Η Μετά- φυσική της πέτρας


Βαγγέλης Σταυρόπουλος

της Χρυσαυγής


Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες

τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα

τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα

τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου.

Πληγωμένος από το δικό μου χώμα

τυραννισμένος από το δικό μου πουκάμισο

καταδικασμένος από τους δικούς μου θεούς,

τούτες τις πέτρες.

Γ. Σεφέρης, Β’. Μυκήνες, Γυμνοπαιδία

Ως εκσυγχρονισμό περιγράφω το ατομικό και συλλογικό άλλοθι απέναντι στο γεγονός του τέλους της Ιστορίας. Ή αλλιώς, το παυσίπονο εκείνο, που ξεγελά το κορμί και τη συνείδηση απ΄τις βουτιές στο πένθος.

Εκείνο που΄κανε ο εκσυγχρονισμός απ΄την αρχή να το σαρώσει- σε βαθμό να πούμε καταστατικό- είναι τα δομικά στοιχεία της ύπαρξης, που θα πει τη πρώτη εκείνη ύλη που συναντούμε όταν πρωτανοίξουμε τα μάτια πάνω σε αυτόν τον κόσμο. Μιλάμε για της ζωής τα πρώτα, ΄κείνα που θέτουν αενάως επί του υπαρξιακού προσκηνίου τις προσωκρατικές απορίες. Αρχινώ δηλαδή ωσάν τον Αναξίμανδρο, το ψαχτήρι του υποκειμένου, γυρεύοντας την αρχή μου εντοπίως, μιας και η ζωή θάλλει ανάμεσα στις πέτρες. Τούτο που΄ναι και το πιο καίριο: μιλώ για τον ήλιο κρατώντας στο χέρι ένα λεμόνι της ιωνικής παραλίου, κι αρθρώνω μια οντολογία τάξης πρώτης και εσχάτης, καθώς ανάγω μία μορφή πεπερασμένης ύλης σε εικόνα του σύμπαντος. Όχι του σύμπαντός μου, αλλά της διαλεκτικής του Είναι, όπως προκύπτει μέσα από τα ενδοκοσμικά του επιφάνεια. Αυτό που με παρακινεί σε αναζήτηση της κρυψώνας της φύσης και με χωρά μέσα του σα μια ψυχωμένη συνδρομή ποιοτήτων. Αν αρνηθώ την ύλη που με περιβάλλει, θα΄ναι σα να αρνούμαι τον εαυτό μου και όλη τη μεταφυσική που τον γέννησε. Αν είναι να την αρνηθώ, θα την αρνηθώ μονάχα σαν ανίκανος να βρω μες το ακατέργαστό της, την απαράλλακτη εικόνα της υποστάσεώς μου, που θα πει ανίκανος να υπάρξω ως δημιουργός.


Ο τόπος μου με δίδαξε τον τρόπο: να μιλώ για τον έρωτα αρχινώντας απ΄τα τζιτζίκια. Να διαλέγομαι περί το Αγαθόν, μετά του Αγαθού. Το υλικό που έλαχε να φυτρώνει εκεί που ρίζωσα, οι πρόγονοί μου το΄καναν αντανάκλαση του φωτός στον κόσμο, για να΄ναι τα αγάλματα, οι ναοί, οι πέτρες, τα τσακισμένα κεραμίδια, οι καβαλάρηδες άγιοι, εικονοστάσια της πιο μύχιας ουσίας μου.

Ο κύριος Γιώργος Σεφέρης, πρωτομάστορας αυτός του Λόγου, λέγει:

Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια

που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δε ξέρω που να

τ΄ακουμπήσω.

Έπεφτε στο όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο

έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολα να ξαναχωρίσει.

Κοιτώ τα μάτια΄ μήτε ανοιχτά μήτε κλειστά

μιλώ στο στόμα που όλο γυρεύει να μιλήσει

Κρατώ τα μάγουλα που ξεπέρασαν το δέρμα.

Δεν έχω άλλη δύναμη΄

τα χέρια μου χάνουνται και με πλησιάζουν

ακρωτηριασμένα.

(Μυθιστόρημα Γ’)

Αυτή είναι η μοναχική αλήθεια μας: στεκόμαστε χωρίς να ξέρουμε τι να το κάνουμε τούτο το κεφάλι, τώρα που οι ζωές μας μετριούνται στις γραμμές παραγωγής του νέου κόσμου, χωρίς νέα όνειρα, χωρίς νέες ελπίδες. Αυτό είναι το στοίχημα, να μπορέσουμε να δώσουμε νόημα σε τούτο τον πόνο, που μας χαρίζει το αβάσταχτο μαρμάρινο κεφάλι. Να βάλουμε το αττικό μάρμαρο πάνω στην αρτινή πέτρα, να τα ταιριάξουμε ξανά για να βρούμε την αναλογία μας εντός του κόσμου, που θα πει εντός της ζωής.

