Κώστας Ανδρουλιδάκης
Οι παλιές λατρείες δεν έσβησαν ακόμη ολότελα στην Ελλάδα. Αναχρονισμός; Προτιμώ τον αναχρονισμό από το στέγνωμα της ψυχής. Τον προτιμώ ώσπου να βρει ο εκσυγχρονισμένος άνθρωπος έγκυρο κάτι που θα τον αντικαταστήσει. (Γ. Σεφέρης)
Η νηφάλια αλλά καίρια σκέψη του Γιώργου Σεφέρη μπορεί να μας καθοδηγήσει ώστε να προσεγγίσομε το ομολογουμένως τρομερό τούτο ερώτημα. Αλλά πρωτύτερα θα χρειαστεί να το εξειδικεύσομε σε ορισμένα μερικότερα: Ποια είναι η κατάσταση του Χριστιανισμού στην σημερινή Ευρώπη; Ποια τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα; Ποια είναι τα ιστορικά αίτια της κατάστασης αυτής; Ποια θα μπορούσε και ποια θα άξιζε να είναι η προοπτική ή η κατεύθυνση του Χριστιανισμού στο μέλλον; Οφείλω να διευκρινίσω εξ αρχής πως επιχειρώ να προσεγγίσω το θέμα μας με αληθινό σέβας για την χριστιανική θρησκεία, συγχρόνως όμως και με την απαιτούμενη φιλαλήθεια, από άποψη φιλοσοφική και μάλιστα ορθολογική.
Ποια είναι τα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν την κατάσταση και την θέση του Χριστιανισμού στην εποχή μας; Η υποχώρηση, η συρρίκνωση (μέχρι του σημείου της εξαφάνισης) της θρησκευτικής πίστης και συνείδησης από ολοένα και ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού. Η πιο φανερή πλευρά του φαινομένου αυτού της απουσίας ή της απίσχνανσης της πίστης συνίσταται βέβαια στον περιορισμό της συμμετοχής των ανθρώπων στις εκδηλώσεις της λατρείας και του εκκλησιαστικού βίου εν γένει (μολονότι ασφαλώς η μη ενεργός τούτη συμμετοχή δεν σημαίνει απαραίτητα απουσία της πίστης). Αλλά και όπου και όποτε υπάρχει θρησκευτικός και εκκλησιαστικός βίος, τι εκφράζει, σε τι αντιστοιχεί; Δηλώνει μήπως γνήσια ευσέβεια και ορθή κατανόηση (έστω και στοιχειωδώς) του αληθινού νοήματος της θρησκείας και του Χριστιανισμού; Ή μήπως, αντιθέτως, είναι επακόλουθο πληθώρας παρανοήσεων καθώς και ανθρωπολογικής αλλά και κοινωνικής παθολογίας;
Ποια είναι η εικόνα της Εκκλησίας και των Εκκλησιών σήμερα; Με όλες τις αναγκαίες διακρίσεις και παρ’ όλη την αναγνώριση των θετικών στοιχείων του εκκλησιαστικού βίου, δεν μπορεί κανείς να μην επισημάνει ορισμένα κυρίαρχα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που αμαυρώνουν την αληθινή αποστολή της Εκκλησίας: τον φορμαλισμό ή την τυπολατρία και την εξάντληση του εκκλησιαστικού βίου στην τέλεση της λατρείας, χωρίς πραγματική κατανόηση και άρα μέθεξη των πιστών* τον κομφορμισμό των Εκκλησιών και την ταύτισή τους με τις κατεστημένες εξουσίες με αποτέλεσμα τον ψυχικό χωρισμό τους από τους απλούς πιστούς. Ειδικότερα, στην Ελλάδα επιτείνονται τα αρνητικά τούτα φαινόμενα, πέραν των γνωστών ιστορικών αιτίων, τόσο λόγω του χαμηλού μορφωτικού επιπέδου ικανού μέρους του κλήρου όσο και λόγω της ελλιπούς αναπτύξεως της Θεολογίας. (Οφείλω όμως να επισημάνω την εξαίρετη προσφορά συγχρόνων ορθοδόξων θεολόγων, όπως αποτυπώνεται, λ.χ., στο λαμπρό έργο που επιτελεί η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου).
