολής του εξωτερικού Συστήματος. Ήδη ο Μαρξ είχε αντιληφθεί την αυτοαναιρετική κατάληξη της νεωτερικής εξατομίκευσης, όταν έβλεπε τη βιομηχανία σαν το ανοιχτό βιβλίο της νεωτερικής ψυχής. Παρά την υστερική επιθυμία του ψηφιακού ανθρώπου «να είναι ο εαυτός του», τίποτα δεν διαφοροποιεί τον «εαυτό» του από τη συστημική ενδοβολή των συστημικών ρυθμίσεων που τον χειραγωγούν. Δεν είναι μόνο η παθητικοποιημένη μάζα, που υπακούει στον τύπο αυτό, αλλά και το περίφημο «διανοητικό κεφάλαιο». Και βέβαια ο superman που στελεχώνει το administration - κάτι που δεν είναι πλέον διοίκηση ανθρώπων, αλλά «διοίκηση συστημάτων» (: ημιαυτοματοματισμένη διαχείριση αυτομάτων). Είναι ο τύπος που κατασκευάζει και εξαπολύει τις «έξυπνες βόμβες» του εναντίον αόπλων. Και μάλιστα για «ανθρωπιστικούς» σκοπούς.
Το σύστημα απαλλοτριώνει τον υπαρξιακό χρόνο και τον καταψύχει σε λογικές μηχανές. Η διαδικασία είναι συμμετρική: η μηχανοποίηση της κοινωνίας προκαλεί την εκμηχάνιση της προσωπικότητας και αντιστρόφως. Η μόνη αρετή, που χρειάζεται εδώ, είναι η εργαλειακή σκέψη. Να αναπτυχθεί δηλαδή η ψηφιακή συσκευή του λογιστικού, ενώ τα άλλα μόρια να μείνουν στη «φυσικότητά» τους. Για το ανώτερο μέρος του λογιστικού, τον αθάνατο ποιητικό νου του Αριστοτέλη, φυσικά ουδείς λόγος. Αυτός έχει κηρυχθεί εξ αρχής ανυπόστατος (μηδενιστικές οντολογικές εξισώσεις). Κατά μείζονα λόγο δεν υπάρχει θέση για τη σφαιρική νόηση (Μήτις των αρχαίων, Νήψις των βυζαντινών). Ούτε βεβαίως για την απόλυτη δύναμη: τη σταυρική Αγάπη.
Ο άνθρωπος που φτιάχνεται με την συστημική μονοκαλλιέργεια είναι εντελώς χιμαιρικός. «Δράκος οπίσω, λέοντας εμπρός, στη μέσην αίγα, κι ήσαν τα σπλάχνα της φωτιά και φλόγες η πνοή της» (Ιλιάδα). Η φωτιά στα σπλάχνα της συστημικής Χίμαιρας είναι το απωθημένο χαοτικό δυναμικό, το οποίο συγκεντρώνεται στις διασυνδέσεις των συστημάτων και ξερνιέται περιοδικά, επί δικαίων και αδίκων. Η αθώα λέξη «κρίση» χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον εν λόγω τρομακτικό μηχανισμό, αλλά κρύβει την αληθινή του φύση.
Ξαναπιάνοντας τη συστημική λογική της αποπροσωποποίησης, αντιλαμβανόμαστε ότι κάθε σύστημα είναι στην ουσία μια «αντλία χάους». Αντλεί το «χάος», που εμπεριέχεται στις κοινωνικές σχέσεις, για να τις υπαγάγει σε μια τεχνητή-αλγοριθμική «τάξη». Το αντλούμενο διοχετεύεται στο «περιβάλλον» του συστήματος. Όμως το περιβάλλον δεν είναι πλέον μόνον ο «βιόκοσμος», η Βιόσφαιρα, στην οποία πετάμε τα κάθε λογής «απόβλητα». Είναι περιβάλλον συστημάτων. Το «αποδιωγμένο χάος», μη έχοντας πού να «πάει», συσσωρεύεται στο πεδίο των διασυστημικών σχέσεων, όπου και κινείται ανεξέλεγκτα, ώσπου να ξεσπάσει στον «κρίκο» που θα βρει «αδύνατο». Όσο περισσότερη «τάξη» εγκαθιδρύεται με τη «συστημοποίηση», τόσο περισσότερο είναι το χαοτικό δυναμικό που συσσωρεύεται στο «σύνολο» του Συστήματος και διαρρέει τα διασυστημικά δίκτυα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορεί να «συλληφθεί» το συνολικό χαοτικό δυναμικό, από ένα «υπερσύστημα», γιατί κάθε σύστημα είναι σε θέση μόνο να το παροχετεύει. Όχι να το εκμηδενίζει. Το πρόβλημα είναι άλυτο και κάθε σύστημα προσπαθεί να το φορτώσει στο διπλανό του. Ο σχετικός ανταγωνισμός, το ειδικό βάρος του οποίου αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου, αποβαίνει πάντοτε εις βάρος των πιο αδύνατων συστημάτων, που δεν είναι οπωσδήποτε και τα πιο μικρά. Αλλά το χαοτικό δυναμικό δεν εξαντλείται με τις αποφορτίσεις. Η αλγοριθμική τάξη δεν καταργεί το χάος, αλλά το προϋποθέτει και το αναπαράγει. Το κοινωνικό πεδίο δεν μπορεί να «καθαρθεί» από το χάος, επειδή το σύστημα, ως επαναληπτική διαδικασία, αναδημιουργεί το χαοτικό του υπόβαθρο, τυποποιώντας και αποσυνθέτοντας τα υποκείμενα που αποτελούν τους φορείς του.