Αυτή η βλαστήμια απέναντι στην ύλη που μας γέννησε, είναι άρνηση μανιασμένη προς την ταυτότητα της ουσίας μας, έξοδος από τον εαυτό τάξεως φασματικής. Ο Ελληνισμός αρθρώνει μες απ΄τα μάρμαρα του Παρθενώνα και της Αγιά Σοφιάς, μία χούφτα πέτρες. Σαρκωμένες αναλογίες της Αλήθειας. Λιθάρια αποδοκιμασμένα, γεννημένα για κεφαλή γωνίας, κράχτες του πένθους, λειτουργοί των αρρήτων. Μέσα σε αυτές τις πέτρες κατοικούν οι ψυχές μας, καθώς και στα κορμιά των μολυβιών μας, όταν μιλούμε για την Αλήθεια.

Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα του E. D. Clarke (Travels in various Countries of Europe, Part the second, Greece, Egypt and the Holy Land 1-3, London 1812, pp. 481- 486, μετ. Γ. Δεπάστας, Β. Λούβρου), καθώς αντίκριζε τη καταστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα, πίκρας αντίστοιχης με΄κείνη του Νικήτα Χωνιάτη βλέποντας τα γλυπτά του Ιπποδρόμου σωριασμένα μπροστά στη λατινική έπαρση ( Χρονική Διήγησις 519.48- 51 και 649.84- 650.9) : Ο ίδιος ο δισδάρης ( ο αγάς του κάστρου της Ακροπόλεως) ήρθε να παρακολουθήσει τις εργασίες, αλλά με εμφανή σημάδια δυσαρέσκειας. Ο Λουζιέρι μας είπε ότι μόνο ύστερα από μεγάλες δυσκολίες ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει αυτό το μέρος του εγχειρήματος λόγω του σεβασμού που έτρεφαν οι Τούρκοι για τον ναό, επειδή τον είχα μετατρέψει σε τζαμί και είχαν συνηθίσει να τον αντιμετωπίζουν με θρησκευτική ευλάβεια. (…) Ο δισδάρης στο θέαμα αυτό (της καταστροφής των Μαρμάρων) δεν μπόρεσε να καταπνίξει περισσότερο τα συναισθήματά του΄ έβγαλε την πίπα από το στόμα και, αφήνοντας να κυλήσει ένα δάκρυ, είπε με τον πιο κατηγορηματικό τόνο ΄΄Τέλος΄΄.

Αυτό που στις μέρες μας συμβαίνει είναι μία λεηλασία πέρα και πάνω από όποια άλλη. Τώρα ΄δα βιάζουμε τον λόγο που γέννησε την ανά- λογία, αρνούμαστε το φως που γέννησε τον φόβο και μετά την πίστη. Όταν πια ο εκσυγχρονισμός θα τα΄χει παρασύρει όλα στο διάβα του, η θάλασσα θα΄ναι και πάλι εκεί, χωρίς κανείς να μπορεί να την εξαντλήσει. Αλλά κι όταν πάλι εμείς πάψουμε να μιλούμε, θα μιλήσουν οι πέτρες στη θέση μας ( Λκ. 19-40). Ο ήλιος θα χαμηλώνει πάνω από τη θάλασσα μες τη Καινή Κτίση, όπως και τώρα, κι ο Εμπεδοκλής θα διαβάζει τον προοιμιακό: δίπλ’ ερέω΄ τότε μεν γαρ εν ηυξήθη μόνον είναι εκ πλεόνων, τότε δ’αυ διέφυ πλέον΄ εξ ενός είναι, πυρ και ύδωρ και γαία και ηέρος άπλετον ύψος, Νείκος τ’ ουλόμενον δίχα των, ατάλαντον απάντη, και Φιλότης εν τοίσιν, ίση μήκός τε, πλάτος τε.

Στη Φολέγανδρο φτιάχνουν μια κατασκευή παράδοξη που την ονομάζουν δεντρόσπιτο. Είναι ένα πέτρινο οικοδόμημα όπου στη μέση του φυτρώνει ένα δένδρο, ας πούμε μια λεμονιά. Τούτο το κάνουν για να το προστατέψουν απ΄τον αέρα. Από πάνω είναι ξέσκεπο να το κοιτά ο ήλιος. Ετούτη η αγάπη για τη ζωή δεν έχει άλλη περισσότερη. Είναι το δεντρόσπιτο, το αρχέτυπο του Παρθενώνα και της Μονής του Δαφνίου. Υποψία φωτός ασύλληπτη για τον εκσυγχρονισμό, που καίει βαθιά στη χόβολη, έτοιμη να κάψει τη ψευδαισθητική αγυρτεία του εαυτού, να τον σύρει ωσάν τον Αρδιαίο εκείνο :
Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού

Πάλι με την άνοιξη.

Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες

το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι

δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια

και τους κίτρινους ανθούς.

Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη…

Γαλήνη.

- Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;

Μιά λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια΄

τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.

Το βράδυ βρήκα την περικοπή:

΄΄Τον έδεσαν χειροπόδαρα΄΄ μας λέει

΄΄τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν

τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν

απάνω στους αγκαθερούς ασπαλάθους

και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι΄΄.

Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του

ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.

( Γ. Σεφέρης, Επί ασπαλάθων…- Τετράδιο Γυμνασμάτων Β’)









πηγή: Aντίφωνο, "Manifesto Πολιτική-Πολιτισμός" τ.35