Η κατάσταση τούτη οφείλεται βέβαια σε αίτια ιστορικά (με την ευρύτερη έννοια συμπεριλαμβανομένης της ιστορίας του πολιτισμού και της φιλοσοφίας). Ο κλονισμός των θρησκευτικών παραδόσεων και πεποιθήσεων συμβαδίζει – από τις πρώτες δεκαετίες του ΙΘ΄ αιώνα - με τον κλονισμό ή την κατάρρευση της κλασικής δυτικής (ευρωπαϊκής) Μεταφυσικής και του απόλυτου Ιδεαλισμού (απόγειο του οποίου αναγνωρίζεται καθολικά το έργο του Εγέλου), με την άνοδο και την σταδιακή επικράτηση του επιστημονικού θετικισμού και των ποικιλώνυμων υλισμών. Το απώτερο υπόβαθρο των εξελίξεων αυτών αποτελεί εν τέλει ο Διαφωτισμός με την πίστη του στον ορθό Λόγο και τον αγώνα του εναντίον των προκαταλήψεων, της δεισιδαιμονίας και των διαφόρων αυθεντιών. Αλλά το σπουδαιότατο τούτο κίνημα-σταθμός στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος, εκτός από τις αναμφισβήτητα θετικές συμβολές του, χαρακτηρίζεται και από ορισμένα στοιχεία και πτυχές που επρόκειτο να έχουν ολέθριες επιπτώσεις όχι μόνο για την Μεταφυσική και την θρησκεία, αλλά και εν τέλει για μια ζωή με νόημα βαθύτερο από την ικανοποίηση απλώς και μόνο υλικών αναγκών (όπως ανέπτυξαν ρηξικέλευθα στην Διαλεκτική του Διαφωτισμού οι Μ. Χορκχάϊμερ και Τ. Αντόρνο). Ο Ορθολογισμός μεταλλάχθηκε στην κυριαρχία της υπολογιστικής και εργαλειακής λογικής, στην νοησιαρχία, στην χρησιμοθηρία* εκμηδενίστηκε η αίσθηση για τα μυστηριακά στοιχεία της ζωής, για το υπερφυσικό, για το λυρικό και ποιητικό στοιχείο τα οποία είναι βαθύτατα συγγενή με το θρησκευτικό βίωμα. Οι συνεχείς διαμάχες των μεταφυσικών συστημάτων επέφεραν τον σχετικισμό, τον σκεπτικισμό, έπειτα τον κόρο και την μεταφυσική ακηδία - που «αποτελούν τη μητέρα του χάους και της νύχτας στις επιστήμες αλλά συνάμα και την πηγή, τουλάχιστον το προανάκρουσμα του ξαναγεννημού των» (Καντ) – και τέλος «τον Μηδενισμό, την φριχτή εκείνη έννοια μέσα στην οποία ζούμε όλοι μας, από την οποία πίνομε όλοι μέχρι την πίκρα και μέχρι το κατακάθι» (Γκόττφρηντ Μπένν).
Ποιο είναι το νόημα της θρησκείας σήμερα; (Είναι προφανές πως, όταν συζητούμε για την θρησκεία στο πλαίσιο ενός πολιτισμού, αναφερόμαστε στην ιστορικά κυρίαρχη, σημαίνουσα και δεσπόζουσα θρησκεία του - στην Ευρώπη, για τον Χριστιανισμό). Σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται: από τον Θετικισμό, τον περιορισμό της γνώσης και της ανθρώπινης εμπειρίας σε μόνα τα πορίσματα των επιστημών* τον πρακτικό και πολιτισμικό Υλισμό και ευδαιμονισμό, την αναγνώριση των υλικών αγαθών (του πλούτου, της εξουσίας, της ευμάρειας και της ευζωίας) ως των μόνων ή πάντως των κυρίαρχων αξιών και σκοπών του ανθρώπου* από τον πνευματικό και ηθικό Μηδενισμό, την αμφισβήτηση ή και