Η τυποποίηση-κονιορτοποίηση του Ατόμου είναι η πηγή του χάους. Το κενό μέσα του δεν είναι «κενό» με την έννοια της Φυσικής. Είναι εκρηκτική δύναμη. Το διαλυμένο Άτομο είναι βόμβα χαοτικού δυναμικού, έτοιμη να εκραγεί. Ικανή να καταστρέψει τα πάντα, αν ο κατάλληλος καταλύτης-πυροκροτητής τη συντονίσει με τις υπόλοιπες. Πράγμα σύμφυτο με τη χιμαιρική δομή του ψηφιακού ατόμου, «που είναι τα σπλάχνα του φωτιά και φλόγες η πνοή του».
4. Στους αντίποδες
Όπως γνωρίζουμε η αυτονομία της ελληνικής ατομικότητας είναι αναφορική και στηρίζεται στην αμεσότητα των σχέσεων. Το αντίθετο δηλαδή από τη νεωτερική. Η συλλογική προβολή των διαφορών αυτών είναι φανερή στην απόλυτη ανομοιότητα της νεωτερικής και της ελληνικής πόλης.
Η νεωτερική πόλη είναι συσσωμάτωση αστών-επιχειρηματιών ενώ η αρχαιοελληνική πόλις ήταν συσσωμάτωση αστών-πολεμιστών. Βάση της μιας ο εργάτης-δούλος της βιομηχανίας, της άλλης ο εργάτης-δούλος της γης. Ο πολίτης-οπλίτης-δουλοκτήτης δεν υπάρχει στη νεωτερική εποχή. Με το να γίνει ο ελεύθερος εν μέρει δούλος και ο δούλος εν μέρει ελεύθερος, καταργήθηκε η οξεία διάκριση ελεύθερου-δούλου. Λέει ο Ρουσσώ: «Εσείς οι νεώτεροι λαοί δεν έχετε δούλους, μα είστε δούλοι εσείς οι ίδιοι. Εξαγοράζετε τη δική τους ελευθερία με τη δική σας ... Τη στιγμή που ένας λαός διορίζει εκπροσώπους του, δεν είναι πια ελεύθερος, παύει να υφίσταται». Συμφωνεί δε και ο Μαρξ: «Ο Ροβεσπιέρος, ο Σαιν Ζυστ και το κόμμα τους, υπέκυψαν γιατί μπέρδεψαν την αρχαία πολιτεία, που ήταν ρεαλιστική και δημοκρατική και στηριζόταν στα θεμέλια της πραγματικής δουλείας, με το νεώτερο αντιπροσωπευτικό κράτος, που είναι πνευματοκρατικό και δημοκρατικό και στηρίζεται στη χειράφετο δουλεία, την αστική κοινωνία». Ενώ για τον Μπενζαμέν Κονστάν η αντιπροσωπευτικότητα είναι η «εγγύηση της ατομικής ελευθερίας», από τον Μαρξ αναγνωρίζεται ως φενάκη.