απάρνηση των πνευματικών και ηθικών αξιών (το φαινόμενο εκείνο που με εκπληκτική ευστοχία απεκάλεσε ο Έγελος «αθεϊσμό του ηθικού κόσμου»), αλλά και από τον μεταφυσικό ή έσχατο ή απόλυτο Μηδενισμό, την απόρριψη του οντολογικού Λόγου του Κόσμου (του λόγου υπάρξεως, του σκοπού και του νοήματός του) ή τον περιορισμό του σκοπού αυτού στις προσπάθειες του ανθρώπου για την βελτίωση των όρων του βίου του (στα περιβόητα «προγράμματα γενικής ευτυχίας»)* αντί της διαδόσεως του καλώς εννοούμενου Διαφωτισμού (που εξακολουθεί να παραμένει ένα ημιτελές αλλά μεγαλόπνοο σχέδιο, στην υπηρεσία του οποίου αξίζει να συστρατευθεί κανείς, για την κατίσχυση του ορθού Λόγου και την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου), από την κυριαρχία της εργαλειακής διάνοιας ή λογικής που αποβλέπει αποκλειστικά στην εγωιστική χρησιμοθηρία* αντί της κατά το δυνατόν εντελέστερης αναπτύξεως του ανθρώπου, της καλλιέργειας όλων των πτυχών του και της θεραπείας όλων των αναγκών του, από την ανάπτυξη μόνο ή κυρίως των διανοητικών δυνάμεων (και μάλιστα με πρακτικό-χρησιμοθηρικό προσανατολισμό) και την υστέρηση της καλλιέργειας του ευρύτερου ψυχικού κόσμου, με αποτέλεσμα την συρρίκνωση και την ατροφία του συναισθήματος, του βιώματος, της φαντασίας, της διαίσθησης, με λίγες λέξεις όλων εκείνων που απεχθάνονται και λοιδορούν πάντοτε το περιβόητο πρακτικό πνεύμα, ο ρεαλισμός και η συμβατική αστική ζωή: της ποιητικής νοημοσύνης ή αλλιώς της εσωτερικής-μυστικής ζωής.
Εν όψει της καταστάσεως αυτής ακριβώς γεννάται το ερώτημά μας: Έχει ακόμη ο Χριστιανισμός στην εποχή μας νόημα και λόγο υπάρξεως, και αν ναι ποιο; Το ερώτημα τούτο προϋποθέτει στοιχειώδη συνεννόηση για το ζήτημα που προηγείται λογικά: Τι είναι η θρησκεία και ποιο το νόημα και ο σκοπός της;
Από μιαν άποψη η θρησκεία δεν διαφέρει από την Μεταφυσική. Επιζητεί απάντηση στα θεμελιώδη ερωτήματά της: Ποιο είναι το νόημα του Σύμπαντος, ποια η θέση του ανθρώπου σ’ αυτό και ποια η αποστολή του; Αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα της ανθρώπινης σκέψης ότι στα ερωτήματα τούτα υφίσταται, παρ’ όλες τις διαφορές τους, αξιοσημείωτη σύγκλιση των πορισμάτων, κατά τα κύρια σημεία, της φιλοσοφικής Μεταφυσικής (από τον Αριστοτέλη και τον Σπινόζα μέχρι τον Καντ, τον Έγελο, τον Σλάιερμάχερ αλλά και τον Τολστόι) και του Χριστιανισμού: Θεμελιώδες για τον άνθρωπο είναι η συνειδητοποίηση της θέσης του στο Σύμπαν, η κατανόηση της αληθινής φύσης του ως ουσιωδώς ελλόγου, πνευματικού και ελεύθερου όντος καθώς και ο αγώνας του να εκπληρώσει με όλες τις δυνάμεις του, με τις αρετές και τις αδυναμίες του, με καιρό και με κόπο, τον τελικό του προορισμό - την εντελέχειά του.
Αλλά το θεμέλιο και την ρίζα του θρησκευτικού βιώματος συνιστά, πιστεύω, η συνείδηση της απόλυτης εξάρτησης του ανθρώπου, η βαθύτατη ανάγκη του να έχει στήριγμα κατά τις στιγμές της ευφροσύνης και της απόγνωσης, στις οριακές καταστάσεις (την ενοχή, τον πόνο, την οδύνη, τον θάνατο), ώστε να είναι βάσιμη η θεμιτή ελπίδα του. Ορθά έχει επισημανθεί ότι το αυθεντικότερο γνώρισμα της θρησκευτικότητας αποτελεί η ανάγκη της προσευχής. Όπως το εκφράζει με θαυμαστή ακρίβεια ο Καντ: «Σκεφθείτε έναν άνθρωπο κατά τις στιγμές που το πνεύμα του είναι διαθέσιμο για ηθικά αισθήματα. Όταν, περιβαλλόμενος από μιαν ωραία φύση, βρίσκεται σε μια γαλήνια, εύθυμη απόλαυση της ύπαρξής του, τότε αισθάνεται μέσα του την ανάγκη να είναι σε κάποιον ευγνώμων γι’ αυτό. Ή, μιαν άλλη φορά, με την ίδια πνευματική διάθεση, βρίσκεται υπό την πίεση καθηκόντων τα οποία μόνο με εκούσιες θυσίες μπορεί και θέλει να εκπληρώσει. Με μια λέξη: χρειάζεται μιαν ηθική νόηση, ώστε να έχει ένα ον που είναι σύμφωνα με τον σκοπό, για τον οποίο υπάρχει, η αιτία του ανθρώπου και του κόσμου. Είναι μάταιο να αναζητούμε με περίτεχνο τρόπο ελατήρια πίσω από τα αισθήματα τούτα* διότι συναρτώνται άμεσα με το καθαρότερο ηθικό φρόνημα, επειδή η ευγνωμοσύνη, η υπακοή και η ταπεινοφροσύνη είναι ιδιαίτερες πνευματικές προδιαθέσεις για το καθήκον» (Κριτική της κριτικής δύναμης).
Προς τι, λοιπόν, ακόμη ο Χριστιανισμός; Στο πρόσωπο του Ιησού εκφράζεται και υποτυπώνεται με απαράμιλλο τρόπο ένα μοναδικό πρότυπο και υπόδειγμα ηθικής και πνευματικής τελειώσεως του ανθρώπου* ενσαρκώνονται και συμβολίζονται οι κυριώτερες ή ύψιστες ηθικές Ιδέες και αξίες – η ελευθερία, η τελειότητα, η αγαθή προαίρεση, η πραότητα, η δικαιοσύνη, η αγάπη – και υποδεικνύεται η βαθύτερη ανάγκη και συνάμα η αληθινή αποστολή του ανθρώπου: η μετατροπή, με τις δικές του δυνάμεις, του πεδίου της ύλης και της ανάγκης σε πεδίο της ελευθερίας, του πνεύματος και του Λόγου – η έλευση της Βασιλείας του Θεού και επί της Γης.
πηγή: Aντίφωνο, περιοδικό ΕΥΘΥΝΗ, Απρίλιος 2008
Οι παλιές λατρείες δεν έσβησαν ακόμη ολότελα στην Ελλάδα. Αναχρονισμός; Προτιμώ τον αναχρονισμό από το στέγνωμα της ψυχής. Τον προτιμώ ώσπου να βρει ο εκσυγχρονισμένος άνθρωπος έγκυρο κάτι που θα τον αντικαταστήσει. (Γ. Σεφέρης)
Η νηφάλια αλλά καίρια σκέψη του Γιώργου Σεφέρη μπορεί να μας καθοδηγήσει ώστε να προσεγγίσομε το ομολογουμένως τρομερό τούτο ερώτημα. Αλλά πρωτύτερα θα χρειαστεί να το εξειδικεύσομε σε ορισμένα μερικότερα: Ποια είναι η κατάσταση του Χριστιανισμού στην σημερινή Ευρώπη; Ποια τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα; Ποια είναι τα ιστορικά αίτια της κατάστασης αυτής; Ποια θα μπορούσε και ποια θα άξιζε να είναι η προοπτική ή η κατεύθυνση του Χριστιανισμού στο μέλλον; Οφείλω να διευκρινίσω εξ αρχής πως επιχειρώ να προσεγγίσω το θέμα μας με αληθινό σέβας για την χριστιανική θρησκεία, συγχρόνως όμως και με την απαιτούμενη φιλαλήθεια, από άποψη φιλοσοφική και μάλιστα ορθολογική.