Η αρχαία πόλις, όπως άλλωστε και η μεσαιωνική (societas civilis), στηρίζονταν στο αγροτικό οικονομικό πλεόνασμα, ενώ η νεωτερική στο βιομηχανικό. Πίσω από το δεύτερο βρίσκεται, κατά Μαρξ πάντα, η μεγαλύτερη παραγωγική επανάσταση της ιστορίας: η μετάβαση από τη συγκεκριμένη (προσωπική) εργασία στην αφηρημένη (απρόσωπη) κοινωνική εργασία. Η συστημική αξιοποίηση της αφηρημένης κοινωνικής εργασίας δημιούργησε μια τρομακτική ισχύ, ασυγκρίτως υπέρτερη της ισχύος που μπορούσε να εξαχθεί από την αξιοποίηση της συγκεκριμένης εργασίας. Στα συγκριτικά πολυώνυμα της ισχύος (ιδεολογικής, οικονομικής, στρατιωτικής) η υπεροχή της νεωτερικότητας καταδείχτηκε πολλαπλάσια. Η τύχη του προνεωτερικού κόσμου ήταν πια προδιαγεγραμμένη: η καταστροφή, ο κατακερματισμός, ο ευνουχισμός και η ενσωμάτωσή του. Ο νεωτερικός ατομικισμός άλλαξε άρδην αυτό που ήταν η αναπόδραστη μοίρα του ελληνικού ατομικισμού: το να είναι δηλαδή μια ευάλωτη νησίδα στον ωκεανό της κολεκτιβιστικής «βαρβαρότητας». Το πρόβλημα της κοινωνικής αναπαραγωγής και της ηγεμονίας του Ατόμου πάνω στον κολεκτιβιστικό άνθρωπο, λύθηκε ως δια μαγείας. Βάση της εσωτερικής κοινωνικής αναπαραγωγής και συνάμα της εξωτερικής ηγεμονίας, είναι το Σύστημα. Ως κοινωνικός σχηματισμός το Σύστημα δεν είναι ένας περιφερειακός σχηματισμός. Είναι εξαρχής κεντρικός και μετασχηματίζει τους άλλους σε περιφέρειά του, γιατί εκτός από ισχύ, έχει εξ αρχής δυνητικά μέσα του τη δική του οικουμένη, με έτοιμο το σύστημα της διαχείρισής της. Πράγματι, για να λειτουργήσει επεκτατική συσσωμάτωση, βασισμένη στην αρχή της ηγεμονίας, πρέπει ο επεκτεινόμενος να είναι σε θέση να αναπαράγει, προς όφελός του, μια άνιση κατανομή ισχύος. Η ηγεμονία, στη νεωτερική εκδοχή της, βασίζεται σε κάτι το καινοφανές, αλλά και κατ’ αρχήν πολύ απλό: αν κατορθώσω να καθορίζω εγώ τις ανάγκες σου, με μέσα που μόνο εγώ διαθέτω, ή με μέσα όπου εγώ κρατώ το προβάδισμα, σε διατηρώ συνεχώς σε εξαρτημένη σχέση. Ελέγχω έτσι με ένα σταθερό τρόπο προς όφελός μου τον ανισοκατανεμητή της ισχύος. Βεβαίως το πρόβλημα της ηγεμονίας στις σχέσεις των κρατών στο εσωτερικό της νεωτερικότητας παραμένει άλυτο.
Το Σύστημα κατορθώνει, επιπλέον, μια εκπληκτική «εξημέρωση» του πολέμου, δια της μετατροπής του σε οικονομικό πόλεμο, πράγμα που τον μεταβάλλει σε παραγωγική δύναμη ζωτική για την ανάπτυξη του ως Σύστημα. Ο ηρακλείτειος Πόλεμος δεν παύει, βέβαια, να είναι «πάντων πατήρ». Αρχικά έχουμε τον απηνή πόλεμο εναντίον των αγροτών, κεντρικών και περιφερειακών: «πρωταρχική συσσώρευση» και λεηλασία των κατακτημένων (οι «σταυροφορίες» ανήκουν πάντα σ’ αυτή την κατηγορία). Στη συνέχεια ο στρατιωτικά κερδισμένος συσχετισμός δυνάμεων κατοχυρώνεται θεσμικά και το κέντρο βάρους της κοινωνικής αναπαραγωγής μετατοπίζεται στον οικονομικό πόλεμο. Ο επιχειρηματίας δεν είναι πολίτης-οπλίτης, αλλά δεν παύει να είναι ένα είδος πολεμιστή. Η Αγορά είναι θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά ο κλασικός πόλεμος ποτέ δεν χάνει τον λειτουργικό ρόλο του. Η παλιά αρχή, ότι η στρατιωτική ισχύς είναι η εγγύηση της πολιτικής και της οικονομικής ισχύος, εξακολουθεί να ισχύει. Το βούτυρο και τα κανόνια πηγαίνουν μαζί. Ηθικολογούν ασύστολα οι ιππότες του οικονομικού πολέμου, αλλά δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να καταφύγουν στον κλασικό πόλεμο, αν δουν ότι χάνουν τον οικονομικό πόλεμο. Βέβαια, σήμερα, που ο πλανήτης έχει γίνει οικουμένη-χωριό και οι «βάρβαροι» (που πάντα ήταν «μια κάποια λύσις») έχουν εξολοθρευτεί, είναι κάπως δύσκολο να χρησιμοποιηθεί ο πατέρας-πόλεμος, στην έκταση που «χρειάζεται».