Ποια είναι τα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν την κατάσταση και την θέση του Χριστιανισμού στην εποχή μας; Η υποχώρηση, η συρρίκνωση (μέχρι του σημείου της εξαφάνισης) της θρησκευτικής πίστης και συνείδησης από ολοένα και ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού. Η πιο φανερή πλευρά του φαινομένου αυτού της απουσίας ή της απίσχνανσης της πίστης συνίσταται βέβαια στον περιορισμό της συμμετοχής των ανθρώπων στις εκδηλώσεις της λατρείας και του εκκλησιαστικού βίου εν γένει (μολονότι ασφαλώς η μη ενεργός τούτη συμμετοχή δεν σημαίνει απαραίτητα απουσία της πίστης). Αλλά και όπου και όποτε υπάρχει θρησκευτικός και εκκλησιαστικός βίος, τι εκφράζει, σε τι αντιστοιχεί; Δηλώνει μήπως γνήσια ευσέβεια και ορθή κατανόηση (έστω και στοιχειωδώς) του αληθινού νοήματος της θρησκείας και του Χριστιανισμού; Ή μήπως, αντιθέτως, είναι επακόλουθο πληθώρας παρανοήσεων καθώς και ανθρωπολογικής αλλά και κοινωνικής παθολογίας;
Ποια είναι η εικόνα της Εκκλησίας και των Εκκλησιών σήμερα; Με όλες τις αναγκαίες διακρίσεις και παρ’ όλη την αναγνώριση των θετικών στοιχείων του εκκλησιαστικού βίου, δεν μπορεί κανείς να μην επισημάνει ορισμένα κυρίαρχα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που αμαυρώνουν την αληθινή αποστολή της Εκκλησίας: τον φορμαλισμό ή την τυπολατρία και την εξάντληση του εκκλησιαστικού βίου στην τέλεση της λατρείας, χωρίς πραγματική κατανόηση και άρα μέθεξη των πιστών* τον κομφορμισμό των Εκκλησιών και την ταύτισή τους με τις κατεστημένες εξουσίες με αποτέλεσμα τον ψυχικό χωρισμό τους από τους απλούς πιστούς. Ειδικότερα, στην Ελλάδα επιτείνονται τα αρνητικά τούτα φαινόμενα, πέραν των γνωστών ιστορικών αιτίων, τόσο λόγω του χαμηλού μορφωτικού επιπέδου ικανού μέρους του κλήρου όσο και λόγω της ελλιπούς αναπτύξεως της Θεολογίας. (Οφείλω όμως να επισημάνω την εξαίρετη προσφορά συγχρόνων ορθοδόξων θεολόγων, όπως αποτυπώνεται, λ.χ., στο λαμπρό έργο που επιτελεί η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου).
Η κατάσταση τούτη οφείλεται βέβαια σε αίτια ιστορικά (με την ευρύτερη έννοια συμπεριλαμβανομένης της ιστορίας του πολιτισμού και της φιλοσοφίας). Ο κλονισμός των θρησκευτικών παραδόσεων και πεποιθήσεων συμβαδίζει – από τις πρώτες δεκαετίες του ΙΘ΄ αιώνα - με τον κλονισμό ή την κατάρρευση της κλασικής δυτικής (ευρωπαϊκής) Μεταφυσικής και του απόλυτου Ιδεαλισμού (απόγειο του οποίου αναγνωρίζεται καθολικά το έργο του Εγέλου), με την άνοδο και την σταδιακή επικράτηση του επιστημονικού θετικισμού και των ποικιλώνυμων υλισμών. Το απώτερο υπόβαθρο των εξελίξεων αυτών αποτελεί εν τέλει ο Διαφωτισμός με την πίστη του στον ορθό Λόγο και τον αγώνα του εναντίον των προκαταλήψεων, της δεισιδαιμονίας και των διαφόρων αυθεντιών. Αλλά το σπουδαιότατο τούτο κίνημα-σταθμός στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος, εκτός από τις αναμφισβήτητα θετικές συμβολές του, χαρακτηρίζεται και από ορισμένα στοιχεία και πτυχές που επρόκειτο να έχουν ολέθριες επιπτώσεις όχι μόνο για την Μεταφυσική και την θρησκεία, αλλά και εν τέλει για μια ζωή με νόημα βαθύτερο από την ικανοποίηση απλώς και μόνο υλικών αναγκών (όπως ανέπτυξαν ρηξικέλευθα στην Διαλεκτική του Διαφωτισμού οι Μ. Χορκχάϊμερ και Τ. Αντόρνο). Ο Ορθολογισμός μεταλλάχθηκε στην κυριαρχία της υπολογιστικής και εργαλειακής λογικής, στην νοησιαρχία, στην χρησιμοθηρία* εκμηδενίστηκε η αίσθηση για τα μυστηριακά στοιχεία της ζωής, για το υπερφυσικό, για το λυρικό και ποιητικό στοιχείο τα οποία είναι βαθύτατα συγγενή με το θρησκευτικό βίωμα. Οι συνεχείς διαμάχες των μεταφυσικών συστημάτων επέφεραν τον σχετικισμό, τον σκεπτικισμό, έπειτα τον κόρο και την μεταφυσική ακηδία - που «αποτελούν τη μητέρα του χάους και της νύχτας στις επιστήμες αλλά συνάμα και την πηγή, τουλάχιστον το προανάκρουσμα του ξαναγεννημού των» (Καντ) – και τέλος «τον Μηδενισμό, την φριχτή εκείνη έννοια μέσα στην οποία ζούμε όλοι μας, από την οποία πίνομε όλοι μέχρι την πίκρα και μέχρι το κατακάθι» (Γκόττφρηντ Μπένν).
Ποιο είναι το νόημα της θρησκείας σήμερα; (Είναι προφανές πως, όταν συζητούμε για την θρησκεία στο πλαίσιο ενός πολιτισμού, αναφερόμαστε στην ιστορικά κυρίαρχη, σημαίνουσα και δεσπόζουσα θρησκεία του - στην Ευρώπη, για τον Χριστιανισμό). Σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται: από τον Θετικισμό, τον περιορισμό της γνώσης και της ανθρώπινης εμπειρίας σε μόνα τα πορίσματα των επιστημών* τον πρακτικό και πολιτισμικό Υλισμό και ευδαιμονισμό, την αναγνώριση των υλικών αγαθών (του πλούτου, της εξουσίας, της ευμάρειας και της ευζωίας) ως των μόνων ή πάντως των κυρίαρχων αξιών και σκοπών του ανθρώπου* από τον πνευματικό και ηθικό Μηδενισμό, την αμφισβήτηση ή και απάρνηση των πνευματικών και ηθικών αξιών (το φαινόμενο εκείνο που με εκπληκτική ευστοχία απεκάλεσε ο Έγελος «αθεϊσμό του ηθικού κόσμου»), αλλά και από τον μεταφυσικό ή έσχατο ή απόλυτο Μηδενισμό, την απόρριψη του οντολογικού Λόγου του Κόσμου (του λόγου υπάρξεως, του σκοπού και του νοήματός του) ή τον περιορισμό του σκοπού αυτού στις προσπάθειες του ανθρώπου για την βελτίωση των όρων του βίου του (στα περιβόητα «προγράμματα γενικής ευτυχίας»)* αντί της διαδόσεως του καλώς εννοούμενου Διαφωτισμού (που εξακολουθεί να παραμένει ένα ημιτελές αλλά μεγαλόπνοο σχέδιο, στην υπηρεσία του οποίου αξίζει να συστρατευθεί κανείς, για την κατίσχυση του ορθού Λόγου και την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου), από την κυριαρχία της εργαλειακής διάνοιας ή λογικής που αποβλέπει αποκλειστικά στην εγωιστική χρησιμοθηρία* αντί της κατά το δυνατόν εντελέστερης αναπτύξεως του ανθρώπου, της καλλιέργειας όλων των πτυχών του και της θεραπείας όλων των αναγκών του, από την ανάπτυξη μόνο ή κυρίως των διανοητικών δυνάμεων (και μάλιστα με πρακτικό-χρησιμοθηρικό προσανατολισμό) και την υστέρηση της καλλιέργειας του ευρύτερου ψυχικού κόσμου, με αποτέλεσμα την συρρίκνωση και την ατροφία του συναισθήματος, του βιώματος, της φαντασίας, της διαίσθησης, με λίγες λέξεις όλων εκείνων που απεχθάνονται και λοιδορούν πάντοτε το περιβόητο πρακτικό πνεύμα, ο ρεαλισμός και η συμβατική αστική ζωή: της ποιητικής νοημοσύνης ή αλλιώς της εσωτερικής-μυστικής ζωής.