Η σημερινή πραγματικότητα του μεταμοντέρνου παθητικού μηδενισμού, του μαζικού ηδονισμού και της εικονικής δημοκρατίας, δεν αλλάζει το ηρακλείτειο δεδομένο. Στα κέντρα του το νεωτερικό Άτομο σκάει από το πάχος και το άγχος, ενώ στην περιφέρειά του (την εσωτερική και εξωτερική) πνίγεται στον ωκεανό της ανομίας και της εξαθλίωσης. Η αντίφαση το τοποθετεί αδυσώπητα στην ηρακλείτεια σφαίρα. Καθώς έχει ολοκληρώσει την ανοδική εξελικτική διαδρομή του και υπερώριμο πλέον αρχίζει να αποσυντίθεται, δεν πρέπει εμάς τους Έλληνες να μας καταθλίβει και τόσο πολύ η αποτυχία μας να του «μοιάσουμε». Καιρός να συνειδητοποιήσει ο σύγχρονος Έλληνας (ελθών εις εαυτόν) ότι στη βάση του δορυφορικού και νόθου χαρακτήρα της ελληνικής νεωτερικότητας, βρίσκεται η ασυμβατότητα των δύο αξόνων της ελληνικής ταυτότητας, του προνεωτερικού και του νεωτερικού, η αντίθετη εξελικτική τροπή του ελληνικού και του νεωτερικού Ατόμου. Ότι δηλαδή η ελληνική ατομικότητα είναι βιωματική και οικοδομεί συμβίωση στην αμεσότητα των σχέσεων μεταξύ προσώπων όψει γνωστών και γι’ αυτό δεν μπορεί να ενσωματώσει τη νεωτερική, που είναι αποπροσωποποιητική και μηχανιστική. Τώρα όμως, που το νεωτερικό μας ίνδαλμα έχει χάσει την «προμηθεϊκή» ορμή του και αισθάνεται όλο και περισσότερο αιχμάλωτο των συστημάτων που κατασκεύασε, ανήμπορο να υψωθεί πάνω απ’ αυτά και να λύσει τις αντιφάσεις Τεχνόσφαιρας – Βιόσφαιρας, Συστημάτων και Εξατομίκευσης, βλέπουμε και τις δυό μας, τη νεωτερική και την ελληνική ατομικότητα, να έρχονται επιτέλους στον ίδιο παρονομαστή. Στο ίδιο γνωστό δίλημμα: ή προς τα μπρος, προς το Πρόσωπο ή προς τα πίσω: προς έναν νέο κολεκτιβισμό, τεχνοφασιστικό αυτή τη φορά.
Συμπερασματικά: Ενώ η συστημική απροσωπία επελέχθη ως αναγκαία προϋπόθεση για την κατάκτηση της απόλυτης αυτοαναφορικής ελευθερίας, η ανάπτυξη των συστημάτων έρχεται τελικά να την αναιρέσει εκ των έσω. Με τη σειρά της αυτή η «έκλειψη του υποκειμένου», υπονομεύει την ικανότητά του να διαχειρίζεται την αναπαραγωγή των συστημάτων και τις κρίσεις τους. Πρόκειται για κανονικό φαύλο κύκλο. Οι προτεινόμενες απαντήσεις από το αδιέξοδο αυτό είναι τρεις: α) Η φουνταμενταλιστική «επιστροφή» στην προνεωτερική-προτεχνολογική εποχή. β) Η εκσυγχρονιστική εμμονή στον τεχνολογικό μεσσιανισμό. Και γ) η μετανεωτερική αναζήτηση μιας «Τρίτης σφαίρας», όπου θα λύνεται η αντίφαση Βιόσφαιρας-Τεχνόσφαιρας. Ή όπως εμβληματικά το έχει διατυπώσει ο Μάμφορντ: «Η δυνατότητά μας να πάμε πέρα από τη μηχανή βασίζεται στη δύναμή μας να αφομοιώσουμε τη μηχανή. Μέχρι να αφομοιώσουμε τις γνώσεις της αντικειμενικότητας, της απροσωπίας και της ουδετερότητας και τα μαθήματα από το μηχανικό βασίλειο, η εξέλιξή μας δεν μπορεί να προχωρήσει προς την πιο πλούσια οργανική, βαθύτερη ανθρώπινη υπόσταση». Η ύπαρξη όμως της δυνατότητας αυτής βασίζεται στην υπόθεση ότι υπάρχει ανθρωπολογικός τόπος πέρα από το Άτομο. Ότι μπορεί να αναδυθεί ένας άλλος τύπος ανθρώπου, ελεύθερος τόσο από τη φυσική όσο και από την τεχνολογική-συστημική μηχανικότητα. Αλλιώς οι σχετικές σκέψεις εκφυλίζονται σε ρομαντικές ονειροπολήσεις.
πηγή: Aντίφωνο