Εν όψει της καταστάσεως αυτής ακριβώς γεννάται το ερώτημά μας: Έχει ακόμη ο Χριστιανισμός στην εποχή μας νόημα και λόγο υπάρξεως, και αν ναι ποιο; Το ερώτημα τούτο προϋποθέτει στοιχειώδη συνεννόηση για το ζήτημα που προηγείται λογικά: Τι είναι η θρησκεία και ποιο το νόημα και ο σκοπός της;
Από μιαν άποψη η θρησκεία δεν διαφέρει από την Μεταφυσική. Επιζητεί απάντηση στα θεμελιώδη ερωτήματά της: Ποιο είναι το νόημα του Σύμπαντος, ποια η θέση του ανθρώπου σ’ αυτό και ποια η αποστολή του; Αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα της ανθρώπινης σκέψης ότι στα ερωτήματα τούτα υφίσταται, παρ’ όλες τις διαφορές τους, αξιοσημείωτη σύγκλιση των πορισμάτων, κατά τα κύρια σημεία, της φιλοσοφικής Μεταφυσικής (από τον Αριστοτέλη και τον Σπινόζα μέχρι τον Καντ, τον Έγελο, τον Σλάιερμάχερ αλλά και τον Τολστόι) και του Χριστιανισμού: Θεμελιώδες για τον άνθρωπο είναι η συνειδητοποίηση της θέσης του στο Σύμπαν, η κατανόηση της αληθινής φύσης του ως ουσιωδώς ελλόγου, πνευματικού και ελεύθερου όντος καθώς και ο αγώνας του να εκπληρώσει με όλες τις δυνάμεις του, με τις αρετές και τις αδυναμίες του, με καιρό και με κόπο, τον τελικό του προορισμό - την εντελέχειά του.
Αλλά το θεμέλιο και την ρίζα του θρησκευτικού βιώματος συνιστά, πιστεύω, η συνείδηση της απόλυτης εξάρτησης του ανθρώπου, η βαθύτατη ανάγκη του να έχει στήριγμα κατά τις στιγμές της ευφροσύνης και της απόγνωσης, στις οριακές καταστάσεις (την ενοχή, τον πόνο, την οδύνη, τον θάνατο), ώστε να είναι βάσιμη η θεμιτή ελπίδα του. Ορθά έχει επισημανθεί ότι το αυθεντικότερο γνώρισμα της θρησκευτικότητας αποτελεί η ανάγκη της προσευχής. Όπως το εκφράζει με θαυμαστή ακρίβεια ο Καντ: «Σκεφθείτε έναν άνθρωπο κατά τις στιγμές που το πνεύμα του είναι διαθέσιμο για ηθικά αισθήματα. Όταν, περιβαλλόμενος από μιαν ωραία φύση, βρίσκεται σε μια γαλήνια, εύθυμη απόλαυση της ύπαρξής του, τότε αισθάνεται μέσα του την ανάγκη να είναι σε κάποιον ευγνώμων γι’ αυτό. Ή, μιαν άλλη φορά, με την ίδια πνευματική διάθεση, βρίσκεται υπό την πίεση καθηκόντων τα οποία μόνο με εκούσιες θυσίες μπορεί και θέλει να εκπληρώσει. Με μια λέξη: χρειάζεται μιαν ηθική νόηση, ώστε να έχει ένα ον που είναι σύμφωνα με τον σκοπό, για τον οποίο υπάρχει, η αιτία του ανθρώπου και του κόσμου. Είναι μάταιο να αναζητούμε με περίτεχνο τρόπο ελατήρια πίσω από τα αισθήματα τούτα* διότι συναρτώνται άμεσα με το καθαρότερο ηθικό φρόνημα, επειδή η ευγνωμοσύνη, η υπακοή και η ταπεινοφροσύνη είναι ιδιαίτερες πνευματικές προδιαθέσεις για το καθήκον» (Κριτική της κριτικής δύναμης).
Προς τι, λοιπόν, ακόμη ο Χριστιανισμός; Στο πρόσωπο του Ιησού εκφράζεται και υποτυπώνεται με απαράμιλλο τρόπο ένα μοναδικό πρότυπο και υπόδειγμα ηθικής και πνευματικής τελειώσεως του ανθρώπου* ενσαρκώνονται και συμβολίζονται οι κυριώτερες ή ύψιστες ηθικές Ιδέες και αξίες – η ελευθερία, η τελειότητα, η αγαθή προαίρεση, η πραότητα, η δικαιοσύνη, η αγάπη – και υποδεικνύεται η βαθύτερη ανάγκη και συνάμα η αληθινή αποστολή του ανθρώπου: η μετατροπή, με τις δικές του δυνάμεις, του πεδίου της ύλης και της ανάγκης σε πεδίο της ελευθερίας, του πνεύματος και του Λόγου – η έλευση της Βασιλείας του Θεού και επί της Γης.
πηγή: Aντίφωνο, περιοδικό ΕΥΘΥΝΗ, Απρίλιος 2008